Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι
Ο δρόμος της Αυτοεξάρτησης ένα βιβλίο εξαιρετικό για ανθρώπους που αποσκοπούν στην αυτογνωσία και την ανάπτυξη υγιών σχέσεων με τον εαυτό τους και τους άλλους.
Αλήθεια, διαβάζοντας τα παρακάτω θα διακρίνεις κάποια δική σου συμπεριφορά; Αλήθεια εσύ κι εγώ πόσο εξαρτημένοι είμαστε από τους άλλους;
«Συνεξαρτημένο» είναι ένα άτομο που υποφέρει από μια εξάρτηση όμοια με οποιαδήποτε άλλη, με μόνη διαφορά (στην πραγματικότητα ασήμαντη), ότι το «ναρκωτικό» του είναι μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, ή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ακριβώς όπως σε οποιοδήποτε άλλο σύνδρομο εξάρτησης, ο εξαρτημένος, ως προσωπικότητα είναι επιρρεπής στις εξαρτήσεις και μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση , να προβεί σε ενέργειες σχεδόν ( ή εντελώς) παράλογες για να προμηθευτεί «το ναρκωτικό» του. Και όπως συμβαίνει με τις περισσότερες εξαρτήσεις αν ξαφνικά το στερηθεί μπορεί να εμφανίσει στερητικά συμπτώματα, καμιά φορά πολύ έντονα.
Η συνεξάρτηση είναι υπερθετικός βαθμός της παθολογικής εξάρτησης. Η τρυφερή υπερεκτίμηση κρύβει από πίσω της την εξάρτηση, και η εξαρτημένη συμπεριφορά κολλάει πάνω στην προσωπικότητα όπως η ιδέα ότι: «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα».
Το επιχείρημα είναι πάντοτε «…μα αν αγαπώ κάποιον και τον αγαπάω ολόψυχα δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν;» Και η δική μου απάντηση είναι: «όχι, και βέβαια όχι»
Η αλήθεια είναι ότι μπορώ πάντοτε να ζήσω χωρίς τον άλλον. Πάντοτε, και είναι δύο αυτοί που πρέπει να το ξέρουν: εγώ και ο άλλος. Μου φαίνεται φοβερό κάποιος να σκέφτεται ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν, ή να νομίζει ότι, αν εκείνος αποφασίσει να φύγει, εγώ θα πεθάνω… Από την άλλη, με τρομάζει η ιδέα να ζω με κάποιον που με θεωρεί απολύτως απαραίτητο στη ζωή του.
Αυτές είναι πάντοτε σκέψεις χειρισμού, που υποδηλώνουν φοβερή απαίτηση.
Η αγάπη, αντιθέτως, είναι πάντοτε θετική και υπέροχη δεν είναι ποτέ αρνητική. Ωστόσο μπορεί να είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιώ για να καταλήξω εξαρτημένος.
Γι αυτό λέω συχνά ότι ο συνεξαρτημένος δεν αγαπάει. Χρειάζεται, απαιτεί, εξαρτάται, αλλά δεν αγαπάει.
Καλό θα ήταν να ξεπεράσουμε την εξάρτηση μας από συγκεκριμένα πρόσωπα, να εγκαταλείψουμε αυτές τις συμπεριφορές και να βοηθήσουμε τον άλλο να ξεπεράσει κι αυτός την δική του εξάρτηση.
Θα μου άρεσε πολύ να με αγαπάνε όσοι αγαπώ. Εάν όμως κάποιος δε με αγαπάει, θα ήθελα να μου το πει και να φύγει (ή να μη μου το πει, αλλά και πάλι να φύγει). Γιατί δε θέλω να είμαι δίπλα σε κάποιον που δε θέλει να είναι μαζί μου…
Πονάει πολύ. Ωστόσο αυτό είναι πολύ καλύτερο από το να μένεις και να υποκρίνεσαι.
Ο Αντόνιο Πόρτσια λέει στο βιβλίο του Φωνές: «Έπαψαν να σε εξαπατούν, όχι να σε αγαπάνε, κι εσύ πονάς σαν να έπαψαν να σ’ αγαπάνε»
Προφανώς, όλοι θα θέλαμε να αποφύγουμε τη φοβερή ματαίωση που αισθάνεται κανείς όταν πιστεύει ότι δεν τον αγαπάνε. Καμιά φορά για να μη φτάσουμε ως εκεί, γινόμαστε χειριστικοί. Χειρίζομαι την κατάσταση έτσι ώστε να εξαπατώ τον εαυτό μου, να πιστεύω ότι εξακολουθείς να μ’ αγαπάς, ότι συνεχίζεις να είσαι το στήριγμα μου, το μπαστούνι μου.
Και αρχίζει ο κατήφορος. Κατεβαίνω σε ένα πηγάδι όλο και πιο σκοτεινό, αναζητώντας το φως της «συνάντησης».
Το πρώτο σκαλοπάτι, είναι η προσπάθεια να σου γίνω απαραίτητος.
Γίνομαι ο εκλεκτός σου προμηθευτής: σου δίνω ό,τι θελήσεις, φροντίζω να σε ικανοποιώ, είμαι στη διάθεση σου για ότι χρειαστείς, προσπαθώ να σε κάνω να με έχεις ανάγκη. Αγωνίζομαι να δημιουργήσω μια σχέση υποτέλειας, αντικαθιστώ την επιθυμία μου να μ’ αγαπάς με την επιδίωξη να με χρειάζεσαι. Γιατί, το να με χρειάζεσαι, μοιάζει τόσο πολύ καμιά φορά με το να μ’ αγαπάς.. Με φωνάζεις, σου λείπω, μου αναθέτεις τις υποθέσεις σου και φτάνω να πιστέψω ότι μ΄αγαπάς.
Ωστόσο, καμιά φορά, παρά τα όσα κάνω για να με έχεις ανάγκη, εσύ δεν δείχνεις να με χρειάζεσαι. Και τότε τι κάνω; Κατεβαίνω ακόμη ένα σκαλοπάτι.
Προσπαθώ να σε κάνω να με λυπηθείς…
Γιατί και η λύπηση μοιάζει λίγο σαν να μ’ αγαπάς…
Οπότε, κάνω το θύμα: «Εγώ που σ΄αγαπάω τόσο πολύ..κι εσύ δεν μ΄αγαπάς» και που ξέρεις…
Σ’ αυτόν τον δρόμο βαδίζουν οι άνθρωποι πάρα πολύ συχνά. Πράγματι κατά κάποιον τρόπο, όλοι μας έχουμε παίξει αυτό το παιχνιδάκι. Ίσως όχι με τόση επιμονή ώστε να μας λυπηθούν, αλλά υπάρχει κανείς που δεν έχει πει: «Δεν το περίμενα αυτό από σένα, είμαι τόσο απογοητευμένος…» «Νοιώθω τόσο πληγωμένος…» «Δεν μ’ ενδιαφέρει αν εσύ δε μ΄αγαπάς…εγώ, πάντως, σ’ αγαπώ».
Και η κατηφόρα συνεχίζεται…
Και αν δεν καταφέρω να με λυπηθείς, τι κάνω. Ανέχομαι την αδιαφορία σου;
Ποτέ!
Αφού έφτασα ως εδώ , θα προσπαθήσω τουλάχιστον να σε κάνω να με μισήσεις.
Μερικές φορές παραλείπει κανείς μια φάση… κατεβαίνει δύο σκαλιά μαζί και πετάγεται από την προσπάθεια να γίνει αναγκαίος κατευθείαν στο μίσος, χωρίς κάτι ενδιάμεσο. Γιατί, αυτό που δεν αντέχει είναι η αδιαφορία.
Συμβαίνει όμως να πέσουμε σε ανθρώπους τόσο, μα τόσο κακούς, που…δεν θέλουν να μας μισήσουν! Άκους εκεί! Οι παλιάνθρωποι.
Φτάνω να θέλω να με μισήσεις και δεν τα καταφέρνω.
Οπότε…Βρίσκομαι στον πάτο του πηγαδιού. Και τώρα τι κάνω;
Με δεδομένο ότι εξαρτώμαι από εσένα και το βλέμμα σου, κάτι θα υπάρχει για να μη χρειαστεί να υποφέρω την αδιαφορία σου. Και πολλές φορές κατεβαίνω το τελευταίο σκαλί γα να σε κάνω να κρέμεσαι από μένα:
Προσπαθώ να σε κάνω να με φοβάσαι.
Να φοβάσαι ως που μπορώ να φτάσω, τι μπορεί να κάνω σε σένα ή στον εαυτό μου (φαντασιώνομαι ότι θα νοιώθεις ενοχές, θα με σκέφτεσαι)
Όταν η αναζήτηση του βλέμματος σου γίνεται εξάρτηση, η αγάπη μετατρέπεται σε αγώνα εξουσίας. Μπαίνουμε στον πειρασμό να θέσουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία του άλλου, να εκβιάσουμε τον οίκτο του, να τσακωθούμε μαζί του, και φτάνουμε στο σημείο να τον απειλήσουμε με εγκατάλειψη, με κακομεταχείρηση, ή με τη δική μας συντριβή.
Η συνεξάρτηση αντιμετωπίζεται και θεραπεύεται, με μοναδική προυπόθεση την ειλικρινή επιθυμία να ξεπεραστεί η εξάρτηση.
Αυτό που προτείνω είναι : Να εγκαταλείψουμε κάθε εξάρτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου