Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Η μνήμη της θάλασσας


Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Ψες μας ονειρεύτηκα...

Ήταν απόγευμα Κυριακής, καθόμουν στο πεζούλι της βεράντας και σε κοίταζα να παίζεις μπάλα με τα παιδιά. Ετοίμασα δείπνο, κάτσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι, δειπνήσαμε, έπλυνες εσύ τα πιάτα και ετοίμασα τα παιδιά για ύπνο. Ξαπλώσαμε όλοι μαζί στο τεράστιο κρεβάτι και τους διαβάσαμε ένα παραμύθι που τέλειωνε με το «και έζησαν αυτοί καλά και τώρα στα κρεβάτια σας, ο βασιλιάς και η βασίλισσα επιθυμούν να μείνουν μόνοι…»

Ψες μας ονειρεύτηκα…

Δούλευα στο γραφείο ετοιμάζοντας μια ακόμα ανιαρή οικονομική κατάσταση. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήσουν εσύ αλλά άλλαξες τη φωνή σου για να μη σε αναγνωρίσω και σαν άγνωστος άρχισες να με φλερτάρεις για να κάνεις πλάκα. Σε αναγνώρισα αμέσως φυσικά, αλλά συνέχισα το παιχνίδι για να δω που θα το πας. Σε ρώτησα «τι θέλετε κύριε» και εσύ μου απάντησες «δεν με ξέρεις, σε είδα κάπου και μου άρεσε, δώσε μου το   τηλέφωνο σου, τι ζώδιο είσαι; θέλεις να βγούμε για καφέ;» Και εγώ τότε είπα «Ναι να στο δώσω , γιατί όχι, ακούγεσαι ενδιαφέρων τύπος» και εσύ τότε μπερδεύτηκες γιατί δεν ήξερες αν είχα αναγνωρίσει ότι είσαι εσύ, και  μετά προβληματίστηκες γιατί, αν όντως δεν σε είχα καταλάβει τότε  αυτό πάει να πει ότι φλέρταρα με κάποιον άλλο; και αμέσως άλλαξες ύφος και βιάστηκες να κόψεις το αστείο και με ρώτησες μετανιωμένος «αγάπη μου, μα δε με κατάλαβες; εγώ είμαι» και σου απάντησα «το κατάλαβα βλάκα» και μου είπες "ευτυχώς γιατί με ζήλεψα τόσο πολύ που ήμουν έτοιμος να πάω να μου σχίσω τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου" και εγώ πέθανα στο γέλιο γιατί ζήλεψες ρε χαζέ ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό.

Ψες μας ονειρεύτηκα..

Ήταν απόγευμα και πέρασα απ’ τη δουλειά για να σου φέρω καφέ. Λίγο πριν τη στροφή κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για να δω αν είμαι αρκετά όμορφη για σένα, έλυσα την κοτσίδα μου και άφησα τα μαλλιά μου κάτω και μέσα σε ένα λεπτό μεταμορφώθηκα στη γυναίκα που αγαπούσες. Σταμάτησα στο δρόμο και παρέμεινα στο αυτοκίνητο και εσύ με πλησίασες με αργά βήματα προσπαθώντας να το παίξεις ψύχραιμος και άνετος, αλλά δεν κατόρθωσες να συγκρατήσεις το χαμόγελο σου, ούτε εγώ το δικό μου. Φορούσες εκείνο το τυρκουάζ μπλουζάκι που φώτιζε τις θάλασσες γύρω από τα μάτια σου και ήσουν τόσο χαμογελαστός που έμοιαζες ακόμα με σκανδαλιάρικο πειραχτήρι των δεκαπέντε. Έσκυψες προς το μέρος μου ακουμπώντας το χέρι σου στο παράθυρο και ρώτησες «πώς γίνεται κάθε φορά που σε κοιτάζω να είσαι και πιο όμορφη;»  Εγώ σου απάντησα «ομορφαίνω μόνο γιατί με αγαπάς. Και όσο μ΄αγαπάς θα ομορφαίνω» Κράτησα για λίγο το χέρι σου σφικτά και ένοιωσα την αγάπη σου να μεταφέρεται από τα δάχτυλα σου σε όλο μου το είναι. Και τότε κατάλαβα πως αγάπη που γεννιέται στα ακροδάχτυλα κρατάει μια ζωή ! 

