Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Twenty seven minutes

And you get upset because he put too much butter on your tost and the coffee he made for you is not as hot as you want it to be.
And he gets on your nerves because he insists on making your hair the way he likes,  and you have to move them again away from your face. 
And in the afternoon, when you walk the dogs, you always disagree about who is going to press the little button at the crossing lights, and because he always wants to go right towards the cava shop  and you want to go left towards the seafront.
And you always send him to do the shopping, because you really hate going to the supermarket and then on top of that you make a fuss because he always buys ten more things, mainly sweets and chocolate bars, and what’s  the point of the bloody shopping list if he is going to buy ten more things anyway that bloody stubborn son of the .. 
But when you come home exhausted from work and don’t have the energy to say not one word, you lie on the sofa for a while with your eyes closed, and you sense a blanket covering you softly, a kiss on the forhead and a warm hand caressing your face, and there you lay still, with your eyes closed, taking a big breath, releaved he is there.
And then you play pillow fights with him and the kids jump on the bed and your bedroom becomes a war zone full of crazy people but you don’t care, you lough until your stomach hurt.
And you turn of the light when he is taking a shower because he drives you crazy with his  stupid  voice and in winter you want the quilt for yourself and you leave that poor soul next to you uncovered  and you touch him deliberately with your ice cold feet and lough. You re mean and you enjoy to see him suffer and you lough like Cruela De Vile 
And when you sit to watch television  you will break his balls until he puts on the programme you want to watch and as soon as he does  in three minutes you are asleep. 
And it really gets on your nerves that he is always so soft with the kids and that makes you look like the mean one , and then on other days, when he tries to act after your nugging and be more stright, you turn your head the other way, so they won't see you lough, because he looks ridicullus trying to be stright and then you think that you wouldn’t wish for a different father for your children.
And every day he has so many things to tell you, he sits opposite you at the kitchen table and he just talks about this and that and you stare at him but at some point you stop hearing what he says, you just observe  his lips moving, and you think how strange his voice sounds, and how his shoulders move as he talks, and that his red top makes him look really hot and that the kids wont be back from English Lesson for another half hour.
And then, as if he read your mind,  he suddenly stops talking, just stares, smiles at you and tells you he realy likes the color of your lipstick, that you are his princess, the love of his life, the most beautifull woman in the world.
And then you say “Shut up and le’ts go upstairs, we only have twenty seven minutes”







Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Quizas Quizas Quizas-Ibrahim Ferrer & Omara Portuondo

Σε απόσταση αναπνοής


Κάποτε ήταν ένα μικρό ξανθό αγοράκι...

υπήρχε μια φωτογραφία του μέσα σε ένα καροτσάκι,απ εκείνα του παλιού καιρού με τις μεγάλες μεταλλικές ρόδες. Το μικρό αγοράκι, με το  ξανθό του μαλλί, κάθεται μέσα στο καροτσάκι του και γελά με ένα τεράστιο μεγάλο χαμόγελο, γελάνε και τα μάτια του.

Χρόνια μετά μια άλλη φωτογραφία, αυτή τη φορά, ένα άλλο μικρό παιδάκι, στην ίδια ηλικία, σε ένα άλλο καροτσάκι, στην ίδια ακριβώς θέση, κάθεται και γελά με ένα τεράστιο χαμόγελο, γελάνε και τα αμυγδαλωτά μάτια του, μόνο που έχουν περάσει εικοσιτέσσερα χρόνια από την προηγούμενη φωτογραφία και αυτή τη φορά στο καροτσάκι βρίσκεται ένα κοριτσάκι..

Αν έβαζα όλες τις λέξεις του κόσμου που περιγράφουν την αγάπη σε όλους τους πιθανούς συνδιασμούς δεν θα κατάφερνα να σου περιγράψω πόσο αγαπώ τον παπά μου. Για να καταλάβεις όταν ξεκινώ να γράψω κάτι για τον παπά μου, πρώτα ξεκινώ να κλαίω και μετά να γράφω.. είναι από αυτά τα κείμενα που γράφονται κάθε λέξη με πόνο, κάθε λέξη με συγκίνηση, κάθε λέξη δέος ..

για κανέναν άλλο και ποτέ

είπα το σε κάποιους ανθρώπους δικούς μου αλλά δεν ξέρω αν στο είπα ποτέ. Όταν ήμουν μικρή και πήγαινα να μείνω σπίτι του παπά μου, γιατί ο παπάς μου σταμάτησε να μένει μαζί μας όταν ήμουν 4, όταν λοιπόν πήγαινα να μείνω με τον παπά μου σε ένα μικρό παγωμένο διαμέρισμα στους αγίους αναργύρους, το πρωί που ξυπνούσα , έβραζε νερό σε μια παλιά τσαγέρα που είχε, από αυτές που σφυρούν, έβαζε το νερό σε μια μεγάλη κούπα χρώμα λαχανί και έβαζε κ λίγο κρυό για να νιφτώ. Ζεστό νερό λοιπόν για να νιφτεί το μωρό, για να μην παγώσει το μούτρο του από το παγωμένο νερό.

Δεν ξέρω αν υπάρχει εκείνο που ονομάζεται συλλογική μνήμη και αν οι γονιοί μας, μας κληρονομούν τον εσωτερικό τους πόνο και γεννιούμαστε με τα κύτταρα μας γεμάτα από τις αναμνήσεις τους..και εκείνοι των γονιών τους και αν ο κάθε ένας από εμάς κάθε φορά που δακρύζει βάζει ακόμα μια σταγόνα μέσα στον τεράστιο ωκεανό δακρύων της ανθρωπότητας.

Από αυτόν τον άνθρωπο κληρονόμησα τον εαυτό μου. Την αγάπη μου για τη μουσική, την αγάπη μου για τον άνθρωπο, την ταπεινότητα όταν συναντώ έναν άλλο συνάνθρωπο μου να μην είμαι ποτέ αλαζονική με οποιονδήποτε έχω απέναντι μου, τον βλέπω χρόνια τώρα, βλέπω και μαθαίνω.

Σήμερα στη Λεμεσό, στο μνημόσυνο, εκείνος να στέκει, και εγώ δέκα μέτρα παρακάτω, ακουμπημένη στον τοίχο να τον κοιτάζω. Ήταν μια καλή απόσταση για να τον παρατηρήσω, να τον φωτογραφίσω στην μνήμη μου και να φυλάξω και αυτήν την φωτογραφία στο αρχείο της ζωής μου, της ζωής που μου χάρισε. Στέκει με την πλάτη ίσια αλλά το κεφάλι του είναι στην ευθεία, ούτε χαμηλά να προσδίδει δουλοπρέπεια, ούτε πολύ ψηλά να φανερώνει αλαζονεία Σε μια ευθεία, χρόνια τώρα, το ευθυτενές βλέμμα της σοφίας του “Είμαι” και επειδή είμαι δεν “δείχνω” Το κεφάλι του ολόλευκο, χρόνια τώρα και ξέρεις επειδή από τον καιρό που τον θυμάμαι, τον θυμάμαι με άσπρα μαλιά, δεν προσιόρισα ακριβώς το πότε γέρασε, δεν προσδιόρισα καν αν γέρασε.. για μένα είναι εκείνος που θυμάμαι, να περπατάμε στους βράχους του Περνέρα με το στητό κορμί και το ψαροντούφεκο στο χέρι..

Στον δρόμο προς τη Λεμεσό με ρωτούσε τι γίνεται με τον τύπο που βγαίναμε πριν κάτι μήνες. Την προηγούμενη Κυριακή με ρωτούσε πάλι πώς πάνε τα συναισθηματικά, τόσα χρόνια δε με ρωτούσε για τα συναισθηματικά και ξέρω ότι δεν είναι από περιέργεια που ρωτά ή για κουτσομπολιό, ρωτά γιατί βαθιά μέσα του στενοχωριέται. Του απαντώ κι εγώ πελλάρες και το ρίχνω στο αστείο και αλλάζουμε κουβέντα. Με τη μάνα μου έχω παραπάνω περιθώριο να μιλήσω και να της πω αλήθειες, αλλά η μάνα μου θα το πάρει στο φιλοσοφικό και στις πνευματικές τις θεωρίες και θα μου πει ότι, ό,τι συμβαίνει είναι για ένα σκοπό, και ότι κάτι έχουμε να μάθουμε και τις ίδιες μαλακίες που λέει και στον εαυτό της για να αντέξει τη μοναξιά της. Όμως δε μπορώ να τα πω του παπά, αν του πώ τι νιώθω θα κάτσει να μαραζώνει και να νιώθει ενοχές και είναι το τελευταίο που θέλω.

Δεν ξέρω τι τον βρήκε σήμερα και ήθελε να βγάζει φωτογραφίες, πήρε τη μικρή του κάμερα και έβγαζε τη θεία, τα ξαδέρφια του, τα μωρά. Άκου και το άλλο το παράξενο. Ψες είδα όνειρο ότι ήταν ένα ξανθό κοριτσάκι και ενώ υπήρχαν πολλά άτομα γυρω εκείνη ήθελε εμένα να την πιάσω αγκαλιά. Και εγώ την έπιασα αγκαλιά. Το λοιπόν σήμερα που πήγα στην εκκλησία, κάποια στιγμή βγήκα έξω και πήγα και έκατσα σε κάτι σκαλιά, να σου μπροστά μου ένα ξανθό μωράκι, ξεκινά και περπατά προς το μέρος μου και απλώνω τα χέρια μου και έρχεται και την πιάνω αγκαλιά. Τι υπέροχο συναίσθημα, ένα μωράκι, άγνωστο, να σε εμπιστεύεται και να σε αφήνει να το αγκαλιάσεις.

Στο τραπέζι μετά το μνημόσυνο ως συνήθως ανοιχτήκαν τα ντουλάπια και βγήκαν οι σκελετοί και αρχίσαν οι συζητήσεις για διάφορα, και ήρθε και η μάππα πάνω του και πετάχτηκα και εγώ, γιατί όταν πέφτει η μάππα πάνω του γυρίζει το μάτι μου και αντιδρώ σε όλες τις αδικίες που έζησε, τον παραλογισμό, την απόρριψη.. πονώ μέσα μου, τον κοιτάζω, και νιώθω ακριβώς όπως ένιωθα όταν έκαμνε κάποιος το μωρό μου να κλάψει. Όταν πειράζουν το μωρό σου και όταν έχουν πειράξει το γονιό σου, νιώθεις ακριβώς το ίδιο μαχαίρωμα και την ίδια οργή. Σταμάτησε τη συζήτηση, όπως πάντα και δεν το άφησε να συνεχίσει. Στην επιστροφή όμως, όταν μείναμε εγώ και εκείνος στο αυτοκίνητο, μοιράστηκε μαζί μου γεγονότα που τα μοιράστηκε για πρώτη φορά και έβγαλε, ίσως για πρώτη φορά τόσο παράπονο. Ο χρόνος δε γυρίζει και εκείνοι έφυγαν και πήγαν στον άλλο κόσμο και άφησαν πίσω έναν άνθρωπο που πλησιάζει τα εβδομήντα, που κουβαλά ένα μικρό παιδί μέσα του, που δεν βρήκε ποτέ τη θέση του και την αποδοχή. Και μετά του πετάχτηκα εγώ και του είπα “και μετά γεννήθηκα εγώ” και πήραν όλα τη θέση τους και εκείνος είπε “έτσι ακριβώς” και ξέρουμε πολύ καλά ότι ένας άνθρωπος που κάνει ένα παιδί πολύ νέος, το κάνει για να δημιουργήσει το γονιό που δεν είχε. Ετσι ο παπάς μου έγινε ο παπάς που δεν είχε όταν έκανε εμένα 24 και η κόρη του έγινε μάνα στα 20 προσπαθώντας να παράξει μια μάνα. Εφτιαξε για τον εαυτό του ένα σκοπό ζωής όπως έφτιαξα και εγώ ένα σκοπό ζωής για τον εαυτό μου, και γλυτώσαμε τις ζωές μας παρά τρίχα για έναν ανώτερο σκοπό, για ένα βαθύ συναίσθημα ευθύνης να πράξουμε κάτι καλύτερο .

Οι ζωές μας και τα επαναλαμβανόμενα μας μοτίβα, η κληρονομημένη μας κατάρα και ευλογία να πετυχαίνουμε στις αποτυχίες μας. Κάποτε νιώθω τόσα πολλά μέσα μου που δεν έχω τι να τα κάνω και δεν ξέρω αν είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι ή αν είναι κληρονομιά και αυτό. Μιλούμε για απεριόριστες ποσότητες ότι και αν είναι αυτό που νιώθω, αγάπη, πάθος, κάποτε θλίψη, κάποτε συγκίνηση, κάποτε πόθο. Είναι πάντα πολύ απλά αλλάζει μορφή, σαν ένας χορευτής σε μια σκηνή που απλά του αλλάζουν τη μουσική και αλλάζει το ρυθμό του ανάλογα. Αυτό το πολύ κάποτε φοβίζει τους ανθρώπους και κάποτε δεν το καταλαβαίνουν, σε βλέπουν να τραγουδάς δυνατά ή να χαχανίζεις, να χορεύεις τα πρωινά του Σαββάτου αντί να καθαρίζεις και να αρπάζεις ξαφνικά το αυτοκίνητο και να φεύγεις για να περπατήσεις στη θάλασσα αντί να σκοτίζεσαι ότι πλησιάζει μεσημέρι και θα έπρεπε να ετοιμάσεις φαί.. Για τους νόρμαλ ανθρώπους είμαστε αλλοπρόσαλλοι γιατί δεν καταλαβαίνουν ότι εκείνο το πολύ είναι ένα ενεργό ηφαίστειο που πρέπει να εκτονωθεί και πρέπει να κάνεις έρωτα και αν δεν μπορείς να κάνεις έρωτα θα παίξεις μουσική και αν δεν μπορείς να παίξεις μουσική θα βγεις να περπατήσεις, να αναπνεύσεις, να δεις το γαλάζιο του ουρανού και τα κοχύλια και όλα μα όλα δεν έχουν καμιά σειρά και καμιά λογική και σκοπιμότητα.

Αυτό το πολύ ήταν κληρονομιά και από τους δύο και φαίνεται ήρθε υπερβολική η δόση μεγαλώνει όσο προχωρούν τα χρόνια, όσο μικραίνουν οι μέρες.. και είναι σχεδόν γελοίο να προσπαθήσεις να εξηγήσεις σε ένα άνθρωπο του “λίγο” ή συμβατικό τι είσαι, απλά θα σε βλέπει και θα ξινίζει τα μούτρα του γιατί δεν χωράς στα τετράγωνα του τη στιγμή που είσαι ένα εναλλασόμενο άμορφο κύμα..

Δεν έχω ούτε λόγο ούτε επίλογο απόψε.. δεν έχω αλκοόλ, ούτε τσιγάρα, ούτε εθισμό κανένα, βασικά έχω κάτι λέξεις που τις αραδιάζω σε μια σειρά και γίνονται προτάσεις και μόνο να γελάσω μπορώ γιατί καλύπτουν ένα χιλιοστό των σκέψεων μου, απλά να, θα περάσουν τα χρόνια και θέλω να θυμάμαι, γιατί στη ράτσα μας επίσης το έχουμε και ξεχνάμε, θέλω να θυμάμαι, ίσως και εκείνα,  ότι εκεί που ζούσαμε χωρίς να βγάζουμε νόημα, προσπαθούσαμε να βγάλουμε κάποιο νόημα.. ότι βαθιά μέσα μας, ότι και να συνέβαινε, μέσα στο βάθος μας, μέσα στον πυρήνα μας, υπήρχε κάτι παράξενο, αρχαίγονο,  που υπερβαίνει τα πάντα και φέρνει την κάθαρση ..  εχω μουσική εντός και μια αγάπη σε απόσταση αναπνοής, έναν ωκεανό εντός και μια θάλασσα σε απόσταση αναπνοής ..









Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Η μνήμη της θάλασσας


Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Ψες μας ονειρεύτηκα...

Ήταν απόγευμα Κυριακής, καθόμουν στο πεζούλι της βεράντας και σε κοίταζα να παίζεις μπάλα με τα παιδιά. Ετοίμασα δείπνο, κάτσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι, δειπνήσαμε, έπλυνες εσύ τα πιάτα και ετοίμασα τα παιδιά για ύπνο. Ξαπλώσαμε όλοι μαζί στο τεράστιο κρεβάτι και τους διαβάσαμε ένα παραμύθι που τέλειωνε με το «και έζησαν αυτοί καλά και τώρα στα κρεβάτια σας, ο βασιλιάς και η βασίλισσα επιθυμούν να μείνουν μόνοι…»

Ψες μας ονειρεύτηκα…

Δούλευα στο γραφείο ετοιμάζοντας μια ακόμα ανιαρή οικονομική κατάσταση. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήσουν εσύ αλλά άλλαξες τη φωνή σου για να μη σε αναγνωρίσω και σαν άγνωστος άρχισες να με φλερτάρεις για να κάνεις πλάκα. Σε αναγνώρισα αμέσως φυσικά, αλλά συνέχισα το παιχνίδι για να δω που θα το πας. Σε ρώτησα «τι θέλετε κύριε» και εσύ μου απάντησες «δεν με ξέρεις, σε είδα κάπου και μου άρεσε, δώσε μου το   τηλέφωνο σου, τι ζώδιο είσαι; θέλεις να βγούμε για καφέ;» Και εγώ τότε είπα «Ναι να στο δώσω , γιατί όχι, ακούγεσαι ενδιαφέρων τύπος» και εσύ τότε μπερδεύτηκες γιατί δεν ήξερες αν είχα αναγνωρίσει ότι είσαι εσύ, και  μετά προβληματίστηκες γιατί, αν όντως δεν σε είχα καταλάβει τότε  αυτό πάει να πει ότι φλέρταρα με κάποιον άλλο; και αμέσως άλλαξες ύφος και βιάστηκες να κόψεις το αστείο και με ρώτησες μετανιωμένος «αγάπη μου, μα δε με κατάλαβες; εγώ είμαι» και σου απάντησα «το κατάλαβα βλάκα» και μου είπες "ευτυχώς γιατί με ζήλεψα τόσο πολύ που ήμουν έτοιμος να πάω να μου σχίσω τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου" και εγώ πέθανα στο γέλιο γιατί ζήλεψες ρε χαζέ ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό.

Ψες μας ονειρεύτηκα..

Ήταν απόγευμα και πέρασα απ’ τη δουλειά για να σου φέρω καφέ. Λίγο πριν τη στροφή κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για να δω αν είμαι αρκετά όμορφη για σένα, έλυσα την κοτσίδα μου και άφησα τα μαλλιά μου κάτω και μέσα σε ένα λεπτό μεταμορφώθηκα στη γυναίκα που αγαπούσες. Σταμάτησα στο δρόμο και παρέμεινα στο αυτοκίνητο και εσύ με πλησίασες με αργά βήματα προσπαθώντας να το παίξεις ψύχραιμος και άνετος, αλλά δεν κατόρθωσες να συγκρατήσεις το χαμόγελο σου, ούτε εγώ το δικό μου. Φορούσες εκείνο το τυρκουάζ μπλουζάκι που φώτιζε τις θάλασσες γύρω από τα μάτια σου και ήσουν τόσο χαμογελαστός που έμοιαζες ακόμα με σκανδαλιάρικο πειραχτήρι των δεκαπέντε. Έσκυψες προς το μέρος μου ακουμπώντας το χέρι σου στο παράθυρο και ρώτησες «πώς γίνεται κάθε φορά που σε κοιτάζω να είσαι και πιο όμορφη;»  Εγώ σου απάντησα «ομορφαίνω μόνο γιατί με αγαπάς. Και όσο μ΄αγαπάς θα ομορφαίνω» Κράτησα για λίγο το χέρι σου σφικτά και ένοιωσα την αγάπη σου να μεταφέρεται από τα δάχτυλα σου σε όλο μου το είναι. Και τότε κατάλαβα πως αγάπη που γεννιέται στα ακροδάχτυλα κρατάει μια ζωή ! 

Ψες μας ονειρεύτηκα...

Ήταν 6 το απόγευμα και σε περίμενα να γυρίσεις στο σπίτι όπως κάθε απόγευμα και κάθε φορά χτυπούσε η καρδιά μου από αγωνία γιατί μια ώρα μακριά σου μου φαινόταν αιώνας. Και ήταν τόσο παράξενο αυτό το συναίσθημα, πέρασαν τόσα χρόνια που ήμασταν μαζί αλλά ήμουν πάντα τόσο τρελά ερωτευμένη μαζί σου, ήσουν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου και αυτόν τον έρωτα κανένας χρόνος δεν μπορούσε να τον σβήσει. Κι εσύ, όσο κουρασμένος κι αν ήσουν έμπαινες πάντα στο σπίτι χαμογελαστός και εγώ σε περίμενα με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού που περιμένει τον μπαμπά να γυρίσει με τα δώρα, μόνο που το δώρο μου ήταν η παρουσία σου. Στεκόμουν στην κουζίνα και μαγείρευα, άκουγα την πόρτα να ανοίγει και η καρδιά μου κάλπαζε άγρια, στεκόμουν με την πλάτη γυρισμένη, χωρίς να σου μιλήσω, χωρίς να σε κοιτάξω, περιμένοντας να με πλησιάσεις αργά, να με αγκαλιάσεις με το αριστερό χέρι από τη μέση, με το δεξί να χαϊδέψεις τα μαλλιά μου, να νιώσω πρώτα την ανάσα σου στο σβέρκο μου και μετά τα χείλη σου να με φιλούν απαλά. Και εγώ γυρνούσα προς το μέρος σου, σε αγκάλιαζα σφικτά, σε άκουγα να αφήνεις μια ανάσα ανακούφισης που γύρισες και πάλι σε μένα και μετά σε έδιωχνα ψευτοθυμωμένη για να με αφήσεις να τελειώσω το φαγητό. 

Ψες μας ονειρεύτηκα...

Ξημέρωνε και κοιμόσουν ήρεμος και γαλήνιος στο πλάι μου, εγώ ήμουν ξύπνια, σε χάιδευα στην πλάτη με τις άκρες των δαχτύλων μου, σου τραγουδούσα από μέσα μου τραγούδια και περίμενα να ξυπνήσεις. Και εσύ ξύπνησες, γύρισες το πρόσωπο σου προς το μέρος μου απότομα, λες και ήθελες να βεβαιωθείς ότι ήμουν εγώ πράγματι αυτή που κοιμόταν δίπλα σου, κούρνιασες για λίγο στο στήθος μου σαν μικρό αγοράκι και μετά με έκανες δική σου και πάλι χωρίς να ρωτήσεις αν θέλω, γιατί ήξερες ότι πάντα σε θέλω, κάθε φορά. Κάθε φορά με έκανες δική σου και ήταν κάθε φορά αθώα σαν την πρώτη φορά και απελπισμένη σαν τελευταία. Και εγώ σου ψιθύριζα «πες μου το» και τότε εσύ έσταζες στο κορμί μου «σ’ αγαπώ» και τα χρόνια περνούσαν μα εκείνο το γραμμένο με ιδρώτα «σ’ αγαπώ» λίγο πριν το τέλος, ήταν αυτό που κρατούσε τις ψυχές μας τόσο σφικτά δεμένες που δεν μπορούσε ποτέ κανένας χρόνος καμιά απόσταση και κανένας θάνατος να μας χωρίσει. 

