Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Γράμματα από το μέτωπο

 Χαρακώματα τεσσαρακοστό έτος εξιακοσιοστή τέταρτη ημέρα


Κάποτε θα σου εξηγήσω, πώς γλυτώνει ο άνθρωπος και βγαίνει ζωντανός από μια εσωτερική σύρραξη, όταν κάθε βράδυ την ώρα που ξαπλώνει και θέλει να ησυχάσει, αρχίζει να βομβαρδίζεται από τις εικόνες του μυαλού του, που πέφτουν από ψηλά σαν να τις αφήνουν περαστικά αεροπλάνα απροειδοποίητα.
Κάποτε θα σου πω και για την εποχή που υπήρξα ασθενής, βαριά ασθενής. Τότε που είχα στο μυαλό μου ένα όραμα και γαντζωνόμουν από αυτό και αληθινά στο λέω δεν υπάρχει χειρότερη αρρώστια από ένα μεγάλο όραμα ή μια μεγάλη ιδεολογία.
Και εγώ το όραμα μου έχτιζα και το έπλαθα στο μυαλό μου και γαντζωνόμουν από αυτό με μια εμμονή, που σε κάνει να μην σκέφτεσαι τίποτα ΄άλλο, να μην μπορείς να δεις μπροστά σου τίποτα άλλο. Υπήρξα ασθενής λοιπόν, το λέει και η λέξη α-σθενής, χωρίς σθένος, χωρίς τη δύναμη να γιατρευτείς.
Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; όταν το ένα κομμάτι του εαυτού σου είναι δέσμιος της ασθένειας του μυαλού σου και ενα άλλο κομμάτι του εαυτού σου που το συνειδητοποιεί και νιώθεις ότι η ζωή σου πια δε σου ανήκει.
Δεν υπάρχεις, έχεις παραδοθεί στην εμμονη σου όπως παραδίδεται ο εξαρτημένος στην ουσία του. Εκείνο που σε ελέγχει είναι το όνειρο σου και η πεποίθηση σου ότι για να μπορείς να νιώθεις ολοκληρωμένος πρέπει αυτό το όνειρο, να εκπληρωθεί, αλλά η ζωή έχει άλλες αρχές και δε σε ρωτάει, και έτσι λιώνεις και κλαις και χτυπιέσαι σαν μικρό παιδί που θέλει ένα παιχνίδι που βλέπει στη βιτρίνα και δεν του το αγοράζουν, ρημάζεις σαν άνθρωπος, παιδί κακομαθημένο, άνθρωπος-παιδί-άνθρωπος-παιδί, έρμαιο του εαυτού σου, προσκολλημένου σε μια ιδέα.
Και σου το λέω ειλικρινά, υπήρξαν φορές που πίστεψα ότι δε θα τα καταφέρω να βγω ζωντανός από αυτόν τον λαβύρινθο του μυαλού. 
Υπήρξαν φορές που δίσταζα να πλησιάζω ανοιχτά παράθυρα μην μπω στον πειρασμό και κοιτάξω το άπειρο στα μάτια. Υπάρχουν στιγμές που το όπλο που κρατάς σε αυτόν τον πόλεμο θέλεις να το στρέψεις πάνω σου και ανοίγεις τα δάχτυλα και το ακουμπάς προσεχτικά στην άκρη γιατί εκείνο που κρατάς για να σε σώσει, αρχίζει να φαίνεται ένα δελεαστικό εργαλείο που θα σε απαλλάξει.
Με ρωτας γιατί σου γράφω αυτά τα γράμματα το ένα πίσω από τ άλλο. 
Λοιπόν. υπήρξαν βράδια που έγραφα για ώρες, πάντα τις ώρες που εκείνοι κοιμούνταν, γιατί το να κρατάω αυτό το ημερολόγιο και να προσπαθώ να συντάξω σωστά μια πρόταση και μια ακόμα, ήταν το μόνο που με κρατούσε στα λογικά μου. Αν σταματούσα να γράφω έρχονταν πάλι οι εικόνες και δεν τις άντεχα. Ήταν σαν αλεπάλληλες μαχαιριές, εγκεφαλικές βουρδουλιές.
Και τις προσευχές μου ακόμα δεν τις έλεγα, τις έγραφα κι αυτές. βράδυ μετά το βράδυ, γονατιστός έγραφα, παρακαλούσα το Θεό, τους αγγέλους, άλλα όλοι κώφαιναν. Κανένας δεν πραγματοποιούσε το όραμα μου.
Μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και έγραψα την τελευταία μου παράκληση σαν ετοιμοθανατος που ζητά μια τελευταία χάρη.
«Ελευθέρωσε με» Του έγραψα. «Δεν αντέχω άλλο»
Κουράστηκα να δίνω αυτή τη μάχη με τον εαυτό μου.

Αν αυτό για το οποίο παλεύω, αν αυτό από το οποίο κρατιέμαι είναι αυτό που με καταστρέφει, βοήθησε με να απαλλαγώ. 

Και Εκείνος άκουσε!

Και είδα την μόνη αλήθεια.
Στο τέλος του πολέμου το μαθαίνεις ότι κανένας πόλεμος δεν κερδίθηκε ποτέ. Απλά όποιος προλάβει και είναι τυχερός και μείνει ζωντανός, το μαθαίνει.
Άνοιξα λοιπόν το χέρι και το άφησα να πετάξει, της καρδιάς μου τον πόθο, το μεγάλο όραμα μου και όταν με άφησε η μεγάλη ιδέα για το πώς έπρεπε να είναι η ζωή, έμεινα κενό και κούφιος λες και είχα αποβάλει ένα τέρας που με έτρωγε από μέσα, και όταν έμεινα κενός, έκανα χώρο και επιτέλους βρήκε το κουράγιο και ο εαυτός μου να γυρίσει πίσω.

Μαρίνα Σαβεριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Mind games

  Του έστειλε μήνυμα στο κινητό μια φωτογραφία με το σβέρκο της σημαδεμένο, μελανιασμένο, ένα σημάδι όπως τότε, όπως αυτό που της έκανε εκεί...