Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Γαλήνη


κυριακή Πωμός τρίτο βράδυ

Άρχισα και συνηθίζω την βεραντούδα, τον αέρα και τον ήρεμο ύπνο χωρίς κλιματιστικά. Ξέχασα να σου πω, εδώ δεν έχεις ανάγκη να ανάψεις κλιματιστικό, απλά ανοίγεις τα παράθυρα και κοιμάσαι όπως το πουλλούδι. Τελικά ίσως να είναι οι καλύτερες διακοπές της ζωής μου, τουλάχιστον ως προς το κατάλυμα και το μέρος, αυτός ο συνδιασμός να είσαι πάνω στο βουνό, να βλέπεις γύρω σου το πράσινο και από κάτω το μπλε της θάλασσα και να ακούς τη νύχτα τη θάλασσα είναι το κάτι άλλο.

Σήμερα πήγαμε προς τον Πύργο μια διαδομή πολύ κουραστική. Μια διαδρομή που θα ήταν πολύ συντομότερη αν ήταν όλο παραλία αλλά λόγω του ότι μεσολαβεί στο ενδιάμεσο η περιοχή Κόκκινα το οποίο είναι κατεχόμενο, αναγκαστικά περνάς από όλη την βουνοκορφή και πολύ δύσκολες στροφές. Η διαδρομή από Πωμό μέχρι Πύργο ήταν περίπου σαράντα λεπτά, όχι και τόσο μεγάλη σε διάρκεια αλλά δύσκολη λόγω των στροφών. Ο Πύργος δεν μας κίνησε και τόσο το ενδιαφέρον, κάτσαμε για λίγο σε ένα καφέ όπου είχε ένα λιμανάκι και μια μικρή οργανωμένη πλαζ, παραγγείλαμε κάτι να φάμε και φύγαμε σύντομα χωρίς καν να μπουμε στη θάλασσα, αν και είχαμε πάρει μαγιώ, γιατί βαρεθήκαμε τη διαδικασία. Νιώθαμε όλοι τόσο κοθυρασμένοι που θέλαμε απλά να γυρίσουμε πίσω.

Στην επιστροφή είδαμε ένα χωριό με το όνομα Αλεύκα στο οποίο ζούσαν Τουρκοκύπριοι αλλά εγκαταλείφθηκε το 1964 μετά τις φασαρίες. Τώρα έχουν απομείνει τέσσερα ερειπωμένα σπίτια, στα αριστερά και δεξιά του δρόμου, μέσα στο ένα από αυτά είχε και ένα κατσίκι. Στο ίδιο σημείο υπάρχει τώρα ένα φυλάκιο με το ίδιο όνομα και ακόμα ένα στρατόπεδο Ελληνικό και ένα φυλάκιο των Ηνωμένων Εθνών. Η τουρκική σημαία στο σημείο Κόκκινα που μας είπαν ότι πλέον χρησιμοποιείται ως φυλακές.

Γυρίσαμε και πέσαμε ξεροί για ύπνο. Με ξύπνησε η φασαρία από τους διπλανούς, μωρά έκλαιγαν, μεγάλοι φώναζαν και ανησύχησα για λίγο ότι η ησυχία που βρήκαμε είχε καταστραφεί αλλά ευτυχώς ησύχασαν και επανήλθαμε και εμείς στην ηρεμία μας.

Το απόγευμα επισκεφτήκαμε μια άλλη ξάδελφη της μάνας μου, περπατητές αυτή τη φορά αφού το σπίτι της είναι σε μικρή απόσταση από το κατάλυμα που μένουμε. Γνωρίσαμε και τον άντρα της που ήταν για πολλά χρόνια στο εξωτερικό ως μηχανικός και δούλευε στις αραβικές χώρες, μας είπε ότι είχε γυρίσει τον κόσμο όλο λόγω δουλειάς, και τώρα ο καημένος δυσκολευόταν να περπατήσει μετά από δύο εγκεφαλικά. Φύγαμε από τη ξάδερφο με δύο τσάντες η μια γεμάτη αγγουράκια και η άλλη με βαζάνια και χτες με πέντε κιλά σταφύλι από την άλλη ξάδελφη και αν επισκεφτούμε και άλλους μας βλέπω να φεύγουμε με κοντέινερ από τον Πωμό.

Το πιο ωραίο ήταν το αποψινό μας δείπνο έξω στην βεράντα, ένα απλό λιτό δείπνο συνοδευμένο από το αεράκι του βουνού, την ησυχία και τον ήχο της θάλασσας από κάτω. Μετά πήγαμε περπατητές ένα γύρο κάτω στο χωριό και σταθήκαμε σε ένα σημείο που μπορούσαμε να δούμε τη θάλασσα η οποία απόψε χτυπάει άγρια την ακτή. Από πάνω το φεγγάρι σχεδόν γεμάτο, μια κλωστή μακριά από την πανσέληνο και εγώ μια κλωστή μακριά από την ευτυχία.

Μια κλωστή μικρή αραχνουφαμένη η ευτυχία, η αποψινή ευτυχία μυρίζει δέντρα, ρόδια και παπουτσοσυτζιές, χώμα βρεγμένο και αροδάφνη. Μυρίζει αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, από τα παιδικά χρόνια της μάνας μου, μυρίζει παρελθόν, κάτι πολύ όμορφο και ιερό, σχεδόν άπιαστο.

Οι ζωές όλων εκείνων που έζησαν εδώ πριν από εμάς, των παππούδων και των γιαγιάδων που έζησαν στο βάθος του δάσους, στα παλιά δήμματα ή αλλιώς Μελλίσι και έφεγγαν με τις δάδες, πριν τους χτίσουν τα σπίτια τους στα νέα Δήμματα και την ακροθαλασιά, όταν ο κόσμος κοιμόταν τα βράδια στις στέγες των σπιτιών κάτω από τις καλύφες με τις καλαμόστεγες και κάτω από τα αμπέλια.

Η εποχή είχε τη δυσκολία της είχε όμως και τη μαγεία της

Εμείς τώρα έχουμε τα πάντα και χάσαμε τη μαγεία ..

Και ο μόνος τρόπος να την βρούμε είναι να πάμε πίσω, όσο πιο πίσω γίνεται, να θυμηθούμε

έσβησα την τηλεόραση, έσβησα το φέισμπουκ, ράδιο δεν ακούω, και αν είμαι καλά, κάποτε αν και εφόσον μπορέσω έτσι θέλω να ζω, απομωνομένη από όλους και όλα τα άσχημα του κόσμου, κλεισμένη στον μικρόκοσμο μου, να ακούω μια θάλασσα, να ακούω παλιές ιστορίες, να γράφω εγώ παλιές και καινούριες, και να ζω μια απλή ζωή, μέσα στη φύση με παρέα έναν άνθρωπο δικό μου και περιστασιακά αγαπημένους φίλους και επισκέπτες

τίποτα άλλο δεν θέλω να ξέρω από αυτήν την κοινωνία ... και που πρέπει να πάω πίσω, να πάω πίσω στο γραφείο και στην καθημερινότητα, γιατί πρέπει να βγάλω ένα μεροκάματο, με πολύ βαριά καρδιά, πήρα εδώ μια γεύση ηρεμίας, γαλήνης, μακριά από τη ζέστη και την υγρασία της Λάρνακας, άτε τωρά τι καλύτερο να περιμένεις από μια πόλη που το όνομα της είναι “τάφος” φέρετρο, τελοσπάντων.. ευτυχώς που θυμήθηκα πώς είναι να νιώθεις άνθρωπος !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...