Ψες μας ονειρεύτηκα....

Ήταν πρωί φθινοπώρου και σηκωθήκαμε ξημερώματα για να δούμε την ανατολή πάνω από τη θάλασσα, φτιάξαμε καφέ, πήραμε το αυτοκίνητο και οδηγήσαμε για να πάμε εκεί που συναντηθήκαμε πρώτη φορά. Κάτσαμε στο ίδιο πάπλωμα, με πήρες αγκαλιά, σκεπαστήκαμε με την ίδια κουβέρτα και μου ενώ μου περιέγραφες κρατώντας μου το χέρι το ψεσινό όνειρο σου εγώ κρυμμένη στην αγκαλιά σου προσποιούμουν ότι άκουγα τι έλεγες αλλά στην πραγματικότητα αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς σου και μετά σήκωσα το κεφάλι και σε κοίταξα και σκεφτόμουν ακόμα μια φορά πόσο περήφανη ήμουν για σένα. Μετά ρώτησες τι ονειρεύτηκα εγώ και σου απάντησα «ονειρευόμουν μια ζωή αυτή μόνο τη στιγμή που θα καθόμασταν και πάλι εδώ μαζί» Τότε μείναμε για λίγο αμίλητοι και κοιταζόμασταν πότε χαμογελαστοί και πότε με δάκρυα στα μάτια γιατί ήμουν η γυναίκα της ζωής σου και ήσουν ο άνδρας της ζωής μου και ξέραμε ότι ο μόνος παράδεισος είναι να είσαι με αυτόν που ανήκεις. 

Ψες μας ονειρεύτηκα... 

Όταν άνοιξα τα μάτια είχε μόλις χαράξει. Άπλωσα το χέρι ψάχνοντας σε, αλλά δεν βρισκόσουν δίπλα μου, μόνο στο κομοδίνο μια φωτογραφία σου μου χαμογελούσε γλυκά. Σηκώθηκα αργά και πήρα τηλέφωνο την κόρη μας.

«Έλα να με πάρεις στον πατέρα σου.»

Σε βρήκα καθισμένο στον μικρό κήπο με μια κουβέρτα απλωμένη στα πόδια για να μην κρυώνεις. Είσαι τόσο όμορφος ψυχή μου. Ήρθα και γονάτισα στα πόδια σου και άπλωσα τα χέρια μου στα δικά σου. Αρνήθηκες να με αγγίξεις, έστρεψες το βλέμμα σου αλλού, δε με θυμάσαι πια. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα αλλά συγκρατήθηκα. Θα στενοχωρηθείς αν με δεις να κλαίω.

«Τι λες να πάμε ένα περίπατο;» σε ρώτησα

«Που;» ανταποκρίθηκες με ενδιαφέρον

«Στη θάλασσα»

Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και είπα στην κόρη μας να φύγει και να επιστρέψει αργότερα να μας πάρει. Άπλωσα δίπλα στο κύμα το πάπλωμα, εκείνο το ίδιο πάπλωμα, σε έβαλα να κάτσεις και κάθισα δίπλα σου και σκέπασα και τα πόδια σου με την κουβέρτα, εκείνη την ίδια ροζ απαλή κουβέρτα. Γύρισες, με κοίταξες και άπλωσες το χέρι σου.

«Μου έλειψες θάλασσα μου» ψιθύρισες και με φίλησες …. 

«Με θυμήθηκες;» ρώτησα με μάτια γεμάτα δάκρυα

Σκούπισες τα μάτια μου με τα χέρια σου

«Σου το είπα αγάπη μου, κανένα ποτάμι δε θα θολώσει ποτέ αυτή τη θάλασσα»




Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

α μην..



Κατέβηκα κάτω να περπατήσω λίγο.. συνέβαινε κάποτε αυτό, να ήθελα πολύ να τον δω και να κατέβαινα κάτω να περπατήσω λίγο και να παρακαλώ μέσα μου μήπως τον δω και όταν τον έβλεπα χτυπούσε η καρδιά μου τόσο που νόμιζα θα σπάσει.
Πάνε μήνες τώρα που κόψαμε πια κάθε επαφή, καθόλου μηνύματα, καθόλου τηλεφωνήματα. Και το αφήναμε απλά στην τύχη, έτσι λέγαμε, ή στο μεγάλο και απέραντο σύμπαν, να κανόνιζε μια τυχαία συνάντηση έστω για μια φορά κάθε ένα ή δύο μήνες , έτσι για να δούμε λίγο ο ένας τον άλλο και να πάρουμε δύναμη για παρακάτω. Το είχαμε ανάγκη, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, πότε και οι δύο, όμως  το σύμπαν πάντα συνωμοτούσε και έτσι κατέβαινα κάτω να περπατήσω λίγο, και όταν περνούσα από το καφέ ήταν εκεί, ή με πετύχαινε έξω από την τράπεζα η  περνούσε και εκείνος από εκεί και .. όταν βλεπόμασταν έρρεε όλος ο καταρράχτης συναισθημάτων μέσα μας, το βλέμμα μου χανόταν μέσα στο δικό του, ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από την τελευταία φορά που βρισκόμασταν ξαπλωμένοι, γυμνοί πάνω στο χαλί του σαλονιού, λυμένοι στα γέλια..
Σήμερα  κατέβηκα να περπατήσω λίγο .. αλλά δεν ήθελα να τον δω, τα μάτια μου ήταν βουρκωμένα και η πίκρα στεκόταν σαν ένας κόμπος στο λαιμό μου που μπορούσα να τον καταπιώ. Τον είδα όμως, φαίνεται το σύμπαν τα κάνει κάποτε μαντάρα και σου παρουσιάζει μπροστά σου αυτόν που δεν θέλεις να δεις, ακριβώς επειδή αυτόν σκεφτόσουν, ακόμα κι αν αυτό που σκεφτόσουν ήταν ότι δε θέλεις να τον δεις. Αυτό που φοβάσαι λένε, πάλι γίνεται.  Και είναι  η τύχη μια πόρνη που της αρέσει να δοκιμάζει τις αντοχές σου.
Τον είδα στην αρχή από μακριά, φορούσε φθαρμένο μπλε τζιν και το λευκό του φανελάκι (εκείνο που είχε πάντα εκείνη την έντονη μυρωδιά του μαλακτικού που μισούσα) και ενώ περπατούσα δεν ήμουν σίγουρη ότι ήταν πράγματι εκείνος μέχρι που πλησίασα περισσότερο και τον είδα να σηκώνει ενώ μιλούσε τον  δεξί του ώμο, ένα χαρακτηριστικό τικ μοναδικό του. Είχε την πλάτη γυρισμένη και μιλούσε με τα παιδιά στο καφέ, άκουγα τη φωνή του και να είναι το επίκεντρο της προσοχής, όπως πάντα και όλοι γύρω τον άκουγαν σαν μαγεμένοι, όπως πάντα, όπως εγώ.
Συνέχισα να περπατώ…
Περίμενα να δω αν θα γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος μου και να φωνάξει το όνομα μου, όχι δεν ήλπιζα, περίμενα μόνο, ευχόμουν και απευχόμουν μαζί,  απλά και μόνο για να του ρίξω στα μούτρα μια άρνηση που τόσο καιρό προετοίμαζα για να του πω «βιάζομαι δεν μπορώ να μείνω». Δεν με είδε όμως, δε γύρισε. Τότε σκέφτηκα, δε γίνεται θα με δει κάποιο από τα παιδιά στο καφέ, αυτοί είναι ακριβώς απέναντι μου και αν με έβλεπαν θα του έλεγαν σίγουρα, κοίτα ποια  περνά  και τότε εκείνος θα έστρεφε το κεφάλι προς το μέρος μου με ένα βλέμμα ενθουσιασμού και τρόμου μαζί, και τότε αστραπιαία θα περνούσε από το μυαλό του η σκέψη ότι τον είδα και δεν μπήκα να του μιλήσω, και θα με κοιτούσε με παράπονο και σίγουρα θα με φώναζε με το όνομα μου, και αν με φώναζε με το όνομα μου θα έλιωνε όλη μου η αντίσταση μονομιάς και θα πήγαινα με τρεμάμενα πόδια κοντά του, θα στεκόμουν τριάντα εκατοστά δίπλα του, εκείνος θα με ρωτούσε αν ήθελα καφέ και εγώ θα έλεγα όχι ευχαριστώ, και θα γύριζα την πλάτη για να φύγω, και τότε σίγουρα εκείνος θα με ακολουθούσε, θα περπατούσαμε δίπλα στη γωνία, θα καθόμασταν στον ραγισμένο τοίχο, θα έβαζε το χέρι του γύρω μου, και θα μου έλεγε «ψυχή μου σ’ αγαπώ».  
Kι εγώ, εγώ τον αγαπώ τόσο που να με πάρει ο διάολος που καμιά φορά σκέφτομαι ότι είναι καλύτερα να σε καταδικάσουν σε θάνατο παρά σε ανεκπλήρωτη αγάπη..
Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε…
Συνέχισε απλά να μιλά μαζί τους και κανένας δεν πρόσεξε ότι περνούσα έξω από το καφέ και συνέχισαν όλοι να τον ακούνε με προσοχή και εγώ συνέχισα να περπατώ, μια αόρατη παρουσία, μόνο που η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει .  
Σήμερα ήταν η μέρα ενός θλιβερού θριάμβου, μιας παταγώδους επιτυχίας !!
Είδα τον έρωτα της ζωής μου, τον άντρα που λάτρεψα όσο τίποτα άλλο και κατάφερα να οδηγήσω τα βήματα μου μακριά του  προσποιούμενη ότι δεν τον είδα. 
Πρόσεξε, όχι τρέχοντας, περπατώντας και αυτό είναι που κάνει όλη τη διαφορά γιατί όταν τρέχεις δείχνεις φυγή, όταν όμως περπατάς, με αργό και σταθερό βήμα, δείχνεις αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια και πραγματικά, σκέψου πόση δύναμη χρειάζεται να φεύγεις μακριά από κάποιον που λατρεύεις και πόσο  ασήκωτο είναι το κάθε βήμα. Τα κατάφερα όμως και περπάτησα τα υπόλοιπα πέντε λεπτά με στητό το κορμί μου πάνω σε τρεμάμενα πόδια και την καρδιά μου να γυρεύει τρύπα να πεταχτεί έξω από το σώμα μου. 
Κάποτε, βασιζόμουν στο σύμπαν να κάνει κάτι, να φέρει τις συγκυρίες και τα πράγματα έτσι ώστε να τον δω, να του μιλήσω, να τον φιλήσω, να τον μυρίσω, να πάρω την δόση μου και να κάνω μεταβολή και να φύγω κομματιασμένη. 
Σήμερα έδωσα την προσωπική μου μικρή μάχη μόνο που δε θεωρώ ότι κέρδισα, δεν κερδίζεις τίποτα όταν χάνεις αυτόν που αγαπάς, ακόμα κι αν έχεις εσύ το κουράγιο να φύγεις, είναι ένα παιχνίδι χαμένο από την πρώτη μέχρι την τελευταία παρτίδα, ένας θλιβερός θρίαμβος που σου προκαλεί αναγούλα και απελπισία.
Όμως, είναι ένα βήμα..
Πέστε λοιπόν στο σύμπαν ότι μπορεί να κάνει ότι θέλει, εγώ δε θέλω πια και ας γαμιέται..
Πέστε του ότι ένας άντρας μπορεί να κάνει με τον πιο υπέροχο τρόπο έρωτα στο κορμί σου ακόμα και στο μυαλό σου και όμως την ίδια στιγμή η δειλία του να σου βιάζει ολόκληρη την ουσία της ύπαρξης σου. Και στην τελική καμιά γυναίκα δεν θέλει να της κάνει έρωτας ένας άντρας, λιγότερο άντρας από την ίδια.
Πέστε του ότι υπήρχε μια σημαντική διαφορά μεταξύ μας. Εκείνος ζούσε και ζει τη ζωή του αναθέτοντας σε κάποια ανώτερη δύναμη, Θεό ή σύμπαν να διαμορφώσει τις συνθήκες, να  οδηγήσει τα πράγματα εκεί όπου ήταν γραφτό να οδηγηθούν. Ενώ εγώ, εγώ είμαι η θέληση, η μόνη συνθήκη  και η μόνη δύναμη. Εγώ ζούσα και ζω τη ζωή μου χωρίς να περιμένω κανέναν να δράσει για μένα.
Για μένα η εναπόθεση της ελπίδας σε ανώτερες δυνάμεις ισοδυναμεί με απάθεια.  Και ακόμα και αν τύχαινε κάποια μέρα και η Θεία πρόνοια να μας έφερνε μαζί και ερχόταν γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό να μου πει , «ορίστε ήρθα, είμαι δικός σου, τώρα μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη» εγώ θα τον κοιτούσα με όλον εκείνον τον συσσωρευμένο θυμό και πίκρα όλων αυτών των χρόνων και θα του έλεγα.  «Δε σε θέλω πια, εγώ δεν ήθελα να έρθεις επειδή φάνηκες τυχερός και τα κατάφερες, εγώ ήθελα να έρθεις γιατί δεν άντεχες χωρίς εμένα, δεν είχες άλλη επιλογή, και έπρεπε οπωσδήποτε να είμαστε μαζί και είχες παλέψει για μας. Το κατά τύχη σου να το πάρεις και να το βάλεις εκεί που ξέρεις.»
Και σε ρωτώ, πώς μπορώ να συγχωρέσω κάποιον  ενώ έλεγε ότι με αγαπούσε όσο τίποτα άλλο , είχε το κουράγιο να ζει,  να μιλά, να χαμογελά χωρίς εμένα;
Δε θα μπορούσα να τον συγχωρέσω όπως δεν μπορεί να συγχωρέσει ένα παιδί τον γονιό του που έφυγε και το εγκατέλειψε. Γιατί ήμουν κάτι περισσότερο από αίμα του και ήταν κάτι περισσότερο από σάρκα μου !
Όχι δεν μπορώ, όπως δε μπορώ να ζήσω τη ζωή μου χαρούμενη και αδιάφορα όπως τα κατάφερε εκείνος. Δεν θα καταλάβω ποτέ πώς τα καταφέρνει.

m a y 2 0 1 7

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Je t aime * moi non plus ( σ αγαπώ * εγώ όχι πια)


15 Φεβράρη καφέ νέρο 12.15 με ζεστό καφέ

έφυγα από το γραφείο 11.15 , μισή μέρα άδεια, ήμουν στη φάση που δεν άντεχα άλλα τηλεφωνήματα, άλλη φασαρία. Περίμενα να έρθω εδώ και να είναι σχεδόν άδειο το μέρος αλλά φαίνεται είναι πολύς ο κόσμος που δεν δουλεύει τελικά. Βρέχει ασταμάτητα από το πρωί, αλλά όταν είσαι σε ένα καφέ, νιώθεις οκ με την θερμοκρασία γύρω σου, πίνεις ζεστό καφέ και βλέπεις τη βροχή έξω από τις τζαμαρίες, δεν είναι τόσο άσχημα. 15 ημέρες του έμειναν του Χειμώνα για να μας αφήσει και να ησυχάσουμε


ήπια το μισό καφέ και μετά κατάλαβα ότι δεν είχε ζάχαρη και τον έπινα σκέτο, έτσι μαννή είμαι

ενιγουει συνέβηκαν πολλά και παράξενα τελευταίως και το κυριότερο ήταν (άτε τωρα να βρεις σωστή λέξη) γαμώτο μου

δεν υπάρχει σωστή λέξη, οι λέξεις τελικά δεν καλύπτουν ούτε μπορούν να εκφράσουν ούτε στο ελάχιστο εκείνα που ζούμε, εκείνα που νιώθουμε, άσε που ούτε ακόμα και εμείς οι ίδιοι πρέπει να κάνουμε μια ολόκληρη διαδικασία για να φτάσουμε στο βάθος των συναισθημάτων μας, αν ξέρουμε καλό κολύμπι, αν έχουμε τη δύναμη να αντικρύσουμε το βυθό μας
και από εκείνα που νιώθουμε θα βγει στην επιφάνεια ένα μικρό ποσοστό, το οποίο θα πετσοκόψουμε και θα δώσουμε στον άλλο ένα μικρότερο ακόμα ποσοστό, ένα φράγμα εκείνων που αισθανόμαστε, ένα φράγμα από εκείνα που σκεφτόμαστε, με γνώμονα πάντα την ασφάλεια μας, την ασφάλεια του, την ασφάλεια του στάτους της σχέσης που με κόπο χτίζεται. Αυτή η γαμημένη η ισορροπία, που καταπίνει τις λέξεις
είσαι πάνω στην άκρη ενός σχοινιού σαν ακροβάτης και θέλεις να πάεις απέναντι να συναντήσεις τον άλλο. Και μέσα σε ένα σακίδιο όλα εκείνα που νιώθεις, αλλά είναι πολύ βαρύ το σακίδιο, δε θα σε αφήσει το βάρος του να περπατήσεις το σχοινί και να πάς απέναντι. Αρχίζεις και πετάς, πετάς λέξεις, πετάς συναισθήματα και δοκιμάζεις δειλά δειλά να κάνεις τα πρώτα βήματα.. τι είπε εκείνος;
Θυμάμαι, έχω σημαδέψει τις λέξεις που φοβάται και έχω σημαδέψει τα σημεία όπου πονάει, δε θα προφέρω ποτέ τις λέξεις κλειδί, και όταν απλώνω τα χέρια για να τον αγγίξω θα τον αγγίζω τόσο όσο, να μην πνίγεται, να μην νιώθω ότι η αγκαλιά μου κράτησε περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτά, και αν με κοιτάξει στα μάτια θα τον κοιτάξω και εγώ αλλά θα φροντίσω το βλέμμα μου να μην μπει τόσο μέσα του ώστε να καταλάβει ότι ξέρω ακριβώς τι νιώθει και τι φοβάται.

Εχει ανθρώπους που ολόκληρη η ζωή τους βασίζεται στην αίσθηση της ισορροπίας τους, στην αίσθηση του ελέγχου που θέλουν να έχουν στα γεγονότα, και ένας από αυτούς είμαι και εγώ. Και εμάς του εν δυνάμει “ελεγκτές συναισθηματικής κυκλοφορίας” η ζωή το μόνο που κάνει είναι να κάνει τα πάντα για να μας διαψεύσει, για να μας βγάζει εκτός ελέγχου, να μας κοροιδεύει με λίγα λόγια και η ανατροπή τελικά είναι το μόνο προβλέψιμο γεγονός στη ζωή μας.
Ανατροπή όπως λέμε έρχονται τα πάνω κάτω και ανατροπή όπως λέμε κάνω εκείνα που έλεγα ότι ποτέ δε θα κάνω, που στο τέλος της ημέρας και άμα την πάθεις αρκετές φορές θα γελάς με τον εαυτό σου την ίδια στιγμή που θα κάνει μια δήλωση που θα έχει μέσα τη φράση “εγω ποτέ”
όμως εγώ δε θα αναλάβω το ρόλο να ανατρέψω την αίσθηση ισορροπίας κανενός, ούτε και του εαυτού μου, όπως κανένας πλέον δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για μεγάλους έρωτες και μεγάλα δράματα. Άλλαξαν τα πράγματα πλέον στις μέρες μας και οι άνθρωποι δεν κάνουν εισαγωγές πλέον στις ζωές των άλλων με όμορφα λόγια. Μπαίνουν στο ψητό και η φράση κλειδί που λέει “σε θέλω” το οποίο “θέλω” εσύ πρέπει είτε να το μεταφράσεις ή να ζητήσεις διευκρινήσεις, γιατί ένα σε θέλω ποικίλει σε ερμηνείες που κυμαίνονται από το “σε θέλω” (σεξουαλικά) μέχρι το “σε θέλω” της έννοιας δε θέλω να σε χάσω γιατί σε γνώρισα σε τέτοιο βαθμό που ο λογιστής μέσα μου έχει καταμετρήσει προσεχτικά τα χαραχτηριστικά σου και θεωρώ ότι η παρουσία σου θα εξυπηρετήσει σε μεγάλο βαθμό την ουσία της ύπαρξης μου, το οποίο σημαίνει θεωρώ ότι θα λειτουργούμε καλά σε ποιότητα και συχνότητα.

Ενα “σε θέλω” λοιπόν μπορεί να σημαίνει πολλά, πάρα πολλά, ότι και να σημαίνει όμως, όπου και αν κυμαίνεται ένα “σε θέλω” ακόμα και αν περικλείει μόνο την ηδονή, είναι καλύτερο από το κανένα “σε θέλω” Δηλαδή και μόνο να σε ποθεί κάποιος και αυτό σημαίνει κάτι για την αυτοπεποίθηση σου ή αυτοεκτίμηση σου, γιατί την ώρα που έρχεται και σε βρίσκει εκείνο το “σε θέλω” ήδη νιώθεις την ηδονη να σε πλημμυρίζει, ακόμα και αν εσύ δεν θέλεις, ακόμα και αν εσυ θέλεις αλλά επιλέγεις να μην το δείξεις, ακόμα και αν θέλεις σαν λυσσασμένος αλλά αποφασίζεις να πεις όχι. Το τι λέμε μέσα μας και το τι θα πούμε στον άλλο είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
Το τι νιώθουμε μέσα μας και το τι θα εκφράσουμε είναι διαφορετικά πράγματα. Το ερώτημα είναι το εξής. Αν με έναν άνθρωπο δεν μπορείς να πεις ακριβώς αυτό που θέλεις και να εκφράσεις ακριβώς αυτό που αισθάνεσαι τι είδους σχέση συντηρείς και αν αυτή η σχέση που συντηρείται με καλά προσεχτικά μελετημένες λέξεις που θα αποκρύψουν τα πραγματικά συναισθήματα θα αντέξει στο χρόνο, ή θα διαλυθεί κάτω από το ίδιο της το ψέμα; νομίζω ξέρουμε την απάντηση.. (τα μεγάλα τσιμεντένια φράγματα μπορούν να περιορίσουν τεράστιες ποσότητες νερού αλλά τα καταπιεσμένα συναισθήματα κρύβουν μεγαλύτερη ένταση και δεν είναι ένταση υδάτινη αλλά πύρινη και η φωτιά δεν περιορίζεται .. ) αλλά μπορούμε όλοι να συνεχίσουμε τις φιλότιμες μας προσπάθειες πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρουμε και εγω θα συνεχίσω να χαμογελώ παρόλο που μερικές φορές θέλω να σου μπήξω μια να είναι όλη δική σου.

