Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

11/111 * αγάπη εις εαυτόν * η πανσέληνος στον Ιχθύ

 3 Σεπτέμβρη 2020

 Το είχα αποφασισμένο ότι την νύχτα της πανσέληνου θα πάω για νυχτερινό κολύμπι.  Η χθεσινή μέρα 2 του Σεμπτέμβρη ήταν σημαντική μέρα για μένα, ήταν ένα συμβολικό ημερολογιακό κλείσιμο.   Ήθελα να τιμήσω τη μέρα, με έναν συμβολικό τρόπο, έναν αποχαιρετισμό. Και δεν υπάρχει πιο κατάλληλο μέρος για να αποβάλεις από πάνω σου αυτό που σε βαραίνει, να βαφτιστείς και να εξαγνιστείς από κάθε αρνητικό, από το θαλασσινό νερό.

 Η κόρη μου δεν ήθελε να έρθει.  Οδήγησα λοιπόν μόνη μου στο γνωστό αγαπημένο μου σημείο, στην αγαπημένη μου παραλία.  Η ώρα πλησίαζε 8 το βράδυ. Σκοτείνιασε.  Στο δρόμο ενώ οδηγούσα έψαχνα το φεγγάρι αλλά δεν φαινόταν πουθενά στον ουρανό. 

 Όταν έφθασα στην παραλία, μου έκανε εντύπωση πόσος κόσμος βρισκόταν ήδη εκεί.  Άλλοι με παρέες, άλλοι μόνοι τους, άλλοι μέσα στη θάλασσα και άλλοι έξω να κάθονται.  Είχε όμως κάτι παράξενο, διαφορετικό αυτή η νύχτα. Δεν έψηνε κανένας σούβλες, ούτε υπήρχαν φώτα αναμμένα εκείνα που θυμίζουν πανηγύρι.  Κανένας δεν άναψε μεγάφωνα, ούτε δάδες ούτε τίποτε. Όλοι κάθονταν στο σκοτάδι και μιλούσαν χαμηλόφωνα λες και είχαν όλοι προσυμφωνήσει να αφεθούν στην μαγεία της πανσελήνου και να μην μπασταρδέψουν με περιττά φώτα και ήχους την ρομαντική ατμόσφαιρα.

 Τοποθέτησα την τσάντα μου κοντά στη θάλασσα και έμεινα με το μαγιό. Άρχισα να προχωρώ προς το νερό. Είδα το φεγγάρι. Στα αριστερά, χαμηλά στον ουρανό, σχεδόν άγγιζε το κύμα στον ορίζοντα, ολοστρόγγυλο, βαθύ πορτοκαλί, άφηνε μια αστραφτερή λωρίδα που έφθανε στην ακτή.  Δεν ξέρω πόση ώρα έκανα μέσα στο νερό, την περισσότερη ώρα την έκανα ξαπλωμένη στην επιφάνεια με τα χέρια απλωμένα ανοιχτά, να κοιτάζω το ουράνιο στερέωμα.  Σκέφτηκα ότι μπορεί αιώνες πριν, κάποιος Αιγύπτιος, κάποιος , όποιος να ήταν ξαπλωμένος , σαν εμένα, ένα βράδυ με πανσέληνο και να κοίταζε τους αστερισμούς στον ουρανό, αδειάζοντας το κεφάλι του από κάθε άλλη σκέψη.

 Ένα μήνα περίπου πριν, ήρθαμε και πάλι εδώ, με την μεγάλη μου κόρη και απολαμβάναμε την θάλασσα, πάλι στο απόλυτο σκοτάδι, εγώ ήμουν ξαπλωμένη στις πέτρες και εκείνη έπαιζε τα ρεμπέτικα της στο μπαγλαμαδάκι. Απόψε η μια μου κόρη είναι Αθήνα, η άλλη κόρη μου είναι στη φίλη της και είμαι μόνη μου. Το “μονη” μου όμως δε με φοβίζει, δε με απειλεί. Απολαμβάνω την πανσέληνο μόνη μου,  είμαι στη θάλασσα και κολυμπώ στο απόλυτο σκοτάδι χωρίς να φοβάμαι καθόλου, ακούω τις παρέες λίγα μέτρα δεξιά μου και αριστερά μου και βουτώ το κεφάλι για να σβήσουν εντελώς οι ήχοι. Ακούγεται μόνο ο ήχος από το κύμα που χαϊδεύει τα χαλίκια έξω στην ακτή.  Είμαι παραδομένη στην εμπειρία. Αναπνέω βαθιά και αφήνω τον αέρα να εξέλθει αργά από τα πνευμόνια μου. Διαλογίζομαι.

 Καταλαβαίνω ότι τον πρώτο μου διαλογισμό μου τον δίδαξε ο πατέρας μου, όταν παιδί ακόμα με δίδαξε να επιπλέω με αυτόν τον τρόπο ξαπλωμένη πάνω στην επιφάνεια του νερού.  Εκείνος άπλωνε και τα δύο του χέρια, εγώ άπλωνα το σώμα μου πάνω του, μου έλεγε χαλάρωσε εντελώς, χαλάρωνα, ανάπνεα βαθιά, και ο πατέρας μου, χωρίς να το καταλάβω έφευγε τα χέρια μου και εγώ στηριζόμουν μόνο από τον αέρα που είχα μέσα μου.  Τον αέρα που έπρεπε να ρυθμίζω επακριβώς για να αιωρούμαι, όπως ένα αλεξίπτωτο.

 Κάπως έτσι και ο Θεός μας κρατά με τα αόρατα χέρια του. Εμείς απλά το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να χαλαρώσουμε εντελώς χωρίς καμία αντίσταση και να αναπνέουμε, με πλήρη συνείδηση της κάθε ανάσας που παίρνουμε

Στο νερό νιώθω ανάλαφρη και μου κακοφαίνεται λίγο όταν πρέπει να πατήσω τα πόδια μου ξανά στα βότσαλα για να βγω έξω από τη θάλασσα. Επιστρέφει όλο το βάρος πίσω και θέλει επιπλέον κόπο να πατάς πάνω στη γη. Ίσως έτσι να νιώθει και η ψυχή μας όταν έρθει η ώρα της να μπει και να εγκλωβιστεί σε ένα σώμα. Ίσως γι αυτό να νιώθουμε ανάλαφροι όταν επιπλέουμε στο κύμα, να μας θυμίζει κάτι από την προηγούμενη μας ύπαρξη, πριν πάρουμε μορφή. Η μνήμη, το ασυνείδητο, ξέρει, κάτι μας θυμίζει κάτι, τουλάχιστον σε μένα, υπάρχει το εκεί, το αβαρές, η αιωνιότητα και υπάρχει το έξω,  το εδώ, το ασήκωτο, η επιστροφή ! 

Πρέπει να βγω, πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι. Διασχίζω το χωριό.  Όλα είναι στη θέση τους.  Γυρίζω το κεφάλι προς το σπίτι. Τα φώτα είναι αναμμένα στην αυλή, ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι κάτω από τα δέντρα και τρεις φιγούρες κάθονται γύρω από το τραπέζι. Βλέπω ένα λευκό φανελάκι. Χαμογελώ. Σαν σκηνή από κινηματογραφική ταινία ο κάθε ένας παίζει το ρόλο του και εγώ κοιτάζω την ταινία, από μακριά, αποστασιοποιημένη από συναισθήματα, νιώθω και κατα-νοώ, σέβομαι και θαυμάζω την υπέρβαση τον κόπο και αγώνα κάθε ενός από τους ανθρώπους που γνώριζα και αγαπώ.  Τις μικρές και μεγάλες υπερβάσεις, τα μικρές και μεγάλες πληγές, τα μικρά και μεγάλα τους θέλω και μπορώ. για να συν-αισθανθώ πρέπει να γίνω εσύ, πρέπει να γίνω εκείνος και όσο μπορώ, να δω με τα δικά σου μάτια.  

Κάποτε κάνουμε μέρες να βρεθούμε με τους ανθρώπους μας, κάποτε μήνες, κάποτε χρόνια. όταν τους βλέπουμε όμως από μακριά χαμογελάμε, και ανασαίνουμε με ανακούφιση που ξέρουμε ότι είναι καλά.  Δεν έχει καμιά σημασία γιατί δεν είναι πια στη ζωή μας, είτε γιατί το επιλέξαμε εμείς είτε εκείνοι είτε προέκυψε σαν μια φυσική ροή της ζωής. Όταν τους χρειαστούμε θα τους δούμε, είτε σαν μορφή, είτε σαν όνειρο, είτε σαν ανάμνηση και όσο υπάρχει η όμορφη ανάμνηση ζωντανή εκείνοι είναι εκεί. 

όταν αδειάζεις από όλα όσα σε βαραίνουν, αφήνεις χώρο για τα όμορφα που θα σου φέρει η ζωή 
















 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...