Ο ΤΟΙΧΟΣ
Αλήθεια,
πρόσεξες ποτέ με πόση τρυφερότητα χαϊδεύουν οι ισοβίτες
των κελιών τους
τους ολόλευκους τοίχους;
(ο πόθος δεν εχει συνείδηση)
κι όταν ξυπνά πεινασμένος
το σώμα καίει
το αίμα καίει
τα ακροδαχτυλα καίνε
τα μηνιγγια χτυπάνε
η μηχανή ουρλιάζει μανιασμένα και παρανοεί
(πεινασμένος ο πόθος ψάχνει τροφή)
Και να πώς στον ισοβίτη,
ο κατάλευκος τοίχος ομοιάζει
με το αλαβάστρινο δέρμα της
τόσο ελκυστικός
Και να πώς τα κάγκελα
γυαλιστερά μαύρα και λεία
στα δάχτυλα του σφίγγει
σαν τα μακριά της μαλλιά
(η ανάγκη δεν έχει συνείδηση)
Ο ισοβίτης
τα χαϊδεύει διστακτικά
και εκείνα θαρρείς
ανταποκρίνονται
στην ιδρωμένη παλάμη
Την πρώτη φορά
που χάιδεψε τον τοίχο
ντροπιασμένος γονάτισε
και έκλαψε για ώρα
ένοιωθε εκπορνευμένος
Τη δεύτερη φορά
που χάιδεψε τον τοίχο
ένοιωσε λιγότερες ενοχές
και μεγαλύτερη ευχαρίστηση
Την τρίτη φορα
που χάιδεψε τον τοίχο
ένοιωσε μια αμυδρή υποψία
ότι το απόλαυσε και εκείνος
Και από τότε
κάθε βράδυ
μόλις σβήσουν τα φώτα
μόλις απομακρυνθεί ο φρουρός
μόλις κοιμηθεί ο διπλανός
στο θολωμένο του μυαλό
του φαίνεται πώς ακούει τον τοίχο
να τον καλεί
με την δική της φωνή
(το πάθος δεν έχει συνείδηση)
Και τοτε ο ισοβίτης
ξαπλωμένος στην κάτω κουκέτα
στο δεξί του πλευρό
γυρνάει την πλάτη στον φρουρό
και χωρίς καμιά τύψη πια
χαϊδεύει το σώμα
που έγινε ένα
με τον ολόλευκο τοίχο του
Μαρίνα Σαβεριάδου
(Τα ημερολόγια)
Αλήθεια,
πρόσεξες ποτέ με πόση τρυφερότητα χαϊδεύουν οι ισοβίτες
των κελιών τους
τους ολόλευκους τοίχους;
(ο πόθος δεν εχει συνείδηση)
κι όταν ξυπνά πεινασμένος
το σώμα καίει
το αίμα καίει
τα ακροδαχτυλα καίνε
τα μηνιγγια χτυπάνε
η μηχανή ουρλιάζει μανιασμένα και παρανοεί
(πεινασμένος ο πόθος ψάχνει τροφή)
Και να πώς στον ισοβίτη,
ο κατάλευκος τοίχος ομοιάζει
με το αλαβάστρινο δέρμα της
τόσο ελκυστικός
Και να πώς τα κάγκελα
γυαλιστερά μαύρα και λεία
στα δάχτυλα του σφίγγει
σαν τα μακριά της μαλλιά
(η ανάγκη δεν έχει συνείδηση)
Ο ισοβίτης
τα χαϊδεύει διστακτικά
και εκείνα θαρρείς
ανταποκρίνονται
στην ιδρωμένη παλάμη
Την πρώτη φορά
που χάιδεψε τον τοίχο
ντροπιασμένος γονάτισε
και έκλαψε για ώρα
ένοιωθε εκπορνευμένος
Τη δεύτερη φορά
που χάιδεψε τον τοίχο
ένοιωσε λιγότερες ενοχές
και μεγαλύτερη ευχαρίστηση
Την τρίτη φορα
που χάιδεψε τον τοίχο
ένοιωσε μια αμυδρή υποψία
ότι το απόλαυσε και εκείνος
Και από τότε
κάθε βράδυ
μόλις σβήσουν τα φώτα
μόλις απομακρυνθεί ο φρουρός
μόλις κοιμηθεί ο διπλανός
στο θολωμένο του μυαλό
του φαίνεται πώς ακούει τον τοίχο
να τον καλεί
με την δική της φωνή
(το πάθος δεν έχει συνείδηση)
Και τοτε ο ισοβίτης
ξαπλωμένος στην κάτω κουκέτα
στο δεξί του πλευρό
γυρνάει την πλάτη στον φρουρό
και χωρίς καμιά τύψη πια
χαϊδεύει το σώμα
που έγινε ένα
με τον ολόλευκο τοίχο του
Μαρίνα Σαβεριάδου
(Τα ημερολόγια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου