Κατέβηκα κάτω να περπατήσω λίγο..
συνέβαινε κάποτε αυτό, να ήθελα πολύ να τον δω και να κατέβαινα κάτω να
περπατήσω λίγο και να παρακαλώ μέσα μου μήπως τον δω και όταν τον έβλεπα
χτυπούσε η καρδιά μου τόσο που νόμιζα θα σπάσει.
Πάνε μήνες τώρα που κόψαμε πια
κάθε επαφή, καθόλου μηνύματα, καθόλου τηλεφωνήματα. Και το αφήναμε απλά στην
τύχη, έτσι λέγαμε, ή στο μεγάλο και απέραντο σύμπαν, να κανόνιζε μια τυχαία
συνάντηση έστω για μια φορά κάθε ένα ή δύο μήνες , έτσι για να δούμε λίγο ο
ένας τον άλλο και να πάρουμε δύναμη για παρακάτω. Το είχαμε ανάγκη, πότε ο ένας
και πότε ο άλλος, πότε και οι δύο, όμως το σύμπαν πάντα συνωμοτούσε και έτσι κατέβαινα
κάτω να περπατήσω λίγο, και όταν περνούσα από το καφέ ήταν εκεί, ή με πετύχαινε
έξω από την τράπεζα η περνούσε και
εκείνος από εκεί και .. όταν βλεπόμασταν έρρεε όλος ο καταρράχτης συναισθημάτων
μέσα μας, το βλέμμα μου χανόταν μέσα στο δικό του, ήταν σαν να μην είχε περάσει
ούτε ένα λεπτό από την τελευταία φορά που βρισκόμασταν ξαπλωμένοι, γυμνοί πάνω στο
χαλί του σαλονιού, λυμένοι στα γέλια..
Σήμερα κατέβηκα να περπατήσω λίγο .. αλλά δεν ήθελα
να τον δω, τα μάτια μου ήταν βουρκωμένα και η πίκρα στεκόταν σαν ένας κόμπος στο
λαιμό μου που μπορούσα να τον καταπιώ. Τον είδα όμως, φαίνεται το σύμπαν τα κάνει
κάποτε μαντάρα και σου παρουσιάζει μπροστά σου αυτόν που δεν θέλεις να δεις,
ακριβώς επειδή αυτόν σκεφτόσουν, ακόμα κι αν αυτό που σκεφτόσουν ήταν ότι δε
θέλεις να τον δεις. Αυτό που φοβάσαι λένε, πάλι γίνεται. Και είναι η τύχη μια πόρνη που της αρέσει να δοκιμάζει
τις αντοχές σου.
Τον είδα στην αρχή από μακριά,
φορούσε φθαρμένο μπλε τζιν και το λευκό του φανελάκι (εκείνο που είχε πάντα
εκείνη την έντονη μυρωδιά του μαλακτικού που μισούσα) και ενώ περπατούσα δεν
ήμουν σίγουρη ότι ήταν πράγματι εκείνος μέχρι που πλησίασα περισσότερο και τον είδα
να σηκώνει ενώ μιλούσε τον δεξί του ώμο,
ένα χαρακτηριστικό τικ μοναδικό του. Είχε την πλάτη γυρισμένη και μιλούσε με τα
παιδιά στο καφέ, άκουγα τη φωνή του και να είναι το επίκεντρο της προσοχής,
όπως πάντα και όλοι γύρω τον άκουγαν σαν μαγεμένοι, όπως πάντα, όπως εγώ.
Συνέχισα να περπατώ…
Περίμενα να δω αν θα γυρίσει το
κεφάλι προς το μέρος μου και να φωνάξει το όνομα μου, όχι δεν ήλπιζα, περίμενα
μόνο, ευχόμουν και απευχόμουν μαζί, απλά
και μόνο για να του ρίξω στα μούτρα μια άρνηση που τόσο καιρό προετοίμαζα για
να του πω «βιάζομαι δεν μπορώ να μείνω». Δεν με είδε όμως, δε γύρισε. Τότε σκέφτηκα,
δε γίνεται θα με δει κάποιο από τα παιδιά στο καφέ, αυτοί είναι ακριβώς
απέναντι μου και αν με έβλεπαν θα του έλεγαν σίγουρα, κοίτα ποια περνά
και τότε εκείνος θα έστρεφε το κεφάλι προς το μέρος μου με ένα βλέμμα
ενθουσιασμού και τρόμου μαζί, και τότε αστραπιαία θα περνούσε από το μυαλό του
η σκέψη ότι τον είδα και δεν μπήκα να του μιλήσω, και θα με κοιτούσε με παράπονο
και σίγουρα θα με φώναζε με το όνομα μου, και αν με φώναζε με το όνομα μου θα
έλιωνε όλη μου η αντίσταση μονομιάς και θα πήγαινα με τρεμάμενα πόδια κοντά
του, θα στεκόμουν τριάντα εκατοστά δίπλα του, εκείνος θα με ρωτούσε αν ήθελα
καφέ και εγώ θα έλεγα όχι ευχαριστώ, και θα γύριζα την πλάτη για να φύγω, και
τότε σίγουρα εκείνος θα με ακολουθούσε, θα περπατούσαμε δίπλα στη γωνία, θα
καθόμασταν στον ραγισμένο τοίχο, θα έβαζε το χέρι του γύρω μου, και θα μου
έλεγε «ψυχή μου σ’ αγαπώ».
Kι εγώ, εγώ τον αγαπώ τόσο που να με
πάρει ο διάολος που καμιά φορά σκέφτομαι ότι είναι καλύτερα να σε καταδικάσουν
σε θάνατο παρά σε ανεκπλήρωτη αγάπη..
Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν
έγινε…
Συνέχισε απλά να μιλά μαζί τους και
κανένας δεν πρόσεξε ότι περνούσα έξω από το καφέ και συνέχισαν όλοι να τον
ακούνε με προσοχή και εγώ συνέχισα να περπατώ, μια αόρατη παρουσία, μόνο που η
καρδιά μου πήγαινε να σπάσει .
Σήμερα ήταν η μέρα ενός θλιβερού
θριάμβου, μιας παταγώδους επιτυχίας !!
Είδα τον έρωτα της ζωής μου, τον
άντρα που λάτρεψα όσο τίποτα άλλο και κατάφερα να οδηγήσω τα βήματα μου μακριά
του προσποιούμενη ότι δεν τον είδα.
Πρόσεξε, όχι τρέχοντας,
περπατώντας και αυτό είναι που κάνει όλη τη διαφορά γιατί όταν τρέχεις δείχνεις
φυγή, όταν όμως περπατάς, με αργό και σταθερό βήμα, δείχνεις αποφασιστικότητα
και αξιοπρέπεια και πραγματικά, σκέψου πόση δύναμη χρειάζεται να φεύγεις μακριά
από κάποιον που λατρεύεις και πόσο ασήκωτο είναι το κάθε βήμα. Τα κατάφερα όμως
και περπάτησα τα υπόλοιπα πέντε λεπτά με στητό το κορμί μου πάνω σε τρεμάμενα
πόδια και την καρδιά μου να γυρεύει τρύπα να πεταχτεί έξω από το σώμα μου.
Κάποτε, βασιζόμουν στο σύμπαν να
κάνει κάτι, να φέρει τις συγκυρίες και τα πράγματα έτσι ώστε να τον δω, να του
μιλήσω, να τον φιλήσω, να τον μυρίσω, να πάρω την δόση μου και να κάνω μεταβολή
και να φύγω κομματιασμένη.
Σήμερα έδωσα την προσωπική μου
μικρή μάχη μόνο που δε θεωρώ ότι κέρδισα, δεν κερδίζεις τίποτα όταν χάνεις
αυτόν που αγαπάς, ακόμα κι αν έχεις εσύ το κουράγιο να φύγεις, είναι ένα
παιχνίδι χαμένο από την πρώτη μέχρι την τελευταία παρτίδα, ένας θλιβερός
θρίαμβος που σου προκαλεί αναγούλα και απελπισία.
Όμως, είναι ένα βήμα..
Πέστε λοιπόν στο σύμπαν ότι
μπορεί να κάνει ότι θέλει, εγώ δε θέλω πια και ας γαμιέται..
Πέστε του ότι ένας άντρας μπορεί
να κάνει με τον πιο υπέροχο τρόπο έρωτα στο κορμί σου ακόμα και στο μυαλό σου
και όμως την ίδια στιγμή η δειλία του να σου βιάζει ολόκληρη την ουσία της
ύπαρξης σου. Και στην τελική καμιά γυναίκα δεν θέλει να της κάνει έρωτας ένας
άντρας, λιγότερο άντρας από την ίδια.
Πέστε του ότι υπήρχε μια
σημαντική διαφορά μεταξύ μας. Εκείνος ζούσε και ζει τη ζωή του αναθέτοντας σε
κάποια ανώτερη δύναμη, Θεό ή σύμπαν να διαμορφώσει τις συνθήκες, να οδηγήσει τα πράγματα εκεί όπου ήταν γραφτό να
οδηγηθούν. Ενώ εγώ, εγώ είμαι η θέληση, η μόνη συνθήκη και η μόνη δύναμη. Εγώ ζούσα και ζω τη ζωή
μου χωρίς να περιμένω κανέναν να δράσει για μένα.
Για μένα η εναπόθεση της ελπίδας σε
ανώτερες δυνάμεις ισοδυναμεί με απάθεια.
Και ακόμα και αν τύχαινε κάποια μέρα και η Θεία πρόνοια να μας έφερνε
μαζί και ερχόταν γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό να μου πει , «ορίστε ήρθα, είμαι
δικός σου, τώρα μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη» εγώ θα τον κοιτούσα με όλον
εκείνον τον συσσωρευμένο θυμό και πίκρα όλων αυτών των χρόνων και θα του
έλεγα. «Δε σε θέλω πια, εγώ δεν ήθελα να
έρθεις επειδή φάνηκες τυχερός και τα κατάφερες, εγώ ήθελα να έρθεις γιατί δεν
άντεχες χωρίς εμένα, δεν είχες άλλη επιλογή, και έπρεπε οπωσδήποτε να είμαστε
μαζί και είχες παλέψει για μας. Το κατά τύχη σου να το πάρεις και να το βάλεις
εκεί που ξέρεις.»
Και σε ρωτώ, πώς μπορώ να
συγχωρέσω κάποιον ενώ έλεγε ότι με
αγαπούσε όσο τίποτα άλλο , είχε το κουράγιο να ζει, να μιλά, να χαμογελά χωρίς εμένα;
Δε θα μπορούσα να τον συγχωρέσω
όπως δεν μπορεί να συγχωρέσει ένα παιδί τον γονιό του που έφυγε και το
εγκατέλειψε. Γιατί ήμουν κάτι περισσότερο από αίμα του και ήταν κάτι
περισσότερο από σάρκα μου !
Όχι δεν μπορώ, όπως δε μπορώ να
ζήσω τη ζωή μου χαρούμενη και αδιάφορα όπως τα κατάφερε εκείνος. Δεν θα καταλάβω
ποτέ πώς τα καταφέρνει.
m a y 2 0 1 7