Και ήρθανε εκείνες οι μέρες που φοβόσουν εκείνες που ήξερες από πάντα που θα σε προλάβαιναν, όπου το σπίτι δε μυρίζει σπίτι, είναι μόνο τέσσερις τοίχοι που σε πνίγουν. Και τι ειρωνεία μοιάζουν οι ώρες στη δουλειά ανάπαυση, και μπαίνεις στο αυτοκίνητο και παρακαλάς να μακραίνει ο δρόμος για να μείνεις λίγο ακόμα μόνος, μακριά από εκείνους τους τέσσερις τοίχους που καραδοκούν να σε πλακώσουν. Είναι κρύο και ψυχρό, παντού στολισμένες φωτογραφίες σε περιγελάνε, σε φτύνουν και σε φωνάζουν ψεύτη και υποκριτή που είχες το θράσος να χαμογελάς σε στιγμές που έπαιζες τον πιο μεγάλο σου ρόλο. Και το καλοκαίρι έτρεχες και με φόρα βουτούσες στη θάλασσα, να νοιώσεις το παγωμένο νερό να κυλάει στα μάγουλα σου και να ανακουφίζεσαι για λίγες στιγμές νοιώθοντας πως είναι τα δάκρυα που δεν καταφέρνεις πια να κλάψεις. Να βουτάς και να ακουμπάς στην άμμο με μάτια ανοιχτά, και να γίνεσαι βρέφος στην μήτρα της μάνας σου, χωρίς να σε αποσπά η ζωή με τη βουή του κόσμου. Και μετά πάλι πίσω στο σπίτι …που δεν είναι πια οίκος ούτε εστία.. μόνο ένα παγωμένο σπίτι που ποτέ δεν το ένιωσες δικό σου και ας γράφουν τα χαρτιά της ιδιοκτησίας του όνομα σου. Σπίτι είναι εκεί που είναι η ψυχή και η ψυχή σου έμεινε κάπου πίσω… σε γκρεμισμένους προσφυγικούς συνοικισμούς, στο παιδικό σου ροζ υπνοδωμάτιο με το αφισοκολλημένο ταβάνι.
Μην κλαις μικρό μου, θα σε πάρω και πάλι πίσω στο σπίτι, έτσι κι αλλιώς τα διώροφα δεν ταιριάζανε ποτέ σε μας , ούτε οι μεγάλες αυλές και οι σιδερένιες καγκελόπορτες.. εμείς μάθαμε σε ανοιχτές αυλές, καβάλα στις ακακίες να τραγουδάμε και να παίζουμε με τις γάτες.. να ξεγελάμε τι γιαγιά και να πηδάμε κρυφά απ τις βεράντες για να παίξουμε στα σπαρμένα χωράφια.. και να πετάμε σιτάρια στις πλάτες μας για να δούμε πόσα παιδιά θα κάνουμε, να βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε και να μην μεγαλώνουμε ποτές, να τρέχουμε κάθε απόγευμα πίσω από τον κυρ Γρηγόρη για μια μπάλα παγωτό και να ναι αυτό στη ζωή το πιο σημαντικό.
Μην κλαις μικρό μου, θα σε πάρω και πάλι πίσω στο σπίτι, έτσι κι αλλιώς τα διώροφα δεν ταιριάζανε ποτέ σε μας , ούτε οι μεγάλες αυλές και οι σιδερένιες καγκελόπορτες.. εμείς μάθαμε σε ανοιχτές αυλές, καβάλα στις ακακίες να τραγουδάμε και να παίζουμε με τις γάτες.. να ξεγελάμε τι γιαγιά και να πηδάμε κρυφά απ τις βεράντες για να παίξουμε στα σπαρμένα χωράφια.. και να πετάμε σιτάρια στις πλάτες μας για να δούμε πόσα παιδιά θα κάνουμε, να βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε και να μην μεγαλώνουμε ποτές, να τρέχουμε κάθε απόγευμα πίσω από τον κυρ Γρηγόρη για μια μπάλα παγωτό και να ναι αυτό στη ζωή το πιο σημαντικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου