Ο πατέρας της Κυριακής
Πάντα τις Κυριακές σε σκέφτομαι γιατί ήτανε οι Κυριακές πάντα δικές μας. Τότε που μικρή ακόμα ξάπλωνα δίπλα σου στο μικρό προσφυγικό σπίτι των Αγίων Αναργύρων και μου έλεγες ιστορίες από τα χρόνια που δούλεψες στα καράβια. Θυμάμαι ακόμα εκείνο τα παράξενο φωτιστικό που χαμήλωνε με ένα στρογγυλό κουμπάκι και ακουγόταν ένα ζζζζζζ. Θυμάμαι όταν αποκοιμιόσουν και η μύτη σου έκανε ένα σφυριχτό ρυθμικό ήχο και εγώ γυρνούσα από την άλλη και γελούσα γιατί μου φαινόταν αστείο. Τα διαλείμματα, στη Μικτή που ερχόσουν με ένα σακουλάκι ζεστές κούπες και μια στο χέρι για το δρόμο. Μα πάνω από όλα εκείνες τις Κυριακές του Χειμώνα, διπλή παράσταση στο σινεμά, με την εφημερίδα σου στα γόνατα, να είναι έτοιμη για να μου κρύβεις στα μάτια, στις επίμαχες σκηνές. Και κάτι άλλες Κυριακές, να κολυμπάμε στα παγωμένα νερά του Πρωταρά, μπροστά εσύ με το ψαροντούφεκο και πίσω εγώ να αγωνίζομαι να σε προλάβω και να σου φωνάζω μπαμπά, περίμενε με. Και εσύ να γελάς, δείχνοντας μου μικρά κοχύλια που μου μάζεψες από το βυθό, και πώς να αρπάζω τις καρκαλίνες απότομα από το βράχο. Περιπέτειες, εκδρομές και ατέλειωτες ιστορίες για το χωριό σου και τα χρυσόμηλα, τα τεράτσια και τις παιδικές σου σκανταλιές. Γιατί και εσύ ένα παιδί ήσουν πάντα και μεγαλώσαμε μαζί, τι κι αν ήσουν πάνω από όλα πατέρας, ήσουν πάνω από όλα αληθινός, δε με φλόμωσες με θεωρίες και κηρύγματα, μιλούσε πάντα η πράξη. Κανένας δε με έμαθε όσα εσύ, δε με αγάπησε όσο εσύ, και δεν πίστεψε σε μένα όσο εσύ !
Κι αυτοί που πιστεύουν ότι οι πατεράδες της Κυριακής δεν είναι αρκετοί δεν γνώρισαν εσένα.
ΜΣ (αφιερωμένο)
Πάντα τις Κυριακές σε σκέφτομαι γιατί ήτανε οι Κυριακές πάντα δικές μας. Τότε που μικρή ακόμα ξάπλωνα δίπλα σου στο μικρό προσφυγικό σπίτι των Αγίων Αναργύρων και μου έλεγες ιστορίες από τα χρόνια που δούλεψες στα καράβια. Θυμάμαι ακόμα εκείνο τα παράξενο φωτιστικό που χαμήλωνε με ένα στρογγυλό κουμπάκι και ακουγόταν ένα ζζζζζζ. Θυμάμαι όταν αποκοιμιόσουν και η μύτη σου έκανε ένα σφυριχτό ρυθμικό ήχο και εγώ γυρνούσα από την άλλη και γελούσα γιατί μου φαινόταν αστείο. Τα διαλείμματα, στη Μικτή που ερχόσουν με ένα σακουλάκι ζεστές κούπες και μια στο χέρι για το δρόμο. Μα πάνω από όλα εκείνες τις Κυριακές του Χειμώνα, διπλή παράσταση στο σινεμά, με την εφημερίδα σου στα γόνατα, να είναι έτοιμη για να μου κρύβεις στα μάτια, στις επίμαχες σκηνές. Και κάτι άλλες Κυριακές, να κολυμπάμε στα παγωμένα νερά του Πρωταρά, μπροστά εσύ με το ψαροντούφεκο και πίσω εγώ να αγωνίζομαι να σε προλάβω και να σου φωνάζω μπαμπά, περίμενε με. Και εσύ να γελάς, δείχνοντας μου μικρά κοχύλια που μου μάζεψες από το βυθό, και πώς να αρπάζω τις καρκαλίνες απότομα από το βράχο. Περιπέτειες, εκδρομές και ατέλειωτες ιστορίες για το χωριό σου και τα χρυσόμηλα, τα τεράτσια και τις παιδικές σου σκανταλιές. Γιατί και εσύ ένα παιδί ήσουν πάντα και μεγαλώσαμε μαζί, τι κι αν ήσουν πάνω από όλα πατέρας, ήσουν πάνω από όλα αληθινός, δε με φλόμωσες με θεωρίες και κηρύγματα, μιλούσε πάντα η πράξη. Κανένας δε με έμαθε όσα εσύ, δε με αγάπησε όσο εσύ, και δεν πίστεψε σε μένα όσο εσύ !
Κι αυτοί που πιστεύουν ότι οι πατεράδες της Κυριακής δεν είναι αρκετοί δεν γνώρισαν εσένα.
ΜΣ (αφιερωμένο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου