ΓΟΡΓΟΝΑ
Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι σ’ ένα υφάλμυρο παραλληλόγραμο λευκό φέρετρο. Άλλοι το λένε λουτρό, μα το νερό δεν φτάνει για να ξεπλύνει τη συνείδηση μου. Και εσύ δεν τόλμησες ποτέ να βυθιστείς μαζί μου. Φοβήθηκες μη γλυστρίσεις στα παγωμένα πλακάκια, και ο ατμός αγγίξει τα κοιμισμένα κύτταρα σου. Για φαντάσου. Μόνο τότε, με βυθισμένο κεφάλι ακούεις τους χτύπους της καρδιάς σου.
Κι εγώ χωρίς ανάσα να βουτώ και να βυθίζομαι, να κατακλίζομαι από σκέψεις, με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κάπου να ισορροπίσω μεταξύ γης και νερού, μα δεν ανήκα ποτέ στη γη, ήμουν πάντα στο νερό ταγμένη , να βυθίζομαι.
Στο βυθό εκεί, στους παρατημένους ωκεανούς, παρατημένη και εγώ, να γεννάω χωρίς ταίρι, σε άσπρη άμμο τα αυγά μου. Να κολυμπάω και να πιάνομαι από τα βράχια, πλάι σε σελάχια με μυτερή ουρά. Καμιά φορά, ακούω τα οχταπόδια χωρίς παρτιτούρες να παίζουν πιάνο, και αμυδρά θυμάμαι πως κάποτε ήμουν άνθρπωπος, πως υπήρχε η μουσική. Τώρα πια, υπάρχει μόνο ένα υπόκωφο βουητό από χαμένες ψυχές που βυθίζονται, άλλες από λάθος και άλλες από πάθος, γι’ αυτό το ακαταμάχητο μπλε της μάνας θάλασσας. Γοργόνες με μακριά μαλλιά, χωρίς λαλιά, μόνο πέρλες περασμένες πάνω από τα γυμνά τους στήθη, και μάτια πέτρινα. Καθισμένες πάνω σε άδεια από κοσμήματα σεντούκια περιμένουν καραδοκώντας για κάποιο ναύτη να περάσει από κοντά για να του πάρουν τη ψυχή.
Στα βράχια καθισμένη, ξεκολλώντας με τα νύχια μου τις κοιμισμένες πεταλίνες, σ΄αγάπησα. Δε σε φόβησε τόσο η ουρά μου όσο η βία με την οποία σκότωνα τα αθώα πλασματάκια των βράχων για να τραφώ. Ήσουν άνθρωπος και εγώ είχα πάψει να θυμάμαι τους τρόπους των ανθρώπων. Όμως σ’ αγάπησα. Μετά βυθίστηκα και πάλι γιατί ο ήλιος έκαψε τη γυμνή μου πλάτη και στράγγιξε την ματωμένη μου ψυχή. Με ένα σάλτο βυθίστηκα και πάλι γιατί πάνε αιώνες που έπαψα να θυμάμαι πως να περπατώ.
Είναι πια ανώφελο να σε κρατώ… όσο εσύ θα ψάχνεις για οξυγόνο, εγώ πιότερο θα βυθίζομαι.
MS (μικρές ερωτικές ιστορίες)
Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι σ’ ένα υφάλμυρο παραλληλόγραμο λευκό φέρετρο. Άλλοι το λένε λουτρό, μα το νερό δεν φτάνει για να ξεπλύνει τη συνείδηση μου. Και εσύ δεν τόλμησες ποτέ να βυθιστείς μαζί μου. Φοβήθηκες μη γλυστρίσεις στα παγωμένα πλακάκια, και ο ατμός αγγίξει τα κοιμισμένα κύτταρα σου. Για φαντάσου. Μόνο τότε, με βυθισμένο κεφάλι ακούεις τους χτύπους της καρδιάς σου.
Κι εγώ χωρίς ανάσα να βουτώ και να βυθίζομαι, να κατακλίζομαι από σκέψεις, με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κάπου να ισορροπίσω μεταξύ γης και νερού, μα δεν ανήκα ποτέ στη γη, ήμουν πάντα στο νερό ταγμένη , να βυθίζομαι.
Στο βυθό εκεί, στους παρατημένους ωκεανούς, παρατημένη και εγώ, να γεννάω χωρίς ταίρι, σε άσπρη άμμο τα αυγά μου. Να κολυμπάω και να πιάνομαι από τα βράχια, πλάι σε σελάχια με μυτερή ουρά. Καμιά φορά, ακούω τα οχταπόδια χωρίς παρτιτούρες να παίζουν πιάνο, και αμυδρά θυμάμαι πως κάποτε ήμουν άνθρπωπος, πως υπήρχε η μουσική. Τώρα πια, υπάρχει μόνο ένα υπόκωφο βουητό από χαμένες ψυχές που βυθίζονται, άλλες από λάθος και άλλες από πάθος, γι’ αυτό το ακαταμάχητο μπλε της μάνας θάλασσας. Γοργόνες με μακριά μαλλιά, χωρίς λαλιά, μόνο πέρλες περασμένες πάνω από τα γυμνά τους στήθη, και μάτια πέτρινα. Καθισμένες πάνω σε άδεια από κοσμήματα σεντούκια περιμένουν καραδοκώντας για κάποιο ναύτη να περάσει από κοντά για να του πάρουν τη ψυχή.
Στα βράχια καθισμένη, ξεκολλώντας με τα νύχια μου τις κοιμισμένες πεταλίνες, σ΄αγάπησα. Δε σε φόβησε τόσο η ουρά μου όσο η βία με την οποία σκότωνα τα αθώα πλασματάκια των βράχων για να τραφώ. Ήσουν άνθρωπος και εγώ είχα πάψει να θυμάμαι τους τρόπους των ανθρώπων. Όμως σ’ αγάπησα. Μετά βυθίστηκα και πάλι γιατί ο ήλιος έκαψε τη γυμνή μου πλάτη και στράγγιξε την ματωμένη μου ψυχή. Με ένα σάλτο βυθίστηκα και πάλι γιατί πάνε αιώνες που έπαψα να θυμάμαι πως να περπατώ.
Είναι πια ανώφελο να σε κρατώ… όσο εσύ θα ψάχνεις για οξυγόνο, εγώ πιότερο θα βυθίζομαι.
MS (μικρές ερωτικές ιστορίες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου