Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Μικρή θυμάμαι τη γιαγιά μου την Ελένη να αγοράζει ένα παχουλό ζωντανό κοτόπουλο από τον Κύριο Αντρέα που τα είχε δεμένα μέσα σε ένα μικρό κλουβί στο πάνω μέρος ενός μικρού βαν. τα καημένα τα κοτόπουλα έκαναν την τελευταία τους βόλτα πριν να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο και το βαν προχωρούσε αργά στο συνοικισμό αφήνοντας πίσω του τα μαδημένα φτερά στον αέρα. Η γιαγιά η Ελένη λοιπόν πλησίαζε με κριτικό μάτι το βαν και διάλεγε προσεχτικά το πιο παχουλό και όμορφο κοτόπουλο, κοίταζε τη μύτη να μην είναι χτυπημένη, τα μάτια να μην είναι θολά και άλλα μυστικά που ήξεραν οι νοικοκυρές για να εντοπίζουν το πιο υγιές κοτόπουλο. Αμέσως μετά έπαιρνε το καλό της μαχαίρι και αφού το κόνιζε στο μασάτι έπαιρνε την κότα στην αυλή της πατούσε τα πόδια και έκοβε το λαιμό της με περισσότερη μαεστρία από ιερέα των Ίνκας.

Μερικές το αποκεφαλισμένο κοτόπουλο ξέφευγε και έτρεχε για λίγα μέτρα πιτσικλώντας το αίμα στο πλακόστρωτο. Δε θυμάμαι να μου προξενούσε καμιά αίσθηση το γεγονός, ούτε να λυπόμουν την κότα, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν αν θα μπορούσα καμιά φορά να πάρω εγώ το μαχαίρι και να την αποκεφαλίσω. Τώρα δε νομίζω να μπορούσα για ένα εξάχρονο όμως μια αποκεφαλισμένη κότα να κάνει τρέχει ήταν πολύ ενδιαφέρον θέαμα.

Αφού τελείωνε με το κοτόπουλο η γιαγιά μου η Ελένη έφτιαχνε καφέ κυπριακό μέτριο πάντα, τον έβαζε στο μικρό φλυτζανάκι του λαικού και μου έβαζε μια γουλιά στο πιατάκι της για να πιω ή μου βουτούσε την άκρη από το ψωμί. Τότε έπαιρνε το σμιλί και κεντούσε την κουβέρτα που μου έταξε , εγώ διάλεγα τα χρώματα ή έγερνα στην ποδιά της ψάχνοντας στη μικρή τσεπούλα το κρυμμένο γιασεμί, μου έλεγε το αγαπημένο μου παραμύθι χαιδεύοντας μου τρυφερά τα μαλλιά με τα ίδια χέρια που πριν είχαν σκοτώσει την κότα. αυτό πραγματικά δε με απασχολούσε, εγώ νοιαζόμουν για το παραμύθι και για το χάδι της

Που θέλω να καταλήξω…. η ζωή κυμαίνεται σε μια λεπτή ανεπαίσθητη γραμμή μεταξύ μακάβριου και ονειρεμένου. όπου κι αν είσαι ότι κι αν κάνεις το αίμα της κοινωνίας θα σε πιτσικλίσει.

Αν θες να επιβιώσεις από τις μακάβριες μέρες κάθε σούρουπο διαγράφεις από τη μνήμη τα ακέφαλα πτώματα, πλένεις πρόσωπο και χέρια και αν είσαι τυχερός έχεις κάποιον να σου πει όμορφα παραμύθια έχεις ένα τρυφερό χέρι να σε χαιδέψει και μια αγκαλιά που μυρίζει γιασεμί να μπεις μέσα και να κουρνιάσεις πάλι σαν παιδί !

ΜΣ ( 19/6/2014 Μικρές e-στορίες)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...