Είναι και ένα θέλω που κάποτε έρχεται μεταχρονολογημένα, σαν καλεσμένος που φτάνει καλοντυμένος και με τα δώρα στα χέρια σε γιορτή που έχει τελειώσει και βρίσκει μόνο άδεια πλαστικά ποτήρια και πατημένες σερπαντίνες. Από άνθρωπο που κάποτε ήθελες πολύ ή νόμιζες ότι ήθελες πολύ, που πλέον δε σκέφτεσαι δε θυμάσαι δεν σε απασχολεί. Ένιωσες όμως κάτι όταν ήρθε εκείνο το ξέσπασμα. ¨Ενιωσα ναι, ένιωσα τη δροσιά της βροχής ακόμα και αν το νερό της θα κυλήσει και θα φύγει και δεν θα μπει μια σταγόνα μέσα μου. Πήγα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, με ένα συναίσθημα έκπληξης , εμένα εννοεί; Εμένα θέλει; Σε μένα απευθύνεται. Μάλλον για μένα ήταν, και ας ήταν ένα ξέσπασμα ή ένα παραλήρημα, ας ήμουν το αντικείμενο της μνήμης του, το τελευταίο όμορφο πράγμα που είχε να θυμηθεί μέσα στη μοναξιά του, δες έκπληξη, αυτό ήμουν εγώ, μια γυναίκα που θέλει, και ας το θυμήθηκε κάτι μήνες μετά για λόγους που μόνο εκείνος ξέρει. Για μια στιγμή όμως, μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, πήγα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, και ρώτησα το διαβολάκι στον αριστερό μου ώμο μαλάκα όντως εννοεί εμένα; εγώ είμαι αυτή που του άφησε τούτα όλα τα συναισθήματα; είναι δυνατόν; ” Μια εβδομάδα κράτησε τούτη η ένεση ντοπαρίσματος, ένιωθα όμορφη, κλπ μετά άρχισαν οι συνηθισμένες κρίσεις ανασφάλειας, οι ηλίθιες σκέψεις, η αβεβαιότητα. Δε με λαμβάνω υπόψη πια, είναι όπως την γρίππη που την έχεις περάσει εκατό φορές και απλά περιμένεις να σου περάσει..

Και κάπως έτσι αγάπη μου πάνε χαμένες ευκαιρίες, γιατί την ώρα που θέλει εκείνη εσύ θέλεις κάποια άλλη ή κλαις την προηγούμενη σου αγάπη, και την ώρα που εκείνη κάνει έρωτα με άλλον εσύ βαράς μαλακία φωνάζοντας το όνομα της και έρχεσαι πίσω να πεις θέλω σε έναν άνθρωπο τη στιγμή που θέλεις εκείνον που θυμάσαι , εκείνος όμως δεν είναι πια εκείνος που θυμάσαι άρα τι στο διάολο θέλεις μου λες; ειναι σαν να λες σεν έναν ασθενή ότι βρέθηκε το φάρμακο για την ασθένεια από την οποία έπασχε, αλλά του το λες μετά που έχει πεθάνει, εμ ..και γαμώ τα τάιμινγκ ..και γαμώ τα θέλω μας και τη μυστικοπάθεια μας και την δειλία μας μέσα ! Μια φορά και έναν καιρό ...... the end !!! συνεχίζουμε χαλαρά το ψυχεδελικό ταξιδάκι μας στην παράξενη χώρα του κακού μας καιρού (bad timing) με την ελπίδα και ευχή να φτάσουμε αισίως σε μια χρονική στιγμή που θα θέλουμε δύο άνθρωποι ο ένας τον άλλο, την ίδια στιγμή και θα χουμε τα κότσια να το πούμε χωρις να νιώθεις ότι αν το πεις θα γελοιοποιηθείς, χωρίς να νιώθεις ότι ας μην το πω καλύτερα μην τον χάσω εντελώς 

in a manner of Speaking https://www.youtube.com/watch?v=zXhLFb34nz4

!https://www.youtube.com/watch?v=zXhLFb34nz4



και να δεις τι σοφία κρύβει το τραγούδι η Jane λαλεί του Αγαπώ σε αγαπώ σε αγαπώ σε ο Σερζ απαντά της τζιαι καλά “εγώ όχι πια” αλλά η Τζέιν τραλαλιλαλομ συνεχίζει μες την καύλα ούτε πως της λαλεί ο άλλος ότι δε τη θέλει... και αυτό είναι το πιο σεξυ τραγούδι που εγράφτηκε ποτέ, ο ένας θέλει , ο άλλος δε θέλει αλλά στο τέλος την βρίσκουν τζιαι οι θκυο.. γιατί λαλεί σου που θα πάει κάποια στιγμή, που θα πάει , θα θέλει τζιαι ο άλλος... πουτανο-καθωσπρεπισμός στα Γαλλικά ή αλλιώς που εν να πάει θα μου κάτσει 

https://www.youtube.com/watch?v=k3Fa4lOQfbA





Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Θύμισε με

Θύμισε με πόρνη ποιο είναι το όνομα σου
η σε φωνάζουν πάντα μάνα;
εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει
αμέριμνη σαν περιφέρεσαι στων λευκών περιστεριών σου την αλάνα

"ιπποτες" τα κονταρια τους ακονιζουν
στιλβώνουν τις αστραφτερές τους πανοπλίες
χωραει ο ανδρισμος του
στο σχήμα της παλάμης
μα η παλάμη του τον έχει σιχαθεί

εσύ καμώνεσαι την κοιμισμένη και εκείνος
ξεχυνει στα σκελια σου τα ψευτικα του λογια
τα διαλυμένα παιδικά του χρόνια
σφιγγει το χερι γυρω απο τον λαιμο σου
και πνιγει τον μαλακα που φωναζε πατερα
σιχαμερά θηρία που τσάκισαν νωρίς τον ανδρισμό του

κοιμισου πορνη
ιέρεια σε χρίζουν
και στα πόδια σου αποθέτουν ανθρωποθυσία
το γυμνό σου σώμα που αιμορραγεί

σαν μελλοθάνατη γονατίζεις
και εκείνοι τον γυμνό λαιμό σου χαϊδεύουν
στον αφαλό σου το μεσοκαλόκαιρο καίει
και εκείνος κλαίει το πεθαμένο του παιδί

κοιμήσου πόρνη
τα δεκαεφτά σου χρόνια δεν τα ξαναβλέπεις
και τα ναυτάκια μπάρκαραν χωρίς επιστροφή
έμειναν τα τσακισμένα καραβάκια στα λιμάνια
να ξεκαπνίζουν νικοτίνη στο  μουνί σου

κρύψε το όπλο στο συρτάρι
κρύψει το μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι
κράτα σφικτά το παιδί
βάζει το χέρι σου γύρω από το στόμα
κλεισε τα ματια σου και σκοτωσε το
να ξεψυχήσει πριν δει τη βρώμα
και μετά ήσυχα ξανακοιμήσου πόρνη

θύμισε με ποιο είναι το όνομα σου
ή σε φωνάζουν πάντα Μαρία;
θύμισε με πόσο πάει η άφεση αμαρτιών τα μεσημέρια
πόσο αντριλίκι αδειάζεις την ημέρα;
μικρή μου, όμορφη μου Παναγία;









Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Michael Kiwanuka - Love & Hate

Διήμερο στην Πάφο


Το διήμερο

Περίμενα αυτό το διήμερο εδώ και πολύ καιρό και για πολλούς λόγους, λες και περπατούσα μήνες στην έρημο και ήταν σαν μια όαση που θα σταματούσα να ξαποστάσω, να δροσιστώ. Το συναίσθημα που έμεινε μέσα μου από αυτό το διήμερο ήταν συγκίνηση ! και αυτά που έμαθα !
Εκείνο που έμαθα είναι όλοι εμείς είμαστε ένας και ο κάθε ένας θα μπορούσε να είναι ο διπλανός, η κυρία που κάθεται δίπλα σου θα μπορούσε να είναι η μάνα σου, η καινούρια φίλη που γελάς μαζί της στο πρόγευμα θα μπορούσε να είναι η αδερφή σου και το μικρό κορίτσι που έρχεται με τη μανούλα του, θα μπορούσε να ήταν η κόρη σου και ότι στην τελική αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Έτσι κρίνω λιγότερο, αποδέχομαι και αγαπώ περισσότερο.

Έμαθα ότι σε ένα γεμάτο λεωφορείο, όλοι ή σχεδόν όλοι είχαν ένα κοινό. Είχαν ή έχουν ένα δύσκολο βίο, όλοι πάλεψαν με κάτι, ή συνέχιζαν να παλεύουν με κάτι, παρόλα αυτά όμως είχαν την θέληση και τη δύναμη να σηκωθούν, ακόμα και μόνοι τους, να μπουν σε ένα λεωφορείο, παρά τα γηρατειά, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, παρά το πένθος, παρά τη θλίψη, να διεκδικήσουν το δικαίωμα τους στη χαρά, στην ξεγνοιασιά, να καταπολεμήσουν την μοναξιά τους και να έρθουν με παρρησία  και να γίνουν μέρος της ομάδας, σαν μικρά παιδάκια που κάνουν ένα βήμα μπροστά και μπαίνουν μέσα στον κύκλο, δίνουν το χεράκια δεξιά και αριστερά και δηλώνουν θέλω και εγώ να είμαι μέλος σας. 

Στον κύκλο αυτά δεν έχουμε ονόματα, πεποιθήσεις, παρατάξεις και συνθήματα. Στον κύκλο αυτό, έχουμε μόνο ένα κοινό, να βγούμε από την μοναξιά μας, να αφήσουμε πίσω τα προβλήματα μας και να δώσουμε και να πάρουμε χαρά. Δεν άκουσα κανένα στο διήμερο αυτό να συζητά είτε για ποδόσφαιρο, είτε για πολιτική, είτε για οποιοδήποτε θέμα υπήρχε πιθανότητα να δημιουργήσει οποιαδήποτε ρήξη. Άκουσα ανέκδοτα, όμορφες ιστορίες γεμάτες νόημα, πειράγματα, γέλιο, μουσική.

Συχνά σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που γνώρισα τη Σκεύη, πώς μπλέχτηκε αυτό το γαϊτανάκι γεγονότων που την έφεραν δίπλα μου, ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόμουν μια καλή φίλη και όχι μόνο γιατί είναι η καλύτερη φίλη, αλλά γιατί η φίλη αυτή έγινε η αφορμή να μπώ και να μπαίνω σε ένα λεωφορείο γεμάτους αγνώστους ανθρώπους, να βιώσω αυτή τη νέα εμπειρία που ονομάζεται ομαδική εκδρομή.

Πέρα από τη χαρά και τη διασκέδαση, πέρα από το χορό και τον χαβαλέ, το κύριο συναίσθημα ήταν η συγκίνηση.

Συγκίνηση όταν βλέπω την κόρη που προσέχει τη μάνα της, που την σπρώχνει μετά τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα, να βγει από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της και να ξαναβρεί το δρόμο προς τη ζωή. 

Συγκίνηση όταν βλέπω τους οδηγούς, όχι μόνο να κάνουν την δουλειά τους σωστά, με αγάπη και ευσυνειδησία με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, αλλά να κάνουν και τα πάντα για να δημιουργήσουν το κέφι στους επιβάτες και κάπως έτσι να κάνουν το έργο τους ανθρώπινο και αρεστό.

Συγκίνηση όταν βλέπω εκείνους όλους τους ανθρώπους, γέρους, μεσήλικες και νέους, να προσέρχονται μόνοι τους και να φεύγουν λιγότερο μόνοι, γνωρίζοντας ότι ναι μεν θα επιστρέψουν στο μοναχικό τους σπίτι, αλλά θα χουν να περιμένουν κάτι όμορφο, την επόμενη εκδρομή.

Νιώθω συγκίνηση όταν βλέπω τα ηλικιωμένα ζευγάρια, την αγάπη και την οικειότητα που έχουν μεταξύ τους, τις μικρές χειρονομίες αγάπης, όταν εκείνος την αφήνει να κάτσει στην μπροστινή θέση για να μη ζαλιστεί και εκείνος κάθεται πίσω με τον φίλο του, κρατώντας σφικτά το χέρι όχι μόνο στην ανηφόρα αλλά και στην κατηφόρα. 

Νιώθω συγκίνηση όταν βλέπω τα νεότερα ζευγάρια,  να φτύνουν στα μούτρα τα στατιστικά της εποχής που θέλουν τους ανθρώπους να χωρίζουν, και να μας δίνουν ένα παράδειγμα και μια ελπίδα, ότι υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα αγαπιούνται, ακόμα απολαμβάνει ο ένας την παρέα του άλλου!!

Νιώθω συγκίνηση και πλημμυρίζω αγάπη για όλους αυτούς τους ανθρώπους, την αθωότητα τους, την εμμονή τους παρά το σκοτάδι που μας περικλείει, να περιστρέφονται σαν ηλιοτρόπια γύρω από έναν λαμπερό ήλιο, ότι μπορεί να είμαστε πολλοί που είμαστε μόνοι μας, αλλά οταν είμαστε μαζί, κανείς δεν είναι μόνος. 

Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό και ο άνθρωπος πάντα θα αναζητά την συντροφιά άλλων ανθρώπων, ο άνθρωπος είναι πάντα ένα παιδί, ανεξαρτήτως ηλικίας , σαν παιδί έχει ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται , να του δίνουν σημασία, ένα χάδι, μια αγκαλιά, να ακούσει ένα λόγο γλυκό, και θα υπομένει την σκληρή του καθημερινότητα σαν παιδί που περιμένει την επόμενη του εκδρομή.



Μαρίνα Σαβεριάδου
Πάφος 2&3/2/2019

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

λεξοκεντήματα

η μαγική φωνή
ο αυλός, η αγαπημένη μακρινή νεράιδα, το δάκρυ σου που κύλησε πρώτη φορά, τα φουσκωμένα στήθη που δεν θα ταίσουν άλλα παιδιά, τα τσιτωμένα στήθη στο κέντρο του κύκλου, η λευκή σημαία στη μέση της ζωής, στη μέση του δρόμου στέκεις περιμένοντας, περπατώντας, παραπατώντας, τα κουρασμένα χέρια, ο τσακισμένος εγωισμός, το ρυτιδιασμένο πρόσωπο








τα απαράλλαχτα μάτια, τα μαύρα σου μάτια ψυχή μου καθρέφτες, τα κίτρινα λουλούδια, ο γαλάζιος ουρανός, η πράσινη σου νιότη, ο λευκός σου έρωτας, οι μικρές προσεκτικές σου κινήσεις, η γυναίκα, το αγόρι, ο άντρας, το κορίτσι, η θάλασσα στον ορίζοντα, το ηφαίστειο εντός σου, το κύμα γλύφει τη θάλασσα και εκείνη αναστενάζει, το κύμα αποτραβιέται και πνίγει ακόμα ένα δάκρυ, η ακτή στεγνώνει και στον βυθό  πνίγεται ακόμα ένα παιδί, το μικρό μου αθώο παιδί, το λευκό σου δέρμα, οι μικρές προσωπικές σου στιγμές, η πνικτή σου κραυγή !









https://www.youtube.com/watch?v=m54SmVsQqgchttps://www.youtube.com/watch?v=m54SmVsQqgc

Mind games

  Του έστειλε μήνυμα στο κινητό μια φωτογραφία με το σβέρκο της σημαδεμένο, μελανιασμένο, ένα σημάδι όπως τότε, όπως αυτό που της έκανε εκεί...