13 Αυγούστου 2020
Πήγα στο βιβλιοπωλείο τις προάλλες ψάχνοντας ένα βιβλίο,
ενός από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, του Χόρχε Μπουκάι, με τίτλο “ο δρόμος
των δακρύων” Το ήθελα να το βρω και να
το διαβάσω ξανά. Ένα βιβλίο που αναφέρεται στην απώλεια, το πένθος και τα
δάκρυα όπως λέει και ο τίτλος . Δεν βρήκα το βιβλίο, ούτε άλλα βιβλία του Μπουκάι.
Στο αγαπημένο μου ράφι όμως με τα βιβλία ψυχολογίας, περίμενε ο Γιάλομ, και ο
Γιάλομ μου θυμίζει ένα παλιό αγαπημένο φίλο, μια πατρική φιγούρα, που με
περιμένει νοερά σε ένα παγκάκι, όπου θα πάω να τον βρω όταν δεν είμαι καλά, θα
ακουμπήσω το κεφάλι μου στον ώμο του και θα κλείσω τα μάτια, αφήνοντας τον να
με ανακουφίσει με τα σοφά του λόγια.
Η απώλεια είναι ένα γεγονός που προκαλεί στον άνθρωπο ένα οξύ οδυνηρό
συναίσθημα. Η περίοδος πένθους που ακολουθεί είναι ο τρόπος που ο άνθρωπος θα
διαχειριστεί την απώλεια και το οδυνηρό συναίσθημα. Υπάρχει η είσοδος, ο δρόμος
προς την ίαση και η έξοδος. Κάτι σαν μια ασθένεια που σε ρίχνει για λίγο και
χρειάζεσαι χρόνο για ίαση, χρόνο για αποθεραπεία, χρόνο για να ανακτήσεις τις
δυνάμεις σου, μέχρι την μέρα που θα πεις είμαι καλά.
·
Κρατώ
στα χέρια μου το βιβλίο του Γιάλομ “ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ” και ανατρέχω στο google για
να μάθω ποιος είναι αυτός ο Σπινόζα και γιατί ο Γιάλομ του αφιερώνει ένα μυθιστόρημα
506 σελίδων . Ξέρω γιατί το πήρα και
ξέρω σε τι θα εξυπηρετήσει και ξέρω ότι το σωστό βιβλίο έρχεται τη σωστή στιγμή
όπως έρχεται ο σωστός δάσκαλος όταν ο μαθητής είναι έτοιμος. Πριν ακόμα ξεκινήσω το διάβασμα ψάχνω για τα
αποφθέγματα του Σπινόζα Επιλέγω αυτό :
Do not weep; do not wax
indignant. Understand. Γράφει ο Σπινόζα
Do not cry, do not go on about how bad it is/unhappy you are. σε πιο απλή μορφή που μεταφράζεται σε
Μην κλαις, μην μεμψιμοιρείς, κατανόησε.
Ο σκοπός της ζωής δεν είναι η ευτυχία όπως διατείνονται μερικοί, έτσι και αλλιώς η χαρά είναι πρόσκαιρη και η ευτυχία που απλά σημαίνει "καλή τύχη" ακόμα προσκαιρότερη.
Ο σκοπός της ζωής είναι να παραμένω στον δρόμο μου και να βαδίζω με
αξιοπρέπεια, διατηρώντας μέσα μου ενεργά δύο βασικά στοιχεία. Tο ένα είναι η αγάπη, η
οποία εκφράζεται μέσα από την καλοσύνη και τις διαπροσωπικές μου σχέσεις να παραμένει
αναλλοίωτη. Οι απώλειες μου να μην με κάνουν σκληρό, ο πόνος μου να μην γίνεται
γύρω μου τοίχος αδιαπέραστο που θα κλείνει τους πάντες απ’ έξω, να
αποδεσμεύομαι από τις προηγούμενες εμπειρίες έτσι ώστε να αφήνω την καρδιά μου
και το πνεύμα μου ανοιχτό για νέες εμπειρίες. και το δεύτερο να βρω εάν έχω το ψυχικό σθένος τη δύναμη και την ενέργεια, να βοηθήσω και άλλους ανθρώπους που θα συναντήσω στο δρόμο μου, με την δική μου παρουσία, το δικό μου παράδειγμα, την δική μου θετική ενέργεια και αγάπη, όπως και όσο μπορώ.
Όλοι βαδίζουμε τον ίδιο δρόμο. Και η απώλεια είναι το μεγαλύτερο μάθημα
της ζωής μας. Ξεκινήσαμε μια ομάδα σε αυτόν τον δρόμο. Για μένα δεν ήταν ένας
δρόμος ασφαλτοστρωμένος. Ήταν απλά ένα
μονοπάτι σε ένα δάσος που δεξιά και αριστερά είχε ψηλά δέντρα Ήταν μπροστά ο πατέρας , λίγο πιο πίσω ή κάπου
εκεί κοντά η μάνα. Το μικρό μας χεράκι κρατούσε η γιαγιά και όταν κουράζονταν
τα πόδια σου σε κρατούσε στους ώμους ο πατέρας. Τα χρόνια πέρασαν..
Κάποια μέρα κοίταξες δίπλα σου και έλειπε η γιαγιά σου. Και σου είπαν
μια νέα λέξη που ονομάζεται θάνατος και σου εξήγησαν ότι όταν αυτός πάρει τον
συνταξιδιώτη σου, είναι η μόνη φορά που αυτή η απώλεια είναι αμετάκλητη και ο
αγαπημένος σου δεν θα έρθει πίσω. Εσύ όμως πρέπει να συνεχίσεις το δρόμο σου..
Κάποια άλλη μέρα είχε φύγει ο πατέρας σου.. και σου είπαν μια νέα λέξη
που ονομάζεται χωρισμός και σου εξήγησαν ότι η μαμά και ο μπαμπάς σου δεν
μπορούν να περπατούν μαζί γιατί δεν έχουν πια κοινό δρόμο και επειδή εσύ δεν
μπορείς να μοιραστείς στη μέση θα περπατάς με τη μητέρα σου τις περισσότερες
ημέρες και όταν διανύσεις κάποια χιλιόμετρα στο τέλος της βδομάδας ο πατέρας
σου θα σε περιμένει σε ένα κιόσκι στην άκρη του δρόμου και θα κάθεσαι εκεί
λίγες ώρες μαζί του και θα σου λέει σ’αγαπώ, θα σου διαβάζει παραμύθια, θα
περνάς πολύ όμορφα αλλά θα έρθει η ώρα του αποχαιρετισμού και εσύ θα πρέπει να
συνεχίσεις το δρόμο σου..
Και κάποια άλλη μέρα είχες πια μεγαλώσει και σου είπαν ότι τώρα πια θα
είσαι σε αυτόν τον δρόμο μόνος σου και πρέπει να βρεις κάποιον άλλο να
ταξιδέψει μαζί σου.. και μέχρι τότε θα πρέπει μόνος να συνεχίσεις το δρόμο
σου..
Κάποια άλλη μέρα είχες δίπλα σου έναν άλλο άνθρωπο. Στην αρχή περνούσες
όμορφα και γελούσες και σου κράτησε το χέρι και σκέφτηκες πόσο όμορφο είναι να
μην έχεις να κάνεις τον δρόμο αυτό μόνος σου και πόσο ωραίο είναι να έχεις
παρέα. Το χέρι του όμως άρχισε να
σφίγγει το χέρι σου όλο και περισσότερο και τα απαλά του δάχτυλα είχαν
μετατραπεί σε κοφτερά νύχια που κάρφωναν την παλάμη σου και όταν γύρισες να τον
κοιτάξεις είχε μετατραπεί σε τέρας που σε τραβούσε αλυσοδεμένο. Και εσύ με
κλάματα στα μάτια του ζήτησες να φύγει και αποφάσισες ότι παρά με αλυσίδες
είναι καλύτερα να συνεχίσεις μόνος το δρόμο σου.
Το μόνο που σου είπαν να κάνεις ήταν να συνεχίζεις το δρόμο σου. Αλλά κάποια μέρα ήταν δύσκολο να κάνεις ένα
βήμα και ένα ακόμα. Στάθηκες για λίγο ακίνητος. Κοίταξες το σώμα σου. Δεν ήταν
ένα σώμα γερασμένο αλλά στην πλάτη σου είχες δεμένο ένα φορτίο για να σηκώσεις,
και θα το σήκωνες από σήμερα μέχρι το τελευταίο βήμα αυτού του δρόμου. Όταν όμως πήγες να διαμαρτυρηθείς ο Θεός σου
έδειξε τις εικόνες των χιλιάδων που βάδισαν τον δρόμο πριν από εσένα. Τα δάκρυα όλων εκείνων που βάδιζαν κρατώντας
παιδιά στα χέρια, κρατώντας βάρη στην πλάτη, πολλές φορές χωρίς αιτία, άλλες με
μισή καρδιά. Τα δάκρυα εκείνων όμως
φύτρωσαν λευκές μαργαρίτες δεξιά
και αριστερά στο μονοπάτι για να έχεις εσύ μια λευκή ανάμνηση ότι αξίζει τον
κόπο να συνεχίζεις αυτό το δρόμο.
Και κάποια άλλη μέρα ήσουν απελπισμένος και ένιωθες αδικημένος γιατί ο
Θεός σου είχε αφήσει μόνο σου σε αυτόν τον δρόμο και κάποτε δεν αντέχονταν οι μέρες
και δεν φαινόταν ελπίδα πουθενά. Και τότε ήρθε ένας νέος συνταξιδιώτης, σου
μιλούσε όμορφα και σου έκανε παρέα αλλά μετά κουράστηκε και ήθελε να σταματήσει
για λίγο και σου είπε προχώρα εσύ. Μετά
ήρθε ένα κορίτσι και ήταν όμορφο πολύ και εσύ το αγάπησες αλλά εκείνο ήθελε να
βαδίζει πιο γρήγορά και εσύ με το βάρος στην πλάτη δεν μπορούσες να την προλάβεις
αλλά ούτε και ήθελες να της ζητήσεις να πηγαίνει πιο σιγά.. εκείνη έτρεχε,
εκείνη χόρευε, εκείνη έφυγε αφήνοντας εσένα πίσω. Και τότε ήρθε στο δρόμο σου ένα άλλο αγόρι
και ένα άλλο κορίτσι και τα παιδιά που κρατούσες στα χέρια μεγάλωναν και έφευγαν
και το φορτίο που είχες δεμένο στην πλάτη δεν σου φαινόταν πια τόσο βαρύ, όχι
γιατί δεν ήταν πια τόσο βαρύ αλλά γιατί τα πόδια σου δυνάμωναν, το σώμα σου δυνάμωσε,
η ψυχή σου δυνάμωσε και όταν περπατούσε ένας άλλος άνθρωπος δίπλα σου και του
μιλούσες και σου έλεγε όμορφες ιστορίες
ο δρόμος πάντα γινόταν πιο όμορφος.
Γιατί αυτό ήταν το μάθημα του δρόμου των δακρύων
Να ξεκινήσουμε αυτόν τον δρόμο με άλλους, δεχόμαστε όσους και για όσο θέλουν να
συμβαδίσουν μαζί μας , κυρίως να αντέχουμε την ώρα του αποχαιρετισμού, όταν ο
άλλος θελήσει να φύγει, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε κάποιος θα έρθει και πότε
κάποιος θα φύγει, λέγοντας ένα ευχαριστώ
για το χρόνο σου, ευχαριστώ για την αγάπη σου, Στο καλό , σ’αγαπώ πολύ , Στο επανιδείν
με την ελπίδα και την προσμονή για την ώρα ενός νέου καλωσορίσματος και μέχρι τότε
να αντέχεις τις μέρες που θα πρέπει
να συνεχίζεις μόνος αυτόν τον
δρόμο
και αν δεις στον δρόμο κάποιον λίγο πιο κουρασμένο, λίγο πιο απελπισμένο από εσένα, θύμισε τον ότι δεν είναι μόνος, όχι πάντα, και όχι για πολύ, είμαστε πολλοί σε αυτόν τον δρόμο
Μ.
Κοινοποιείται!
ΑπάντησηΔιαγραφή