η ιστορία που ακολουθεί είναι μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία που ονομάζεται ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ
που πήρε έπαινο από την εταιρία Θεατρικών συγγραφέων Κύπρου σε διαγωνισμό μονόπρακτου
άνταν τζ΄ η μέρα εγύρισεν, τζιαι φάνην το φεγγάρι
εφώναξεν τζιαι η μαμμού, «καλώς το παλληκάρι
μα νάκκον πάρε υπομονή, χαρκούμαι έσιει αλλ’όνα»
τζ΄ο άντρας της που τη χαρά, πετάχτην πας το δώμα
αλλώναν πόνον τζ΄έφκαλεν, το δεύτερον μωρούιν
τζιαι ο Θεός μου έδωκεν, ήτουν τζιαι τζείνον γιούιν
εν τα παιθκιά ούλλοι λαλούν, ευλογία τζιαι χαρά
άμαν τα γιούθκια γεννηθούν, ευτύς η μάνα τραουδά
«έχω γιον τζι’ έχω χαρά, πον να μου λαλούν τζυρά
έχω γιον τζι΄έχω μανιέρα, πον να μου διούν τσαέραν»
Σφικτά τα τουλουπιάσασιν, ευτύς να μεν ριάσουν
Τζ’ η μάνα τα εβύζασεν, γάλαν, να μεν πεινάσουν
Ήρτεν τζ΄ο τζύρης να τα δει, τζιαι να τα καμαρώσει
Τα γιούθκια του που έσπειρεν, καμάριν, ν΄αναγιώσει
Κατά που πρέπει έδωκεν, ονόματα Αγγέλων
Γαβρίλην τζιαι τον Μιχαλιόν, Μεγάλων Αρχαγγέλων
Μα αζούλεψεν ο σατανάς, τζ’ έβαλεν τα στο μμάτι
μιαν γύφτισσαν τους έπεψεν, να κάμει την απάτη
μιαν μέραν έσσω έκοψεν, μονάσιην τη λεχούσα
τζιαι είπεν της τάχα πουλεί, κεντήματα τζιαι λούσα
«ριάλλια πάνω μου εν έχω, μήτε λίρες κρατώ
μα ρέξε έσσω, μάγκου μου, νάκκον για να τα δω»
εσσιάστηκεν τζ’η μάγισσα, τουλουπιασμένα γιούθκια
αγκάλλια μέσα στο βουρνίν , τζοιμούνταν ζγιαν τ’ αρνούθκια
«να σου τα γλέπει ο Θεός, να σου τα χαρινίσκει»
Είπεν της, μα το κακό, έτο που νεφανίσκει
Εμπήκεν τζιαι καλόκατσεν τα λούσα να της δείξει
Αμμάν ήτουν άλλος ο σκοπός, να μας φυλάει ο Θεός, μασιαίριν να της μπείξει
«Πίννεις να ψήσουμεν καφέ; Για προτιμάς τσιαούι
Έχω τζιαι λεχουζούδκια, τζιαι φρέσκο χαλλουμούι»
«Ψήσε τον να σεις την ευτζήν, διπλά τριπλά ο πλάστης μου, να σου τα πέμπει πίσω
Τζ΄ότι θκιαλέξεις που δαμέ, βρασιόλι για γρουσαφικόν, εγιώ θα στο χαρίσω»
Τζιαι τον καβέν τους είπιαν τον, τζ’ εκάμαν εις υγείαν
Αμμά η γυφτού μανίκωννε, να κάμει την μαγείαν
Ευτύς εποταβρίστηκεν, να γύρει το φετζάνην
Τάχα την τύχην της να της πει, που φκαίνει κατά που λαλούν, ολόγιομο φεγγάρι
Τζ΄είπεν της πως ο άντρας της, εν’ θα φκαλλεν το γρόνον
Τζιαι τυχερό της έλαχε, να πάρει μέγαν πόνον
Αμμά είπεν τζιαι σειρόττερα, που ΄ναν καταραμένη
Ζγιαν την πατσάλαν την κουφή, σιηλιοφαρμακωμένη
«Οι γιούες σαν μιαλίνουσιν, τζιαι πιάσουν τους δεκάξι
Θα τσακκωθούσιν άσιημα, τζ’ η γνώμη τους θ’ αλλάξει
Για μάθκια κόρης γαλανά, θα φκάλουσιν μασιαίρι
Τζιαι θα πεθάνει ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι»
Τα νέα άμαν τζ΄άκουσεν, εφύρτην του λαμάτου
Τζιαι το φετζιάνιν έσυρεν, στην τρύπαν τ΄ αποπάτου
Λάμνε τζιαι σου στ΄ανάθεμαν, της γύφτισσας αρρώνει
Φκάλλει την έξω τζιαι εφτύς, την πόρταν της μπαρρώνει
Ώστι ο σειμώνας έφκυκεν, τζ’ ήρτεν το καλοτζαίρι
Που οι σκάπουλλοι γυρεύκουσιν, νιές κορασιές για ταίρι
Που το πορνόν ο άντρας της, στο θέρισμαν ισιώνει
Τραβά τα ποινάρκα του, ψηλά να μεν πυρώνει
Ο ήλιος μεσουράνησε , τζιαι τζείνος στες μηλιές
άνοιξεν την μαντήλαν του, να φάει ψουμίν τζ΄ελιές
αμμάν στη ρίζα του δεντρού, μια φίνα εκαρτέραν
εδάκκασεν τον στο μερί, σκοτείνιασεν η μέρα
μαντάτον μαύρον φοβερόν, εφέραν της καλής του
ευτύς ξεράναν οι ανθοί, τα δέντρα της αυλής του
μαύρην μαντίλαν φόρησε, μαύρο τζιαι το φουστάνιν
τζιαι δεν εβρέθην άδρωπος, τον πόνον της να γιάνει
ίσια που τα εξύασεν, της γύφτισσας τα λόγια
αρκέψαν τζ΄εφακκούσασιν, όπως τα κομπολόγια
τζιαι μονομιάς θυμήθηκεν, τζ΄έμπηκεν της μασιαίρι
«πως θα πεθάνει ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι»
ήτουν τζιαι εν ήτουν γρονιά, ίσια που παρπατήσαν
τζιαι μές τα αγκάλια της νωστά, ππέσαν, ποκαματοίσαν
εθώρεν τα τζιαι ποταμοί, τρέχαν τα δάκρυα της
για το κακόν το ριζικόν, πο’ ππεσε στα μωρά της
ο Μιχαλιός στα δεξιά, ξανθός τζιαι παχουλλούης
αριστερά ο Γαβριλής, ψιντρός τζιαι καστανούης
Ποιον αγαπά λλιόττερο; o κόσμος να χαλάσει….
ζυγίζει η αγάπην μια οκκά; στη μέση να μοιράσει;
στην καρκολούα τα’ βαλεν, πάνω πουν το ανόι
νανούρισμα τους τραουδά, αμμά τζιαι μοιρολόι
«Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά που ποτζοιμίζεις τα μωρά
Ποτζοίμις τα μωρούθκια μου τζαι τα μιτσικουρούδκια μου
έπαρτα πέρα γύριστα τζαι πάλε στράφου φέρμου τα
τζαι πάλε στράφου φέρμου τα, γιατί εν μωρά τζαι θέλω τα
να κάμουν νάννι, νάννι τους τζαι έσιει δουλειές η μάνα τους
τζαι έσιει δουλειές η μάνα τους, να κάμουν νάννι, νάννι τους
να κάμουν νάννι, νάννι τους, τζ΄επέλλανεν η μάνα τους
που το μαράζιν τον καμόν, τζ΄έν έσιει η πίκρα νεπαμόν
νανούρισμα τραούδησεν, αμμά τζιαι μοιρολόι
τζιαι κρεμμασμένην το πορνόν, την ήβραν πας τ’ ανόι
Μίνασιν τέλεια ορφανά, που μάνα τζιαι πατέρα
Είχασιν μόνο μια στετέ, τζιαι τζείνη ήτουν πέρα
Άλλην λεχούσαν εν είσιε, νάκκον να τα βυζάσουν
Γάλαν γαδάρας φέρασιν, να φάσειν να χορτάσουν
Το ένα μωρόν εζήτησε, να πιάσει μια Τουρκάλλα
Ήτουν σιηράτη, μανισιή, παιθκιά εν είσιεν άλλα
