ΡΕΚΒΙΕΜ
Requiem aeternam dona eis Domine = ανάπαυσιν αιώνιον δος αυτοίς
Κύριε
ΣΚΗΝΗ 1η
|
|
(μπορεί να ακούγονται κάποια κελαηδήματα
πουλιών , ο αέρας στα δέντρα)
|
|
Άγγελος
|
Καλησπέρα.
|
Μικαέλλα
|
(ξαφνιασμένη) Ε, καλησπέρα.
|
Άγγελος
|
Συγνώμη,
σε ξάφνιασα;
|
Μικαέλλα
|
Ε,
ναι, λίγο! Eίμαι κι εγώ χαμένη στις σκέψεις μου.
|
Άγγελος
|
Ε,
μα είναι και μέρος κατάλληλο για να χαθεί κάποιος στις σκέψεις του.
|
Μικαέλλα
|
Το
μέρος, ναι.
|
Άγγελος
|
Έρχεσαι
συχνά εδώ;
|
Μικαέλλα
|
Όχι
τόσο συχνά όσο θα έπρεπε, δεν έχω και
πολύ ελεύθερο χρόνο. Μερικές φορές
νιώθω τύψεις, γιατί περνάει αρκετός καιρός να έρθω να τον επισκεφτώ και να, που αυτή τη φορά, το παράκανα.
|
Άγγελος
|
Γιατί
το λες αυτό;
|
Μικαέλλα
|
Δεν
τον βρίσκω! Εδώ και τόση ώρα ψάχνω και δεν τον βρίσκω. Μέχρι που άρχισα να
πιστεύω ότι με τιμωρεί ο Θεός.
|
Άγγελος
|
Έλα
τώρα, μη σκέφτεσαι έτσι. Είμαι βέβαιος ότι ο Θεός δεν έχει καμιά διάθεση να
σε τιμωρήσει και πίστεψε με, δεν υπάρχει κανένας λόγος να νιώθεις τύψεις. Έτσι κι αλλιώς, είτε έρθεις εδώ είτε όχι, κάθε φορά που τον
σκέφτεσαι, που τον θυμάσαι είναι μαζί σου εκείνος..
|
Μικαέλλα
|
o πατέρας μου
|
Άγγελος
|
Λυπάμαι!
Πάει καιρός που τον έχασες;
|
Μικαέλλα
|
Σχεδόν
ένας χρόνος! Έφυγε πολύ ξαφνικά, μετά
από ανακοπή.
|
Άγγελος
|
Συλλυπητήρια.
|
Μικαέλλα
|
Ευχαριστώ. Μας σόκαρε πολύ το γεγονός, ειδικά τη μητέρα μου.
|
Άγγελος
|
Άλλα
αδέλφια έχεις;
|
Μικαέλλα
|
Όχι!
Eίμαι μοναχοπαίδι και τώρα που χάσαμε τον μπαμπά, μείναμε
μόνες εγώ και η μαμά.
|
Άγγελος
|
Πρέπει
να είναι πολύ δύσκολο.
|
Μικαέλλα
|
Από
οικονομικής άποψης όχι. Η μαμά μου
ήταν δασκάλα, τώρα αφυπηρέτησε αλλά παίρνει μια καλή σύνταξη κι εγώ είμαι
τραπεζικός, τα βγάζουμε πέρα. Το δύσκολο είναι αυτή η μουντή ατμόσφαιρα στο
σπίτι. Ειδικά το βράδυ που καθόμαστε οι δυο μας να φάμε και εκείνος λείπει.
|
Άγγελος
|
Του
είχες αδυναμία;
|
Μικαέλλα
|
Δεν
φαντάζεσαι πόση. Ήταν ένας άνθρωπος καλοσυνάτος, πράος, με απίστευτο χιούμορ. Πάντα είχε κάτι καλό
να πει για τον καθένα.
Έμαθα
πολλά από αυτόν. Εσύ;
|
Άγγελος
|
Εγώ;
|
Μικαέλλα
|
Έρχεσαι
συχνά εδώ;
|
Άγγελος
|
(με υπονοούμενο) Καλή ερώτηση. Για να είμαι ειλικρινής, μερικές φορές,
νιώθω σαν να μην φεύγω ποτέ !
|
Σκηνή 2
|
|
(ακούγεται ο ήχος του παλμογράφου και
αναπνοής από τεχνητό μηχάνημα)
|
|
Ιωάννα
|
(σιγοκλαίει)
|
Άγγελος
|
Κυρία
Ιωάννα πάλι κλαίτε;
|
Ιωάννα
|
Πώς
να μην κλαίω; Tόσες μέρες
τώρα βλέπω τα παιδί μου συνδεδεμένο με αυτά τα μηχανήματα, σπαράζει η καρδιά
μου.
|
Άγγελος
|
Να
μην κλαίτε κυρία Ιωάννα, δεν κάνετε καλό σε κανέναν.
|
Ιωάννα
|
Και
τι να κάνω γιατρέ;
|
Άγγελος
|
Να
προσεύχεστε ! Να προσεύχεστε και να ελπίζετε.
|
ΣΚΗΝΗ 3η
|
|
(μπορεί να ακούγονται κάποια
κελαηδήματα πουλιών, ο αέρας στα δέντρα
ή άλλοι ήχοι)
|
|
Μικαέλλα
|
(σιγοτραγουδά) Του φωνάζει ο γάτος
γεια σου, θα σου κόψω την ουρά σου
|
Άγγελος
|
Γεια
σου, ποιανού θα κόψεις την ουρά;
|
Μικαέλλα
|
(με έκπληξη) Γεια! Tι σύμπτωση να συναντιόμαστε και πάλι.
|
Άγγελος
|
Ναι,
όμορφη σύμπτωση θα έλεγα και πάνω που ήθελα να σε ξαναδώ
|
Μικαέλλα
|
Αλήθεια;
|
Άγγελος
|
Ναι,
τις προάλλες που συναντηθήκαμε δε
ρώτησα το όνομα σου.
|
Μικαέλλα
|
Ούτε
και εγώ το δικό σου και αναρωτιόμουν
πώς σε λένε.
|
Άγγελος
|
Ας
συστηθούμε λοιπόν. Με λένε Άγγελο.
|
Μικαέλλα
|
Χαίρω
πολύ, Μικαέλλα.
|
Άγγελος
|
Χαίρω
πολύ. Πραγματικά χαίρομαι πολύ. Μα, τι
συμβαίνει και άλλαξε το ύφος σου; Φαινόσουν χαρούμενη πριν, σιγοτραγουδούσες..
|
Μικαέλλα
|
Σιγοτραγουδούσα
ναι, απλά προσπαθούσα να ηρεμήσω τον εαυτό μου.
|
Άγγελος
|
Με
αυτό το τραγούδι ηρεμείς; Με έναν γάτο που κινδυνεύει η ουρά του;
|
Μικαέλλα
|
Ναι,
με αυτό το χαζό τραγούδι ηρεμώ. Μεγάλη ιστορία αυτό το τραγούδι.
|
Άγγελος
|
Ε,
πες μου την λοιπόν, δεν πάμε όμως καλύτερα να περπατήσουμε λίγο; Και αν θες
μου λες και γιατί αναστατώθηκες.
|
Μικαέλλα
|
Καλή
ιδέα, έτσι κι αλλιώς σε λάθος μέρος με
βρήκες.
|
Άγγελος
|
Τι
εννοείς;
|
Μικαέλλα
|
Θυμάσαι
την προηγούμενη φορά, που σου είχα πει ότι δυσκολευόμουν να βρω το μέρος όπου
ήταν ο τάφος του πατέρα μου;
|
Άγγελος
|
Θυμάμαι
ναι.
|
Μικαέλλα
|
Ούτε
σήμερα τα κατάφερα, δεν ξέρω τι έχω πάθει και δεν τον βρίσκω. Και όχι μόνο
δεν τα καταφέρνω να βρω τον τάφο του πατέρα μου, αλλά νιώθω ότι όπου κι αν πάω, τα βήματα μου σαν
μαγνητισμένα με φέρνουν εκεί.
|
Άγγελος
|
Που
εδώ;
|
Μικαέλλα
|
Εκεί
που με βρήκες σήμερα, εκεί που με βρήκες και την άλλη φορά, μπροστά σε έναν
άλλο τάφο. Δεν καταλαβαίνω γιατί καταλήγω πάντα εκεί.
|
Άγγελος
|
Απλά
χάνεσαι και επιστρέφεις στην έξοδο Μικαέλλα, αυτό είναι όλο!
|
Μικαέλλα
|
Λες;
|
Άγγελος
|
Ναι,
έτσι είναι, ηρέμησε. Έλα, θα
περπατήσουμε και θα ψάξουμε μαζί για τον τάφο του πατέρα σου. Δεν είναι δα και
τόσο τεράστιο το κοιμητήριο.
(ακούγονται τα βήματα τους που περπατούν)
Δεν
μου είπες όμως, ποια είναι τελικά η
ιστορία με το τραγούδι;
|
Μικαέλλα
|
Λοιπόν,
η ιστορία. Καταρχάς δεν το ήξερα το
τραγούδι ούτε είχα ακούσει να το τραγουδάει ποτέ κάποιος, στο ραδιόφωνο ας
πούμε ή στο διαδίχτυο.
|
Άγγελος
|
Και
τότε;
|
Μικαέλλα
|
Άκου
να δεις πώς έγινε ακριβώς. Ένα βράδυ,
πάνε λίγα χρόνια τώρα, καθώς βρισκόμασταν
με τη μαμά στο υπνοδωμάτιο της και διπλώναμε ρούχα, ξάφνου της λέω «μαμά,
ξαναπές το αυτό».
«Ποιο
αυτό;» με ρωτάει εκείνη.
«Αυτό
ρε μαμά», της ξαναλέω, «αυτό που τραγουδούσες μόλις τώρα».
«Μα
εγώ δεν τραγουδούσα κάτι» μου απαντά λοιπόν εκείνη απορημένη.
|
Άγγελος
|
Πώς
γίνεται ; Εκείνη δεν τραγουδούσε αλλά εσύ άκουγες τραγούδι;
|
Μικαέλλα
|
Αυτό
ακριβώς που άκουσες . Με κοιτάζει λοιπόν απορημένη και την ρωτώ ξανά «ρε
μαμά, δεν τραγούδησες μόλις τώρα αυτό;» και ξεκινάω λοιπόν κύριε Άγγελε..
|
Άγγελος
|
Μη
με λες κύριε Άγγελε, να χαρείς, σκέτο Άγγελος.
|
Μικαέλλα
|
Ξεκινάω
λοιπόν Άγγελε να της το τραγουδάω «του
φωνάζει ο γάτος γεια σου, θα σου κόψω την ουρά σου».
|
Άγγελος
|
Και
μετά;
|
Μικαέλλα
|
Γεμίζουν
τα μάτια της δάκρυα και μου λέει: «Μικαέλλα δεν το τραγουδούσα το τραγούδι
αυτό, το σκεφτόμουν μόνο».
|
Άγγελος
|
Τι
λες;
|
Μικαέλλα
|
Τηλεπάθεια,
αυτό! Άκουσα την σκέψη της μέσα στο δικό μου μυαλό.
|
Άγγελος
|
Απίστευτο.
|
Μικαέλλα
|
Είναι
τόσα πολλά αυτά που δεν κατανοούμε γύρω μας, τόσο παράξενα.
|
Άγγελος
|
Πάρα
πολλά.
|
Μικαέλλα
|
Να
ακούς τη σκέψη κάποιου από μακριά ή να νιώθεις τι νιώθει.
|
Άγγελος
|
Ή
να τον σκέφτεσαι και την ίδια ώρα εκείνος να επικοινωνεί μαζί σου.
|
Μικαέλλα
|
Καταλαβαίνεις
λοιπόν τώρα, γιατί με ηρεμεί αυτό το χαζό τραγούδι. Απλά, μου υπενθυμίζει ότι
υπάρχει μια βαθύτερη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, κάτι περισσότερο από αυτό
που μας επιτρέπουν να νιώσουμε οι πέντε μας αισθήσεις.
|
Άγγελος
|
Σαν
μια αόρατη κλωστή που συνδέει τις ψυχές των ανθρώπων.
|
Μικαέλλα
|
Ακριβώς
αυτό Άγγελε ! Το πιστεύεις λοιπόν; Δεν
είσαι από αυτούς που λένε ότι όλα αυτά είναι βλακείες;
|
Άγγελος
|
Και
βέβαια το πιστεύω, απόδειξη ότι συνέβη και σε μένα κάτι απίθανο.
|
Μικαέλλα
|
Πιο
απίθανο από αυτό που μόλις σου διηγήθηκα;
|
Άγγελος
|
Άκου
λοιπόν τι συνέβη στην περίπτωση μου για να μου πεις και εσύ την άποψη σου.
|
Μικαέλλα
|
Ακούω.
|
Άγγελος
|
Κρατήσου
όμως, είναι πολύ απίθανο, απίστευτο, ανεξήγητο και μυστηριώδες.
|
Μικαέλλα
|
(γελά) Πες το λοιπόν, με έσκασες.
|
Άγγελος
|
Να,
γνώρισα την πιο απίθανη κοπέλα, στο πιο απίθανο μέρος και ένιωσα για εκείνην,
από την πρώτη στιγμή, τα πιο απίθανα συναισθήματα.
|
Μικαέλλα
|
Γουάου
Άγγελε, αυτός είναι πράγματι ένας απίθανος συνδυασμός.
|
Άγγελος
|
Γι’
αυτό σου είπα, ένα εντελώς ανεξήγητο και μυστηριώδες γεγονός.
|
Μικαέλλα
|
Πραγματικά!
|
Άγγελος
|
Μα,
εσύ κρυώνεις ;
|
Μικαέλλα
|
Λίγο
ναι . Εσύ; Δεν κρυώνεις μ’ αυτό το λεπτό πουκαμισάκι που φοράς;
|
Άγγελος
|
Μπα,
όχι.
|
Μικαέλλα
|
Δε
λέω, όμορφο είναι, αλλά λεπτό το ύφασμα, πολύ λεπτό.
Μα
και την προηγούμενη φορά, αυτά δεν φορούσες πάλι; Είναι η στολή εργασίας σου
ή κάτι; Μπας και είσαι μάγειρας ;
|
Άγγελος
|
(γελά) Όχι, όχι δεν είμαι μάγειρας.
Απλά μου αρέσει να φοράω λευκά.
|
Μικαέλλα
|
Να
τα φοράς, σου πάνε πολύ. Με τα ξανθά σου μαλλιά και τα γαλανά μάτια, είσαι
σαν πραγματικός άγγελος. (επιφώνημα αγγίζοντας τον)
Ωχ, ένας παγωμένος άγγελος.
|
Άγγελος
|
Και
εσύ όμως, με το καστανό σου μαλλί και τα υπέροχα μάτια σου, είσαι πανέμορφη!
|
Μικαέλλα
|
Μια
πανέμορφη παγοκολόνα θα είμαι αν μείνω εδώ πέντε ακόμα λεπτά.
Κοίτα,
πραγματικά απολαμβάνω πολύ τη συζήτηση μας αλλά άρχισε να νυχτώνει και λέω να την κάνω σιγά σιγά.
|
Άγγελος
|
Μα
δεν πρόλαβα να σου τελειώσω την κουβέντα για το απίθανο κορίτσι που γνώρισα.
|
Μικαέλλα
|
Την
επόμενη φορά θα μου πεις. Δεν μπορώ να μείνω άλλο. Πραγματικά κρυώνω πολύ. Δεν
ξέρω γιατί, αλλά από τη στιγμή που ξεκινήσαμε να περπατάμε, νιώθω έναν παγωμένο
αέρα να με διαπερνά.
|
Άγγελος
|
Έλα
μην κάνεις έτσι , ένα απλό απογευματινό αεράκι είναι.
|
Μικαέλλα
|
Από
την Αλάσκα φύσηξε το απογευματινό αεράκι; Ψόφησα !
|
Άγγελος
|
Είμαι
απαράδεχτος που δεν έχω ένα σακάκι να σου δώσω να φορέσεις.
|
Μικαέλλα
|
Είναι
εντάξει, έχω μια ζακέτα στο αυτοκίνητο. Γεια σου Άγγελε.
|
Άγγελος
|
Περίμενε
Μικαέλλα.
|
Μικαέλλα
|
Καλό
βράδυ.
|
Άγγελος
|
(απογοητευμένος ) Καλό βράδυ.
|
ΣΚΗΝΗ 4η
|
|
(ακούγεται ο ήχος του παλμογράφου και
αναπνοής από τεχνητό μηχάνημα)
|
|
Ιωάννα
|
(προσεύχεται σιγανά) Κύριε,
φείσαι των πλασμάτων σου, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου ευλογητός
ει, συν τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις
τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
|
Άγγελος
|
Κυρία
Ιωάννα.
|
Ιωάννα
|
Ναι.
|
Άγελλος
|
Τι
κάνεις;
|
Ιωάννα
|
Προσεύχομαι
γιατρέ. Αν και δεν ξέρω αν ακούει ο Θεός ή όχι.
|
Άγγελος
|
Ακούει
κυρία Ιωάννα μου, μην χάνεις την πίστη σου. Να σε ρωτήσω κάτι όμως, πόσες μέρες είσαι
εδώ;
|
Ιωάννα
|
Δεν
ξέρω, έχασα το μέτρημα. Τι μέρα είναι σήμερα;
|
Άγγελος
|
Κυριακή
δεκαπέντε Οκτωβρίου.
|
Ιωάννα
|
Έχει
δέκα μέρες που είναι έτσι (κλαίει)
και δεν ξέρω αν θα συνέλθει ποτέ.
|
Άγγελος
|
Κυρία
Ιωάννα, σας παρακαλώ, σταματήστε να κλαίτε και ακούστε με. Είναι τόσες μέρες
που είσαστε εδώ, που κάθεστε σε αυτήν την καρέκλα. Πρέπει να πάτε σπίτι σας,
να ξεκουραστείτε λίγο.
|
Ιωάννα
|
Δεν
μπορώ να φύγω νιώθοντας ότι δεν έχει κάποιον εδώ.
|
Άγγελος
|
Και
δεν μπορεί να έρθει κάποιος άλλος για να μπορέσετε να πάτε εσείς λίγο σπίτι;
|
Ιωάννα
|
Όχι
γιατρέ.
|
Άγγελος
|
Ωραία,
θα μείνω εγώ τότε! Τώρα ξεκίνησε η βάρδια μου, θα είμαι εδώ ως το πρωί.
|
Ιωάννα
|
Μα
..
|
Άγγελος
|
Δεν
έχει μα. Είμαι γιατρός και σου λέω ότι αν συνεχίσεις έτσι θα αρρωστήσεις και
όπως βλέπεις πολύ καλά, δεν έχουμε άλλα κρεβάτια στον θάλαμο. Γι’ αυτό θα πας
στο σπίτι σου και θα γυρίσεις αύριο.
|
Ιωάννα
|
Και
αν χειροτερέψει όσο λείπω γιατρέ; Αν ω μη γένοιτο.
|
Άγγελος
|
Στη δική μου βάρδια τους έχω απαγορεύσει ρητά να
χειροτερεύουν.
Άντε, είσαι εδώ ακόμα; Καληνύχτα ! .
|
Ιωάννα
|
Καληνύχτα
γιατρέ.
|
Σκηνή 5η
|
|
(στο νεκροταφείο)
|
|
Άγγελος
|
Πάλι
εδώ; Θα αρχίσω να υποψιάζομαι ότι δεν είναι τυχαίες οι συναντήσεις μας.
|
Μικαέλλα
|
Χμ,
τι λες; Μήπως κάποια αόρατη δύναμη στο σύμπαν τα κανονίζει;
|
Άγγελος
|
Σαφώς
! Πάνω από δύο φορές νομίζω παύει να είναι σύμπτωση.
|
Μικαέλλα
|
Συμφωνώ.
|
Άγγελος
|
Πώς
είσαι σήμερα; Την προηγούμενη φορά
έφυγες λίγο βιαστικά.
|
Μικαέλλα
|
Μα
σου είπα, κρύωνα.
|
Άγγελος
|
Δεν
πιστεύω να αρρώστησες;
|
Μικαέλλα
|
Όχι
ευτυχώς τη γλύτωσα και όπως βλέπεις σήμερα προνόησα και έφερα τη ζακέτα μου.
Εσύ όμως απ’ ότι βλέπω, σταθερά με το
λευκό πουκαμισάκι.
|
Άγγελος
|
Ο
επιμένων λευκά.
|
Μικαέλλα
|
(ερωτηματικά) Άγγελε;
|
Άγγελος
|
Ναι
Μικαέλλα, (παύση) πες μου τι
συμβαίνει.
|
Μικαέλλα
|
Να,
επειδή σε περίμενα, ήλπιζα τουλάχιστον να σε δω και σήμερα, έφερα καφέ και
μπισκότα να σε κεράσω. Ελπίζω να μην κρύωσε ο καφές, γιατί έχει καμιά ώρα που
ήρθα.
|
Άγγελος
|
Ευχαριστώ
πολύ, δεν θέλω.
|
Μικαέλλα
|
(απογοητευμένη) Μπισκότα; Eίναι ολόφρεσκα.
|
Άγγελος
|
Δεν
έχω καμιά αμφιβολία ότι είναι ολόφρεσκα και πεντανόστιμα.
|
Μικαέλλα
|
Τότε
γιατί δε δοκιμάζεις έστω ένα;
|
Άγγελος
|
Στ΄αλήθεια
δεν έχω όρεξη να φάω κάτι αυτή τη στιγμή.
|
Μικαέλλα
|
Ούτε
να πιεις λίγο καφέ;
|
Άγγελος
|
Ούτε!
|
Μικαέλλα
|
(ψευτοθυμωμένη) Ω !Μα πολύ ακατάδεχτος
είσαι βρε παιδί μου. (παύση)
(πιο ήρεμα) Άγγελε, βλέπεις εκείνον τον κύριο που κάθεται εκεί;
|
Άγγελος
|
Τον
βλέπω, ναι. Μα, έχω την εντύπωση ότι καθόταν εκεί και την προηγούμενη φορά
που συναντηθήκαμε. Τον ξέρεις τον κύριο;
|
Μικαέλλα
|
Όχι,
εσύ;
|
Άγγελος
|
Ούτε
εγώ.
|
Μικαέλλα
|
Όμως
να, σκέφτομαι να πάω να τον ρωτήσω αν θέλει καφέ ή μπισκότα, κρίμα είναι,
τόση ώρα κάθεται εκεί μόνος.
|
Άγγελος
|
Έλα
πήγαινε τότε. Πονόψυχο μου εσύ !
|
(ακούγονται τα βήματα της Μικαέλλας που
περπατά προς το μέρος που κάθεται ο Κυριάκος)
|
|
Μικαέλλα
|
Συγνώμη!
|
Κυριάκος
|
Γεια
σου κόρη μου.
|
Μικαέλλα
|
Δεν
ήθελα να σας ενοχλήσω.
|
Κυριάκος
|
Δε
με ενοχλείς κόρη μου, πες μου.
|
Μικαέλλα
|
Να,
επειδή σας βλέπω συχνά εδώ και έρχομαι κι εγώ εδώ συχνά. Βασικά, ήθελα να σας
ρωτήσω, έχω φέρει μαζί μου καφέ, θέλετε λίγο καφέ;
|
Κυριάκος
|
Όχι
κόρη μου, ευχαριστώ.
|
Μικαέλλα
|
Έχω
και μπισκότα, θέλετε ένα μπισκότο; Είσαστε ώρα εδώ, δεν πεινάτε;
|
Κυριάκος
|
Όχι,
να σαι καλά!
|
Μικαέλλα
|
Και
εσείς καλύτερα! Γεια !
|
(ακούγονται τα βήματα της Μικαέλλας
που επιστρέφει προς το μέρος που κάθεται ο Άγγελος)
|
|
Άγγελος
|
Τι
είπε;
|
Μικαέλλα
|
Δε
θέλει είπε. Τι κατάσταση είναι αυτή σήμερα, όλοι ακατάδεχτοι βρε παιδί
μου. Λέω να πάρω τον καφέ μου, τα
μπισκότα μου και να την κάνω σιγά σιγά.
|
Άγγελος
|
Έλα
τώρα που θα φύγεις. Αφού το ξέρεις, περίμενα πώς και πώς να σε δω.
|
Μικαέλλα
|
Και
εγώ περίμενα πώς και πώς να έρθεις και να με βοηθήσεις. Πάλι δεν τα κατάφερα
Άγγελε.
|
Άγγελος
|
Τι
δεν κατάφερες;
|
Μικαέλλα
|
Εδώ
και μια ώρα γυρνάω εδώ μέσα και δεν τα καταφέρνω να τον βρω. Έφτασα στο
σημείο να νιώθω ηλίθια.
|
Άγγελος
|
Έλα,
μη μιλάς έτσι για τον εαυτό σου.
|
Μικαέλλα
|
Που
ξανακούστηκε να μην μπορεί να βρει κάποιος τον τάφο του πατέρα του; Και όσο
έρχομαι εδώ και δεν τον βρίσκω περισσότερο απογοητεύομαι, περισσότερο θυμώνω
με τον εαυτό μου.
|
Άγγελος
|
Όταν
λες απογοητεύεσαι, εννοείς και που βλέπεις εμένα;
|
Μικαέλλα
|
Όχι,
όχι για σένα! Αντιθέτως χαίρομαι που είδα εσένα αν και στενοχωρήθηκα που δε
θέλεις να δοκιμάσεις ένα μπισκοτάκι.
|
Άγγελος
|
Πες
πως το δοκίμασα κιόλας. Δεν πιστεύω να βιάζεσαι πάλι να φύγεις;
|
Μικαέλλα
|
Αν
βιαζόμουν δε θα έφερνα καφέ και μπισκότα κύριε ακατάδεχτε έτσι;
|
Άγγελος
|
Ωραία,
μιας και δε βιάζεσαι τι θα έλεγες να κάτσουμε στο παγκάκι, σήμερα που έβαλες
και τη ζακέτα σου και δε θα μου παραπονιέσαι ότι κρυώνεις;
|
Μικαέλλα
|
Και
όμως, κρυώνω λίγο.
|
Άγγελος
|
Έλα
να σε πάρω αγκαλιά.
|
Μικαέλλα
|
Είσαι
παγωμένος Άγγελε.
|
Άγγελος
|
Θα
ζεσταθούμε τώρα μαζί!
|
Μικαέλλα
|
Άγγελε,
δεν μπορώ, σπάω το μυαλό μου, θα τρελλαθώ! Γιατί δεν τα καταφέρνω να βρω τον
τάφο του πατέρα μου;
|
Άγγελος
|
Καμιά
φορά περνούμε μπροστά από κάτι Μικαέλλα, έναν τόπο, ένα πρόσωπο και ενώ είναι
εκεί, μπροστά μας και το κοιτάζουμε, παρόλα αυτά δεν το βλέπουμε.
|
Μικαέλλα
|
Και
γιατί κάθε φορά καταλήγω να σταματώ μπροστά σε κάποιον άλλο τάφο; τον τάφο
ενός αγνώστου;
|
Άγγελος
|
Μα
που ακριβώς;
|
Μικαέλλα
|
Εκεί,
που κάθεται εκείνος ο κύριος και δεν μπορώ να το εξηγήσω, κάθε φορά που τον
κοιτάζω, νιώθω ότι τον ξέρω από κάπου, αλλά δε θυμάμαι από πού.
|
Άγγελος
|
Τώρα
που πήγες να τον κεράσεις, γιατί δεν τον ρώτησες; Μπορεί να σε θυμάται
εκείνος.
|
Μικαέλλα
|
Ντράπηκα.
Αν έχει πένθος ο άνθρωπος σιγά μην έχει όρεξη να τον ρωτάω αν με θυμάται κι
από που. Και εκείνος δεν φαινόταν να έχει όρεξη για πολλές κουβέντες. Μου
έδειξε μόνο το ρολόι που φοράει στο χέρι του.
|
Άγγελος
|
Γιατί;
|
Μικαέλλα
|
Ε,
ίσως να ήθελε να μου πει ότι βιαζόταν να φύγει. Τελοσπάντων, που να ξέρω κι
εγώ γιατί μου δείχνει το ρολόι του ένας άγνωστος;
|
Άγγελος
|
Κι
όμως μερικές φορές οι άγνωστοι είναι πιο γνωστοί από όσο νομίζουμε.
|
Μικαέλλα
|
Ωχ,
με συγχύζεις Άγγελε.
|
Άγγελος
|
Μα
είναι απλά τα πράγματα. Δες εμάς για παράδειγμα! Μέχρι πριν λίγες μέρες ήμασταν άγνωστοι και όμως
συμπτωματικά βρεθήκαμε εδώ και από την πρώτη στιγμή που σε είδα, νιώθω ότι
μεταξύ μας υπάρχει μια βαθύτερη σύνδεση, κάτι που νιώθει κάποιος σπάνια.
|
Μικαέλλα
|
Το
ίδιο ένιωσα και εγώ Άγγελε, από την πρώτη στιγμή που σε είδα , μια απίστευτη
οικειότητα!
|
Άγγελος
|
Μια
αίσθηση ότι ζήσαμε μαζί χρόνια ή αιώνες.
|
Μικαέλλα
|
Αυτή
η αόρατη κλωστή που λέγαμε.
|
Άγγελος
|
Αυτή
η αόρατη κλωστή που μας δένει.
|
Μικαέλλα
|
Άγγελε,
να σε ρωτήσω και κάτι άλλο;
|
Άγγελος
|
Ναι
Μικαέλλα.
|
Μικαέλλα
|
Δε
σου φαίνεται πολύ ψηλό αυτό το περιτοίχισμα;
|
Άγγελος
|
Πολύ
ψηλό.
|
Μικαέλλα
|
Πόσο
ψηλό υπολογίζεις να είναι;
|
Άγγελος
|
Θα’
ναι πέντε με έξι μέτρα.
|
Μικαέλλα
|
Και
γιατί φτιάχνουν τους τοίχους των
νεκροταφείων τόσο ψηλούς;
Δεν
έχουν και πουθενά να πάνε οι νεκροί.
|
Άγγελος
|
Ναι,
οι νεκροί δεν έχουν να πάνε πουθενά, αλλά δεν είναι για τους μέσα που
χτίζονται οι τοίχοι. Για τους έξω χτίζονται και μάλιστα τόσο ψηλοί.
|
Μικαέλλα
|
Γιατί;
|
Άγγελος
|
Για
να μην βλέπουν οι περαστικοί από μέσα.
Βλέπεις, είναι λιγότερο οδυνηρό να βλέπεις έναν ψηλό γκρίζο τοίχο και
να μην ξέρεις τι έχει από πίσω, παρά να βλέπεις περνώντας απ’ έξω σταυρούς
και μνήματα.
|
Μικαέλλα
|
Μα
πιο παλιά, δεν υπήρχαν τοίχοι γύρω.
|
Άγγελος
|
Πιο
παλιά οι άνθρωποι ήταν πιο
εξοικειωμένοι με το θάνατο, ήταν πιο κοντά στο Θεό, πίστευαν στην μετά θάνατο
ζωή και ότι μια μέρα θα συναντήσουν ξανά τους αγαπημένους τους. Και έτσι, ο
θάνατος ονομαζόταν ύπνος και ο τόπος ανάπαυσης των αγαπημένων τους κοιμητήριο
και η όψη του, δεν τους προξενούσε ενόχληση.
Σκέψου
μόνον ότι ακόμα πιο παλιά, οι νεκροί θάβονταν μέσα στο σπίτι.
|
Μικαέλλα
|
Και
τώρα;
|
Άγγελος
|
Τώρα
πια χάθηκε η πίστη, στο μυαλό του ανθρώπου o
θάνατος ισοδυναμεί με την εκμηδένιση της ύπαρξης αντί με την έναρξη της
αιώνιας ζωής. Έτσι οι άνθρωποι, όχι
μόνο προσπαθούν αγωνιωδώς να παρατείνουν την εδώ παρουσία τους με όποιο τρόπο
μπορούν, αλλά και τον ίδιο τον θάνατο
προσπαθούν να τον ξορκίσουν από το μυαλό τους, να τον διαγράψουν.
|
Μικαέλλα
|
Και
πως γίνεται αυτό;
|
Άγγελος
|
Δε
πηγαίνουν σε κηδείες, ούτε σε νεκροταφεία, αρνούνται να παραδεχτούν ότι ο
χρόνος περνά και όλοι μας θα γεράσουμε και θα πάψουμε να υπάρχουμε μια μέρα. Αυτοί
όμως που έχουν χάσει την πίστη τους, αντιμετωπίζουν τρομερά προβλήματα όταν
χάσουν κάποιον δικό τους.
|
Μικαέλλα
|
Γιατί;
|
Άγγελος
|
Σκέψου
το λίγο Μικαέλλα. Για παράδειγμα ένας
γονιός που χάνει το παιδί του αλλά πιστεύει στον θεό, νιώθει ότι το παιδί του
έχει επιστρέψει στην αγκαλιά του ουράνιου πατέρα.
Ένας
άλλος γονιός επίσης χάνει το παιδί του αλλά είναι άθεος. Η λογική του θα του
πει ότι δεν έχει μείνει τίποτα από αυτό που κάποτε ήταν το παιδί του παρά η
σκόνη.
|
Μικαέλλα
|
Και
πώς μπορεί να αντέξει κάποιος μια
τέτοια σκέψη;
|
Άγγελος
|
Γι’ αυτό σου λέω! Ο ένας, ακριβώς θα κρατηθεί
από την πίστη του για να παρηγορήσει τον εαυτό του ότι το παιδί του δεν
χάθηκε για πάντα και με το να το οραματίζεται σε μια άλλη αγκαλιά, το ίδιο
ζεστή όσο και η δική του.
|
Μικαέλλα
|
Τελικά
τι ισχύει Άγγελε; Υπάρχει αυτή η ουράνια αγκαλιά;
|
Άγγελος
|
Υπάρχει
Μικαέλλα, όμως για το παρόν σε κρατώ σφικτά στη δική μου.
|
Μικαέλλα
|
Και
νιώθω τόσο όμορφα και γαλήνια στην αγκαλιά σου . Νύσταξα όμως.
|
Άγγελος
|
Τώρα
που σε κρατώ δεν μου κάνει καρδιά να σε αφήσω.
|
Μικαέλλα
|
Τώρα
που με κρατάς δεν έχω δύναμη να φύγω. Θα κλείσω λίγο τα μάτια μου, νιώθω τόσο
κουρασμένη που νομίζω δε θα ξυπνήσω ποτέ !
|
ΣΚΗΝΗ 6η
|
|
(στο νοσοκομείο * ακούγεται ο ήχος του
παλμογράφου και αναπνοής από τεχνητό μηχάνημα)
|
|
Ιωάννα
|
(χαμηλόφωνα) Γιατρέ.
|
Άγγελος
|
Κυρία
Ιωάννα ! Γύρισες κιόλας;
|
Ιωάννα
|
Ναι.
|
Άγγελος
|
Πήγες
σπίτι;
|
Ιωάννα
|
Ναι.
|
Άγγελος
|
Κοιμήθηκες
λίγο;
|
Ιωάννα
|
Λίγο
ναι.
|
Άγγελος
|
(χασμουριέται) Και εγώ τον πήρα λίγο
τον υπνάκο μου, αλλά όπως βλέπεις, τήρησα την υπόσχεση μου, έμεινα όλο το
βράδυ εδώ.
|
Ιωάννα
|
Ευχαριστώ
γιατρέ, θα σου είμαι αιώνια ευγνώμων. Πώς είναι;
|
Άγγελος
|
Όπως
βλέπεις το ίδιο!
|
ΣΚΗΝΗ 7η
|
|
(στο νεκροταφείο – βράδυ – ησυχία –
ήχος ίσως από γρύλλους )
|
|
Μικαέλλα
|
(χασμουριέται) Αχ Άγγελε πέρασε η ώρα ,
πόση ώρα κοιμήθηκα;
|
Άγγελος
|
Δεν
ξέρω, δεν φοράω ρολόι.
|
Μικαέλλα
|
Γιατί
δεν με ξύπνησες νωρίτερα; Δεν μούδιασε το χέρι σου να με κρατάς;
|
Άγγελος
|
Δεν
μου έκανε καρδιά να σε ξυπνήσω, φαινόσουν τόσο γαλήνια.
|
Μικαέλλα
|
Νύχτωσε
όμως και έπρεπε να γυρίσω σπίτι εδώ και ώρα. Πρέπει να φύγω!
|
(ακούγονται τα βήματα της προς την
έξοδο)
|
|
(η φωνή της ενώ μιλάει από μακριά) Κάποιος μας κλείδωσε μέσα !
|
|
(ακούγονται τα βήματα του Άγγελου που
πάει προς το μέρος της )
|
|
Άγγελος
|
Μην
πανικοβάλλεσαι. Εδώ είμαι, πες μου τι έγινε.
|
Μικαέλλα
|
(ανήσυχη) Η
καγκελόπορτα είναι κλειδωμένη. Ενώ κοιμόμουν κάποιος μας κλείδωσε μέσα. Πώς
θα πάω τώρα σπίτι μου λες; Και το χειρότερο, δεν έχω μαζί μου ούτε το κινητό,
το άφησα στο αυτοκίνητο.
|
Άγγελος
|
Είναι
εντάξει Μικαέλλα, ηρέμησε.
|
Μικαέλλα
|
Πώς να ηρεμήσω Άγγελε; Για πόση ώρα θα
μείνουμε εδώ μέσα κλειδωμένοι; Έχω υποχρεώσεις, ευθύνες, η μάνα μου θα ανησυχεί που δε γύρισα σπίτι
στην ώρα μου.
|
(ακούγεται ο ήχος που προσπαθεί να
ανοίξει την μεταλλική πόρτα)
|
|
Άγγελος
|
Μην
βασανίζεσαι άδικα. Δεν πρόκειται να ανοίξει η πόρτα.
|
Μικαέλλα
|
Τι
εννοείς δεν πρόκειται να ανοίξει η πόρτα; Τι είναι τώρα αυτό; Μαύρο χιούμορ
βραδιάτικα;
|
Άγγελος
|
Σε
παρακαλώ, ηρέμησε.
|
Μικαέλλα
|
(θυμωμένη) Σταμάτα να μου λες να
ηρεμήσω λες και απλά είδα μια κατσαρίδα. Μου έχεις σπάσει τα
νεύρα. Πες μου μόνο πώς στο καλό θα βγω από δω μέσα, εσύ μείνε όσο θες άμα
γουστάρεις, εγώ θέλω να βγω.
|
Άγγελος
|
Μα δε θα βγεις Μικαέλλα!
|
Μικαέλλα
|
Τι κακόγουστο αστείο είναι τώρα αυτό; Με βλέπεις
να γελώ; Δε γελώ!
|
Άγγελος
|
Δεν αστειεύομαι!
|
Μικαέλλα
|
Άρχισες να με φοβίζεις Άγγελε. Πάψε σε
παρακαλώ.
|
Άγγελος
|
Δεν έχεις κάτι να φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά.
|
Μικαέλλα
|
Ποια όλα; Δεν καταλαβαίνω για ποια όλα μιλάς,
πραγματικά με τρομάζεις.
(αρχίζει
να κλαίει)
|
Άγγελος
|
Μην κλαις σε παρακαλώ.
|
Μικαέλλα
|
Μη με πλησιάζεις.
|
Άγγελος
|
Υπόσχομαι όλα θα πάνε καλά, έχε μου
εμπιστοσύνη.
|
Μικαέλλα
|
(τρομοκρατημένη) Μα το Θεό δεν καταλαβαίνω τι γίνεται.
|
Άγγελος
|
Θα καταλάβεις πολύ σύντομα. Έλα μαζί μου.
|
Μικαέλλα
|
Που πάμε; Υπάρχει άλλη έξοδος;
|
Άγγελος
|
Θα
δεις!
|
(ακούγονται βήματα όπως προχωρούν)
|
|
Μικαέλλα
|
Ο
τάφος του πατέρα μου; Μα πώς το ήξερες;
|
Άγγελος
|
Όχι
εδώ, δίπλα.
|
Μικαέλλα
|
Που
δίπλα;
|
Άγγελος
|
Εδώ.
Θέλω να φανείς δυνατή και να κοιτάξεις.
|
Μικαέλλα
|
Όχι!
|
Άγγελος
|
Σε
παρακαλώ, πρέπει!
|
Μικαέλλα
|
Αρνούμαι!
|
Άγγελος
|
Κοίταξε ! Είναι η στιγμή να αντικρίσεις την
αλήθεια.
|
(ακούγεται για λίγη ώρα το κλάμα της)
|
|
Μικαέλλα
|
(δυσκολεύεται να μιλήσει) Είμαι νεκρή;
|
Άγγελος
|
Ναι.
|
Μικαέλλα
|
Πώς;
|
Άγγελος
|
Θυμήσου
!
|
(ακούγεται ο ήχος του αυτοκινήτου, το ραδιόφωνο που
παίζει και ο ήχος του κινητού τηλεφώνου που χτυπά)
|
|
Μικαέλλα
|
Ναι,
έλα μαμά τι κάνεις; Τι;
Περίμενε
να χαμηλώσω το ραδιόφωνο, δεν ακούω, περίμενε.
Τι;
Κάτι
επείγον να μου πεις;
Ωχ,
το ξέρεις εκνευρίζομαι όταν το κάνεις αυτό ρε μαμά.
Ναι!
Να με έχεις σε αγωνία τώρα τι είναι αυτό το επείγον που έχεις να μου πεις.
Εντάξει! Έρχομαι σπίτι.
Είμαι
στο δρόμο λέμε ναι! Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί
Ας
το καλό μου έπεσε το κινητό και που στο καλό έπεσε τώρα …
|
(ακούγεται ο ήχος από αυτοκίνητα που
συγκρούονται)
|
|
(επανερχόμαστε στην προηγούμενη σκηνή
* ησυχία * ακούγεται μόνο το κλάμα
της)
|
|
Άγγελος
|
Θυμήθηκες
;
|
Μικαέλλα
|
Ναι.
(συνεχίζει να κλαίει) Πέθανα
δηλαδή;
|
Άγγελος
|
Ναι.
|
Μικαέλλα
|
(φοβισμένη και έξαλλη) Όχι, όχι, δε
γίνεται να είμαι νεκρή. Δε γίνεται. Είναι μια ανόητη φάρσα , ένα γελοίο
αστείο, άνοιξε να βγω ακούς, άνοιξε μου να βγω, άνοιξε, άνοιξε .
|
( η Μικαέλλα ξυπνά από το κώμα στο
νοσοκομείο ακούγονται οι ήχοι του
νοσοκομείου και οι ήχοι που κάνει όταν ξυπνά)
|
|
Μικαέλλα
|
(χαμηλόφωνα και βογγώντας) Άνοιξε μου να βγω, άνοιξε μου να βγω..
|
Ιωάννα
|
Μικαέλλα,
αγάπη μου
(συγκινημένη) Μικαέλλα μου ξύπνησες;
(ακούγονται
τα βήματα της που τρέχει έξω από το θάλαμο)
Γιατρέ,
γιατρέ, θαύμα, έλα γρήγορα!
|
Άγγελος
|
Τι
συμβαίνει κυρία Ιωάννα;
|
Ιωάννα
|
Ξύπνησε
γιατρέ, η κόρη μου ξύπνησε.
|
Άγγελος
|
Κάντε
λίγο πίσω, αφήστε με να της μιλήσω.
(παύση)
(με απαλή φωνή) Άνοιξε τα μάτια σου!
Έτσι μπράβο, κοίταξε με λίγο. Εδώ στο φωτάκι. Πώς σε λένε; Θυμάσαι;
|
Μικαέλλα
|
(με πολύ αδύναμη φωνή) Μικαέλλα. (ξαφνιασμένη) Άγγελε ! Εσύ;
|
Άγγελος
|
Ο
γιατρός είμαι. Είσαι στο νοσοκομείο.
|
Μικαέλλα
|
Νοσοκομείο;
|
Άγγελος
|
Ναι,
είχες αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
|
Μικαέλλα
|
Δεν
είμαι νεκρή; Δεν είσαι o Άγγελος μου;
|
Ιωάννα
|
O άγγελος σου είναι αγάπη μου ναι, ο γιατρός που σε
έσωσε.
|
Μικαέλλα
|
Ο
γιατρός; (επιφώνημα πόνου)
|
Άγγελος
|
Τραυματίστηκες
στο κεφάλι.
|
Ιωάννα
|
Αλλά
είσαι καλά τώρα αγάπη μου.
|
Μικαέλλα
|
Μαμά;
|
Ιωάννα
|
Εδώ
είμαι αγάπη μου.
|
Μικαέλλα
|
Νυστάζω.
|
Άγγελος
|
Είναι
εντάξει Μικαέλλα, κοιμήσου !
|
Ιωάννα
|
(ανήσυχη) Γιατρέ.
|
Άγγελος
|
Μη
φοβάσαι κυρία Ιωάννα! Άσ’ την να κοιμηθεί, χρειάζεται ξεκούραση, το μυαλό της
είναι ακόμα συγχυσμένο, δώσε της λίγο χρόνο να επανέλθει.
|
ΣΚΗΝΗ 8η
|
|
(στο νοσοκομείο)
|
|
Άγγελος
|
Καλημέρα,
πώς είμαστε σήμερα;
|
Μικαέλλα
|
Πολύ
καλά γιατρέ ευχαριστώ.
|
Άγγελος
|
Έλα
να σε ακούσω λίγο. Ανάπνευσε βαθιά… ξανά.
|
Μικαέλλα
|
Θα
βγω σήμερα;
|
Άγγελος
|
Έτσι
λέμε, εσύ τι λες; Είσαι έτοιμη να βγεις;
|
Μικαέλλα
|
Πανέτοιμη!
|
Άγγελος
|
Ωραία. Και όπως είπαμε, θα μείνεις στο σπίτι για
ένα περίπου ακόμα μήνα και μετά αν όλα είναι εντάξει, θα μπορείς να
επιστρέψεις στην εργασία σου.
|
Μικαέλλα
|
Ευχαριστώ
πολύ γιατρέ.
|
Άγγελος
|
Τίποτα,
τη δουλειά μου κάνω.
|
Μικαέλλα
|
(διστακτικά) Γιατρέ..
|
Άγγελος
|
Ναι
Μικαέλλα.
|
Μικαέλλα
|
Μιας
και θα φύγω σήμερα, ήθελα να σας πω κάτι.
|
Άγγελος
|
Πες
μου.
|
Μικαέλλα
|
Όσο
κοιμόμουν, όσο βρισκόμουν σε αυτήν την κατάσταση, σε κώμα..
|
Άγγελος
|
Ναι.
|
Μικαέλλα
|
Έβλεπα
κάποια όνειρα.
|
Άγγελος
|
Ναι.
|
Μικαέλλα
|
Όχι
όμως κανονικά όνειρα, πιο ζωντανά, σαν
να τα βίωνα πραγματικά.
|
Άγγελος
|
Τυχαίνει,
δεν είναι κάτι το ασύνηθες, ο ασθενής που βρίσκεται σε κώμα να ονειρεύεται.
|
Μικαέλλα
|
Αυτό
ναι, όμως στο όνειρο μου ήσουν και
εσύ! Αυτό πώς γίνεται;
|
Άγγελος
|
Και βέβαια γίνεται. Ήμουν ο πρώτος που έφτασα
κοντά σου μετά το δυστύχημα και ο τελευταίος που είδες πριν πέσεις σε κώμα.
|
Μικαέλλα
|
Αλήθεια;
|
Άγγελος
|
Είχες εγκλωβιστεί στο κάθισμα σου και σου
μιλούσα, σου έδινα κουράγιο, όσο οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να σε
απεγκλωβίσουν.
|
Μικαέλλα
|
Δε
θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά.
|
Άγγελος
|
Ήσουν πανικοβλημένη που δεν άνοιγε η πόρτα. Κρατούσες
το χέρι μου σφικτά και με παρακαλούσες να μη σε αφήσω. Μετά, σε βάλαμε στο
ασθενοφόρο και σε λίγο έχασες τις αισθήσεις σου.
|
Μικαέλλα
|
Και
γιατί στα όνειρα μου, έβλεπα ότι ήσουν συνεχώς μαζί μου;
|
Άγγελος
|
Προφανώς
επειδή όντως ήμουν μαζί σου. Βλέπεις,
δε σε άφησα, κάθε μέρα ήμουν εδώ δίπλα σου και περίμενα να ξυπνήσεις. Μιλούσα με τη μητέρα σου και άκουγες τη φωνή
μου, ίσως γι’ αυτό.
|
Μικαέλλα
|
Ναι,
αλλά εκεί, στο όνειρο μου δεν ήμασταν γιατρός και ασθενής. Δεν σε έβλεπα ως
γιατρό.
|
Άγγελος
|
Αλλά πώς;
|
Μικαέλλα
|
Βασικά επειδή φορούσες τα λευκά στην αρχή σε
ρώτησα αν είσαι μάγειρας.
|
Άγγελος
|
(γελά)
Μάγειρας. Καλό κι αυτό.
|
Μικαέλλα
|
Τώρα σοβαρά, είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω,
αλλά να, υπήρχε μεταξύ μια μας βαθιά σύνδεση.
|
Άγγελος
|
Σαν μια αόρατη κλωστή;
|
Μικαέλλα
|
Θεέ μου! Αυτό ακριβώς είπες και στο όνειρο
μου.
|
Άγγελος
|
Σοβαρά;
|
Μικαέλλα
|
Ακριβώς αυτό. Μια αόρατη κλωστή.
|
Άγγελος
|
Ίσως αυτή η κλωστή που δένει τους ανθρώπους,
να ξεκινά να υφαίνεται στα όνειρα μας, από τον ασυνείδητο μας κόσμο και
κατόπιν, σιγά σιγά, να βγαίνει από τα όνειρα και να εισχωρεί στο συνειδητό
μας κόσμο . Ίσως, όλα να γίνονται κάποιο λόγο.
|
Μικαέλλα
|
Ακόμα και τα δυστυχήματα;
|
Άγγελος
|
Ακόμα και τα δυστυχήματα . Αντιλαμβάνεσαι
πόσο τυχερή φάνηκες;
|
Μικαέλλα
|
Ακόμα προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω.
|
Άγγελος
|
Πάρα πολύ τυχερή, είχες Άγιο.
|
Μικαέλλα
|
Και φύλακα άγγελο!
|
Άγγελος
|
Χαχα και αυτόν. Ο φύλακας άγγελος όμως θα φύγει τώρα για
λίγο, γιατί περιμένουν κι άλλοι ασθενείς, αλλά θα επανέλθω σε λίγο για να
υπογράψω το εξιτήριο σου. Ετοίμασε στο μεταξύ τα πράγματα σου.
Α, να ! Ήρθε και η κυρία Ιωάννα για να σε
παραλάβει.
|
Ιωάννα
|
Καλημέρα
γιατρέ.
|
Άγγελος
|
Καλωσόρισες
κυρία Ιωάννα μου, σχεδόν έτοιμο το κορίτσι σου.
|
Ιωάννα
|
(συγκινημένη) Ευχαριστώ γιατρέ, θα σου
είμαι αιώνια ευγνώμων για όλα.
|
ΣΚΗΝΗ 9η
|
|
(στο σπίτι)
|
|
Μικαέλλα
|
Μαμά!
|
Ιωάννα
|
Αγάπη
μου ξύπνησες; Έλα, κάτσε καλά, σου έχω φτιάξει φρέσκο χυμό.
|
Μικαέλλα
|
Ευχαριστώ.
Έκανες τόσα πολλά για μένα αυτές τις μέρες.
|
Ιωάννα
|
Τίποτα
δεν έκανα Μικαέλλα. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν..
|
Μικαέλλα
|
Είμαι
καλά τώρα. Ηρέμησε! Και δε χρειάζεται να πηγαινοέρχεσαι να μου φέρνεις χυμούς
και σούπες. Σηκώνομαι και μόνη μου.
|
Ιωάννα
|
Έλα
να σε βοηθήσω να σηκωθείς να τον πιεις. Έτσι μπράβο!
|
Μικαέλλα
|
Έλα
μαμά, κάτσε δίπλα μου θέλω να σου μιλήσω.
|
Ιωάννα
|
Πες
μου αγάπη μου.
|
Μικαέλλα
|
Πες
μου, τι έκανες τις μέρες που ήμουν σε κώμα;
|
Ιωάννα
|
Τι
να κάνω; Έκλαιγα, προσευχόμουν, σου μιλούσα, σου τραγουδούσα.
|
Μικαέλλα
|
Και
τον γάτο;
|
Ιωάννα
|
Και
τον γάτο.
|
Μικαέλλα
|
(με ρυθμό) Του φωνάζει ο γάτος γεια
σου
|
Ιωάννα
|
(με ρυθμό) Θα σου κόψω την ουρά σου
|
Μικαέλλα
|
Και
δεν έφυγες καθόλου από δίπλα μου;
|
Ιωάννα
|
Σχεδόν
καθόλου, εκτός από μια μέρα που ήρθε ο γιατρός και με
έδιωξε.
|
Μικαέλλα
|
Σε
έδιωξε;
|
Ιωάννα
|
Τρόπος
του λέγειν. Απλά, επέμενε να έρθω για λίγο σπίτι να ξεκουραστώ.
|
Μικαέλλα
|
Καλά
έκανε. Και ήρθες;
|
Ιωάννα
|
Ναι.
Μόνο και μόνο επειδή μου υποσχέθηκε ότι θα έμενε αυτός μαζί σου.
|
Μικαέλλα
|
Αλήθεια;
Και έμεινε;
|
Ιωάννα
|
Ναι,
όλη τη νύχτα, σε εκείνη την άβολη πολυθρόνα. Kαι
τον έχεις δει πόσο ψηλός είναι.
|
Μικαέλλα
|
Αν
τον είδα λέει.
|
Ιωάννα
|
Λεβέντης.
|
Μικαέλλα
|
Λεβέντης
δε λες τίποτα.
|
(γελάνε και οι δύο)
|
|
Ιωάννα
|
Ρώτησα
για εκείνον, είναι ελεύθερος.
|
Μικαέλλα
|
Καλά
ρε μαμά, εγώ ήμουν σε κώμα και εσύ κανόνιζες
προξενιά;
|
Ιωάννα
|
Άλλο
το ένα άλλο το άλλο.
|
(γελάνε και οι δύο)
|
|
Μικαέλλα
|
Να
σαι καλά. Με έκανες και γέλασα.
Μαμά.
Σου το είπα ότι όσες μέρες κοιμόμουν ονειρευόμουν ότι βρισκόμουν συνεχώς στο νεκροταφείο και ήταν
μαζί μου ο Άγγελος;
|
Ιωάννα
|
Ναι,
μου το είπες.
|
Μικαέλλα
|
Και
ότι δεν τα κατάφερνα να βρω τον τάφο του μπαμπά;
|
Ιωάννα
|
Μου
το είπες. Μην ανησυχείς. Εκεί που ήταν, είναι Μικαέλλα μου.
|
Μικαέλλα
|
Πότε
θα πάμε;
|
Ιωάννα
|
Γίνε
καλά εσύ και θα πάμε!
|
Μικαέλλα
|
Είναι
και κάτι άλλο που δε σου είπα και θέλω να σου το πω.
|
Ιωάννα
|
Τι;
|
Μικαέλλα
|
Στο
όνειρο μου, στο νεκροταφείο, έβλεπα
και έναν άλλο κύριο.
|
Ιωάννα
|
Ποιον
κύριο;
|
Μικαέλλα
|
Δεν
τον ξέρω, ούτε τον έχω δει ποτέ μου. Κι όμως μου θύμιζε κάποιον.
|
Ιωάννα
|
Ξέρω
κι εγώ, μπας και ήταν κανένας Άγιος. Τι να σου πω τώρα κόρη μου;
|
Μικαέλλα
|
Και
κάτι τελευταίο μαμά.
|
Ιωάννα
|
Πες
μου.
|
Μικαέλλα
|
Τη
μέρα που έγινε το δυστύχημα, οδηγούσα προς το σπίτι.
|
Ιωάννα
|
Ναι.
|
Μικαέλλα
|
Με
πήρες τηλέφωνο και μου είπες ότι είχες κάτι σημαντικό να μου πεις. Δεν μου
είπες ποτέ, τι σημαντικό είχες να μου πεις;
|
Ιωάννα
|
Α,
καλά! Και περιμένεις να θυμηθώ τώρα τι σημαντικό είχα να σου πω. Που να
θυμηθώ τώρα παιδί μου, μετά από όλα αυτά.
Το
μόνο σημαντικό είναι ότι γύρισες σπίτι.
|
ΣΚΗΝΗ 10η
|
|
(άλλη μέρα - χτυπά το κουδούνι της
εξώπορτας – ακούγονται βήματα κ η πόρτα που ανοίγει)
|
|
Παύλος
|
Καλημέρα.
|
Ιωάννα
|
Καλημέρα.
|
Παύλος
|
Συγνώμη
για την ενόχληση. Είμαι ο Παύλος Ονησιφόρου. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο.
|
Ιωάννα
|
Ναι,
θυμάμαι.
|
Παύλος
|
Συγνώμη
για την ενόχληση αλλά δε με πήρατε για το θέμα που είπαμε.
|
Ιωάννα
|
Είχα
την κόρη μου στο νοσοκομείο. Είχε πολύ σοβαρό δυστύχημα.
|
Παύλος
|
Λυπάμαι
πολύ. Πώς είναι;
|
Ιωάννα
|
Καλύτερα.
Έχει λίγες μέρες που βγήκε, ακόμα αναρρώνει.
|
Παύλος
|
Λυπάμαι
που σας αναστατώνω αλλά είναι πολύ σημαντικό το θέμα. Μπορώ να περάσω να
μιλήσουμε για λίγο; Έχουμε κάποια νέα στοιχεία.
|
Ιωάννα
|
Όχι,
λυπάμαι, δεν μπορείτε να περάσετε. Δε θέλω να αναστατωθεί η κόρη μου. Να
μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή.
|
Παύλος
|
Καλώς.
Ορίστε η κάρτα μου. Θα σας περιμένω να περάσετε εντός των ημερών από το
γραφείο μου.
|
Ιωάννα
|
Εντάξει
. Θα περάσω. Ευχαριστώ!
|
(ακούγεται η πόρτα που κλείνει
απότομα)
|
|
(η Μικαέλλα φωνάζει από το διπλανό
δωμάτιο)
|
|
Μικαέλλα
|
Μαμά,
ήρθε κάποιος;
|
Ιωάννα
|
Εκείνη
η γριούλα που γυρίζει και πουλάει ροδόσταγμα και μαρμελάδες.
|
(η Μικαέλλα ήρθε στο σαλόνι)
|
|
Μικαέλλα
|
Α,
ωραία! Αγόρασες;
|
Ιωάννα
|
Μα
σηκώθηκες; Γιατί σηκώθηκες; Κάτσε πριν ζαλιστείς και πέσεις.
|
Μικαέλλα
|
Έλα
μαμά, μην κάνεις έτσι. Δε ζαλίζομαι. Τελικά;
|
Ιωάννα
|
Τελικά
τι;
|
Μικαέλλα
|
Πήρες
καμιά μαρμελάδα;
|
Ιωάννα
|
Όχι
!
|
Μικαέλλα
|
Γιατί
όχι ρε μαμά; Αφού πάντα παίρνεις. Δεν είναι αυτή η γιαγιούλα που φτιάχνει την
μαρμελάδα φράουλα που μου αρέσει;
|
Ιωάννα
|
Αυτή.
|
Μικαέλλα
|
Και
γιατί δεν πήρες σήμερα;
|
Ιωάννα
|
Ε,
δεν πήρα γιατί δεν είχα ψιλά επάνω μου. Έλα, πήγαινε να ξαπλώσεις μη ζαλιστείς και πέσεις κάτω και άμα θέλεις
μαρμελάδα έχω άλλη στο ψυγείο.
|
Σκηνή 11η
|
|
(Η Ιωάννα τηλεφωνά του γιατρού –
ακούγεται το τηλέφωνο που χτυπά)
|
|
Άγγελος
|
Παρακαλώ.
|
Ιωάννα
|
Ναι.
Γιατρέ καλημέρα, η Ιωάννα Λεωνίδου είμαι, η μητέρα της Μικαέλλας.
|
Άγγελος
|
(χαρούμενος) Ω, κυρία Ιωάννα τι κάνεις;
|
Ιωάννα
|
Καλά
γιατρέ, ελπίζω να μην ενοχλώ.
|
Άγγελος
|
Καθόλου.
Να, μόλις τέλειωσα τη βάρδια μου και ετοιμαζόμουν να σχολάσω. Η Μικαέλλα πώς
είναι;
|
Ιωάννα
|
Όχι
και πολύ καλά. Γι αυτό παίρνω.
|
Άγγελος
|
(ανήσυχος) Τι έχει; Τι συμβαίνει;
|
Ιωάννα
|
Παραπονιέται
για ζαλάδες, πονοκεφάλους. Θα μπορούσες να έρθεις;
|
Άγγελος
|
Ναι,
ναι βεβαίως θα έρθω. Δώστε μου τη διεύθυνση.
|
ΣΚΗΝΗ 12η
|
|
(χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας –
ακούγονται βήματα κ η πόρτα που ανοίγει)
|
|
Ιωάννα
|
Γιατρέ,
μα ήρθες τόσο σύντομα;
|
Άγγελος
|
Δεν
είναι και μεγάλη η απόσταση από το νοσοκομείο.
|
Ιωάννα
|
Παρακαλώ,
περάστε.
|
(βήματα στο διάδρομο - απαλό χτύπημα
στην πόρτα του υπνοδωματίου της Μικαέλλας)
|
|
Μικαέλλα
|
Ναι;
|
Ιωάννα
|
Μικαέλλα
μου έχεις επισκέπτη.
|
Μικαέλλα
|
Επισκέπτη;
|
Ιωάννα
|
Ναι,
ήρθε ο γιατρός.
|
Μικαέλλα
|
Ποιος
γιατρός μαμά;
|
Ιωάννα
|
Ο
κύριος Άγγελος.
|
Μικαέλλα
|
(έκπληκτη) Τι; E, πες του να κάτσει και έρχομαι σε δύο λεπτά.
|
(βήματα στο διάδρομο – η Ιωάννα
επιστρέφει στο σαλόνι)
|
|
Ιωάννα
|
Έρχεται. Εσύ γιατρέ μου πώς είσαι;
|
Άγγελος
|
Καλά,
πολύ καλά ευχαριστώ. Λίγο κουρασμένος αλλά από υγεία καλά.
|
Ιωάννα
|
Απολογούμαι,
μόλις σχόλασες και εγώ αντί να σε αφήσω να γυρίσεις σπίτι να ξεκουραστείς σε
ταλαιπωρώ κι άλλο.
|
Άγγελος
|
Μα
τι λέτε τώρα κυρία Ιωάννα; Ταλαιπωρία να πεταχτώ πέντε λεπτά να σας δώ; Για
όνομα του Θεού.
|
Ιωάννα
|
Να
΄σαι καλά γιατρέ μου. Να σας φέρω στο μεταξύ κάτι να πιείτε, καφέ, νερό; Έχω
και ζεστά μπισκοτάκια, μόλις τα έβγαλα από το φούρνο.
|
Άγγελος
|
Ένα
καφέ κυρία Ιωάννα μου και βεβαίως θα δοκιμάσω και μπισκοτάκια.
|
Μικαέλλα
|
(αστειευόμενη) Α, μάλιστα, τώρα θες
και καφέ και μπισκοτάκια κύριε.
|
Άγγελος
|
Ω,
καλώς την!
|
Μικαέλλα
|
Καλώς
σε βρήκα γιατρέ.
|
Άγγελος
|
Είμαστε
εκτός νοσοκομείου τώρα, μπορείς να με λες και Άγγελο.
|
Μικαέλλα
|
Πώς
είσαι Άγγελε; Το νοσοκομείο;
|
Άγγελος
|
Εγώ
καλά. Το νοσοκομείο εκεί που ήταν. Εσύ όμως; Η μαμά σου με πήρε τηλέφωνο, μου
είπε ότι δεν ένιωθες πολύ καλά.
|
Μικαέλλα
|
(ειρωνικά) Α, ναι; Έτσι σου είπε;
|
Άγγελος
|
Ναι,
είχες πονοκεφάλους λέει, ζαλάδες, κάτι ψηλούς πυρετούς, παραισθήσεις. (γελά)
|
Μικαέλλα
|
(γελά) Ώστε..
|
Άγγελος
|
Τι;
Δεν έχεις ; Εγώ εδώ έφερα τα σύνεργα μου, στηθοσκόπιο, θερμόμετρο.
|
Μικαέλλα
|
Ε,
όχι! Άμα τα έφερες να με εξετάσεις. Μην πάει και ο κόπος χαμένος. Όσο για τις
παραισθήσεις, μάλλον η μάνα μου τις έχει, εγώ είμαι μια χαρά.
|
Ιωάννα
|
Να
και το καφεδάκι σας. Μικαέλλα μου εσένα σου έφτιαξα ένα χυμό. Μα, τι λέτε
εσείς εδώ;
|
Άγγελος
|
Να
εδώ, ρωτούσα την κόρη σου για τους πονοκεφάλους και τις ζαλάδες της.
|
Ιωάννα
|
Α
ναι! Πείτε τα μεταξύ σας αυτά. Εγώ, πρέπει να λείψω για λίγο, έχω κάπου να
πάω. Θα κάτσεις λίγο μαζί της έτσι, να μην ανησυχώ.
|
Άγγελος
|
Ναι,
βεβαίως να κάτσω, κανένα πρόβλημα.
|
Μικαέλλα
|
Μα
πού θα πας μαμά;
|
Ιωάννα
|
Να,
κάτι ψώνια έχω να κάνω, εδώ κοντά θα πάω, δε θα αργήσω.
|
Μικαέλλα
|
Καλά,
να πας.
|
Ιωάννα
|
Γεια
σας!
|
Άγγελος
|
Στο
καλό κυρία Ιωάννα.
|
(η Ιωάννα φεύγει και ακούγεται η πόρτα
που κλείνει)
|
|
Μικαέλλα
|
Πολύ
περίεργα συμπεριφέρεται αυτές τις μέρες η μάνα μου.
|
Άγγελος
|
Δηλαδή;
|
Μικαέλλα
|
Δεν
ξέρω, περίεργα, πολύ περίεργα.. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σου είπε να
έρθεις, ούτε ζαλάδες είχα, ούτε πονοκέφαλο.
|
Άγγελος
|
(με αστείο ύφος) Μάλιστα, δε χαίρεσαι
που με βλέπεις δηλαδή.
|
Μικαέλλα
|
Τι
λες; Και βέβαια χαίρομαι που σε βλέπω, τη συμπεριφορά της μάνας μου
σχολιάζω. Γενικά, την βλέπω κάπως παράξενη αυτές τις μέρες.
|
Άγγελος
|
Κοίτα,
ίσως να’ ναι το σοκ που πέρασε. Ο φόβος της μήπως σε χάσει, όλα αυτά την
ταρακούνησαν ψυχολογικά. Μην ξεχνάς ότι έχασε και τον άντρα της πρόσφατα, της
συνέβησαν πολλά και απανωτά.
|
Μικαέλλα
|
Ναι
έχεις δίκαιο. Κάποιες στιγμές παραβλέπω το γεγονός ότι το διάστημα που εγώ
βρισκόμουν σε κώμα, εκείνη αγωνιούσε αν θα ξυπνήσω ξανά.
|
Άγγελος
|
Όπως
και να χει εγώ χαίρομαι που μου ζήτησε να έρθω.
|
Μικαέλλα
|
Κι
εγώ χαίρομαι που ήρθες.
|
Άγγελος
|
Μια
και ήρθα λοιπόν και είσαι καλά, τι θα έλεγες να πηγαίναμε καμιά βόλτα;
|
Μικαέλλα
|
Λες;
|
Άγγελος
|
Λέω.
|
Μικαέλλα
|
Καλή
ιδέα.
|
Άγγελος
|
Ωραία.
|
Μικαέλλα
|
Άγγελε,
θα σου φαινόταν περίεργο αν σου ζητούσα να περάσουμε από το κοιμητήριο;
|
Άγγελος
|
Όχι
βέβαια.
|
Μικαέλλα
|
Ωραία,
δώσε μου δύο λεπτά να ετοιμαστώ και πάμε.
|
ΣΚΗΝΗ 13η
|
|
(στο γραφείο του Παύλου Ονησιφόρου * χτυπά
η πόρτα)
|
|
Παύλος
|
Περάστε.
|
Ιωάννα
|
Καλημέρα.
Ο κύριος Ονησιφόρου;
|
Παύλος
|
Ο
ίδιος. Περάστε κυρία Λεωνίδου. Σας περίμενα.
|
Ιωάννα
|
Συγνώμη
που άργησα, σας εξήγησα τον λόγο. Η κόρη μου.
|
Παύλος
|
Ναι,
θυμάμαι. Ελπίζω να είναι καλύτερα.
|
Ιωάννα
|
Ναι.
Καλύτερα, ευχαριστώ.
|
Παύλος
|
Λοιπόν!
Ο λόγος που επέμενα να έρθετε είναι γιατί προέκυψαν κάποια νέα στοιχεία που
ήθελα να διευκρινίσω μαζί σας.
|
Ιωάννα
|
Τι
στοιχεία;
|
Παύλος
|
Κοιτάξετε.
Έχει εντοπιστεί ένας ομαδικός τάφος στον οποίο πιστεύουμε ότι βρίσκονται και
τα λείψανα του συζύγου σας.
Κυρία
Λεωνίδου, είστε καλά;
|
Ιωάννα
|
Ναι,
κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό. Απλά μου ήρθε λίγο απότομο.
|
Παύλος
|
Θέλετε
λίγο νερό;
|
Ιωάννα
|
Όχι
είμαι εντάξει, συνεχίστε.
|
Παύλος
|
Έχει
βρεθεί ένα στοιχείο το οποίο θέλω να δείτε.
|
Ιωάννα
|
Τι;
|
Παύλος
|
Μια
βέρα.
|
Ιωάννα
|
Την
έχετε εδώ;
|
Παύλος
|
Ναι.
Ορίστε!
|
Ιωάννα
|
Ναι,
είναι η δική του.
|
Παύλος
|
Πώς
το πιστοποιείτε;
|
Ιωάννα
|
Ορίστε,
από την επιγραφή στο εσωτερικό μέρος της βέρας. Το όνομα μου Ιωάννα και η ημέρα του γάμου
28 Μαΐου. Η βέρα του είναι. Το πιστοποιώ.
|
Παύλος
|
Και
κάτι άλλο. Βρέθηκε και ένα ρολόι, δεν είμαστε σίγουροι .
|
Ιωάννα
|
Να
το δω.
|
Παύλος
|
Ορίστε!
|
Ιωάννα
|
Ναι,
είναι το δικό του. Εγώ του το είχα δωρίσει τη μέρα του γάμου μας.
|
Παύλος
|
Εντάξει
κυρία Ιωάννα. Θα σας επιστραφεί μαζί και με τη βέρα μετά το πέρας της
ταυτοποίησης και γι αυτό ακριβώς το θέμα είναι που ήθελα να συζητήσουμε
κυρίως.
|
Ιωάννα
|
Την
ταυτοποίηση;
|
Παύλος
|
Ακριβώς.
Σαν διερευνητική επιτροπή πρέπει να εντοπίσουμε τα πρώτου βαθμού μέλη της
οικογένειας του αποθανώντα. Απ ότι γνωρίζουμε όμως, οι γονείς του έχουν
πεθάνει, και δεν είχε καθόλου αδέρφια.
|
Ιωάννα
|
Έτσι
είναι.
|
Παύλος
|
Εσείς
υπήρξατε παντρεμένοι για κάποιο διάστημα πριν την εισβολή.
|
Ιωάννα
|
Ναι,
όπως σας είπα ο γάμος έγινε εικοσιοκτώ του Μάη το 1974.
|
Παύλος
|
Και
η κόρη σας γεννήθηκε;
|
Ιωάννα
|
Δεκατέσσερις
του Φεβράρη το 1975.
|
Παύλος
|
Και
το παιδί αυτό προήλθε από τον γάμο σας με τον αποθανώντα;
|
Ιωάννα
|
Ναι!
Η Μικαέλλα είναι κόρη του Κυριάκου.
|
Παύλος
|
Οπότε
η κόρη σας είναι ο μόνος συγγενής πρώτου βαθμού.
|
Ιωάννα
|
Ναι.
|
Παύλος
|
Γνωρίζετε
τι σημαίνει αυτό;
|
Ιωάννα
|
Ναι.
|
Παύλος
|
Θα
πρέπει να έρθει για να δώσει δείγμα DNA για να
μπορέσουμε να κάνουμε την ταυτοποίηση.
|
Ιωάννα
|
Κατάλαβα
κύριε Ονησιφόρου.
|
Παύλος
|
Πότε
θα μπορείτε να την φέρετε για να προχωρήσουμε;
|
Ιωάννα
|
Δώστε
μου λίγες μέρες. Η κόρη μου δε γνωρίζει για τον πατέρα της.
|
Σκηνή 14η
|
|
(στο νεκροταφείο * ο Άγγελος και η Μικαέλλα περπατούν )
|
|
Μικαέλλα
|
Ευχαριστώ
που με έφερες Άγγελε.
|
Άγγελος
|
Δε
χρειάζεται να με ευχαριστείς. Δεν ήταν καθόλου κόπος.
|
Μικαέλλα
|
Ξέρεις,
είναι παράξενο να έρχομαι σήμερα μαζί σου μετά από όλα εκείνα τα όνειρα που
είδα.
|
Άγγελος
|
Δε
μου είπες όμως, τι ακριβώς έβλεπες στα όνειρα σου;
|
Μικαέλλα
|
Έβλεπα
τους δυο μας εδώ. Συναντιόμασταν τυχαία και απλά περπατούσαμε, μιλούσαμε και
σου έκανα παράπονο ότι δεν τα κατάφερνα να βρω τον τάφο του πατέρα μου. Γι’
αυτό ήθελα να έρθουμε σήμερα, να τον βρω, να τον δω, να ησυχάσω.
|
Άγγελος
|
Ναι
Μικαέλλα μου, καλά έκανες, να ηρεμήσεις. Αυτός είναι;
|
Μικαέλλα
|
Ναι.
Εδώ! Παναγιώτης Λεωνίδου.
|
Άγγελος
|
Θέλεις
να σε αφήσω λίγο μόνη;
|
Μικαέλλα
|
Όχι
Άγγελε είναι εντάξει. Κάτσε εδώ μαζί μου, δε νομίζω να πειράζει τον μπαμπά
που ένας άγνωστος συνοδεύει την κόρη του σήμερα.
|
Άγγελος
|
Ελπίζω
να μην με θεωρείς τόσο άγνωστο πια, θα ήθελα να με θεωρείς ως ένα καλό φίλο.
|
Μικαέλλα
|
Θα
σου φανεί παράξενο αλλά στο όνειρό μου..
|
Άγγελος
|
Ναι;
|
Μικαέλλα
|
Άστο,
θα σου ακουστεί αστείο.
|
Άγγελος
|
Πες
μου, σε παρακαλώ.
|
Μικαέλλα
|
Στο
όνειρο μου, ένιωθα για σένα μια απίστευτη έλξη και κάτι πέρα από αυτό, κάτι
παράξενο.
|
Άγγελος
|
Σαν
μια οικειότητα που δεν μπορείς να εξηγήσεις;
|
Μικαέλλα
|
Όπως
όταν βλέπεις κάποιον που νιώθεις ότι μπορείς να μοιραστείς τα πάντα μαζί του.
|
Άγγελος
|
Χωρίς
να ντραπείς ή να φοβάσαι ότι θα σε παρεξηγήσει.
|
Μικαέλλα
|
Ακριβώς.
Κάποιον με τον οποίον μπορείς να είσαι ο εαυτός σου.
|
Άγγελος
|
Σαν
να σε δένει κάτι με αυτόν από πολύ παλιά, πριν καν γνωριστείτε.
|
Μικαέλλα
|
Ναι
Άγγελε, λες και κάποιους μας δένει από πριν μια αόρατη κλωστή.
|
Άγγελος
|
Καταλαβαίνω
Μικαέλλα και έτσι είναι. Κάποιους από εμάς όντως μια αόρατη κλωστή μας δένει από πριν. Και
αυτό είναι που νιώθω κι εγώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Από τη στιγμή
που άπλωσες το χέρι σου μέσα από το αυτοκίνητο, με εκείνο το απελπισμένο
βλέμμα στα μάτια σου, και μου είπες «βοήθησε με».
|
Μικαέλλα
|
Και
με βοήθησες Άγγελε.
|
Άγγελος
|
Ναι
καρδιά μου.
|
Μικαέλλα
|
Και
με έσωσες.
|
Άγγελος
|
Ναι
ψυχή μου!
|
Μικαέλλα
|
Και
περίμενες να ξυπνήσω!
|
Άγγελος
|
Περίμενα
και προσευχόμουν και παρακαλούσα να ζήσεις, να ξυπνήσεις, να γίνεις καλά να
μπορέσω να σου πω…
|
Μικαέλλα
|
Να
μου πεις..
|
Άγγελος
|
Σ’
αγαπώ. Δεν ξέρω, ακούγεται αστείο, είναι πολύ νωρίς να το λέω;
|
Μικαέλλα
|
Όχι
δεν ακούγεται αστείο γιατί το ίδιο νιώθω και εγώ.
|
Άγγελος
|
Μπορώ;
|
Μικαέλλα
|
Ναι
(παύση) ευτυχώς η αγκαλιά σου
είναι ζεστή. Στο όνειρο μου ήσουν πάντα παγωμένος.
|
Άγγελος
|
Στο
υπόσχομαι να μην είναι ποτέ παγωμένη αυτή η αγκαλιά.
|
Μικαέλλα
|
Άγγελε.
|
Άγγελος
|
Αγάπη
μου.
|
Μικαέλλα
|
Πάμε;
Θέλω να γυρίσω σπίτι.
|
Άγγελος
|
Ναι
βέβαια.
|
(ακούγονται ξανά τα βήματα τους)
|
|
Μικαέλλα
|
Δε
θέλω με ψάχνει η μαμά και να ανησυχεί.
|
Ιωάννα
|
(φωνάζει από μακριά) Μικαέλλα!
|
Μικαέλλα
|
Μαμά,
τι κάνεις εδώ;
|
Ιωάννα
|
Γύρισα
σπίτι και δε σε βρήκα, έπαιρνα τηλέφωνο δεν απαντούσες και πήρα το αυτοκίνητο
και οδήγησα στο πρώτο μέρος που υποψιάστηκα ότι θα πήγαινες.
|
Μικαέλλα
|
Συγνώμη
μαμά, δεν ήθελα να ανησυχήσεις. Απλά..
|
Άγγελος
|
Εγώ
φταίω κυρία Ιωάννα, της ζήτησα να πάμε μια βόλτα και ..
|
Ιωάννα
|
Δεν
έχει πρόβλημα γιατρέ για όνομα του Θεού, καλά κάνατε και την βγάλατε να πάρει
λίγο καθαρό αέρα, τόσες μέρες κλεισμένη ήταν.
Απλά
να, δεν απαντούσες το τηλέφωνο σου
κόρη μου και ανησύχησα.
|
Μικαέλλα
|
Το
άφησα στο αυτοκίνητο μαμά. Τώρα να εδώ, έλεγα στον Άγγελο να επιστρέψουμε
σπίτι να μη με ψάχνεις.
|
Άγγελος
|
Ναι
, έτοιμος ήμουν να σου την φέρω πίσω. Μικαέλλα, γιατί σταμάτησες, Ζαλίστηκες,
είσαι εντάξει;
|
Μικαέλλα
|
Όχι
δε ζαλίστηκα. Θυμάσαι , που λέγαμε πριν λίγο για το όνειρο;
Εδώ,
σε αυτό το παγκάκι καθόμασταν και εκεί, απέναντι, καθόταν ένας κύριος.
Θυμάσαι, το είπα και σε σένα μαμά και μου είπες μπορεί να ήταν κάποιος άγιος.
|
Ιωάννα
|
Ναι!
|
Άγγελος
|
Δεν
βλέπω κανέναν κύριο πάντως σήμερα εδώ.
|
Μικαέλλα
|
Όχι.
Αλλά θέλω να πάω μέχρι εκεί να δω τι γράφει πάνω στην πλάκα στον τάφο εκεί.
Εκεί που καθόταν, εκεί που πήγα και μιλήσαμε.
|
Ιωάννα
|
Τι
γράφει λοιπόν;
|
Μικαέλλα
|
Γιώργος
και Κατερίνα Αριστείδη. Μαμά; μαμά τι έπαθες; Μαμά!!
|
ΣΚΗΝΗ 15η
|
|
Άγγελος
|
Κυρία
Ιωάννα, έλα άνοιξε τα μάτια.
|
Ιωάννα
|
Τι,
τι έγινε;
|
Μικαέλλα
|
Λιποθύμησες
μαμά.
|
Άγγελος
|
Δεν
είναι τίποτα. Λίγο η ένταση, λίγο η κούραση. Έλα κάτσε, πιες λίγη λεμονάδα.
|
Ιωάννα
|
Μα,
πως με έφερες σπίτι;
|
Μικαέλλα
|
Να
ναι καλά ο Άγγελος μαμά.
|
Ιωάννα
|
Αχ,
γιατρέ μου πόσο σε ταλαιπώρησα σήμερα, χίλια συγνώμη.
|
Άγγελος
|
Καμιά
ταλαιπωρία. Πώς νιώθεις τώρα, έχεις καθόλου τάση για λιποθυμία;
|
Ιωάννα
|
Όχι
γιατρέ, είμαι εντάξει.
|
Άγγελος
|
Ζαλάδα,
αναγούλα, ίλιγγο;
|
Ιωάννα
|
Όχι
, τίποτα, είμαι καλά.
|
Άγγελος
|
Ωραία,
μιας και είσαι καλά τότε να πηγαίνω και εγώ να σας αφήσω να ξεκουραστείτε.
Μικαέλλα, αν χρειαστείς κάτι πάρε με αμέσως τηλέφωνο.
|
Ιωάννα
|
Γιατρέ!
|
Άγγελος
|
Ναι.
|
Ιωάννα
|
Περίμενε
λίγο, μην φύγεις. Θέλω να μιλήσω στην Μικαέλλα.
|
Μικαέλλα
|
Μαμά,
τι συμβαίνει;
|
Ιωάννα
|
Σε
παρακαλώ γιατρέ, κάτσε πέντε λεπτά ακόμα. Αυτό που πρέπει να πω στην κόρη μου
είναι πολύ σημαντικό.
|
Άγγελος
|
Δε
νομίζετε ότι είναι καλύτερα να τα πείτε οι δυο σας;
|
Ιωάννα
|
Όχι,
προτιμώ να είσαι και εσύ εδώ!
|
Μικαέλλα
|
Μίλα
λοιπόν μαμά. Τι συμβαίνει;
|
Ιωάννα
|
Τη
μέρα που έγινε το δυστύχημα κόρη μου, θυμάσαι, σε είχα πάρει τηλέφωνο
λέγοντας σου ότι είχα κάτι σημαντικό να σου πω..
|
Μικαέλλα
|
Ναι
και όταν σε ρώτησα προχτές είπες ότι δε θυμόσουν τι ήταν.
|
Ιωάννα
|
Θυμόμουν
Μικαέλλα, αλλά δεν ήξερα και δεν ξέρω πώς να σου το πω. Αλλά ήρθε η ώρα να
μιλήσουμε.
|
Μικαέλλα
|
Ωραία
μαμά, να μιλήσουμε, μίλα λοιπόν.
|
Ιωάννα
|
Πρόκειται
για τον πατέρα σου.
|
Μικαέλλα
|
Δηλαδή;
|
Ιωάννα
|
Ο
Παναγιώτης δεν ήταν ο πατέρας σου Μικαέλλα.
|
Μικαέλλα
|
Μαμά,
τι είναι αυτά που λες; Και ποιός είναι ο πατέρας μου τότε;
|
Ιωάννα
|
Ο
πατέρας σου είναι ο Κυριάκος Αριστείδης.
|
Μικαέλλα
|
Ποιος;
|
Ιωάννα
|
Ο
Κυριάκος Αριστείδης. Παντρευτήκαμε τον Μάη του 74. Ιούλη έγινε η εισβολή. Ο
πατέρας σου έφυγε για τον πόλεμο και δε γύρισε Μικαέλλα.
|
Μικαέλλα
|
Ο
πατέρας μου, ήταν αγνοούμενος; Και μου το έκρυβες τόσα χρόνια μαμά; Και ο
μπαμπάς, δηλαδή ο Παναγιώτης, δηλαδή ο πατριός μου;
|
Ιωάννα
|
Με
τον Παναγιώτη γνωριστήκαμε το 77, διδάσκαμε στο ίδιο σχολείο.
Εσύ
ήσουν δεν ήσουν τριών χρονών όταν μου ζήτησε να παντρευτούμε. Εγώ, μαυροφορούσα τρία χρόνια για τον χαμό
του πατέρα σου. Οι δικοί μου όμως με πίεζαν να παντρευτώ ξανά, να μην μείνω
μόνη.
Ο
Παναγιώτης μου έδειξε αγάπη, τρυφερότητα και μαζί σου, μαζί σου ήταν τόσο
καλός. Και δέχτηκα Μικαέλλα, τον παντρεύτηκα. Αφήσαμε το παλιό προσφυγικό
κατάλυμα και μας πήρε στο σπίτι του στην Λάρνακα, εγώ εσύ και εκείνος. Την
μέρα που μετακομίσαμε στο σπίτι του, σου είχε έτοιμο το παιδικό σου δωμάτιο,
βαμμένο ροζ με πολύχρωμες πεταλούδες στους τοίχους, ένα λευκό σιδερένιο
κρεβάτι και ένα υπέροχο κίτρινο πάπλωμα. Και εσύ, σε λίγο καιρό άρχισες να
τον φωνάζεις μπαμπά. Περνώντας ο καιρός αποφασίσαμε να κάνουμε ακόμα ένα
παιδί για να έχεις και εσύ ένα αδελφάκι αλλά ανακαλύψαμε ότι ο Παναγιώτης δε
θα μπορούσε να κάνει ποτέ παιδιά. Έτσι, μου ζήτησε να σε υιοθετήσει, για να
έχεις το επίθετο του, όταν θα πήγαινες στο σχολείο, να είσαι και επίσημα η
κόρη του.
|
Μικαέλλα
|
Και
κάπως έτσι , με συνοπτικές διαδικασίες, διαγράψατε και επισήμως τον πατέρα
μου από τα αρχεία.
|
Ιωάννα
|
Δεν
ήταν έτσι τα πράγματα Μικαέλλα μου. Το κάναμε για τη δική σου προστασία, για
να μην ρωτά ο κόσμος γιατί και πώς, για να μην ξέρει ο ένας και ο άλλος την
ιστορία . Εκείνος ήταν δάσκαλος, εγώ ήμουν
δασκάλα, θα ήταν πολύ περίεργο το παιδί μας να έχει άλλο επίθετο. Και πλέον
θα ήσουν η κόρη του, νόμιμη κληρονόμος.
|
Μικαέλλα
|
Θα
μπορούσα να είμαι η κόρη του ναι μαμά, και στα χαρτιά και παντού και επίσημα
όπως και έγινε. Όμως, γιατί δεν μου
είπατε την αλήθεια για τον βιολογικό μου πατέρα;
|
Ιωάννα
|
Δεν
μας έκανε καρδιά κόρη μου. Ήσουν ένα τόσο ευαίσθητο παιδί. Σε έπαιρνε ο
Παναγιώτης αγκαλιά και σου διάβαζε παραμύθια και εσύ κούρνιαζες. Σε βάζαμε
για ύπνο και σε κοιτάζαμε που κοιμόσουν τόσο γαλήνια και κάθε βράδυ με
ρωτούσε πριν κοιμηθούμε «Πότε θα της το πούμε Ιωάννα;» και του απαντούσα
«Περίμενε λίγο ακόμα, άσε την να κοιμάται χωρίς εφιάλτες λίγο ακόμα» Πώς να
μιλήσεις σε ένα μικρό παιδί για το θάνατο; Kαι
πριν το καταλάβουμε πέρασαν τα χρόνια Μικαέλλα, μεγάλωσες..
|
Μικαέλλα
|
Μεγάλωσα
μαμά, μέσα στο ψέμα, όμορφο μεν, ψέμα δε. Σαραντάρισα και κανένας δεν μου είπε τίποτε. Γιατί
αποφάσισες τώρα να μιλήσεις;
|
Ιωάννα
|
Επειδή
τη μέρα που έγινε το δυστύχημα..
|
Μικαέλλα
|
Τι;
Φοβήθηκες ότι θα πεθάνω χωρίς να έχω μάθει την αλήθεια και αυτό σε
ταρακούνησε;
|
Ιωάννα
|
Μικαέλλα,
τη μέρα που έγινε το δυστύχημα, ήταν η ημέρα που με πήραν τηλέφωνο από την επιτροπή αγνοουμένων.
|
Άγγελος
|
Δηλαδή,
έχουν βρεθεί τα λείψανα κύρια Ιωάννα;
|
Ιωάννα
|
Ναι
Άγγελε και η Μικαέλλα είναι η μόνη που μπορεί να δώσει δείγμα
|
Μικαέλλα
|
Τι
δείγμα μαμά;
|
Άγγελος
|
Δείγμα
DNA Μικαέλλα για να μπορέσει να γίνει η
ταυτοποίηση.
|
Μικαέλλα
|
Γιατί
εγώ;
|
Ιωάννα
|
Γιατί
είσαι η μόνη του συγγενής κόρη μου, οι γονείς του πατέρα σου, ο παππούς και η
γιαγιά σου πέθαναν.
|
Μικαέλλα
|
Η
γιαγιά και ο παππούς πέθαναν;
|
Ιωάννα
|
Ναι,
πάνε πολλά χρόνια τώρα.
|
Μικαέλλα
|
Και
να μαντέψω. Είναι θαμμένοι στον τάφο που είδαμε σήμερα, εκεί που λιποθύμησες;
|
Ιωάννα
|
Ναι
!
|
Μικαέλλα
|
Δηλαδή
εκείνος ο κύριος που έβλεπα στο όνειρο μου, που καθόταν μπροστά στον τάφο,
ποιος ήταν μαμά; Ο πατέρας μου;
|
Ιωάννα
|
Δεν
ξέρω Μικαέλλα μου, μπορεί να ήταν ο πατέρας σου.
|
Μικαέλλα
|
Και
εγώ; Tι πρέπει να κάνω τώρα είπαμε; Εκτός από το να μην
τρελαθώ με όλα αυτά που άκουσα σήμερα;
|
Άγγελος
|
Θα
πρέπει να δώσεις δείγμα Μικαέλλα για να το ελέγξουν και να γίνει η
ταυτοποίηση.
|
Μικαέλλα
|
Με
λίγα λόγια για να έρθουν κάποιοι να μου πουν «Ναι! Είμαστε τώρα σίγουροι ότι
αυτά τα οστά ανήκουν στον πατέρα σου; Εδώ μέσα είναι ο πατέρας σου; ένα
κιβώτιο με κόκκαλα;» (κλαίει)
Καλύτερα να μην μάθαινα τίποτα, να μην το μάθαινα ποτέ. Και πες μου κάτι άλλο
μαμά, αν δεν είναι εκείνος τελικά, θα ζούμε πια με την αγωνία ότι δεν έχει
βρεθεί;
|
Ιωάννα
|
Εκείνος
είναι Μικαέλλα, έχει βρεθεί η βέρα του γάμου μας και το ρολόι του.
|
Μικαέλλα
|
Ρολόι;
Ήταν πράγματι λοιπόν ο πατέρας μου στο όνειρο αυτός ο κύριος που μου έδειχνε
το ρολόι του. Ο πατέρας μου ο Κυριάκος.
Εντάξει
, θα πάω λοιπόν, θα δώσω το υλικό, να γίνει η ταυτοποίηση, να του κάνουμε την
κηδεία και να τον θάψουμε κοντά στους
δικούς του, εκεί που καθόταν και περίμενε.
|
(ακούγεται ιερέας να ψάλλει το αιωνία
η μνήμη * βήματα ανθρώπων )
|
|
Άγγελος
|
Μικαέλλα,
είσαι καλά;
|
Μικαέλλα
|
Ναι,
απλά λίγο μελαγχολική. Δεν ξέρω καν
πως να νιώσω ! Αλήθεια πώς έπρεπε να νιώσω Άγγελε σήμερα, να θάβω κάποιον που
δεν γνώρισα ποτέ; Ένα πατέρα που τον βρήκα και τον έχασα, όταν μέσα σε μια
μέρα μου είπε η μάνα μου αυτός είναι ο πατέρας σου και την ίδια μέρα μου είπε
ο πατέρας σου δε ζει..
|
Άγγελος
|
Ίσως
τελικά να είχε δίκαιο που σου το έκρυψε τόσα χρόνια. Ήταν κάτι που θα σε
στενοχωρούσε άσκοπα και άδικα, θα αναρωτιόσουν τόσα χρόνια που είναι, αν ζει,
αν θα έρθει πίσω.
|
Μικαέλλα
|
Ενώ
τώρα που έμαθα απευθείας ότι είναι νεκρός είναι καλύτερα νομίζεις;
|
Άγγελος
|
Νομίζω
το να περιμένεις και να μην γνωρίζεις είναι το χειρότερο από όλα. Να
περιμένεις ότι ίσως μια μέρα, θα γυρίσει, και να περνά η μέρα και να μη γυρίζει και να έρχεται και
να περνά και η επόμενη μέρα και να μη γυρίζει. Ίσως η μάνα σου να μην ήθελες
να περάσεις αυτό το μαρτύριο και να προτίμησε να το περάσει μόνη της.
|
Μικαέλλα
|
Ίσως
να χεις δίκαιο.
|
Άγγελος
|
Ήταν
σκληρός αυτός ο πόλεμος αγάπη μου. Αλλά το πιο σκληρό ήταν η μοίρα όλων αυτών
των ανθρώπων που περίμεναν τους δικούς τους όλα αυτά τα χρόνια να γυρίσουν με
τις φωτογραφίες στο χέρι. Μάνες που περίμεναν τα παιδιά τους, γυναίκες τους
άντρες τους.
|
Μικαέλλα
|
Η
μάνα μου πάντως δεν περίμενε και πολύ.
|
Άγγελος
|
Μην
είσαι τόσο σκληρή μαζί της Μικαέλλα μου. Δεν ξέρεις τις αντοχές του κάθε ανθρώπου.
Εκείνη έκανε εκείνο που πίστευε ότι θα
είναι καλύτερο για όλους. Δεν μεγάλωσες καλά, δεν ήσουν ευτυχισμένο παιδί;
|
Μικαέλλα
|
Ήμουν,
είχα πολύ ευτυχισμένα παιδικά χρόνια.
|
Άγγελος
|
Σκέψου
λοιπόν ότι εκείνη κουβαλούσε αυτό το τεράστιο μυστικό μέσα της τόσα χρόνια
και εσένα ήθελε να…
|
Μικαέλλα
|
Να
με κοροιδεύει.
|
Άγγελος
|
Όχι
αγάπη μου, να σε προστατέψει
|
Μικαέλλα
|
Και
ο πατέρας μου;
|
Άγγελος
|
Ο
πατέρας σου ήρθε και σε βρήκε την ώρα που έπρεπε, την ώρα που ήθελε να σου
φανερωθεί. Άλλωστε θυμάσαι αυτά που είπαμε, για τους ανθρώπους και τον τρόπο
που ενώνονται οι ψυχές τους με τρόπους που δεν μπορεί το μυαλό μας να
χωρέσει.
|
Μικαέλλα
|
Εκείνη
η αόρατη κλωστή που λέγαμε.
|
Άγγελος
|
Ναι
αγάπη μου, εκείνη η αόρατη κλωστή που μας δένει. Αυτή που δένει κι εμάς.
|
Μικαέλλα
|
Και
τώρα Άγγελε. Κόρη με δύο πατέρες και κανέναν;
|
Άγγελος
|
Τώρα
αγάπη μου θα χεις εμένα. Μητέρα πατέρα και αδερφό και φίλο και ότι θέλεις θα
είμαι δίπλα σου σήμερα και αύριο και όσο ζούμε. Σ’ αγαπώ.
|
Μικαέλλα
|
Και
εγώ σ΄αγαπώ Άγγελε.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου