Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Στα μεταλλεια

 Σήμερα έπιασα τηλέφωνο τη μάνα μου και της επρότεινα να πάμε για μεσημεριανό. Επέτυχα την σε καλή διάθεση και εδέχτηκε. Πήγα και την πήρα λίγο πριν τις μία και πήγαμε παραλία. Κάτσαμε σε ένα καφέ-εστιατόριο, παραγγείλαμε και κάποια στιγμή της είπα για το έργο που είδα εψές.  Ήταν λοιπόν για ένα αγοράκι από την Ινδία που μπήκε σε ένα τρένο και αποκοιμήθηκε και όταν ξύπνησε βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την περιοχή που βρισκόταν. Τελικά δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τους δικούς του και τον υιοθέτησε μια οικογένεια από την Αυστραλία και είκοσι χρόνια μετά γυρίζει πίσω στην Ινδία να βρει τους δικούς του. Η μάνα μου τότε μου λέει «ξέρεις το ότι και εμένα με εζήτησαν για να με υιοθετήσουν» και μου είπε την ιστορία πώς η νονά της που δεν έκαμνε παιδιά, πήγε στην γιαγιά μου και ζήτησε τη μάμα μου, δηλαδή τη βαφτιστικιά της για να την υιοθετήσει. Τότε, δεν ξέρω αν έκαμναν επίσημα χαρτιά, ίσως να την ζήτησε απλά για αναγιωτή, δηλαδή να την μεγαλώσει εκείνη. Η γιαγιά μου αρνήθηκε λέγοντας όσα παιδιά κι αν έχω, όσο δύσκολο και αν είναι να τα μεγαλώσω, δεν θα δώσω κανένα από τα παιδιά μου. Αύριο όταν μεγαλώσει θα το χει παράπονο. Και δεν σε έδωσε μάμα; Όχι δε με έδωσε. Μετά που τελειώσαμε το φαί την έπιασα αγκαλιά για να διασταυρώσουμε το δρόμο να πάμε απέναντι στον παραλιακό πεζόδρομο και η μάνα μου είπε «μα ήντα καλή κόρη έχω ρε» και εγώ της είπα συνομωτικά στο αυτί εν που επήρα που τη γιαγιά μου την Ελένη, πράμα που μας έκανε και τις δύο να γελάσουμε γιατί η γιαγιά μου δεν ήταν αυτό που λέμε «καλή» ούτε και κακή ήταν, δηλαδή δεν έκαμνε κακό σε κανέναν, απλά είχε ένα αυστηρό ύφος όταν έδιννε το φρύδι της και δεν σήκωνε πελλάρες. Τελικά ο «καλός»  ήταν ο παππούς ο Κώστας ο οποίος ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που του άρεσε στον ελεύθερο του χρόνο να μελετά την αγία γραφή. Η γιαγιά όμως με τον παππού δεν τα έβρισκαν και είχαν μια προβληματική σχέση που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. 

 Η γιαγιά μου ήταν δύσκολος χαραχτήρας, είπε η μάμα μου αν και εγώ θυμάμαι όμορφα πράγματα από εκείνη,  ίσως πάλι οι άνθρωποι με τα εγγόνια να είναι πιο «καλοί» από ότι ήταν με τα παιδιά τους. Ίσως μέχρι τότε, να ηρεμούν σαν άνθρωποι και να επανορθώνουν και να γίνεται αυτό μια γέφυρα επανασύνδεσης ή αποκατάστασης των σχέσεων και με τα παιδιά τους. Το ίδιο περίπου έγινε και με τη δική μου μάνα με τα δικά μου παιδιά και ίσως τελικά πολλοί άνθρωποι να είναι πολύ καλύτεροι ως παππούδες από όσο υπήρξαν γονείς. Η γιαγιά μου λοιπόν ήταν δύσκολος χαραχτήρας είπεν η μάμα μου και εγώ ως η αγαπημένη της εγγονή πάντα  προς την υπεράσπιση της και να σημειώσω ότι της έδωσαν έναν άντρα όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, πριν ακόμα γίνει γυναίκα, έναν άντρα φτωχό, πολλά χρόνια μεγαλύτερο της με τον οποίο έκανε έξι παιδιά συν ένα που πέθανε.  Θυμάμαι πάντα που μιλούσε η γιαγιά για εκείνο το ένα το μωρό της που πέθανε και μου έκαμνε εντύπωση που ενώ είχαν περάσει τόσα χρόνια συνέχεια το είχε στο μυαλό της.  Τελικά η μάμα μου είπε ότι εκείνο το κοριτσάκι είχε γεννηθεί στην περίοδο της κατοχής και πέθανε από την πείνα γιατί δεν είχε η γιαγιά γάλα να το ταίζει. Μετά γεννήθηκαν και τα υπόλοιπα παιδιά και κάπως κατάφεραν να ζήσουν και να μεγαλώσουν και να μην πεθάνουν από την πείνα. Ο παππούς δούλευε στα μεταλλεία και τους έδωσε η εταιρία ένα μικρό σπίτι να ζουν στο Ξερό και μετά ο παππούς έπαθε ένα εργατικό ατύχημα στο μεταλλείο και η εταιρία του έδωσε μια αποζημίωση και με την αποζημίωση αγόρασε ένα μικρό οικόπεδο στην Κάτω Δερύνεια και έχτισε ένα μικρό σπίτι. Οι αναμνήσεις της μάνας μου, η οποία ήταν τότε έφηβη  από το πρώτο δικό τους σπίτι είναι μίζερες, γιατί έχτισαν το σπίτι αλλά δεν είχε πάτωμα, δεν είχε ρεύμα και διάβαζε με μια λάμπα πετρελαίου. Μετά έγινε ο πόλεμος και το σπίτι δεν πρόλαβε να τελειώσει ποτέ. 

Όταν έγινε ο πόλεμος η γιαγιά μου ήταν πενήντα τεσσάρων χρονών και η μικρότερη αδερφή της μάμας μου δεκατεσσάρων, αλλά εγώ νόμιζα ότι ήταν γιαγιά, δεν συνειδητοποίησα ποτέ πόσο νέα ήταν, ότι οι άνθρωποι στα πενήντα ακόμα ξεκινούν ζωές, ξεκινούν σχέσεις, εγώ νόμιζα ότι ήταν πάντα η γιαγιά. Η γιαγιά που την πάντρεψαν από τα δεκαπέντε και έκανε το πρώτο της παιδί, που πέρασε μια ζωή με έναν άντρα που την πάντρεψαν με το ζόρι, μια γιαγιά που η μάμα λέει ήταν δύσκολος χαραχτήρας. 

Εγώ πίσω από τη γιαγιά μου βλέπω μια γυναίκα που έπρεπε να επιβιώσει από όλα όσα της επιβλήθηκαν, τον άντρα, την φτώχια, την μιζέρια, την έλλειψη επιλογών και κρατώ αυτό, δεν έδωσε κανένα από τα παιδιά της και την ευχαριστώ γι αυτό γιατί αν έδινε τη μάνα μου αναγιωτή, εγώ δεν θα είχα εκείνη γιαγιά και ξέρω ότι πήρα πολλά πράγματα από εκείνη !  


ΜΣ (τα ημερολόγια)


φωτό 1952 - στα δεξιά ο παππούς μου ο Κώστας κρατάει το Μιχάλη, δίπλα του η γιαγιά μου η Ελένη, καθιστή με τις σταυρωτές τιράντες η θεία Σωτηρία και το κοριτσάκι με το άσπρο φόρεμα η μαμά μου

Mind games

  Του έστειλε μήνυμα στο κινητό μια φωτογραφία με το σβέρκο της σημαδεμένο, μελανιασμένο, ένα σημάδι όπως τότε, όπως αυτό που της έκανε εκεί...