Ψες μας ονειρεύτηκα...

Ήταν 6 το απόγευμα και σε περίμενα να γυρίσεις στο σπίτι όπως κάθε απόγευμα και κάθε φορά χτυπούσε η καρδιά μου από αγωνία γιατί μια ώρα μακριά σου μου φαινόταν αιώνας. Και ήταν τόσο παράξενο αυτό το συναίσθημα, πέρασαν τόσα χρόνια που ήμασταν μαζί αλλά ήμουν πάντα τόσο τρελά ερωτευμένη μαζί σου, ήσουν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου και αυτόν τον έρωτα κανένας χρόνος δεν μπορούσε να τον σβήσει. Κι εσύ, όσο κουρασμένος κι αν ήσουν έμπαινες πάντα στο σπίτι χαμογελαστός και εγώ σε περίμενα με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού που περιμένει τον μπαμπά να γυρίσει με τα δώρα, μόνο που το δώρο μου ήταν η παρουσία σου. Στεκόμουν στην κουζίνα και μαγείρευα, άκουγα την πόρτα να ανοίγει και η καρδιά μου κάλπαζε άγρια, στεκόμουν με την πλάτη γυρισμένη, χωρίς να σου μιλήσω, χωρίς να σε κοιτάξω, περιμένοντας να με πλησιάσεις αργά, να με αγκαλιάσεις με το αριστερό χέρι από τη μέση, με το δεξί να χαϊδέψεις τα μαλλιά μου, να νιώσω πρώτα την ανάσα σου στο σβέρκο μου και μετά τα χείλη σου να με φιλούν απαλά. Και εγώ γυρνούσα προς το μέρος σου, σε αγκάλιαζα σφικτά, σε άκουγα να αφήνεις μια ανάσα ανακούφισης που γύρισες και πάλι σε μένα και μετά σε έδιωχνα ψευτοθυμωμένη για να με αφήσεις να τελειώσω το φαγητό. 

Ψες μας ονειρεύτηκα...

Ξημέρωνε και κοιμόσουν ήρεμος και γαλήνιος στο πλάι μου, εγώ ήμουν ξύπνια, σε χάιδευα στην πλάτη με τις άκρες των δαχτύλων μου, σου τραγουδούσα από μέσα μου τραγούδια και περίμενα να ξυπνήσεις. Και εσύ ξύπνησες, γύρισες το πρόσωπο σου προς το μέρος μου απότομα, λες και ήθελες να βεβαιωθείς ότι ήμουν εγώ πράγματι αυτή που κοιμόταν δίπλα σου, κούρνιασες για λίγο στο στήθος μου σαν μικρό αγοράκι και μετά με έκανες δική σου και πάλι χωρίς να ρωτήσεις αν θέλω, γιατί ήξερες ότι πάντα σε θέλω, κάθε φορά. Κάθε φορά με έκανες δική σου και ήταν κάθε φορά αθώα σαν την πρώτη φορά και απελπισμένη σαν τελευταία. Και εγώ σου ψιθύριζα «πες μου το» και τότε εσύ έσταζες στο κορμί μου «σ’ αγαπώ» και τα χρόνια περνούσαν μα εκείνο το γραμμένο με ιδρώτα «σ’ αγαπώ» λίγο πριν το τέλος, ήταν αυτό που κρατούσε τις ψυχές μας τόσο σφικτά δεμένες που δεν μπορούσε ποτέ κανένας χρόνος καμιά απόσταση και κανένας θάνατος να μας χωρίσει. 

