Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Λευκά άνθη

Τα μαλλιά της έχουν μεγαλώσει και τα χείλη της εξήντα μέρες αφίλητα. Και ενώ πακετάρει  τις βαλίτσες της κοιτάζει έξω από το παράθυρο,  αλλά έχει εξαφανιστεί η ψηλή φοινικιά και  μπροστά στα μάτια της αλλάζει η θέα.  

Ο κάκτος έχει γεμίσει άνθη λευκά και οι τζαμαρίες είναι κλειστές. Σαν φάντασμα περνάει από δίπλα του, είναι ξαπλωμένος  στον καναπέ, στην τηλεόραση κάτι παίζει αλλά δε δίνει σημασία.  Σκέφτεται, ονειρεύεται..

To σπίτι είναι γαλήνιο όπως πάντα και όλα στη θέση τους.  Εκείνη στέκει μπροστά από την είσοδο, φοράει το μαύρο της φόρεμα και είναι ξυπόλητη.  

Όλα είναι στη θέση τους.

Εκείνος στην κουζίνα φτιάχνει καφέ.   Η πόρτα του ψυγείου γεμάτη μαγνητάκια.  H γυάλινη μπουκάλα με νερό μισογεμάτη και μισοάδεια.  Είναι στην κουζίνα και αλέθει τον φρέσκο καφέ. Είναι στην κουζίνα και μυρίζει ολόκληρο το σπίτι φρέσκο ψημένο καφέ.  Εκείνος φτιάχνει καφέ. Εκείνη χτυπάει στο λευκό μιξεράκι το άπαχο γάλα. Εκείνος κάθεται στον καναπέ και εκείνη κάθεται δίπλα του. Ακουμπάει το κεφάλι της στα πόδια του. θέλει ένα φιλί. Θέλει ξανά το πρώτο του φιλί. Θέλει ξανά και ξανά εκείνο το πρώτο φιλί.

Οι μηχανές στο μικρό έπιπλο απέναντι από την είσοδο τα μαξιλάρια στοιβαγμένα στην μονή πολυθρόνα. Η μεταλλική απλώστρα δίπλα από το τραπέζι, μπροστά από την τζαμαρία. 

Όλα είναι στη θέση τους.

Εκείνη σηκώνεται πάντα πρώτη και εκείνος την ακολουθεί στο δωμάτιο. Το μαύρο της φόρεμα, το λευκό της εσώρουχο.  Τα γυμνά της πόδια.  Η γλώσσα του.   Εκείνος την ακολουθεί, μα εκείνος πάντα κάνει παιχνίδι. Εκείνη ξαπλώνει γυμνή στο κρεβάτι του. Εκείνος την παρακολουθεί, τον κάθε της ήχο, τον κάθε στεναγμό, την κάθε της κίνηση, τα γαντζωμένα στην πλάτη του χέρια, τα ανοιχτά πόδια, τα κλειστά παράθυρα, τα διψασμένα χείλη, οι σπασμωδικές κινήσεις, οι μεταλλάξεις των χτύπων, τα λευκά κύματα, η ακόρεστη πείνα τους, το σπασμένο ρολόι, η τελική πτώση, η άνευ όρων μάχη, η παράδοση.  

Τα κίτρινα σεντόνια στρωμένα στο διπλό κρεβάτι. Το φωτιστικό στο μικρό κομοδίνο. Η μικρή ξύλινη καρέκλα στην αριστερή πλευρά του δωματίου με τα ρούχα του ριγμένα επάνω. Το βιβλίο στο αριστερό κομοδίνο. Εκείνη ακουμπάει την βρεγμένη  πετσέτα στην ξύλινη καρέκλα και εκείνος  την παίρνει και πάλι πίσω στο μπάνιο, να την κρεμάσει στο μικρό σιδερένιο πιαστράκι,  γιατί σε αυτό το σπίτι όλα πρέπει να είναι στη θέση τους. Και εκείνη στη δική της δίπλα του.

Εκείνη ξέρει, εκείνη βλέπει, εκείνη νιώθει. Εκείνος νιώθει μια μεγάλη ικανοποίηση όταν όλα είναι στην θέση τους και όταν ελέγχει το κάθε κύτταρο του σώματος της.  Εκείνη νιώθει μια μεγάλη ικανοποίηση γιατί τον παρακολουθεί να νιώθει τόση ικανοποίηση όταν την ελέγχει. αι την σεταρει σαν ψυχρός προγραμματιστης όπως θέλει.

Του πήρε τέσσερις μέρες.

Την πρώτη φορά που την κάλεσε στο διαμέρισμα του, της κάλεσε να κάτσει στον δερμάτινο καναπέ.

Τι θέλεις να κάνουμε σήμερα; θες να ακούσουμε μουσική, θες να σου δειξω φωτογραφίες;

Εκείνη σώπαινε, απλά τον κοίταξε

Έκατσε δίπλα της. Είχε πυκνό μαύρο μαλλί και φορούσε γυαλιά, και ήταν ένας ψυχρός παγωμένος προγραμματιστής, από αυτά τα σαίνια του πανεπιστημίου, ένας nerd.

Εκείνη διερωτήθηκε πώς στο διάολο άραγε μυρίζει, πώς φιλά, πώς κάνει έρωτα ένας nerd.

Της άνοιξε αργά αργά τα κουμπιά του πουκαμίσου, τράβηξε το στήθος της εξω από το σουτιέν, και εβαλε ολόκληρη τη ρώγα στο στόμα του, απαλά, ίσα που την άγγιζε. Τόσο αργά, τόσο απαλά, τόσο αβίαστα. Εκείνη χαλάρωσε αμέσως, γιατί δεν της άρεσε καθόλου η βιασύνη και η αγριάδα. Αυτό το νερντ όμως δεν βιαζόταν. δεν βιαζόταν καθόλου. το κορμί της ήταν έτοιμο για προγραμματισμό και εκείνος είχε υπομονή, απαλά δάχτυλα και διάθεση για εξερεύνηση. Τον παραξένεψε που εκείνη βογγούσε τόσο ηδονικά και αυτό τον ερέθισε ακόμα περισσότερο.

Μετά της έβγαλε τα παπούτσια. Της έβγαλε το τζιν. Της έβγαλε το εσώρουχο. Μετά γονάτισε μπροστά στον καναπέ. Το γυμνό της σώμα κολλούσε πάνω στον δερμάτινο καναπέ. Το αριστερό της πόδι ήταν απλωμένο πάνω στον καναπέ και το δεξί της ακουμπούσε στο πάτωμα. Εκείνος της έδωσε ένα μαξιλάρι και εκείνη το έβαλε πίσω από το κεφάλι. Και μετά εκείνη του έδωσε ένα μαξιλάρι και έβαλε κάτω από τα γόνατα. Την κοίταξε για λίγο λες και ήθελε να δει αν είναι έτοιμη. Απειροελάχιστα δευτερόλεπτα αναμονής εκείνη άφησε έναν αναστεναγμό πριν την αγγίξει. Ειχε κλείσει τα μάτια. Ενιωσε τα χείλη του να ακουμπάνε απαλά στον δεξί της γλουτό και μετά την γλώσσα του, δέκα εκατοστά μακριά από το αιδοίο της.

Εκείνη έβγαλε έναν ήχο που ήταν ανάμεσα σε θυμωμένο μουγκρητό και παράκληση.

Εκείνος είπε μμμμμμμ και την κοίταξε. Δεν φαινόταν πια το πρόσωπο της ήταν κρυμμένο πίσω από ένα μαξιλάρι που το δάγκωνε.

Εκείνος συνέχισε τον προγραμματισμό.

Ενιωσε τα χείλη του να ακουμπάνε απαλά στον αριστερό της γλουτό και μετά την γλώσσα του, δέκα εκατοστά μακριά από το αιδοίο της.

Εκείνη έβγαλε ξανά έναν ήχο που ήταν ανάμεσα σε πιο θυμωμένο μουγκρητό και παράκληση.

Εκείνος είπε μμμμμμ και της έκανε μια μικρή δαγκωματιά. Και την κοίταξε και πάλι. Και μετά έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνη ηρέμησε, χαλάρωσε, αναστέναξε, σε λίγο το χέρι της χαλάρωσε και έπεσε στο πάτωμα το μαξιλάρι. Εκείνος δεν βιαζόταν. Πέρασε ώρα, πέρασε κι άλλη ώρα. κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.

- Πάμε στο κρεβάτι, δεν είσαι άνετη εδώ. Κάποιο κορίτσι δεν τελείωσε ακόμα.

Του πήρε τέσσερις μέρες να την προγραμματίσει. ήθελε προσοχή, υπομονή, αργές και προσεχτικές κινήσεις.

Εκείνη του είπε δεν μπορώ διαφορετικά, για να τελειώσω πρέπει να χαιδευτώ.

Και τόσα χρόνια, με όλους τους προηγούμενους, αυτό γινόταν. Λίγα δευτερόλεπτα πριν έπρεπε να χαιδευτεί, λες και ήταν υποβοηθούμενος οργασμός, αφού κανένας δεν τα κατάφερνε μέχρι τότε και αφού εκείνη δεν ήξερε, ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να προσποιηθεί οργασμό.

Ας υποβοηθήσω, σκεφτόταν, και οι άντρες δεν νοιάζονταν, και κάποιοι εγωιστές, που τους χαλούσε το εγώ τους να την βλέπουν να χαιδεύεται, το άφηναν να περάσει.

Και μετά ήρθε ο προγραμματιστής. Ο νεαρός άντρας, με το αγορίστικο βλέμμα, το άτριχο πρόσωπο όχι και τόσο αθλητικό σώμα, τα χοντρά γυαλιά και το λευκό δέρμα. Εκείνος το είχε πάρει απο΄την πρώτη μέρα απόφαση, όταν της είπε ότι κάποιο κορίστι δεν τέλειωσε ακόμα.

Την τέταρτη φορά, πήρε με το χέρι του απαλά το δικο της και το απομάκρυνε.

-Ασε εμένα, είπε

Και εκείνη τον άφησε. Και εκείνος την κοίταζε. Πατώντας ένα ένα τους διακόπτες της. Σε ποιον ανταποκρίνεται και σε ποιον όχι και τόσο. Αργά, μεθοδικά, χωρίς βιασύνη. Και εκείνη αφέθηκε. Και είχε τον πρώτο, μη υποβοηθούμενο της οργασμό, στο στόμα του. Και τον επόμενο, τον επόμενο, τον επόμενο.

Tο βρήκαμε: είπε εκείνος

Μμμμμμ

Μιλώ πολύ;

Μμμμμμ

Πες μου να σκάσω

Σκάσε

τι θέλεις να κάνω;

Κι άλλο

Δεν θέλεις να χαιδευτείς

Όχι

τι θέλεις

Μόνο εσύ

Εκείνος είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Εκείνη είναι δίπλα του. Εκείνη γυρίζει στο δεξί της πλευρό και σκεπάζεται και εκείνος πάντα τραβάει το σεντόνι μακριά της..Δεν τον νοιάζουν οι λεκέδες στα σεντόνια και λατρεύει την γεύση της στο στόμα του και την ρωτάει πάντα γιατί τρέχει να λουστεί αμέσως μετά.

Και εκείνη απλά γελάει κρυφά γιατί όταν θα αφήσει επίτηδες την πετσέτα στην ξύλινη καρέκλα για να αναγκαστεί εκείνος να σηκωθεί να πάει και πάλι να την πάρει στη θέση της στο μικρό πιαστρακι στο μπανιο. Και τότε εκείνη θα αρπάξει και πάλι το σεντόνι.

Στο μπάνιο το σαμπουάν και η πλάκα από το σαπούνι . Μοσχομυρισμένες απαλές μπεζ πετσέτες και η ρόμπα.  Η ασημένια λαβή στο μικρό ξύλινο ντουλάπι κάτω από τον νιπτήρα. Το στενό παραθυράκι.  H οδοντόβουρτσα. Στο γραφείο η μπάλα στην αριστερή γωνιά. Οι υπολογιστές, η φωτογραφία στον τοίχο.

Όλα είναι στη θέση τους.Εκείνος είναι  μόνος στο σπίτι και εκείνη δεν έχει  φύγει ποτέ από δίπλα του. 


Εκείνη ετοιμάζει βαλίτσες για το επόμενο ταξίδι ! στη βαλίτσα της όλα είναι στη θέση τους.  Τα παπούτσια, τα ρούχα, η λευκή ρόμπα. το τσαντάκι με τα καλλυντικά, το άρωμα.Όλα είναι έτοιμα και εκείνος έχει φύγει. Αλλά ακόμα είναι εκεί. Είναι παντού ! Είναι στην αντανάκλαση των παραθύρων, στο κελάηδημα των σπουργιτιών το πρωί. Στο μπλε φως,  στις μωβ αποχρώσεις, στα αστέρια, στην φυγόκεντρο δύναμη, στα λουλούδια στην αυλή της, στα λουλούδια στον δρόμο, στον ατέλειωτο δρόμο με τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα, στα σαράντα χιλιόμετρα από τον έλεγχο στην παράδοση.  Εκείνος,  η καυτή λάβα κάτω από το παγωμένο παραπέτασμα. Η απόλυτη σιωπή πίσω από τα περίτεχνα λόγια. Είναι παντού, είναι γύρω της και μέσα της. Στα λευκά άνθη και τα αγκάθια, στον ύστερο αποχαιρετισμό των μελλοθανάτων. 

Ένα σπουργίτι κρύβει το κεφάλι στην δεξιά φτερούγα να μην βλέπουν τα δάκρυα του οι περαστικοί. Κάποιος του ψιθύρισε πώς την ώρα του μικρού θανάτου, από αυτό το ταξίδι δεν υπάρχει ποτέ γυρισμός.  Κάποιος του ψιθύρισε ότι, όταν μια γυναίκα την στιγμή του μεγάλου οργασμού την κοιτάζεις στα μάτια, της κλέβεις για πάντα την ψυχή.

Ήταν ψυχρός, παγωμένος και ευαίσθητος στο άγγιγμα. Δεν ήξερε να λέει ωραία λόγια, και την πονούσε ο ψυχρός τρόπος με τον οποίο μιλούσε.  Ήξερε να φτιάχνει φρέσκο καφέ. Και να προγραμματίζει γυναικεία σώματα. Όλα είναι στη θέση τους. Eκείνη έχει πλέον προγραμματιστεί και εκείνου έχει ολοκληρωθεί η εργασία. Ο καλός προγραμματιστής ξέρει ότι ο άντρας βρίσκει τα κουμπιά στο γυναικείο σώμα, δεν είναι το γυναικείο σώμα που θα προσαρμοστεί σε εκείνον. Τώρα πια το ήξερε και εκείνη. 

Η βαλίτσα είναι έτοιμη για το επόμενο ταξίδι.

Εκείνη μπαίνει στο αυτοκίνητο, εκείνος είναι στο σπίτι και όλα είναι στη θέση τους. 













 

 

 

 

 

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Mind games

  Του έστειλε μήνυμα στο κινητό μια φωτογραφία με το σβέρκο της σημαδεμένο, μελανιασμένο, ένα σημάδι όπως τότε, όπως αυτό που της έκανε εκεί...