Σε περίμενα, γιατί ξέρω ζήσαμε πολλές ζωές μαζί, σε κάποια απ’ αυτές ήμασταν αδέλφια και κυνηγούσαμε μαζί στα δάση. Σε περίμενα υπομονετικά να γυρίσεις, γιατί έπρεπε να γυρίσεις για να γεννηθώ. Με τρύπια την πλάτη από τις ξιφολόγχες του Τούρκου, την ψυχή σου να αιμορραγεί, ένα παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την πατρική αγάπη. Σε περίμενα πατέρα. Να με φέρεις στον κόσμο και να σε πω πατέρα. Να γεμίσεις την καρδιά μου αγάπη, το μυαλό μου υπέροχες αναμνήσεις και να με μάθεις να αγαπώ τον εαυτό μου και να είμαι περήφανη γι’ αυτό που είμαι γιατί ήμουν κόρη σου. Πέρασαν τα χρόνια πατέρα, η κατάρα της οικογένειας χτύπησε και εμένα και είμαστε πάλι οι δυο μας, να τα λέμε, όπως τότε που μεγαλώναμε μαζί.
Δε ξεχνώ ποτέ τα λόγια σου «ότι κάνω σε επηρεάζει και ότι κάνεις με επηρεάζει» και αυτό προσπαθώ να κάνω βίωμα, να μην προδώσω ποτέ την εμπιστοσύνη σου και την εμπιστοσύνη των παιδιών μου. Να μην ντρέπεται κανείς σας για μένα. Να είμαι σωστή όπως ήσουν κι εσύ. Αλλά πόσο δύσκολο είναι να είσαι σωστός πατέρα; και πόσο εύκολο να κάνεις λάθος ; ξέρω εσύ δεν έκρινες ποτέ τα λάθη μου, κοίταζες πάντα από μακριά, με άφηνες να πάθω για να μάθω. Μόνο έτσι μπορούσα να μάθω. Αλλά τα παιδιά; αυτοί είναι οι αυστηρότεροι κριτές, σε αυτούς θα λογοδοτήσουμε κάποτε. Ίσως μας κρίνουν με επιείκεια και μας αγαπούν γιατί το παλέψαμε. Είμαι μόνη μου πατέρα και τρέμω. Είναι άσχημη η μοναξιά, χτυπάει από παντού, μοιάζει η ζωή με ένα σπίτι χωρίς πόρτες και παράθυρα. Και είναι εκεί έξω πολλοί που θέλουν να παραβιάσουν το σπίτι, να μπουν μέσα και να το βεβηλώσουν, να αρπάξουν ότι μπορούν και ότι προλάβουν. Δε θα τους αφήσω όμως πατέρα. Θα ξαναχτίσω τις πόρτες και τα παράθυρα μου και θα προστατέψω τα παιδιά μου. Μιλάμε και σου λέω είμαι καλά, μην ανησυχείς και μου τηλεφωνάς να μου πεις ανέκδοτα για να γελάσω, αλλάζεις θέμα αλλά μου λες «παιδί μου» και θέλω να σε δω και να κρυφτώ στην αγκαλιά σου και να κλάψω, μα έχω μεγαλώσει πια και εσύ μου γέρασες …… μου γέρασες και δε θέλω να σε βλέπω να πονάς. Γέρασες… από τη μια μέρα στην άλλη. Πότε περπατούσαμε μαζί και δεν προλάβαινα τα μεγάλα βήματα σου και σου φώναζα περίμενε με. Πότε πέρασαν τα χρόνια; δεν κατάλαβα. Δεν κατάλαβα. Νόμιζα θα έμενες πάντα νέος και δυνατός και όμορφος μα ο χρόνος είναι αδυσώπητος για όλους. Παραμένεις όμως και ελπίζω να’ σαι δίπλα μου γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που με αγάπησε χωρίς να με πληγώσει. Σου ζητώ συγνώμη αν σε πλήγωσα εγώ. Η ζωή μας είναι μια μεγάλη ανηφόρα, εσύ το ξέρεις καλύτερα από όλους, εσύ που πληγώθηκες περισσότερο από όλους. Αντιμετώπισες όμως τη ζωή με το κεφάλι ψηλά, πάντα με αξιοπρέπεια, πάντα υπεράνω των καταστάσεων. Τίποτα δεν είναι τυχαίο πατέρα. Όσα έζησες, όσα ζήσαμε, όσα ζούμε, είναι ο αγώνας της ψυχής να μείνει αυτή που ήταν, αναλλοίωτη, να μην αφήσει τις σειρήνες να την παρασύρουν μέχρι να βρει την Ιθάκη της. Και ανάθεμα τις, είναι πολλές οι σειρήνες, γλυκές οι φωνές τους, αλλά εγώ το μόνο που έχω να τους πω είναι να πάνε να πνιγούν, γιατί εγώ θα είμαι η κόρη σου πατέρα.
ΜΣ (γράμματα στον πατέρα) 28/6/2013
Δε ξεχνώ ποτέ τα λόγια σου «ότι κάνω σε επηρεάζει και ότι κάνεις με επηρεάζει» και αυτό προσπαθώ να κάνω βίωμα, να μην προδώσω ποτέ την εμπιστοσύνη σου και την εμπιστοσύνη των παιδιών μου. Να μην ντρέπεται κανείς σας για μένα. Να είμαι σωστή όπως ήσουν κι εσύ. Αλλά πόσο δύσκολο είναι να είσαι σωστός πατέρα; και πόσο εύκολο να κάνεις λάθος ; ξέρω εσύ δεν έκρινες ποτέ τα λάθη μου, κοίταζες πάντα από μακριά, με άφηνες να πάθω για να μάθω. Μόνο έτσι μπορούσα να μάθω. Αλλά τα παιδιά; αυτοί είναι οι αυστηρότεροι κριτές, σε αυτούς θα λογοδοτήσουμε κάποτε. Ίσως μας κρίνουν με επιείκεια και μας αγαπούν γιατί το παλέψαμε. Είμαι μόνη μου πατέρα και τρέμω. Είναι άσχημη η μοναξιά, χτυπάει από παντού, μοιάζει η ζωή με ένα σπίτι χωρίς πόρτες και παράθυρα. Και είναι εκεί έξω πολλοί που θέλουν να παραβιάσουν το σπίτι, να μπουν μέσα και να το βεβηλώσουν, να αρπάξουν ότι μπορούν και ότι προλάβουν. Δε θα τους αφήσω όμως πατέρα. Θα ξαναχτίσω τις πόρτες και τα παράθυρα μου και θα προστατέψω τα παιδιά μου. Μιλάμε και σου λέω είμαι καλά, μην ανησυχείς και μου τηλεφωνάς να μου πεις ανέκδοτα για να γελάσω, αλλάζεις θέμα αλλά μου λες «παιδί μου» και θέλω να σε δω και να κρυφτώ στην αγκαλιά σου και να κλάψω, μα έχω μεγαλώσει πια και εσύ μου γέρασες …… μου γέρασες και δε θέλω να σε βλέπω να πονάς. Γέρασες… από τη μια μέρα στην άλλη. Πότε περπατούσαμε μαζί και δεν προλάβαινα τα μεγάλα βήματα σου και σου φώναζα περίμενε με. Πότε πέρασαν τα χρόνια; δεν κατάλαβα. Δεν κατάλαβα. Νόμιζα θα έμενες πάντα νέος και δυνατός και όμορφος μα ο χρόνος είναι αδυσώπητος για όλους. Παραμένεις όμως και ελπίζω να’ σαι δίπλα μου γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που με αγάπησε χωρίς να με πληγώσει. Σου ζητώ συγνώμη αν σε πλήγωσα εγώ. Η ζωή μας είναι μια μεγάλη ανηφόρα, εσύ το ξέρεις καλύτερα από όλους, εσύ που πληγώθηκες περισσότερο από όλους. Αντιμετώπισες όμως τη ζωή με το κεφάλι ψηλά, πάντα με αξιοπρέπεια, πάντα υπεράνω των καταστάσεων. Τίποτα δεν είναι τυχαίο πατέρα. Όσα έζησες, όσα ζήσαμε, όσα ζούμε, είναι ο αγώνας της ψυχής να μείνει αυτή που ήταν, αναλλοίωτη, να μην αφήσει τις σειρήνες να την παρασύρουν μέχρι να βρει την Ιθάκη της. Και ανάθεμα τις, είναι πολλές οι σειρήνες, γλυκές οι φωνές τους, αλλά εγώ το μόνο που έχω να τους πω είναι να πάνε να πνιγούν, γιατί εγώ θα είμαι η κόρη σου πατέρα.
ΜΣ (γράμματα στον πατέρα) 28/6/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου