Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Μέγας Ανατολικός

στο μέσο του σώματος σου πλέει ο μέγας Ανατολικός


Την έβρισκε πανέμορφη!
Όχι γιατί είχε πλούσιο στήθος και καλλίγραμμα πόδια αλλά γιατί κάθε βράδυ, με έναν μοναδικό τρόπο, πλάγιαζε δίπλα του γυμνή και του γυρνούσε προκλητικά και δήθεν αδιάφορα την πλάτη, γέρνοντας στο δεξί της πλευρό με τα πόδια της ελαφρώς λυγισμένα. Και τότε αυτός κοίταζε την καμπύλη του λαιμού της που του θύμιζε ξανθή ακρογιαλιά που σαν κύματα την φιλούσαν τα αχτένιστα της μαλλιά, τον γυμνό της ώμο, την ηλιοκαμένη πλάτη που έμοιαζε με την Σαχάρα και τις ελιές της που την σημάδευαν σαν διάσπαρτες μικρές οάσεις. Μετά η ματιά του προχωρούσε σε εκείνη την επικίνδυνη καμπύλη της μέσης της, την απάτητη βουνοπλαγιά που οδηγούσε στον αριστερό γοφό της. Κατόπιν το βλέμμα του αραξοβολούσε στο τελευταίο σημείο της πλάτης της, εκεί ακριβώς που τελειώνουν τα ανθρώπινα όρια. Εκεί που ξεκινά η κατάβαση στην κόλαση και η ανάβαση στον παράδεισο μαζί. Και τη στιγμή εκείνη αμφέβαλλε πια και ο ίδιος αν δίπλα του βρισκόταν πλάσμα ανθρώπινο ή ένα αλαβάστρινο άγαλμα νεοκλασικής περιόδου που του ‘δωσαν οι μοίρες πνοή, ή έστω ένα ξωτικό που πετάχτηκε μέσα από ένα δάσος και ήρθε και κούρνιασε για λίγο δίπλα του.
Μα εκείνη δεν ήταν τίποτα από αυτά. Ήταν μονάχα μια συνηθισμένη γυναίκα που πλάγιαζε εντελώς γυμνή, γυρνώντας του προκλητικά και δήθεν αδιάφορα την πλάτη, γέρνοντας στο δεξί πλευρό και λυγίζοντας ελαφρά τα πόδια. Μια γυναίκα που της άρεσε κάθε βράδυ να παίζει μαζί του το ίδιο παιχνίδι. Να ξαπλώνει με μια προσποιητή αδιαφορία που άγγιζε τα όρια της περιφρόνησης, να προσποιείται πως κοιμάται, αφήνοντας τον μόνο να την κοιτάζει και να βασανίζεται χωρίς να του επιτρέπει να την αγγίξει. Και το έκανε απλά γιατί απολάμβανε να νοιώθει σιγά σιγά το θηρίο μέσα του να ξυπνά και να μεταμορφώνεται, μια ανυπομονησία την πλημμύριζε ακούγοντας την ανάσα του να αλλάζει, να νοιώθει τα εκατοστά που τους χώριζαν να μειώνονται αργά και ηδονικά σε χιλιοστά και σαν φάντασμα να την πλησιάζει, τόσο ίσα που να αγγίζουν την πλάτη της οι τρίχες του στήθους του.
Και τότε, λίγο πριν την πλησιάσει, χιλιοστά πριν την αγγίξει, μεταμορφωνόταν από τον ήρεμο άντρα που τη μέρα τη λάτρευε σε ανήμερο θηρίο που ήθελε να την κατασπαράξει. Τα μάτια που γυάλιζαν στο μισοσκόταδο από τον πόθο, ζήλευε το φεγγαρόφως που τολμούσε να χαιδέψει το γυμνό της κορμί, το αεράκι που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και την πάγωνε κάνοντας την να ανατριχιάζει, ζήλευε το σεντόνι που πάνω του άφηνε το άρωμα της και το μαξιλάρι που διψασμένο ρουφούσε το νερό απ τα βρεγμένα μαλλιά της. Σαν πεινασμένος αίλουρος στο μισοσκόταδο την παρακολουθούσε, ακουμπώντας μόνο με το βλέμμα το γυμνό της κορμί, ακίνητος σαν αρπακτικό που περιμένει με υπομονή τη λεία του. Και δεν την άγγιζε για ώρα, παρατείνοντας και για τους δυο τους αυτή την βασανιστική αναμονή, παρά μόνο φυσούσε ανάσες πόθου στην πλάτη της, κάνοντας την να αναριγεί.
Και τότε άλλαζε ο ήχος της ανάσας της και έμοιαζε με μικρό παραπονεμένο λυγμό και μια έκκληση για ανακωχή και το κορμί της χαλάρωνε και απλωνόταν σαν παραδομένο στο σεντόνι. Και στον άντρα το θηρίο μέσα του μεταμορφωνόταν και πάλι, σε ανθρωπόμορφο οφιούχο που έστελνε στο αυτί της ένα ψίθυρο που έμοιαζε μαζί επίκληση και διαταγή. Πλησίαζε κι άλλο το λαιμό της, άνοιγε το στόμα και άφηνε το σημάδι των φιδίσιων δοντιών του στο δέρμα της. Και τότε αυτή δεν άντεχε άλλο να παίζει το παιχνίδι, έτσι κι αλλιώς στον έρωτα η μεγαλύτερη νίκη είναι να απολαμβάνεις την ήττα, γυρνούσε προς το μέρος του παραδομένη στην εξουσία του και τον καλούσε να γίνει βεδουίνος της ερήμου, να σκύψει και να ξεδιψάσει στην όαση της, να ξεκουραστεί με τα χάδια της στην βουνοπλαγιά και να αναρριχηθεί και πάλι στην κορυφή πιασμένος από τα αχτένιστα μαλλιά.

Την έβρισκε πανέμορφη. Γιατί εκείνη ήταν η γυναίκα που την ονόμαζε θάλασσα και εκείνος ο Μέγας Ανατολικός που την ταξίδευε.

ΜΣ (μικρές ερωτικές ιστορίες)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Mind games

  Του έστειλε μήνυμα στο κινητό μια φωτογραφία με το σβέρκο της σημαδεμένο, μελανιασμένο, ένα σημάδι όπως τότε, όπως αυτό που της έκανε εκεί...