Ψες μας ονειρεύτηκα....

Ήταν πρωί φθινοπώρου και σηκωθήκαμε ξημερώματα για να δούμε την ανατολή πάνω από τη θάλασσα, φτιάξαμε καφέ, πήραμε το αυτοκίνητο και οδηγήσαμε για να πάμε εκεί που συναντηθήκαμε πρώτη φορά. Κάτσαμε στο ίδιο πάπλωμα, με πήρες αγκαλιά, σκεπαστήκαμε με την ίδια κουβέρτα και μου ενώ μου περιέγραφες κρατώντας μου το χέρι το ψεσινό όνειρο σου εγώ κρυμμένη στην αγκαλιά σου προσποιούμουν ότι άκουγα τι έλεγες αλλά στην πραγματικότητα αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς σου και μετά σήκωσα το κεφάλι και σε κοίταξα και σκεφτόμουν ακόμα μια φορά πόσο περήφανη ήμουν για σένα. Μετά ρώτησες τι ονειρεύτηκα εγώ και σου απάντησα «ονειρευόμουν μια ζωή αυτή μόνο τη στιγμή που θα καθόμασταν και πάλι εδώ μαζί» Τότε μείναμε για λίγο αμίλητοι και κοιταζόμασταν πότε χαμογελαστοί και πότε με δάκρυα στα μάτια γιατί ήμουν η γυναίκα της ζωής σου και ήσουν ο άνδρας της ζωής μου και ξέραμε ότι ο μόνος παράδεισος είναι να είσαι με αυτόν που ανήκεις. 

Ψες μας ονειρεύτηκα... 

Όταν άνοιξα τα μάτια είχε μόλις χαράξει. Άπλωσα το χέρι ψάχνοντας σε, αλλά δεν βρισκόσουν δίπλα μου, μόνο στο κομοδίνο μια φωτογραφία σου μου χαμογελούσε γλυκά. Σηκώθηκα αργά και πήρα τηλέφωνο την κόρη μας.

«Έλα να με πάρεις στον πατέρα σου.»

Σε βρήκα καθισμένο στον μικρό κήπο με μια κουβέρτα απλωμένη στα πόδια για να μην κρυώνεις. Είσαι τόσο όμορφος ψυχή μου. Ήρθα και γονάτισα στα πόδια σου και άπλωσα τα χέρια μου στα δικά σου. Αρνήθηκες να με αγγίξεις, έστρεψες το βλέμμα σου αλλού, δε με θυμάσαι πια. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα αλλά συγκρατήθηκα. Θα στενοχωρηθείς αν με δεις να κλαίω.

«Τι λες να πάμε ένα περίπατο;» σε ρώτησα

«Που;» ανταποκρίθηκες με ενδιαφέρον

«Στη θάλασσα»

Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και είπα στην κόρη μας να φύγει και να επιστρέψει αργότερα να μας πάρει. Άπλωσα δίπλα στο κύμα το πάπλωμα, εκείνο το ίδιο πάπλωμα, σε έβαλα να κάτσεις και κάθισα δίπλα σου και σκέπασα και τα πόδια σου με την κουβέρτα, εκείνη την ίδια ροζ απαλή κουβέρτα. Γύρισες, με κοίταξες και άπλωσες το χέρι σου.

«Μου έλειψες θάλασσα μου» ψιθύρισες και με φίλησες …. 

«Με θυμήθηκες;» ρώτησα με μάτια γεμάτα δάκρυα

Σκούπισες τα μάτια μου με τα χέρια σου

«Σου το είπα αγάπη μου, κανένα ποτάμι δε θα θολώσει ποτέ αυτή τη θάλασσα»




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Mind games

  Του έστειλε μήνυμα στο κινητό μια φωτογραφία με το σβέρκο της σημαδεμένο, μελανιασμένο, ένα σημάδι όπως τότε, όπως αυτό που της έκανε εκεί...