Είσιεν το που τζιαιρόν καμόν, να σιεν ένα μωρούι
Τζ’ έκαμεν σιήλιες θκυο χαρές, που βρεν παλληκαρούι
Είδεν τα τζιαι εθκιάλεξεν, γιον της τον Γαβριλή
Σουννέττι του εκάμασιν, τζ΄ εφκάλαν τον Αλή
Παραχωρκού εδώκασιν, ευτύς τζιαι το Μιχάλη
Σε μια που ΄σιεν πολλά παιθκιά, μα τζιαι καρκιά μιάλη
Εσκέφτην «τόσα ανάγιωσα, βλάφτει ένα μωρό;
Έσιει για τ’ άλλα ο Θεός, θα βρει τζαι τ΄ορφανό»
έτσι ο Θεός τα έφερε τζιαι τα μωρά εχωρίσαν
τζιαι ότι ήτουν δίδυμα, ποττέ τους δεν γνωρίσαν
Τα γρόνια επεράσασιν, άντρες τζ’ οι θκυο γινήκαν
τζιαι του Μιχάλη δώσασιν, μια νύφη δίχως προίκα
αμμά τουν όμορφη πολλά, ξανθή γαλανομμάτα
εσσιέτουν ούλλον το χωρκό, στη στράταν που επαρπάταν
της Παναγιάς ξημέρωσε, τζιαι είσιεν παναήρι
τζ΄ο Μιχαλιός της Αντζελούς έκαμεν το χατήρι
το γάδαρο σαμάρωσεν, να πάν να προσκυνήσουν
τζιαι στη Χρυσοσπηλιώτισσα, εικόνα να φιλήσουν
στο μοναστήρι φτάνουσιν, χαζίριν να νυχτώσει
τζιαι ο Μιχαλιός εγύρευκεν, το γάρο να μαντρώσει
«κάτσ’ Αντζελού εσού δαμέ, να δω που θα τον δείσω
να βρω φαί τζιαι νακκουρίν, νερόν να τον ποτίσω»
κάθεται τζείνη μόνη της, τζ΄ο Μιχαλιός ισιώνει
η ώρα γλήορα περνά, τζιαι μόνη της κρυώνει
κόσμος πολλύς τζιαι άγνωστος, που δίπλα της περνά
τζ΄η Αντζελού αμάθητη, κλαίει τζ΄αροθυμά
απέναντι της τον θωρεί, τον Μιχαλιό θαρκέται
βουρά τσιππώνει πάνω του, τζ΄ευτύς παρηορκέται
αμμά ο άλλος την κουντά, μακρά τζιαι την πετάσσει
«κόρη μου μα επέλλανες;» τζ΄ευτύς το δειν του αλλάσσει
Εν τζ΄έφτασεν να το σκεφτεί, τζιαι είδησην να πάρει
πως έν ήτουν ο Μιχαλιός, μα άλλον παλληκάρι
ο άντρας της που μακριά, εσσιάστηκεν τα ούλλα
εθόλωσεν το μμάτι του, έφαν΄τον η αζούλα
ήτουν μεάλη προσβολή, ο ξένος να της τζείσει
ρεζίλι μέσα στο χωρκό, ήτουν να καταντήσει
εποτυλίχτηκεν ευτύς, καφκάες αντακώνει
τζιαι τη κκελλέ του άννοιξε, τζιαι του τη γαιματώνει
που το ζωνάρι τράβησε, τζ΄ ο άλλος το μασιαίρι
τζ΄επέθανεν ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι
γιατί ώσπου ριζώνουσιν, στο χώμα τα σπερμένα
ποττέ εν ιξεγράφουνται, της μοίρας τα γραμμένα
Μαρίνα Σαβεριάδου
που πήρε έπαινο από την εταιρία Θεατρικών συγγραφέων Κύπρου σε διαγωνισμό μονόπρακτου
O Μιχάλης τζ' ο Γαβρίλης * το παραμύθι των διδύμων *
Ήτουν γιατί τζιαι που λαλείς, πριν που σαράντα γρόνια
Ένα χωρκόν πολλά μιτσήν, στους κάμπους τζιαι τ’ αλώνια
ήτουν τζιαι μια κατάβαρη, κορού πρωτογεννούσα
εκόντεψεν η ώρα της, τζ’ οι πόνοι την βαστούσαν
Ήτουν γιατί τζιαι που λαλείς, πριν που σαράντα γρόνια
Ένα χωρκόν πολλά μιτσήν, στους κάμπους τζιαι τ’ αλώνια
ήτουν τζιαι μια κατάβαρη, κορού πρωτογεννούσα
εκόντεψεν η ώρα της, τζ’ οι πόνοι την βαστούσαν
φωνάξασιν τζιαι τη μαμμού, να την καλογεννήσει
ζώνη χρυσοβαλάντους μου, στη μέση να της δίσει
που το πορνόν εσφίγγετουν, τζ’ έβαλλεν το σταυρόν της
τζιαι το χωρκόν συνάχτηκεν έξω που το στενό της
ζώνη χρυσοβαλάντους μου, στη μέση να της δίσει
που το πορνόν εσφίγγετουν, τζ’ έβαλλεν το σταυρόν της
τζιαι το χωρκόν συνάχτηκεν έξω που το στενό της
άνταν τζ΄ η μέρα εγύρισεν, τζιαι φάνην το φεγγάρι
εφώναξεν τζιαι η μαμμού, «καλώς το παλληκάρι
μα νάκκον πάρε υπομονή, χαρκούμαι έσιει αλλ’όνα»
τζ΄ο άντρας της που τη χαρά, πετάχτην πας το δώμα
αλλώναν πόνον τζ΄έφκαλεν, το δεύτερον μωρούιν
τζιαι ο Θεός μου έδωκεν, ήτουν τζιαι τζείνον γιούιν
εν τα παιθκιά ούλλοι λαλούν, ευλογία τζιαι χαρά
άμαν τα γιούθκια γεννηθούν, ευτύς η μάνα τραουδά
«έχω γιον τζι’ έχω χαρά, πον να μου λαλούν τζυρά
έχω γιον τζι΄έχω μανιέρα, πον να μου διούν τσαέραν»
Σφικτά τα τουλουπιάσασιν, ευτύς να μεν ριάσουν
Τζ’ η μάνα τα εβύζασεν, γάλαν, να μεν πεινάσουν
Ήρτεν τζ΄ο τζύρης να τα δει, τζιαι να τα καμαρώσει
Τα γιούθκια του που έσπειρεν, καμάριν, ν΄αναγιώσει
Κατά που πρέπει έδωκεν, ονόματα Αγγέλων
Γαβρίλην τζιαι τον Μιχαλιόν, Μεγάλων Αρχαγγέλων
Μα αζούλεψεν ο σατανάς, τζ’ έβαλεν τα στο μμάτι
μιαν γύφτισσαν τους έπεψεν, να κάμει την απάτη
μιαν μέραν έσσω έκοψεν, μονάσιην τη λεχούσα
τζιαι είπεν της τάχα πουλεί, κεντήματα τζιαι λούσα
«ριάλλια πάνω μου εν έχω, μήτε λίρες κρατώ
μα ρέξε έσσω, μάγκου μου, νάκκον για να τα δω»
εσσιάστηκεν τζ’η μάγισσα, τουλουπιασμένα γιούθκια
αγκάλλια μέσα στο βουρνίν , τζοιμούνταν ζγιαν τ’ αρνούθκια
«να σου τα γλέπει ο Θεός, να σου τα χαρινίσκει»
Είπεν της, μα το κακό, έτο που νεφανίσκει
Εμπήκεν τζιαι καλόκατσεν τα λούσα να της δείξει
Αμμάν ήτουν άλλος ο σκοπός, να μας φυλάει ο Θεός, μασιαίριν να της μπείξει
«Πίννεις να ψήσουμεν καφέ; Για προτιμάς τσιαούι
Έχω τζιαι λεχουζούδκια, τζιαι φρέσκο χαλλουμούι»
«Ψήσε τον να σεις την ευτζήν, διπλά τριπλά ο πλάστης μου, να σου τα πέμπει πίσω
Τζ΄ότι θκιαλέξεις που δαμέ, βρασιόλι για γρουσαφικόν, εγιώ θα στο χαρίσω»
Τζιαι τον καβέν τους είπιαν τον, τζ’ εκάμαν εις υγείαν
Αμμά η γυφτού μανίκωννε, να κάμει την μαγείαν
Ευτύς εποταβρίστηκεν, να γύρει το φετζάνην
Τάχα την τύχην της να της πει, που φκαίνει κατά που λαλούν, ολόγιομο φεγγάρι
Τζ΄είπεν της πως ο άντρας της, εν’ θα φκαλλεν το γρόνον
Τζιαι τυχερό της έλαχε, να πάρει μέγαν πόνον
Αμμά είπεν τζιαι σειρόττερα, που ΄ναν καταραμένη
Ζγιαν την πατσάλαν την κουφή, σιηλιοφαρμακωμένη
«Οι γιούες σαν μιαλίνουσιν, τζιαι πιάσουν τους δεκάξι
Θα τσακκωθούσιν άσιημα, τζ’ η γνώμη τους θ’ αλλάξει
Για μάθκια κόρης γαλανά, θα φκάλουσιν μασιαίρι
Τζιαι θα πεθάνει ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι»
Τα νέα άμαν τζ΄άκουσεν, εφύρτην του λαμάτου
Τζιαι το φετζιάνιν έσυρεν, στην τρύπαν τ΄ αποπάτου
Λάμνε τζιαι σου στ΄ανάθεμαν, της γύφτισσας αρρώνει
Φκάλλει την έξω τζιαι εφτύς, την πόρταν της μπαρρώνει
Ώστι ο σειμώνας έφκυκεν, τζ’ ήρτεν το καλοτζαίρι
Που οι σκάπουλλοι γυρεύκουσιν, νιές κορασιές για ταίρι
Που το πορνόν ο άντρας της, στο θέρισμαν ισιώνει
Τραβά τα ποινάρκα του, ψηλά να μεν πυρώνει
Ο ήλιος μεσουράνησε , τζιαι τζείνος στες μηλιές
άνοιξεν την μαντήλαν του, να φάει ψουμίν τζ΄ελιές
αμμάν στη ρίζα του δεντρού, μια φίνα εκαρτέραν
εδάκκασεν τον στο μερί, σκοτείνιασεν η μέρα
μαντάτον μαύρον φοβερόν, εφέραν της καλής του
ευτύς ξεράναν οι ανθοί, τα δέντρα της αυλής του
μαύρην μαντίλαν φόρησε, μαύρο τζιαι το φουστάνιν
τζιαι δεν εβρέθην άδρωπος, τον πόνον της να γιάνει
ίσια που τα εξύασεν, της γύφτισσας τα λόγια
αρκέψαν τζ΄εφακκούσασιν, όπως τα κομπολόγια
τζιαι μονομιάς θυμήθηκεν, τζ΄έμπηκεν της μασιαίρι
«πως θα πεθάνει ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι»
ήτουν τζιαι εν ήτουν γρονιά, ίσια που παρπατήσαν
τζιαι μές τα αγκάλια της νωστά, ππέσαν, ποκαματοίσαν
εθώρεν τα τζιαι ποταμοί, τρέχαν τα δάκρυα της
για το κακόν το ριζικόν, πο’ ππεσε στα μωρά της
ο Μιχαλιός στα δεξιά, ξανθός τζιαι παχουλλούης
αριστερά ο Γαβριλής, ψιντρός τζιαι καστανούης
Ποιον αγαπά λλιόττερο; o κόσμος να χαλάσει….
ζυγίζει η αγάπην μια οκκά; στη μέση να μοιράσει;
στην καρκολούα τα’ βαλεν, πάνω πουν το ανόι
νανούρισμα τους τραουδά, αμμά τζιαι μοιρολόι
«Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά που ποτζοιμίζεις τα μωρά
Ποτζοίμις τα μωρούθκια μου τζαι τα μιτσικουρούδκια μου
έπαρτα πέρα των περών, τζει πόσιει καθαρό νερό
να πλύνεις τα ρουχούθκια τους τζαι τα πουκαμισούθκια τους
να πλύνεις τα ρουχούθκια τους τζαι τα πουκαμισούθκια τους
έπαρτα πέρα γύριστα τζαι πάλε στράφου φέρμου τα
τζαι πάλε στράφου φέρμου τα, γιατί εν μωρά τζαι θέλω τα
να κάμουν νάννι, νάννι τους τζαι έσιει δουλειές η μάνα τους
τζαι έσιει δουλειές η μάνα τους, να κάμουν νάννι, νάννι τους
να κάμουν νάννι, νάννι τους, τζ΄επέλλανεν η μάνα τους
που το μαράζιν τον καμόν, τζ΄έν έσιει η πίκρα νεπαμόν
νανούρισμα τραούδησεν, αμμά τζιαι μοιρολόι
τζιαι κρεμμασμένην το πορνόν, την ήβραν πας τ’ ανόι
Μίνασιν τέλεια ορφανά, που μάνα τζιαι πατέρα
Είχασιν μόνο μια στετέ, τζιαι τζείνη ήτουν πέρα
Άλλην λεχούσαν εν είσιε, νάκκον να τα βυζάσουν
Γάλαν γαδάρας φέρασιν, να φάσειν να χορτάσουν
Το ένα μωρόν εζήτησε, να πιάσει μια Τουρκάλλα
Ήτουν σιηράτη, μανισιή, παιθκιά εν είσιεν άλλα
Είσιεν το που τζιαιρόν καμόν, να σιεν ένα μωρούι
Τζ’ έκαμεν σιήλιες θκυο χαρές, που βρεν παλληκαρούι
Είδεν τα τζιαι εθκιάλεξεν, γιον της τον Γαβριλή
Σουννέττι του εκάμασιν, τζ΄ εφκάλαν τον Αλή
Παραχωρκού εδώκασιν, ευτύς τζιαι το Μιχάλη
Σε μια που ΄σιεν πολλά παιθκιά, μα τζιαι καρκιά μιάλη
Εσκέφτην «τόσα ανάγιωσα, βλάφτει ένα μωρό;
Έσιει για τ’ άλλα ο Θεός, θα βρει τζαι τ΄ορφανό»
έτσι ο Θεός τα έφερε τζιαι τα μωρά εχωρίσαν
τζιαι ότι ήτουν δίδυμα, ποττέ τους δεν γνωρίσαν
Τα γρόνια επεράσασιν, άντρες τζ’ οι θκυο γινήκαν
τζιαι του Μιχάλη δώσασιν, μια νύφη δίχως προίκα
αμμά τουν όμορφη πολλά, ξανθή γαλανομμάτα
εσσιέτουν ούλλον το χωρκό, στη στράταν που επαρπάταν
της Παναγιάς ξημέρωσε, τζιαι είσιεν παναήρι
τζ΄ο Μιχαλιός της Αντζελούς έκαμεν το χατήρι
το γάδαρο σαμάρωσεν, να πάν να προσκυνήσουν
τζιαι στη Χρυσοσπηλιώτισσα, εικόνα να φιλήσουν
στο μοναστήρι φτάνουσιν, χαζίριν να νυχτώσει
τζιαι ο Μιχαλιός εγύρευκεν, το γάρο να μαντρώσει
«κάτσ’ Αντζελού εσού δαμέ, να δω που θα τον δείσω
να βρω φαί τζιαι νακκουρίν, νερόν να τον ποτίσω»
κάθεται τζείνη μόνη της, τζ΄ο Μιχαλιός ισιώνει
η ώρα γλήορα περνά, τζιαι μόνη της κρυώνει
κόσμος πολλύς τζιαι άγνωστος, που δίπλα της περνά
τζ΄η Αντζελού αμάθητη, κλαίει τζ΄αροθυμά
απέναντι της τον θωρεί, τον Μιχαλιό θαρκέται
βουρά τσιππώνει πάνω του, τζ΄ευτύς παρηορκέται
αμμά ο άλλος την κουντά, μακρά τζιαι την πετάσσει
«κόρη μου μα επέλλανες;» τζ΄ευτύς το δειν του αλλάσσει
Εν τζ΄έφτασεν να το σκεφτεί, τζιαι είδησην να πάρει
πως έν ήτουν ο Μιχαλιός, μα άλλον παλληκάρι
ο άντρας της που μακριά, εσσιάστηκεν τα ούλλα
εθόλωσεν το μμάτι του, έφαν΄τον η αζούλα
ήτουν μεάλη προσβολή, ο ξένος να της τζείσει
ρεζίλι μέσα στο χωρκό, ήτουν να καταντήσει
εποτυλίχτηκεν ευτύς, καφκάες αντακώνει
τζιαι τη κκελλέ του άννοιξε, τζιαι του τη γαιματώνει
που το ζωνάρι τράβησε, τζ΄ ο άλλος το μασιαίρι
τζ΄επέθανεν ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι
γιατί ώσπου ριζώνουσιν, στο χώμα τα σπερμένα
ποττέ εν ιξεγράφουνται, της μοίρας τα γραμμένα
Μαρίνα Σαβεριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου