Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

ο θάνατος και το γιασεμί


Ο θάνατος και το γιασεμί
Μικρή θυμάμαι τη γιαγιά μου την Ελένη να αγοράζει ένα παχουλό ζωντανό κοτόπουλο από τον Κύριο Αντρέα που τα είχε δεμένα μέσα σε ένα μικρό κλουβί στο πάνω μέρος ενός μικρού βαν. Tα καημένα τα κοτόπουλα έκαναν την τελευταία τους βόλτα πριν να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο και το βαν προχωρούσε αργά στον προσφυγικό συνοικισμό αφήνοντας πίσω του τα μαδημένα φτερά στον αέρα. Η γιαγιά  λοιπόν πλησίαζε με κριτικό μάτι το βαν και διάλεγε προσεχτικά το πιο παχουλό κοτόπουλο, κοίταζε τη μύτη του να μην είναι χτυπημένη, τα μάτια να μην είναι θολά και ένευε με απόλυτη σιγουριά «αυτό». Αμέσως μετά έπαιρνε το καλό της μαχαίρι και αφού το ακόνιζε έπαιρνε την κότα στην αυλή, της πατούσε τα πόδια και έκοβε το λαιμό της με περισσότερη μαεστρία από ιερέα των Ίνκας. 

Μερικές φορές το κοτόπουλο ξέφευγε και έτρεχε ακέφαλο για λίγα μέτρα πιτσιλώντας  αίμα στο πλακόστρωτο. Δε θυμάμαι να μου προξενούσε καμιά αίσθηση το γεγονός, ούτε λυπόμουν την κότα, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν αν θα χρειαζόταν, σαν μεγάλωνα, να διέπραττα και εγώ τον αποκεφαλισμό.  Ευτυχώς, πλέον, τα κοτόπουλα τα βρίσκουμε έτοιμα, αποκεφαλισμένα και καθαρισμένα, στην υπεραγορά και τα τρώμε με τη συνείδηση μας ήσυχη, αφού δεν παραβρεθήκαμε στον θάνατο τους.

Αμέσως μετά την κοτοπουλο-κτονία η γιαγιά, έφτιαχνε καφέ κυπριακό μέτριο, τον έβαζε στο μικρό φλιτζανάκι του λαϊκού και μου έβαζε μια γουλιά στο πιατάκι της για να πιω ή μου βουτούσε την άκρη από το ψωμί. Τότε έπιανε το βελονάκι και κεντούσε την κουβέρτα που μου έταξε, και εγώ καθισμένη στο πάτωμα κάτω από τα πόδια της, διάλεγα τα χρώματα ή έγερνα στην ποδιά της ψάχνοντας στη μικρή τσεπούλα το κρυμμένο γιασεμί και εκείνη μου έλεγε το αγαπημένο μου παραμύθι χαϊδεύοντας μου τρυφερά τα μαλλιά, με τα ίδια χέρια που πριν είχαν σκοτώσει την κότα. Φυσικά αυτό τότε δε με απασχολούσε, εγώ νοιαζόμουν για το παραμύθι και για το χάδι της.

Που θέλω να καταλήξω. Η ζωή κυμαίνεται σε μια λεπτή ανεπαίσθητη γραμμή μεταξύ μακάβριου και ονειρεμένου, όπου κι αν είσαι ότι κι αν κάνεις το αίμα της κοινωνίας κάποια στιγμή θα σε πιτσιλίσει. Αν θες να επιβιώσεις από τις μακάβριες μέρες κάθε σούρουπο διαγράφεις από τη μνήμη τα ακέφαλα πτώματα, και αν είσαι τυχερός έχεις κάποιον να σου πει όμορφα παραμύθια έχεις ένα τρυφερό χέρι να σε χαϊδέψει και μια αγκαλιά, με μια ανάμνηση από γιασεμί να μπεις μέσα και να κουρνιάσεις πάλι σαν παιδί! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...