Το έρεβος και οι αιώνες πρόσμεναν τη γέννηση σου.
Ήσουν εκείνος που περίμενε η ιστορία για να αρχίσει, το πρώτο κύτταρο από το σύμπαν που περίμενε ακόμα να γεννηθεί. Η ανάσα που φώναξε στον άνεμο να ξυπνήσει, στο νερό να κυλήσει, στη γη να αναστηθεί. Σε μια νύχτα πήρες μικρά χρυσά πετραδάκια και τα έβαλες στη θέση τους και έτσι γεννήθηκαν οι αστερισμοί. Έκανες λίγο τραμπάλα στους δίσκους του ζυγού και μ’ ένα σάλτο βρέθηκες στην πλάτη του καμπούρη Προμηθέα που έψαχνε ακόμα τη φωτιά για να την δώσει στους ανθρώπους. Ξήλωσες με μια πινελιά όλο το Δωδεκάθεο και κράτησες το νέκταρ για μια πεταλούδα που είχε να ζήσει μονάχα μια μέρα, και ήθελες να της χαρίσεις ότι πιο γλυκό είχε φτιάξει ποτέ η φύση. Κοιτάχτηκες σ’ ένα ρυάκι που μόλις είδε την αντανάκλαση σου από φόβο στράφηκε στα βουνά και έγινε και πάλι χιόνι. Και εσύ δάκρυσες που σε φοβήθηκε το νερό γιατί καταβάθος δεν είχες ποτέ μεγαλώσει και το δάκρυ σου έγινε και πάλι πηγή και γάργαρο ποτάμι. μεγάλωσες και όσα έφτιαξες σε λίγες ώρες φαίνονταν πια άχαρα, ανούσια. Έλειπε η μορφή που θυμόσουν σε κάποια προϊστορικά όνειρα, μια ανεξήγητη λάμψη που σε ζέσταινε όταν ζούσες ακόμα μόνος στο σκοτάδι. Και παρακάλεσες τον ήλιο να σου χαρίσει λίγες χρυσές αχτίδες και έφτιαξες τα μαλλιά της. Σμίλεψες με τα δάχτυλα σου το κορμί της και της φύσηξες πνοή. Την άφησες να κοιμάται για ώρες και της κέντησες στο κεφάλι τα πιο όμορφα σου παιδικά όνειρα. Το βράδυ την ξύπνησες απαλά με ένα χάδι, πήρες από την πανσέληνο μια στάλα μελαγχολία και την έσταξες στα μάτια της, να είναι πάντα υγρά σαν το ολόγιομο φεγγάρι. Σε κοίταξε και είδες τον εαυτό σου, και τότε κατάλαβες πως η πεταλούδα είχε γυρίσει στη δική σου μορφή. Έψαξες στην πλάτη της και υπήρχαν ακόμα σημάδια από τα φτερά της. Έσκυψες και τη φίλησες και γεύτηκες το νέκταρ που για χάρη της έκλεψες από τους δώδεκα Θεούς και το φιλί ήταν πιο σημαντικό απ’ τους αιώνες που σε περίμεναν και την ιστορία που κανείς δε θα θυμόταν.
ΜΣ (μικρές ερωτικές ιστορίες )
Ήσουν εκείνος που περίμενε η ιστορία για να αρχίσει, το πρώτο κύτταρο από το σύμπαν που περίμενε ακόμα να γεννηθεί. Η ανάσα που φώναξε στον άνεμο να ξυπνήσει, στο νερό να κυλήσει, στη γη να αναστηθεί. Σε μια νύχτα πήρες μικρά χρυσά πετραδάκια και τα έβαλες στη θέση τους και έτσι γεννήθηκαν οι αστερισμοί. Έκανες λίγο τραμπάλα στους δίσκους του ζυγού και μ’ ένα σάλτο βρέθηκες στην πλάτη του καμπούρη Προμηθέα που έψαχνε ακόμα τη φωτιά για να την δώσει στους ανθρώπους. Ξήλωσες με μια πινελιά όλο το Δωδεκάθεο και κράτησες το νέκταρ για μια πεταλούδα που είχε να ζήσει μονάχα μια μέρα, και ήθελες να της χαρίσεις ότι πιο γλυκό είχε φτιάξει ποτέ η φύση. Κοιτάχτηκες σ’ ένα ρυάκι που μόλις είδε την αντανάκλαση σου από φόβο στράφηκε στα βουνά και έγινε και πάλι χιόνι. Και εσύ δάκρυσες που σε φοβήθηκε το νερό γιατί καταβάθος δεν είχες ποτέ μεγαλώσει και το δάκρυ σου έγινε και πάλι πηγή και γάργαρο ποτάμι. μεγάλωσες και όσα έφτιαξες σε λίγες ώρες φαίνονταν πια άχαρα, ανούσια. Έλειπε η μορφή που θυμόσουν σε κάποια προϊστορικά όνειρα, μια ανεξήγητη λάμψη που σε ζέσταινε όταν ζούσες ακόμα μόνος στο σκοτάδι. Και παρακάλεσες τον ήλιο να σου χαρίσει λίγες χρυσές αχτίδες και έφτιαξες τα μαλλιά της. Σμίλεψες με τα δάχτυλα σου το κορμί της και της φύσηξες πνοή. Την άφησες να κοιμάται για ώρες και της κέντησες στο κεφάλι τα πιο όμορφα σου παιδικά όνειρα. Το βράδυ την ξύπνησες απαλά με ένα χάδι, πήρες από την πανσέληνο μια στάλα μελαγχολία και την έσταξες στα μάτια της, να είναι πάντα υγρά σαν το ολόγιομο φεγγάρι. Σε κοίταξε και είδες τον εαυτό σου, και τότε κατάλαβες πως η πεταλούδα είχε γυρίσει στη δική σου μορφή. Έψαξες στην πλάτη της και υπήρχαν ακόμα σημάδια από τα φτερά της. Έσκυψες και τη φίλησες και γεύτηκες το νέκταρ που για χάρη της έκλεψες από τους δώδεκα Θεούς και το φιλί ήταν πιο σημαντικό απ’ τους αιώνες που σε περίμεναν και την ιστορία που κανείς δε θα θυμόταν.
ΜΣ (μικρές ερωτικές ιστορίες )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου