Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Η ΖΩΗ

Η ζωή δεν είναι πρόβα. Η κάθε μέρα είναι πρεμιέρα.

Κυριακάτικες νοσταλγίες

Κυριακή μεσημέρι στο σινεμά Αττικόν για διπλή παράσταση μέχρι τις 6.
Ο πατέρας να μου βάζει την εφημερίδα μπροστά στα μάτια για να μη βλέπω τις επίμαχες σκηνές.
Η ζεστασιά της αίθουσας. Η μαγεία της μεγάλη οθόνης ....Τζειμς Μποντ, το νησί των θησαυρών και άλλα τόσα και τόσα που δεν θυμάμαι πια.  Να βγαίνεις από την αίθουσα και να είναι βράδυ και κρύο και ο πατέρας να σε αγκαλιάζει να μην κρυώνεις. Και μετά να σε παίρνει σπίτι και να σε αποχαιρετά με ένα φιλί, μέχρι την επόμενη Κυριακή.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

Και ξαφνικά, ενώ όλα βαίνουν καλώς και "εντός ελέγχου" κάτι συμβαίνει και απειλεί να διαταράξει την τόσο ήρεμη σου καθημερινότητα.
Ένας δικός σου άνθρωπος θα χαθεί σύντομα, μια μάνα, ένας πατέρας, ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Και τότε σοκάρεσαι, ξυπνάς στη διαπίστωση του θανάτου.
Ενός θανάτου που ο άνθρωπος αρνείται να δεχτεί.
Κανείς δε θα ζήσει για πάντα, και όμως όταν βλέπω τα παιδιά μου δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό. Νοιώθω το παρόν να είναι η αιωνιότητα μου. Δεν θέλω να το σκεφτώ διαφορετικά, όμως αυτό που θέλω εγώ δεν έχει καμιά σημασία.
Δε θα το φιλοσοφήσω περισσότερο ούτε θα πω τα τετριμμένα, ζήσε τη στιγμή και μαλακίες.
Λίγους μήνες πριν η κόρη μου έκλαιε λίγο πριν κοιμηθεί. "δε θέλω να πεθάνω μου είπε" και τότε κατάλαβα πόσο απογοητευτικό είναι για ένα παιδί  να διαπιστώνει μεγαλώνοντας ότι κάποια μέρα δε θα υπάρχει πια. Και τι θα πεις σε αυτό το παιδί, και τι θα πεις στον γονιό σου όταν έρθει η ώρα να φύγει και του κρατάς το χέρι, και βλέπει στα μάτια του το φόβο, ακριβώς τον ίδιο φόβο που ένοιωσε και το παιδί σου γιατί έρχεται το τέλος. Τι θα πεις σε αυτόν τον άνθρωπο; Τι;

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ

ΔΩΝ ΚΙΧΩΤΗΣ


1
Απόψε από τον πόνο η καρδιά μου δεν χτυπά
Τ΄ αστέρια το φεγγάρι τώρα έσβυσαν κι΄αυτά
Τον κόσμο αυτό βαρέθηκα και όλα τα στραβά
Μοναχικός στρατιώτης

……………..

Τους δράκους πολεμάω που χτυπούν από ψηλά
Με κούφια πανοπλία και με χάρτινα σπαθιά
Και τώρα πια στη μάχη, μια ελπίδα με κρατά
Στο πλάι μου ιππότης


R)
Έλα Δων Κιχώτη, μόνο εσύ μπορείς
Τέρατα και δράκους, στην πόλη αυτή να δεις
Έλα και πολέμα, μαζί μου μια φορά
Κι ας φαίνεται σαν ψέμα, τους βλέπω καθαρά


2)
Με έχουν γονατίσει και το δέρμα μου πονάνε
Και όλο μαύρη φλόγα απ΄το στόμα τους φυσάνε
Σπασμένη η πανοπλία και στάχτη τα σπαθιά
Μονάχα εσύ με σώζεις

………………………….


Τραγωδία ή κωμωδία τελικά ειν’ η ζωή
Για πες μου εσύ που είσαι,  στη ψυχή ένα παιδί
Πολέμησε μαζί μου και θα δικαιωθείς
Και ήρωας θα νοιώσεις


R)
Έλα και πολέμα, ακόμα μια φορά
Δως΄μου λίγη τρέλλα και δυο χρυσά φτερά
Κι΄απ΄την άγρια μάχη, σαν βγούμε νικητές
Θα χουν φύγει οι δράκοι, θ΄ανήκουνε στο χτες





Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΚΙ Η ΑΛΕΠΟΥ

PRINCE and FOX


1
The story of a young prince, not long ago I ver been told
His planet was so far away, the name I don’t recall
One day, on earth he landed, and met, a little fox



She asked him would you be my friend
But he had never heard such word
She took the boy in to her nest
They played and loughed, forgot the rest


R)
She said to him, I m gonna cry, when it’s time, for you to leave
But still your friend, I want to be, and have you in my dreams
When you ll be gone, and I am left alone, in those great big fields
Your golden hair, I’ ll be remembering, shining next to me


2)
The story ended sadly, the prince’s time run out
His friend the fox, was left behind, unhappy with no doubt
Each day, alone there crying, the poor, litlle fox




She asked him, tell me please my friend
Will you be coming back again
She asked but there was no reply
the prince had left without goodbye


R)
Now look at me, my tears won’t dry, and you’ re so far from me
But still you friend, I’ ll always be and have you in my dreams
Since you are gone, and I’ m all alone, in these empty fields
Your golden hair, are shining next to me, giving me hope to live.

Goodbye my prince, goodbye my prince, goodbye my prince, goodbye





ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΠΡΙΕΣ ΜΑΝΕΣ

Μάνα μου πέρασε γλήορα ο τζιαιρός, φεύκουν οι μέρες λες τζ΄είναι χελιδόνια
Μάνα μου ασπρίσαν τα όμορφα, τα μαύρα σου μαλλιά, άσπρα εγινήκαν σιόνια
Μα το χαμόγελο σου εν γερνά, τζιαι πιο γλυτζίν ένει θαρρώ, ώσπου περνούν τα χρόννια.

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ

When the chess game is over, the pawns, rooks, kings and queens all go back into the same box.

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ

Είσαι ερωτευμένη ;

Ερώτηση απλή, μα την απάντηση την είχα ξεχάσει από καιρό
Κι αν εσύ με οδήγησες στο σημείο αυτό, έλα τώρα βρες την απάντηση εσύ
Πάρε της καρδιάς μου το κλειδί και άνοιξε να μπεις
Δες τα σημάδια ένα ένα, αφού  εγώ αρνούμαι να τα δω
Ότι κάνεις να ναι κρυφά από μένα
κι αν το μυστικό μου  μάθεις , κράτα το για σένα σ' εκλιπαρώ

Είσαι ερωτευμένος ; ρωτάω κι εγώ

Ρώτα λοιπόν τον εαυτό σου κι εσύ
την απάντηση νομίζω εύκολα θα βρεις
αφουγκράσου τους χτύπους της καρδιάς σου, αν καλπάζουν και μόνο που θα την σκεφτείς
αν η αναπνοή σου κόβεται στον ήχο της δικής της φωνής
ρίξε και μια ματιά στην μέρα σου,  μέτρησε αν μπορείς 
κάθε πόσο η σκέψη σου τρέχει να βρεθεί κοντά της

Κι αν είναι ο έρωτας, όπως συνηθίζουν να λένε
να θέλω να σε δω 
να σε αγγίξω 
να βρεθώ κοντά σου
να αναπνέω την αναπνοή σου
και να ακούσω τη φωνή σου
να σκέφτομαι εσένα , εσένα , εσένα και όλα να είσαι Εσύ
θα σου φανεί υπερβολικό
μα τι άλλο θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας
από μια υπερβολή;

Αν όλα τα συμπτώματα σου θυμίζουν κάτι παλιό
κι αν θα το αποκαλούσες έρωτα, μιας και με ρώτησες
αν είναι έτσι
σε παρακαλώ άφησε με εμένα
καλύτερα να μην το ξέρω  και να μην το θυμηθώ

ή μήπως ο έρωτας ποτέ δεν ξεχνιέται; 



ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ 3

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΟΡΕΣΕ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ
(Αριστοτέλης Ωνάσης)

ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ 2

ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΤΩΡΑ ΓΙ΄ΑΥΤΟ ΑΝΑΤΡΕΧΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Η
ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ

ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΤΩΡΑ ΓΙ΄ΑΥΤΟ ΑΝΑΤΡΕΧΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Η
ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΒΙΟΛΕΤΙ

 ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ «ΒΙΟΛΕΤΙ»
Πάντα η πρώτη νύχτα σε ένα νέο σπίτι είναι μια παράξενη εμπειρία, με ανάμιχτα συναισθήματα. Ένα νέο σπίτι σηματοδοτεί συνήθως μια νέα αρχή ,ένα γάμο, ή ένα τέλος,  ένα χωρισμό. Η ιστορία μας έχει να κάνει με τη δεύτερη περίπτωση και την πρώτη νύχτα σε ένα μικρό διαμέρισμα, 75 τετραγωνικών.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και  καθισμένη στο ξεθωριασμένο δερμάτινο σαλόνι, προσπαθούσε να χαλαρώσει μετά από μια κουραστική πρώτη μέρα μετακόμισης, παρέα με ένα φλιτζάνι τσάι και ένα βιβλίο για παρέα.  Το παλιό βιτρώ φωτιστικό χρωμάτιζε τους τοίχους με μπλε , κόκκινες και κίτρινες αποχρώσεις και οι φλόγες δυο κεριών  στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι τρεμοπαίζανε σαν τις χάιδευε το νυχτερινό φθινοπωρινό αεράκι. Εγκατέλειψε τις προσπάθειες να διαβάσει αφού στάθηκε αδύνατον να συγκεντρωθεί, έκλεισε το βιβλίο και διπλώνοντας τα πόδια στο στήθος κουλουριάστηκε στη γωνιά του καναπέ, και ακούμπησε το κεφάλι της πλάι , κοιτάζοντας απέναντι το ανοικτό  παράθυρο που άνοιγε στη θάλασσα, που τώρα ήταν κρυμμένη από το πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου, ήταν ακόμη ζέστη αλλά τα βράδια ήταν δροσερά.
Δεν πέρασαν τέσσερα χρόνια από μια άλλη μετακόμιση , στο προηγούμενο της σπίτι , με τον άνδρα της τότε και την κόρη τους ,  σε ένα διώροφο τριάρι που το πέτυχαν σε πολύ καλή τιμή. Παραμονή  πρωτοχρονιάς πήραν τα κλειδιά και μέχρι το βράδυ είχαν ταχτοποιήσει τα περισσότερα πράγματα τους.  Παρά την κούραση τους αποφάσισαν να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο στην  πλατεία της πόλης,  όπου διοργανώθηκαν εκδηλώσεις με μουσική και βεγγαλικά. Ήταν γεμάτοι χαρά και ενθουσιασμό και αγκαλιασμένοι υποδέχτηκαν το νέο έτος 5,4,3,2,1 χρόνια πολλά . Έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε , ο νέος χρόνος  και το νέο σπίτι να τους έφερνε ακόμα ένα παιδάκι.
Η ευχή της δεν άργησε να πραγματοποιηθεί . Τον επόμενο κιόλας μήνα έμαθε τα καλά νέα, περίμεναν το δεύτερο τους παιδί. Η ευτυχία τους φαινόταν να ολοκληρώνεται. Το παιδί γεννήθηκε και το σπίτι γέμισε ζωή,  χαρές και συγκίνηση. Τα παιδιά είναι ευλογία λένε. Και αυτό το παιδί , δεν ήταν η εξαίρεση , ήταν πραγματική ευλογία και για τους τρεις , πατέρα, μητέρα και αδελφή. Μοναχοπαίδι η ίδια πάντα λάτρευε τα παιδιά και ονειρευόταν να αποχτήσει μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια, σαν αυτές στις αμερικάνικες ταινίες, ένα σπίτι με γρασίδι και ένα σκύλο.
Το σπίτι το βρήκαν εντελώς τυχαία , το πουλούσε ένα νεαρό ζευγάρι που μόλις είχαν χωρίσει. Στην αρχή δεν της άρεσε η ιδέα , της φάνηκε γρουσούζικο το γεγονός, ένοιωθε ότι θα έφερνε και σε αυτούς κακοτυχία , αλλά έδιωξε τις κακές τις σκέψεις στην άκρη του μυαλού της . Έτσι κι αλλιώς δεν είχαν την πολυτέλεια να ασχολούνται με προκαταλήψεις τη στιγμή που το σπίτι είχε όλα όσα ονειρεύονταν. Βρισκόταν σε μια ήσυχη  μακριά από μεγάλους δρόμους γειτονιά , είχε μια μεγάλη αυλή για να μπορούν να παίζουν τα παιδιά, οι γείτονες ήταν όλοι συμπαθητικοί και φαινομενικά όλα ήταν καλά. Ένα ωραίο οικοδόμημα και μια μεγάλη αυλή όμως δεν ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν την ευτυχία σε αυτή την οικογένεια.
Στην αρχή ήταν ενθουσιασμένοι με το σπίτι τους σαν παιδάκια που αγοράζουν μια νέα κούκλα, το φρόντιζαν, το καθάριζαν, κάθονταν στην αυλή τα απογεύματα να πιούν καφέ και το καμάρωναν . Έρχονταν οι συγγενείς και τους έκαναν το  τραπέζι τις Κυριακές και όλοι τους έδιναν συγχαρητήρια και τους εύχονταν για το νέο τους σπίτι. Οι χαρούμενες μέρες όμως δεν διήρκησαν πολύ, ο ενθουσιασμός άρχισε να ξεφουσκώνει σαν τρύπιο μπαλόνι και η πραγματικότητα τους προσγείωσε  απότομα. Ρουτίνα, κούραση, ένταση, συνεχείς καυγάδες, κουραστικές συζητήσεις, αποξένωση. Δε συμφωνούσαν σε τίποτα,  και τώρα με ένα μεγάλο σπίτι και πολύ μεγαλύτερο δάνειο και δύο μικρά παιδιά , δύσκολα τα έβγαζαν πέρα  Όσο αποφασισμένοι και αν ήταν να καταχτήσουν το όνειρο τους  η πράξη τους διέψευδε συνεχώς . Όταν ξεκίνησαν αυτή την πορεία υπήρχαν οι κοινοί στόχοι , υπήρχε η καλή πρόθεση. Τι ήταν αυτό που δεν υπήρχε πια λοιπόν ? Γιατί όλα φαίνονταν πια μάταια ? Γιατί δεν μπορούσαν να απολαύσουν όλα αυτά τα οποία βασανίστηκαν να φτιάξουν? Η ζωή τους πια έμοιαζε με αστείο , μια παράσταση με μαριονέτες.
Και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά και πολλές άκαρπες προσπάθειες να το σώσουν , το όνειρο είχε πια χαθεί, το σπίτι είχε πουληθεί σε κάποιο άλλο ζευγάρι που ίσως να είχε καλύτερη κατάληξη από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του.   
Ήταν βασανιστικό, η ζωή τους έμοιαζε με ένα καράβι που έβαλε πλώρη  για το πιο όμορφο ταξίδι και λίγο έξω απ’ το λιμάνι χτύπησε σε ξέρα και βυθίστηκε παρασύροντας στον πάτο όλες τους τις ελπίδες, αφήνοντας τους με ένα γιατί .   Πολλές φορές ευχήθηκε να υπήρχε ένα μαγικό βιβλίο με όλες τις απαντήσεις μέσα. Δεν υπήρχε όμως. Η ευτυχία δεν πουλιέται σε εγχειρίδια τσέπης. Και όταν αυτά που θεωρούσες δεδομένα ανατρέπονται αναγκάζεσαι ή να προσαρμοστείς ή  να αναθεωρήσεις τα αρχικά σου σχέδια  και μαζεύοντας όσο κουράγιο σου απέμεινε να ξαναρχίσεις από το μηδέν. Ξανά από το μηδέν λοιπόν.
Η μικρή της κόρη άρχισε να κλαίει αναστατωμένη, ο χώρος ήταν άγνωστος και η πρώτη νύχτα ήταν ακόμα πιο δύσκολη για τα παιδιά. Φρόντισε  να τους φτιάξει ένα αντίγραφο του παλιού τους δωματίου στο νέο σπίτι . Έτσι το έβαψε βιολετί όπως το παλιό και κρέμασε τις ίδιες χρωματιστές κουρτίνες, έβαλε τα κρεβάτια τους δίπλα – δίπλα όπως και πριν , τα αρκουδάκια,  τις  κούκλες και το γραφείο. Ίσως έτσι να είχαν μια ψευδαίσθηση ότι δεν άλλαξαν πολλά.
Κάτι στη ζωή τους όμως δεν θα ήταν ποτέ  το ίδιο πια , κάτι για το οποίο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο μπαμπάς  δεν θα κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Δεν θα έτρωγε μαζί  τους βραδινό ούτε θα ξεσήκωνε τους τόπους το πρωί με τα τραγούδια του. Θα ήταν βέβαια παρόν στη ζωή των παιδιών του , αλλά όχι στο διαμέρισμα αυτό. Αυτό το διαμέρισμα ήταν για αυτήν και τα παιδιά , και δεν θα κοιμόταν ποτέ εδώ, δε θα δειπνούσε ποτέ σε αυτή την κουζίνα , δεν θα καθόταν ποτέ σε αυτό το σαλόνι. Θα ήταν πλέον ένας πατέρας του Σαββατοκύριακου, των γιορτών και των διακοπών. Ένας πρώην σύζυγος για  αυτή και ένας μερικής απασχόλησης πατέρας για τα παιδιά του. Και αυτό ήταν που την πλήγωνε περισσότερο και έτρεμε στη σκέψη ότι κάποτε τα παιδιά θα είχαν τα δικά τους γιατί και αυτή θα χρεωνόταν με τις απαντήσεις.
Η μεγάλη ήταν πλέον δέκα χρονών και καταλάβαινε ,συνειδητοποίησε πολλά ίσως και πριν ακόμα τα συνειδητοποιήσουν οι ίδιοι της οι γονείς. Η μικρή δεν είχε  καταλάβει ακόμα τίποτα. Ίσως να νόμιζε ότι ο μπαμπάς δούλευε ως αργά και να περίμενε να τον δει το πρωί ή το επόμενο βράδυ. Και πώς θα έλεγε στο παιδί αυτό ότι ο μπαμπάς μένει τώρα αλλού ? Με ποια λογικά επιχειρήματα θα εξηγούσε σε ένα τρίχρονο το χωρισμό? Ότι από εδώ και πέρα τίποτα δεν θα είναι το ίδιο? Η μάνα πνιγμένη με ενοχές, χάιδεψε τα μαλλιά της μικρής της κόρης που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της και την κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια.
-Που είναι ο μπαμπάς?
-Δουλειά αγάπη μου.
-Μαμά, ήρθαμε διακοπές?
-Όχι , είναι το νέο μας σπίτι αυτό, αυτό θα είναι το δωμάτιο σου , δε σου αρέσει?
-Ναι, αλλά,
-Τι μωρό μου?
-Δεν μου διάβασες απόψε την Τριανταφυλλένη
-Να σου τη διαβάσω τώρα. Μια φορά και έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια , ένα δροσερό πρωινό του Απρίλη, σε έναν πανέμορφο κάμπο γεννήθηκε η μικρή μας Τριανταφυλένη…
Ήταν περασμένες μία όταν την πήρε επιτέλους ο ύπνος στο μονό της κρεβάτι. Ονειρεύτηκε μια ηλιόλουστη μέρα του Γενάρη , εκείνη νύφη και εκείνος να την περιμένει  στην είσοδο της εκκλησίας με μια ανθοδέσμη χαμογελαστός. Ονειρεύτηκε την αγκαλιά του και το ζεστό του φιλί, το κλάμα του έξω από το μαιευτήριο όταν γεννήθηκαν οι κόρες του. Ονειρεύτηκε την πρώτη τους νύχτα στο σπίτι τους τότε, που έκαναν έρωτα  σε ένα πάπλωμα που το άπλωσαν στο πάτωμα,  χωρίς να τους νοιάζει που δεν είχαν ακόμα προλάβει να συναρμολογήσουν το κρεβάτι.
Όταν ξύπνησε ήταν εφτά και τα παιδιά κοιμόντουσαν ακόμα , ήταν Κυριακή και από μακριά ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας που σήμαιναν τη λειτουργία. Αν και δεν είχε κοιμηθεί πολύ, ένοιωθε μια υπερδιέγερση και βιαζόταν να σηκωθεί , είχε πολλά να ταχτοποιήσει ακόμα , τα βιβλία ήταν ακόμα στα κιβώτια, έπρεπε να φυλάξει τις κατσαρόλες στην κουζίνα και τα ρούχα στα ντουλάπια, έπρεπε να κρεμάσει κάποιες φωτογραφίες στους γυμνούς τοίχους. Θυμήθηκε χωρίς να το θέλει το προηγούμενο σπίτι, που είχαν κρεμάσει στο σαλόνι τρεις φωτογραφίες του γάμου τους και  που  τώρα βρίσκονταν σε ένα κιβώτιο και αυτές μαζί με πολλά άλλα αναμνηστικά από την προηγούμενη ζωή και  που δεν της έκανε καρδιά να τα πετάξει.
Δεν ήθελε να τα πετάξει.  Φωτογραφίες, κάρτες, αναμνηστικά, όλα ήταν  μέρος μιας ζωής που έζησε και δεν ήθελε να διαγράψει, ούτε πετώντας τα , ούτε καίγοντας τα, όσο και αν την πονούσε να τα κρατά. Έτσι τα έκρυψε απλά σε ένα κιβώτιο , έτσι όπως παραμέριζε στην άκρη του μυαλού όλα εκείνα που της θύμιζαν , όλα εκείνα που έζησε και τώρα πια δεν υπήρχαν. Είναι κάπως αστείο ίσως και λίγο τραγικό , το πώς η μνήμη με τον πιο παράξενο τρόπο  ,  έρχεται στις πιο απίθανες στιγμές και παίζει μπροστά στα μάτια σου  σαν παλιά ασπρόμαυρη ταινία, μόνο τις χαρούμενες σκηνές. Ίσως για  να σε πονέσει ακόμα περισσότερο, ίσως και για να σε κάνει να αναλογιστείς για ακόμα μια φορά αν ήταν όντως σωστή η απόφαση που πήρες. Και ποια είναι τελικά η σωστή απόφαση? Αυτή που θα πονέσει λιγότερο ? Αυτή που θα έχει τις λιγότερο δυσάρεστες συνέπειες? Και τότε , γιατί αφού πήρε την «σωστή»  απόφαση  πονούσε τόσο πολύ ακόμα?
Το κουδούνι χτύπησε , επαναφέροντας την στην πραγματικότητα, ήξερε ότι ήταν  εκείνος πριν καν ανοίξει την πόρτα, τον ένοιωσε , ίσως και να τον περίμενε. Η χλωμή ταλαιπωρημένη όψη του φανέρωνε ότι ούτε ο ίδιος είχε κοιμηθεί καλά.
- Καλημέρα
- Καλημέρα
-Συγνώμη που σε ενοχλώ τόσο πρωί , αλλά …..
-Δεν πειράζει , πέρασε , μόλις ετοιμαζόμουν να φτιάξω καφέ, θες ?
-Ναι, ευχαριστώ…..
Έκατσαν στο τραπέζι της κουζίνας απέναντι, αμίλητοι για αρκετή ώρα, να  αναρωτιούνται και οι δύο πώς έφθασαν τα πράγματα ως εδώ . Της κράτησε για λίγο το χέρι, όπως παλιά. Τώρα πια δεν υπήρχαν καυγάδες και αντιμαχίες, τώρα πια δεν υπήρχαν διαφωνίες, μόνο δύο άνθρωποι που κάποτε ξεκίνησαν ένα ταξίδι μαζί και είδαν το καράβι τους να βουλιάζει λίγο έξω απ’ το λιμάνι. Δύο παίχτες σε ένα παιχνίδι από το οποίο βγήκαν δύο χαμένοι και κανένας νικητής. Ο καφές τελείωσε από τα φλιτζάνια και η σιωπή πονούσε περισσότερο, όταν μίλησε πρώτος εκείνος.
-         Μου λείπουν τα παιδιά
-         Το ξέρω
-         Και εσύ μου λείπεις
-         Το ξέρω
-         Σε αγαπώ ακόμα
-         Το ξέρω
-         Εσύ?
-         Λυπάμαι, πια δεν ξέρω.
Δεν περίμενε μια διαφορετική απάντηση, αλλά και πάλι είχε μια αμυδρή ελπίδα έστω και αυτή την ύστατη ώρα να αλλάξει κάτι. Μάζεψε όση αξιοπρέπεια του έμεινε και έφυγε , δεν είχαν τίποτα άλλο να πουν.
Έκλεισε πίσω του την πόρτα , μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις της για να μην τον αγκαλιάσει, αφού ήξερε ότι μετά θα το μετάνιωνε εάν  υπέκυπτε ξανά στα συναισθήματα της. Τα μάτια της βούρκωσαν. Μακάρι να μπορούσε να του πει ότι της έλειπε, πόσο θα προτιμούσε να βλέπει τις φωτογραφίες του γάμου πάνω στον τοίχο του σαλονιού και όχι στοιβαγμένες σε ένα κιβώτιο , ότι πεθύμησε να τον ακούει να τραγουδά τα πρωινά, μακάρι να μπορούσε ακόμα και να του πει πως τον αγαπά. Ήταν όμως πολύ αργά. Το παρελθόν της απέδειξε ότι η ζωή μαζί με αυτόν τον άνθρωπο ήταν ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί και δεν μπορούσε  πλέον να ακροβατεί.
Σκούπισε τα μάτια, μάζεψε τα φλιτζάνια του καφέ και άνοιξε τα παράθυρα να μπει η δροσιά και το φως της νέας μέρας που μόλις ξυπνούσε, αγνάντεψε από το παράθυρο τη θάλασσα που ήταν σκεπασμένη με ένα λευκό πέπλο ομίχλης. Χαμογέλασε , ήξερε ότι θα ξαναβούρκωναν πολλές φορές τα μάτια της , αλλά μπορούσε ακόμα να χαμογελάει και αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Φόρεσε  την γαλάζια ποδιά της και ανασκουμπώθηκε με αποφασιστικότητα. Είχε να ταχτοποιήσει το νέο της σπίτι , που τώρα πια ήταν ένα δυάρι των 75 τετραγωνικών και σήμερα είχε πάρα πολλά να κάνει.

















ΜΑΣΚΕΣ

ΜΑΣΚΕΣ

Στον γυάλινο καθρέφτη το πρόσωπο μου βλέπω
Θυμωμένα κοιτάζουν τα μάτια, με τρομάζουν
Ζαλίστηκα και πέταξε για λίγο η ψυχή μου
Σ΄ωκεανούς και θάλασσες ταξίδεψε για λίγο

Στα μακρινά τα πέλαγα, κι’ άλλες ψυχές συνάντησε
Ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να μείνουνε στο λίγο
και δυο φτερούγες έβγαλαν πετώντας πιο ψηλά
Γιατί στη γη δεν άντεξαν το χώμα να τους καίει

Θαρρείς ψηλά στα ουράνια, όλοι αγγέλοι μοιάζουνε
Ποτέ δε σ΄ ακουμπάει,  ο πόνος κι΄η ασχήμια
Και πίσω δεν γυρίζεις πια, μα πιο ψηλά πετάς
Γιατί τη γη ρημάξανε, άνθρωποι αγρίμια

Δε θα μπορέσω στη σκιά, ποτέ μου εγώ να ζήσω
Γιατί η καρδιά χρόννια ζητά, στο φως να λυτρωθεί
Στο έργο αυτό δεν παίζω πια, φτασμένοι ηθοποιοί
Μα εσείς το ρόλο σας καλά , φροντίσατε να παίξετε

Το πρόσωπο μου τώρα, κοιτάζω και μ΄αρέσει
Γιατί από πάνω η μάσκα για πάντα έχει πέσει
Δυστυχισμένοι θά στε στην όμορφη σας πλάνη
Κορώνες στολισμένες φορώντας στο κεφάλι









Ο ΧΡΥΣΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ - ΚΥΠΡΙΩΤΙΚΟ ΣΚΕΤΣ - ΜΕΤΑΔΟΘΗΚΕ 10/2009

ΜΑΡΙΝΑ ΣΑΒΕΡΙΑΔΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ - WRITER: ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΧΡΥΣΑΦΗ

ΜΑΡΙΝΑ ΣΑΒΕΡΙΑΔΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ - WRITER: ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΧΡΥΣΑΦΗ: "ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ – ΧΡΥΣΑΦΗ Περπατούσα για ώρα όλο παραλία, περνώντας δίπλα από σκοινιές, σπαλαθκιές και αγριοκυκλάμινα. Το μάτι μου δε να ..."

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

"ΤΙΤΛΟΣ: Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ http://marinasaveriadouwriter.blogspot.com/2010/11/blog-post_05.html

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΧΡΥΣΑΦΗ

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ – ΧΡΥΣΑΦΗ

Περπατούσα για ώρα όλο παραλία, περνώντας δίπλα από σκοινιές, σπαλαθκιές και αγριοκυκλάμινα. Το μάτι μου δε να μη χορταίνει τις ανεπανάληπτες ομορφιές της περιοχής.

Δεξιά μου η γαλάζια θάλασσα, με το κύμα να χαιδεύει απαλά την άμμο. Αριστερά μου η οροσειρά του Πενταδακτύλου, με τα πεύκα του και στο βάθος μπροστά η πολυφίλητη Κερύνεια μας.

Ο Αυγουστιάτικος ήλιος κόντευε στη δύση του και θυμόμουνα με νοσταλγία πόσες φορές καθόμουνα σε κάποιον βράχο δίπλα στο κύμα περιμένοντας τον ήλιο να βουτήξει πέρα μακριά πίσω από τη θάλασσα.

Πως πέρασαν άραγε τρεις ολόκληρες δεκαετίες στην προσφυγιά;

Που καιρός που πηδούσα σ΄αυτούς εδώ τους βράχους σαν αγριοκάτσικο;

Τα άψυχα ο χρόνος δεν τα έχει αγγίξει , εμείς όμως γεράσαμε, βαρύναμε. Όσον δε για τους παλαιότερους «αιωνία τους η μνήμη».

Ξαφνικά εκεί που τα σκεφτόμουνα όλα αυτά, άκουσα πάνω στο ύψωμα πίσω από κάτι καλαμιές, ομιλίες , μια γυναικεία και μια αντρική και μάλιστα στα Ελληνικά. Πλησίασα περισσότερο, τους χαιρέτησα και τους ρώτησα από που είναι. Ο νεαρός μου έδειξε με το χέρι του πάνω από στο βουνό το χωριό Άγιος Αμβρόσιος, που τα πρώτα σπίτια του μόλις και φαινόντουσαν ανάμεσα στα δέντρα. Η κοπέλλα μου είπε πως είναι από τη Λευκωσία, όμως οι γονείς της είναι από τη Λάπηθο. Όταν τους είπα πως η γιαγιά μου ήταν από τον Άγιο Αμβρόσιο και πως ήξερα πολύ καλά εδώ τις περιοχές, ο νεαρός γύρισε και μου είπε:

«εδώ που βρισκόμαστε είναι το χωράφι του παππού μου, του Χρυσάφη και σκοπεύουμε να περάσουμε το βράδυ εδώ, έχουμε φέρει και κουβέρτες. Το υποσχέθηκα εξ΄άλλου στον παππού λίγο πριν πεθάνει. Τι λες και συ; »  με ρώτησε.

«πράγματι» του είπα «αυτό εδώ είναι το χωράφι του παππού σου και εκεί που είναι τώρα τα χαλάσματα ήταν το σπιτάκι που είχε τα εργαλεία του. Όμως αν θα κοιμηθείτε εδώ το βράδυ, καλύτερα πηγαίνετε και στρώστε κάτω από εκείνη τη χαρουπιά, ώστε το βράδυ να μην μουσκέψετε από το αγιάζι και το πρωί να μην σας ξυπνήσουν οι αχτίδες του ήλιου.»

«Καλά λέει ο κύριος» είπε η νεαρή χαμογελώντας, «Δεν μένεις να μας κάνεις παρέα;»

«όχι» της είπα «εξάλλου, θα έχετε πολλά να πείτε οι δυο σας»

Τους αποχαιρέτησα και έφυγα. Λίγο πιο κάτω χαμογέλασα στη σκέψη πως το χωράφι του Χρυσάφη ήταν πιο πάνω, πίσω από το δρόμο. Όμως, τι πειράζει; Με ικανοποιούσε αφάνταστα το γεγονός πως ο εγγονός του Χρυσάφη διεκδικούσε αυτό που δικαιωματικά του ανήκε. «Τη γη των προγόνων του.»
ΡΟΜΠΕΡΤΟΣ ΣΑΒΕΡΙΑΔΗΣ

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ




ΤΙΤΛΟΣ:  Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ  ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΤΟ Θεατρικό μου "Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ" έλαβε μέρος σε διαγωνισμό του ΡΙΚ και μεταθόθηκε τον Ιούλιο του 2010

Μεταξύ άλλων έλαβαν μέρος
Νεοκλής Νεοκλέους, βασιλιάς
Ανδρέας Μουσουλιώτης 
Έλλη Κυριακίδου, μάγισσα της Κηρύνειας και άλλοι


Πρόσωπα

Μιχαήλ (Βασιλιάς - το βασίλειο βρίσκεται στη Λήδρα- Λευκωσία -Κύπρος) Νεοκλής Νεοκλέους

Ελένη (βασίλισσα)

Δράκος (Αντώνης Λαπηθιώτης)

Αφροδίτη

Μπαιμπάρς

Σαλίνα

Ιερέας (Αντρέας Μουσουλιώτης)

Mάγισσα (Έλλη Κυριακίδου) 


Εισαγωγικό σημείωμα

Το έργο διαδραματίζεται στη Μεσαιωνική Κύπρο και συγκεκριμένα το 1271. Τη συγκεκριμένη χρονιά βασιλιάς της Κύπρου ήταν ο Ούγος Γ. Ο Ούγος Γ΄της Κύπρου κέρδισε και το θρόνο των Ιεροσολύμων, προβάλλοντας τον εαυτό του ως νόμιμο κληρονόμο, εξ΄ου και ο τίτλος του έργου. Ο βασιλιάς στο έργο είναι ο Μιχαήλ, ένας βασιλιάς που βασίζεται τόσο στον Ούγο Γ΄ όσο και στη φαντασία του συγγραφέα.

Πλοκή

Ο κακός του έργου, ο Δράκος, κλέβει τη βασίλισσα και ο βασιλιάς ξεκινά τη δική του Οδύσσεια για να πάρει τη βασίλισσα του πίσω. Περνάει διάφορες περιπέτειες οι οποίες βασίζονται άλλοτε στο μύθο και την παράδοση του τόπου και άλλοτε σε ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. (όπως το κεφάλαιο με τον Σουλτάνο της Αιγύπτου Μπαιμπάρς που πραγματικά επιτέθηκε στην Κύπρο το 1271 και τη σταυροφορία των παιδιών, όπως τη διηγείται ο ιερέας στο βασιλιά).








ΣΚΗΝΗ 1Η

Βασιλιάς : Ελένη ! Ήρθα Ρήγαινα μου. Έφερα και την πέρδικα, όπως διέταξε η
                 αφεντιά σου. Φάνηκα τυχερός, την πέτυχα με την πρώτη, δεν
                 πρόλαβα καλά καλά να μπω στο δάσος. Την έδωσα κιόλας στον μάγειρα να
                 στην φτιάξει με το κρασί, όπως σ΄αρέσει.
                 Σου έλειψα καθόλου; Ξέρω, δυο ώρες πέρασαν μα εμένα μου φάνηκαν αιώνας.  
                 Γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, το άτι μου κόντεψε να ξεψυχήσει απ΄το
                 πολύ τρέξιμο. Το ξέρεις δεν αντέχω και πολύ μακριά σου.
                 Μα, γιατί δεν απαντάς καλή μου; Ελένη;
                 Μήπως κοιμάται η βασίλισσα μου και εγώ φλυαρώ σαν χαζός;
                 Μα, αυτή λείπει. Που είναι η Ρήγαινα ; Φρουροί ; Μα που χάθηκαν όλοι;

Δράκος:   Μην κουράζεσαι Μιχαήλ, κανείς δε σε ακούει.

Βασιλιάς: Εσύ τρισκατάρατε δράκε, εσύ;

Δράκος:   Εγώ! Ω, μεγάλη μου τιμή που η μεγαλειότητα σας, Βασιλιάς Μιχαήλ Λήδρας,   
                 πάσης Κύπρου και Ιερουσαλήμ, θυμάται εμένα, τον καταφρονημένο και
                 ξεπεσμένο Δράκο.  Τα συγχαρητήρια μου για την καλή σας μνήμη. Την
                 τελευταία φορά που σε συνάντησα δεν ήσουν παρά ένα μυξιάρικο αγοράκι.
               
Βασιλιάς: Πως θα μπορούσα ποτέ να σε ξεχάσω; Δεν έφερες παρά μόνον  συμφορά και
                 πόνο σ΄αυτόν τον τόπο. Μπορεί να ήμουν όπως λες ένα μυξιάρικο αγοράκι
                 τότε αλλά θυμάμαι πολύ καλά την τελευταία φορά που ήσουν εδώ. Τότε που ο
                 ίδιος ο πατέρας μου θα σε σκότωνε επιτέλους, αν δεν λυπόταν τα κροκοδείλια
                δάκρυα σου και τις ψεύτικες σου υποσχέσεις.  Θυμάμαι πολύ  καλά ότι εσύ ο
                ίδιος ορκίστηκες , ότι δεν θα ξαναπατούσες  τη γη μας.

Δράκος:    Όρκος που δε με δεσμεύει πια αφού ο πατέρας σου είναι νεκρός. Τι
                 έχω να φοβάμαι από τον πεθαμένο;

Βασιλιάς : Να φοβάσαι τότε τους ζωντανούς. Και το σπαθί μου που εδώ και ώρα
                 προκαλείς.
                 Κι εγώ, να ξέρεις Δράκε,  δεν είμαι τόσο φιλεύσπλαχνος όσο πατέρας μου.

Δράκος :  Βάλε χαλινάρι στην οργή σου Μιχαήλ και δεν ξημέρωσε ακόμα  η μέρα
                που θα πεθάνω από ανθρώπου χέρι.  Λογαριάζω κάτι αιώνες ακόμα να ζήσω.

Βασιλιάς  Αφού λογαριάζεις αιώνες να ζήσεις, γιατί ανοίγεις παρτίδες με το θάνατο;
                 Ή θαρρείς πως έχεις να κάνεις πάλι με εκείνο το μυξιάρικο που θυμάσαι ;

Δράκος   Χα, χα. Ξέρω πως είσαι θαρραλέος και χωρίς δισταγμό ρίχνεσαι στη μάχη.   
               Έχω μάθει τα αμέτρητα κατορθώματα σου, αλλά σκέψου το καλύτερα και με το
               Δράκο μην τα βάζεις, δε θα σου βγει σε καλό.

Βασιλιάς: Τι θες να πεις οχιά ;


Δράκος  Πραγματικά  ωραιότατο το βασιλικό υπνοδωμάτιο Μιχαήλ. Με τις πορφυρές
              βελούδινες κουρτίνες του, πέτρινα τζάκια, το στόλισες με περίσσιο γούστο. Και
              τι ωραίο το ψηλό σου κρεβάτι από ξύλο καρυδιάς με τα μεταξωτά σεντόνια.  
              Μόνο που τώρα μόνος σου θα κοιμάσαι στα σεντόνια σου, αφού αυτή θα λείπει.

Βασιλιάς Τι λες καταραμένο πλάσμα ; Για τη γυναίκα μου μιλάς ; Την Ελένη ;

Δράκος: Εκείνη. (αναστενάζει)  Την πρωτοείδα ένα βράδυ που πετούσα έξω από               
              το παράθυρο σας και κοιμόταν τόσο γαλήνια. Εκείνη την βραδιά, είχα τόσο
              μίσος μέσα μου και έψαχνα να βρω έναν τρόπο να σου κάνω κακό. Και τότε η
              ματιά μου, ευλογημένη ώρα, έπεσε πάνω σ΄αυτό το αιθέριο πλάσμα. Την χάιδευε
             το σεληνόφως και τα ολόμαυρα της μαλλιά κυμάτιζαν στο λευκό της μαξιλάρι.
             Η μορφή της,  έκανε την καρδιά μου  να πονέσει για πρώτη φορά από έρωτα.
             Ξέχασα τα πάντα, παρελθόν και μέλλον. Υπήρχε μόνο αυτή.

Βασιλιάς: Μήπως όλα αυτά είναι ένα κακόγουστο αστείο, ένας εφιάλτης ;
                Μήπως προσπαθείς να με φαρμακώσεις με τα πονηρά σου λόγια ;
                Ομολογείς πως τόλμησες και σήκωσες τα μάτια σου στη δική μου Ελένη ;

Δράκος: Πάψε να λες ξανά και ξανά  τ’ όνομα της, πονάω και μόνο που σ΄ακούω να το
              λες. Αρκετά με καθυστέρησες με τις κουβέντες Ρήγα,  εγώ είπα αυτά που είχα
              να πω. Ώρα να φεύγω, να πάω να τη βρω.

Βασιλιάς  Στάσου  Δράκε να χαρείς. Αν έχεις έστω μια στάλα καλοσύνης πες μου.
                      Την πήρες αλήθεια μακριά ή με τον πόνο μου παίζεις;

Δράκος: Στ΄αλήθεια την πήρα. Και με λαχτάρα περίμενα να γυρίσεις, ο ίδιος να στο πω.

Βασιλιάς Έτσι παίρνεις τελικά την εκδίκηση σου;

Δράκος  Και είναι τόσο γλυκιά όσο ποτέ δεν το φανταζόμουν. Να βλέπω επιτέλους τον
               μεγαλοπρεπή βασιλιά να κάθεται στο θρόνο μόνος , χάχα.(γελά ειρωνικά)

Βασιλιάς  Τι να τον κάνω το θρόνο αφού μου άρπαξες ότι αγαπώ περισσότερο;

Δράκος : Κι εγώ την αγαπώ. Και τη θέλω δική μου.

Βασιλιάς  Πως τολμάς;  Εσύ, που ούτε η κόλαση δε θα σε έπαιρνε για σύντροφο ; Μιλάς
                 για αγάπη ; Μιλάς για τη γυναίκα μου, τη βασίλισσα μου ; Κοίταξε εκεί
                 απέναντι, κρεμασμένα στον τοίχο, μέσα στο ξύλινο κουτί. Βλέπεις τα
                στέφανα του γάμου μας ; Φτιαγμένα από αμάραντη ελιά, ευλογημένα απ΄το Θεό.

Δράκος : Τα βλέπω, μα τι φαντάστηκες; Ότι Εκείνος θα έρθει να στη φέρει τώρα πίσω ;

Βασιλιάς: Βλάσφημε, κεραυνός θα πέσει να σε κάψει. Κανείς δεν χωρίζει αυτούς που
                 ενώθηκαν ενώπιον Του. Μόνον ο Θάνατος.

Δράκος:    Ας είναι ο θάνατος που θα σας χωρίσει λοιπόν αν αυτό είναι το θέλημα Του.
                 Μια κίνηση μου μόνο είναι αρκετή.

Βασιλιάς: Ούτε κι εμένα είναι η μέρα που θα τρέξει σταγόνα απ΄το αίμα μου Δράκε. Δεν
                 είσαι άξιος να πάρεις καμιά ψυχή από το βασιλικό γένος, ποτέ δεν ήσουν.

Δράκος:    Ας είναι λοιπόν. Σε αφήνω να πεθάνεις σιγά σιγά από τη θλίψη. Καλύτερα έτσι.
                 Θα είμαι  διπλά χαρούμενος. Μια που θα έχω εκείνη και μια που θα σκέφτομαι
                 το πόσο υποφέρεις.

Βασιλιάς:  Γελιέσαι αν νομίζεις ότι θα έχεις ποτέ εκείνη. Όχι όσο αγαπά εμένα. Σ΄ εμένα
                 ανήκει και το ξέρεις. Εμένα διάλεξε, εμένα παντρεύτηκε, σ΄ εμένα έδωσε σώμα
                 και ψυχή. Τον δικό μου γιο θα γεννήσει. Εσύ Δράκε, δε θα την έχεις ποτέ.

Δράκε : Πάψε.

Βασιλιάς : Πονά η αλήθεια; Άκου λοιπόν, θα κινήσω γη και ουρανό για να την πάρω πίσω.

Δράκος: (γελάει) Να την πάρεις πίσω ; (γελάει) Πόσο ανόητος είσαι Μιχαήλ.
                Είναι πολύ ψηλά η Ρήγαινα για να τη φτάσεις.

Βασιλιάς : Η αγάπη θα μου δώσει φτερά και θα πετάξω κοντά της. Φρόντισε μόνο να ναι
                 καλά όταν την βρω.                    
                 
Δράκος:   Δεν θα άφηνα ποτέ να πάθει κακό, έχω φροντίσει και γι΄αυτό. 

Βασιλιάς  Την έχεις φυλακίσει αχρείε. Σε κλουβί, σαν πουλί με κομμένα φτερά. Κι
                 ύστερα μιλάς για αγάπη. Αν την αγαπούσες θα την άφηνες να  φύγει.

Δράκος     Αυτό δε θα γίνει ποτέ. ( φεύγει πετώντας)

Βασιλιάς : Θα τη βρω, όπου κι αν  την έχεις κρύψει. Και στα πέρατα του κόσμου θα πάω,
                  αλλά θα τη βρω και τότε, θα τελειώσω εκείνο ξεκίνησε ο πατέρας μου.

ΣΚΗΝΗ 2Η       (ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ)

Βασίλισσα: (με απαλή φωνή) Μιχαήλ..άκουσε με βασιλιά μου.

Βασιλιάς     Ελένη, εσύ; Είσαι αλήθεια εδώ ή ονειρεύομαι;

Βασίλισσα   Όνειρο είναι αγαπημένε. Αλλά απ΄αυτά που δεν πρέπει να σβήσει το πρώτο
                   φως της αυγής. Άκουσε με προσεχτικά.

Βασιλιάς: Ελένη, δεν το πιστεύω. Έχασα κάθε ελπίδα ότι θα σε ξαναδώ. Ρώτησα παντού
                 κανείς δεν ήξερε να μου πει που σ΄έχει φυλακισμένη ο δράκος.

Βασίλισσα  Μιχαήλ, σε παρακαλώ άκουσε με, δεν έχω πολύ χρόνο. Δεν ξεφεύγω από τη 
                    ματιά του δράκου ούτε στα όνειρα μου, ακόμα και αυτά έχει φυλακίσει.

Βασιλιάς   Μη μιλάς έτσι. Καταριέμαι τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να σε βρω ακόμα.
                  Που είσαι; Που σε έχει κρύψει ; Πες μου, βοήθησε με να σε βρω.

Βασίλισσα Δεν ξέρω που είμαι αγαπημένε μου, ο καταραμένος σε σκοτεινή φυλακή με
                  έχει κλείσει. Μόνο ένα τραγούδι τραγουδά σαν στέκεται φύλακας απ΄έξω. Θα
                  στα πω κι ας δώσει ο Θεός τα λόγια του να σημαίνουν κάτι. Πάρε μελάνι και
                  φτερό αγαπημένε και γράψε τα λόγια του όπως θα σου τα πω:

«ΒΟΥΝΟ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΚΟΡΥΦΕΣ, ΔΑΧΤΥΛΑ ΠΕΝΤΕ ΕΧΩ
ΚΟΥΤΙ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΚΛΕΙΔΩΝΙΕΣ ΤΗ ΡΗΓΑΙΝΑ ΠΡΟΣΕΧΩ

ΣΤΟ ΜΑΡΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΟ, ΜΑ Τ΄ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑ
ΕΧΕΙ Η ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΘΕΑ, ΜΕΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΦΙΔΙΑ

ΣΤΗΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ, ΣΕ ΑΙΜΑ ΒΟΥΤΗΓΜΕΝΟ
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΕΧΕΙ  Τ΄ ΑΡΓΥΡΟ, ΣΕ ΘΕΛΕΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟ

ΣΤΟ ΚΙΤΙΟΝ ΤΟ ΜΠΡΟΥΤΖΙΝΟ, ΣΕ ΑΓΙΟΥ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ
ΝΑ ΤΟ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ, ΜΟΝΟ ΠΑΡΘΕΝΑ ΚΟΡΗ

ΙΠΠΟΤΗΣ ΦΥΛΑΕΙ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, ΣΕ ΞΥΛΟ ΣΚΑΛΙΣΤΟ
ΣΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ, ΜΕ ΣΗΜΑ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ

ΤΗΣ ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟ ΠΡΟΛΕΓΕΙ
ΚΛΕΙΔΙ ΚΡΑΤΑ ΑΠΟ ΧΑΛΚΟ ΚΑΙ ΡΗΓΑ ΕΠΙΛΕΓΕΙ»

Βασίλισσα  Το έγραψες Μιχαήλ?

Βασιλιάς Το έγραψα Ρήγαινα μου, μοιάζει με αίνιγμα που κρύβει μεγάλο μυστικό.
                Θα προσπαθήσω να βρω την απάντηση και να΄ρθω να σε πάρω πίσω.
                Μα, που πας,  γιατί βιάζεσαι να φύγεις ; Είναι σκοτάδι ακόμα.

Βασίλισσα Δεν μπορώ να μείνω άλλο αγαπημένε μου, ο δράκος με παρακολουθεί.

Βασιλιάς Ελένη! Μη φεύγεις, πες μου μόνο ακόμα κάτι, ζει ο γιος μας; Είναι καλά;

Βασίλισσα  Κάθε μέρα με κλωτσάει, δυνατά όπως και πριν, μα του λείπει το άγγιγμα σου.
                   Αν κρατιέμαι ακόμα στη ζωή σε αυτό το ανήλιαγο μπουντρούμι είναι εκείνον
                   και για εσένα αγάπη μου. Έλα γρήγορα να μας πάρεις, δεν ξέρω πόσο                    
                  θ΄αντέξουμε ακόμα. Ξύπνα τώρα βασιλιά, ξύπνα και τρέξε να μας βρεις…

Βασιλιάς: Ελένη, Ελένη, μη φεύγεις, μείνε κοντά μου αγάπη μου.  (παύση)
                 Μα τι έγινε ; Ονειρευόμουν;
                 Μα τι είναι αυτό γραμμένο στο χαρτί;
                       Θεέ μου, είναι αλήθεια λοιπόν, ήρθε πραγματικά στον ύπνο μου.
                 Να το, και το αίνιγμα εδώ, όπως μου το είπε.
                 Θα το λύσω το αίνιγμα και θα σε βρω Ρήγαινα μου. Στο ορκίζομαι.




ΣΚΗΝΗ 3Η (ΣΤΟ ΜΑΡΙΟΝ)

Αφροδίτη : Καλωσήρθες καβαλάρη.

Βασιλιάς :  Καλώς σε βρίσκω αρχόντισσα. Μα, πες μου σε παρακαλώ, είναι το Μάριον αυτό
                   που φαίνεται εκεί, δίπλα απ΄το κύμα; Έρχομαι από μακριά βλέπεις και
                  δε γνωρίζω καλά τα μέρη αυτά.

Αφροδίτη: Σωστά το’ πες, το θαλασσοφίλητο Μάριον. Εδώ, που κάθε απόγιομα ο ήλιος  
                  βυθίζεται στον ορίζοντα για να κοιμηθεί. Να, σε λίγο θα κατέβει αργά αργά και θα
                  χαϊδέψει το κύμα, σαν εραστής που επιστρέφει το βράδυ στην αγαπημένη του.
                  Κοίτα ξένε, έχεις ξαναδεί τόσο ωραίο χρώμα να βάφει τον ορίζοντα ;

Βασιλιάς: Είναι αλήθεια, πρώτη φορά βλέπω τόσο ωραίο θέαμα και ολόχρυσο ουρανό.  
                 Είσαι πολύ τυχερή που σ΄αγκαλιάζουν κάθε μέρα οι ζεστές αχτίδες του δειλινού.

Αφροδίτη: Κάθε μέρα ξένε, τέτοια ώρα, στέκω εδώ, δίπλα στα κύματα. Ποτέ δεν έχασα
                  ηλιοβασίλεμα. Αλλά εσύ θα΄ρχεσαι από μακριά για να μην ξέρεις τη
                  μαγεία του τόπου μου.

Βασιλιάς: Είναι αλήθεια, από πολύ μακριά και έχω ταξιδέψει μέρες πολλές.
                 Βλέπεις εκείνα τα βουνά στο Βορρά; Η πόλη μου, η Λήδρα, είναι πίσω απ’ αυτά.
                
Αφροδίτη: Πολύ μακριά η πόλη σου. Ξεπέζεψε ξένε κι΄ έλα μαζί μου, το σπίτι μου είναι
                 κοντά. Φαίνεσαι κουρασμένος και το άτι σου θέλει φαί και νερό.

Βασιλιάς: Ευχαριστώ πολύ αρχόντισσα. Έχω ακουστά την φιλοξενία των ανθρώπων που ζουν
                 στα μέρη αυτά. Μα, είσαι σίγουρη ότι θες να με βάλεις στο σπίτι σου;
                Δεν επιθυμώ να σε βάλω σε φασαρίες, ούτε να σε κακολογήσει ο κόσμος θέλω.

Αφροδίτη Δεν έχω άντρα, ούτε πατέρα, ούτε αδερφό. Το σπίτι είναι δικό μου και δε δίνω σε
                 κανέναν λόγο για το ποιος περνά την πόρτα μου. Να που φτάσαμε κιόλας, πέρασε.

Βασιλιάς: Είσαι σίγουρη; Δεν ανησυχείς μήπως προσπαθήσω να σε εκμεταλλευτώ ;

Αφροδίτη  (γελά) Χα, να Να με εκμεταλλευτείς:  Μπες μέσα, δε σε φοβάμαι. Άσε το άτι σου
                   εδώ, θα το περιποιηθούν οι δούλοι.
                 
Βασιλιάς  Ευχαριστώ!

Αφροδίτη  To έθιμο θέλει να προσφέρουμε στον ξένο μας μια κούπα από το καλύτερο μας
                  κρασί, για  να το πιει και να ευχηθεί για το καλό του οίκου που τον φιλοξενεί.

Βασιλιάς  Αυτό κι αν το χρειάζομαι, πεθαίνω από τη δίψα. θα το πιω μετά χαράς και σου  
                 εύχομαι τα κελάρια του οίκου σου να΄ ναι πάντα γεμάτα από φαγητά και γλυκό
                 κρασί. Μόνο που δεν ξέρω τ΄όνομα σου, πώς θα σε αποκαλώ ευγενική μου
                 οικοδέσποινα ;

Αφροδίτη:  Αφροδίτη, αυτή που αναδύεται απ΄τον αφρό της θάλασσας. Και το δικό σου ξένε;

Βασιλιάς Το δικό μου είναι Μιχαήλ, αυτός που είναι σαν το Θεό. Ας πιούμε λοιπόν στην
                 υγειά σου φιλόξενη Αφροδίτη.

Αφροδίτη: Στην υγειά σου ευγενικέ Μιχαήλ. Πες μου όμως, τι γυρεύεις τόσο μακριά
                  από την πόλη σου;   

Βασιλιάς  Μιας και με τόση εγκαρδιότητα με έβαλες στο σπιτικό σου θα σου πω απαντήσω
                 λέγοντας σου  μια ιστορία, όμορφη μου κυρά. Το γλυκό κρασί που με κέρασες μου
                 έχει λύσει τη γλώσσα.

Αφροδίτη  Πες μου την, λατρεύω τις ιστορίες.

Βασιλιάς:  Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, υπήρχε ένα βασίλειο σ’ ένα πανέμορφο νησί.           
                 Η πρωτεύουσα του ήταν πανίσχυρη,  περιτριγυρισμένη από θεόρατα βουνά και
                 ισχυρά τείχη. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης ευημερούσαν και ήταν ευτυχισμένοι.  
                 Ένας δράκος όμως,  που κατοικούσε πάνω από την πόλη αυτή, στο βουνό με τις
                 πέντε κορυφές,  χωρίς λόγο παρενοχλούσε τον αθώο κόσμο συνεχώς. Λεηλατούσε
                 τις  περιουσίες τους, σκότωνε όποιον έβρισκε στο δρόμο του. Έτσι, απλά και μόνο
                 για το κέφι του. Ήταν ο φόβος και τρόμος του τόπου. Ο γενναίος και πολυμήχανος  
                 βασιλιάς του νησιού, κατάφερε περίτεχνα με δίχτυα να τον παγιδέψει με σκοπό να
                 τον σκοτώσει. Ο Δράκος, που έβλεπε το τέλος του να πλησιάζει, δειλός όπως ήταν
                 καταβάθος, έβαλε τα κλάματα. Ο βασιλιάς, ξεγελάστηκε, τον λυπήθηκε και αφού
                 τον έβαλε να ορκιστεί ότι δε θα επέστρεφε ποτέ ξανά στη χώρα, τον άφησε να  
                 φύγει. Αυτό όμως αποδείχτηκε τελικά ένα τεράστιο λάθος.(αναστενάζει με λύπη)

Αφροδίτη: Πιες ακόμα λίγο κρασί άρχοντα και συνεχίζεις την ιστορία σου.

Βασιλιάς  Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο βασιλιάς πέθανε, εφησυχασμένος που άφηνε τον
                 τόπο απαλλαγμένο από τον αιμοδιψή Δράκο. Διάδοχος του ορίστηκε ο μοναχογιός
                του και σε λίγο καιρό στέφτηκε νέος βασιλιάς. Δε γίνεται όμως βασιλιάς χωρίς
                βασίλισσα.
                     
Αφροδίτη: Και λοιπόν; βρήκε βασίλισσα;

Βασιλιάς Την καλύτερη και ομορφότερη, την κόρη του ίδιου του κοντοσταύλη της Κύπρου.
                Οι γάμοι έγιναν με όλες τις τιμές και σε λίγους μήνες περίμεναν το  πρώτο παιδί
                τους να γεννηθεί όταν τους βρήκε η μεγαλύτερη συμφορά. Ο Δράκος ξέχασε τους
                όρκους και τις υποσχέσεις του και κατέβηκε ξανά από το βουνό, με περισσότερο    
                μίσος και  διψασμένος για εκδίκηση. Άρπαξε κρυφά και δόλια τη βασίλισσα και το
                αγέννητο παιδί.

Αφροδίτη  Και ο βασιλιάς;

Βασιλιάς Ο βασιλιάς καβάλησε  το πιο δυνατό του άτι, κρέμασε στο θηκάρι το σπαθί του και
                κίνησε τη  Ρήγαινα του να πάρει. Μα για να την ελευθερώσει πρέπει πρώτα τη λύση
              του γρίφου να βρει. Του γρίφου που μιλά για πέντε πόλεις που κάθε μια κρύβει κι
              από ένα κλειδί. Το πρώτο θαρρώ κάλλιστη Αφροδίτη πρέπει να το κρατάς εσύ.

Αφροδίτη: Εγώ; Μίλα ξεκάθαρα ξένα, για ποιο πράγμα μου μιλάς;

Βασιλιάς : Δεν μπορεί να΄ναι άλλη από σένα. Ο γρίφος λέει «Στο Μάριον βρίσκεται  
                  το χρυσό κλειδί και το κρατά πανέμορφη Θεά» Εσένα δεν εννοεί Αφροδίτη, Θεά
                  της ομορφιάς και του Έρωτα? Εσύ δεν κρατάς το χρυσό κλειδί που ψάχνω?

Αφροδίτη: Σε κλειδί μαλαματένιο αναφέρεσαι μα δεν ξέρω αν μιλάς για το δικό μου το
                  κλειδί. Την μέρα που γεννήθηκα απ΄τον αφρό, σπρωγμένη απ΄το Ζέφυρο στις
                  Κύπρου τις δυτικές ακτές, είδα κάτι να γυαλίζει στο θεόρατο βράχο, δίπλα στη
                  θάλασσα που με ξέβρασε. Άπλωσα το χέρι και άρπαξα ένα κλειδί χρυσό, δώρο
                  απ΄τα αδέρφια μου, που κατοικούν στον Όλυμπο. Με το κλειδί αυτό και με την
                 ομορφιά μου ξεκλειδώνω κάθε καρδιά κι’ ελεύθερα μπαίνω μέσα, γίνομαι εγώ
                  η αγαπημένη αυτού που ποθώ και καμιά άλλη δεν μπορεί να πάρει τη θέση μου.  

Βασιλιάς Για το ίδιο κλειδί μιλάμε, τώρα είμαι σίγουρος γι΄αυτό. Δώσε μου το σε παρακαλώ.

Αφροδίτη Και με ποια εξουσία ζητάς έτσι ξεδιάντροπα αυτό που δε σου ανήκει?

Βασιλιάς: Είμαι ο Μιχαήλ, γιος του Ερίκκου Αντιόχειας, Βασιλέας Κύπρου και Ιερουσαλήμ.
                Αν η Αφροδίτη εκτός από ομορφιά  διέθετε και μυαλό, θα μ΄είχε ήδη αναγνωρίσει.

Αφροδίτη  Ο Ρήγας Μιχαήλ λοιπόν. Σωστά το είχα καταλάβει πως δεν πέρασε το κατώφλι
                  μου ένας απλός θνητός. Υποκλίνομαι βασιλιά μου.

Βασιλιάς: Άσε τώρα τις  ψεύτικες υποκλίσεις και φέρε μου αμέσως εκείνο που σου ζητώ.

Αφροδίτη: Και γιατί χρειάζεται ο βασιλιάς το μικρό μου το κλειδάκι; Γιατί να θέλει να                  
                  μου στερήσει κάτι τόσο απαραίτητο;

Βασιλιάς   Στο είπα ήδη το χρειάζομαι για να ελευθερώσω τη βασίλισσα. Μα σαν ζητά κάτι
                 ο βασιλιάς δεν πρέπει  ούτε να ρωτάς ούτε αντίρρηση να φέρνεις. Σε παρακάλεσα
                 ήδη μια φορά και δεν ταιριάζει στο Ρήγα να παρακαλέσει και δεύτερη.

Αφροδίτη: Κι αν δεν το δώσω? Μήπως ν΄αρχίσω να φοβάμαι?

Βασιλιάς: Δεν ήρθα εδώ με όπλα και φρουρά, μα μη δοκιμάζεις την υπομονή μου.

 Αφροδίτη Μην οργίζεσαι βασιλιά μου, πιες ακόμα μια κούπα κρασί.  Τα αμπέλια της
                  περιοχής μας είναι ξακουστά σ΄ολόκληρη την Κύπρο, τέτοια γλύκα δεν υπάρχει
                  πουθενά αλλού.

Βασιλιάς Τ΄ομολογώ, είναι το πιο γλυκό κρασί που έχω δοκιμάσει ποτέ μου. Υποψιάζομαι
                όμως πως προσπαθείς να με μεθύσεις για να λησμονήσω αυτό για το οποίο ήρθα.

Αφροδίτη: Να σας μαλακώσω θέλω βασιλιά μου, έχω ακούσει για εσάς, το λέει η καρδιά σας.
                 Σκέφτομαι μήπως άμα σας γλυκάνω, αλλάξετε γνώμη και δε μου στερήσετε το
                 πολύτιμο μου κλειδί που τ΄αγαπάω τόσο. Η μήπως αν προτιμούσατε να σας δώσω
                 κάτι άλλο που ίσως ποθείτε εξίσου. Περνάει κάτι απ΄το μυαλό μου μα δεν είναι
                 σωστό μια γυναίκα να το ομολογεί η ίδια. Πιες βασιλιά, πιες και σκέψου το..

Βασιλιάς:  Πόθος μεγάλος μέσα μου ξύπνησε γυναίκα και στο μυαλό μου σκέψη αμαρτωλή.  
                  Μα είσαι αλήθεια τόσο όμορφη, πως δεν το έβλεπαν τα μάτια μου νωρίτερα? Δεν
                  έχω ξαναδεί τόσο ξανθά σαν στάχια μαλλιά, απαλά σαν μετάξι, μάτια μπλε σαν
                  φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Αφροδίτη Ναι βασιλιά μου, κοίταξε με βαθιά στα μάτια. Αν θες μπορούν να σου μάθουν
                 μυστικά που μόνο οι Θεοί ξέρουν.

Βασιλιάς  Χείλη κόκκινα, πιο κόκκινα απ΄το κρασί σου, για φιλιά φτιαγμένα.

Αφροδίτη Δεν έχεις παρά να δοκιμάσεις τη γλύκα , έλα,  ξάπλωσε κοντά μου. Πιες κι΄άλλο..

Βασιλιάς   Κορμί  τόσο λευκό, σαν αλαβάστρινο άγαλμα, πρώτη φορά νοιώθω έτσι.
                 Βουλιάζω στο μπλε των ματιών σου, δεν χορταίνω να σε κοιτάζω, δε θέλω να
                 φύγω ποτέ ξανά.  

Αφροδίτη Κι εγώ αυτό θέλω, να μείνεις εδώ και να ξεχάσεις όλα τα άλλα. Παραδώσου σε
                 μένα Ρήγα.

Βασιλιάς  Ναι. Και εγώ αυτό θέλω Ρήγαινα μου, έλα να σμίξουμε και πάλι γλυκιά μου Ελένη.

Αφροδίτη Τι; Ελένη; Ποια τολμάς και καλείς σαν βρίσκεσαι στη δική μου αγκαλιά;

Βασιλιάς Ελένη ψυθίρισαν τα χείλη μου, Ελένη, τη βασίλισσα μου. Αυτήν που αγαπώ.
                Ευτυχώς, πρόλαβα και ξύπνησα απ΄τη λήθη που ετοιμαζόσουν να με ρίξεις.
                Ζάλισες το μυαλό μου με την ομορφιά σου και το μαγεμένο σου κρασί, αλλά όχι
                την καρδιά μου, δεν ξεγελιέται εύκολα.

Αφροδίτη Δεν βρέθηκε εδώ και τόσους αιώνες αρσενικό να με απορρίψει. Δεν υπάρχει στον
                 κόσμο γυναίκα να με συναγωνιστεί σε ομορφιά. Πώς μπορείς εσύ θνητέ να με
                 αρνιέσαι?

Βασιλιάς  Δε σ΄απαρνιέμαι. Η ομορφιά σου σταμάτησε τους χτύπους της καρδιάς μου, μα και
                πάλι δεν μπορώ να στη δώσω απ΄τη στιγμή που ανήκει σε κάποιαν άλλη. Λυπήσου
                με και μη με βάλεις ξανά σε τέτοια δοκιμασία. Είμαι άνδρας, με σάρκα ανθρώπινη,
                 αδύναμη. Μη με βάζεις να πατήσω τους όρκους μου. Δώσε μου το κλειδί να
                 φεύγω όσο έχω ακόμα τη δύναμη.

Αφροδίτη Θα στο δώσω! Με έναν όρο! Να κοιμηθείς απόψε μαζί μου. Μονάχα μια φορά.

Βασιλιάς  Το ξέρουμε και οι δυο ότι αν κοιμηθούμε μαζί απόψε θα είμαι πια καταδικασμένος.
                 Το επόμενο πρωί δε θα ξέρω το όνομα μου, ούτε θα με νοιάζει τίποτα άλλο.

Αφροδίτη  Μοιράσου την κλίνη μου για μια βραδιά. Θα ζήσεις ότι δεν έχεις ζήσει ποτέ σου.
                  Δεν επιθυμείς να κάνεις μαζί μου ένα παιδί? Ένα παιδί με μια Θεά, ένα γιο που θα
                  ζει και θα κουβαλά το όνομα σου στους αιώνες και θα σου χαρίσω αθανασία;

Βασιλιάς  Ένα γιο μαζί σου; Αθάνατο; Για να τον κάνεις τι; Να τον κρατάς κοντά σου
                 Φυλακισμένο;

Αφροδίτη: Θα είναι ευτυχισμένος, θα έχει τα πάντα, ότι αγαπά, ότι ζητά η ψυχή του.

Βασιλιάς: Τα πάντα; Και τι θα απογίνει όταν η καρδιά του αγαπήσει; Κοίταξε εσένα.
                 Φυλακισμένη στην αιωνιότητα σου, να βλέπεις όσους αγάπησες γύρω σου να
                 γερνούν, να πεθαίνουν, να χάνονται. Εραστές πάνε κι έρχονται στην κάμαρα σου,  
                 μα  σου τους παίρνει πάντα μακριά ο Θάνατος. Αυτό θες και για το γιο μου; Μια
                 καταδίκη σε αιώνια μοναξιά;

Αφροδίτη: Μια ζωή γεμάτη ατέλειωτες απολαύσεις και έρωτα. Χωρίς πόνο, χωρίς χρόνο.

Βασιλιάς: Καλύτερα χίλιες φορές να είναι σαν και εμένα , θνητός. Να αγαπήσει μια φορά και
                 να γεράσει μ΄αυτήν που θ΄αγαπήσει. Ο κάθε άνθρωπος γυρεύει το άλλο του μισό
                 και όταν το βρει ολοκληρώνεται, κάνει τον κύκλο της ζωής του, ζει, αγαπά, κάνει
                 παιδιά, τα μεγαλώνει και τους παραδίνει τη θέση του. Δεν θέλω κάτι παραπάνω.
                 Κράτα την προσφορά σου θεά, ζήσε μόνη στην αιωνιότητα σου.

Αφροδίτη Εσύ θα το μετανιώσεις μια μέρα. Θα μπορούσες να είσαι πολύ ευτυχισμένος μαζί
                 μου. Μα δε μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι αφού δε θα είσαι ποτέ δικός μου.

Βασιλιάς : Εσύ αγάπησες χιλιάδες και  χιλιάδες άλλους θ΄αγαπήσεις ακόμα. Κ’ εμένα δε με
                  θέλεις πραγματικά, ένα ακόμα τρόπαιο στη συλλογή σου θες, δίπλα στ΄άλλα.
                  Έτσι δεν είναι αχόρταγο θηλυκό;
                  Σκέψου όμως για μια στιγμή ανθρώπινα και συλλογίσου ότι, εμένα με ποθείς σαν
                 ένα νέο παιχνιδάκι, ανήκω σε κάποιαν άλλη. Και για κείνην υπάρχω μόνον εγώ.
                 Δώσε μου λοιπόν το κλειδί και μη ζητάς να με κρατάς άλλο από εγωισμό.

Αφροδίτη: Καλά λοιπόν, αφού έτσι το θέλεις. Ορίστε, πάρε το κλειδί και φύγε από μπροστά
                  μου. Πήγαινε στην, πως την είπες, Ελένη σου, να γεράσετε και να πεθάνετε μαζί.
                   
ΣΚΗΝΗ 4Η (έξω από τη φυλακή που είναι κλειδωμένη η βασίλισσα)

Δράκος : Αρχόντισσα μου,  πανέμορφη αρχόντισσα, σου έφερα το πρωινό σου. Δες τι
                ηλιόλουστη μέρα έχει ξημερώσει σήμερα, όμορφη μα όχι ομορφότερη από σένα.
                Πως; Δεν άγγιζες βλέπω πάλι το φαί σου, το δείπνο είναι εκεί στο πιάτο όπως στο
                άφησα χτες το βράδυ.
                Μα γιατί το κάνεις αυτό Ελένη; Για μέρες τώρα δεν έχεις βάλει μπουκιά το στόμα
                σου, στο τέλος θα αρρωστήσεις. Ελένη, σε παρακαλώ, φάε κάτι. Σκέψου
                τουλάχιστον το παιδί σου που σε λίγο καιρό θα γεννηθεί. Θέλεις πραγματικά να το
                βλάψεις; Δες, σου έχω φέρει φρέσκο γάλα, και ζουμερά φρούτα, ψωμί ζεστό.
                Έτσι, μπράβο, φάε κάτι. Και εγώ θα δεις, θα σε προσέχω, θα σε φροντίζω.
                Σε αγαπάω Ελένη. Το ξέρω πως εσύ με απεχθάνεσε αλλά θα δεις, σιγά σιγά θα
               καταλάβεις  ότι δεν είμαι τόσο κακός. Θα με συνηθίσεις, ίσως με αγαπήσεις και λίγο.
               Δεν περιμένω να αλλάξεις από τη μια μέρα την άλλη, αλλά ελπίζω Ελένη, ελπίζω.
               Έτσι μπράβο, πιες το γάλα, θα δυναμώσεις.
              Πες κάτι Ελένη, μίλα μου, μη με αγνοείς έτσι. Πες κάτι, μια λέξη μόνο. Καλά, φεύγω.
               Φάε τώρα εσύ και θα έρθω ξανά το μεσημέρι, να σου φέρω κι άλλο φαγητό και νερό.

ΣΚΗΝΗ 5η (ΣΤΗΝ ΑΜΑΘΟΥΝΤΑ)

(Ιστορική σημείωση. Ο Μπαιμπάρς ήταν Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου που επιτέθηκε στην Κύπρο το 1271, ανεπιτυχώς)

Βασιλιάς:  Άνοιξε τα μάτια σου Μπαιμπάρς. Ξύπνα σου λέω.

Μπαιμπάρς: (ξυπνά αλαφιασμένος) Τι; Ποιος είσαι εσύ;  Πως τολμάς να πατάς πόδι στο                     
                     καράβι μου;

Βασιλιάς: (θυμωμένος - με βροντερή φωνή) Εσύ πως τολμάς να επιτίθεσαι στο νησί μου;

Μπαιμπάρς:  Ποιος είσαι ανόητε, το σκέφτηκες καλά πριν απλώσεις το σπαθί σου πάνω μου;
                     Φαίνεται δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Στρατιώτες;

Βασιλιάς:   Μην κουράζεσαι άδικα, δεν ακούνε. Τους έχουν παραλάβει οι άνδρες μου και
                   τους οδηγούν κιόλας στη Λήδρα. Κι΄ελπίζω να τους χωρέσει το φρούριο γιατί
                   μου φαίνεται θα μείνουν αρκετό καιρό.

Μπαιμπάρς: Πώς; Αδύνατον.

Βασιλιάς :   Όχι μόνο δυνατόν ήταν αλλά θα έλεγα και πανεύκολο. Βλέπεις, τα
                    πρωτοπαλίκαρα σου ήταν όλα μεθυσμένα και ο στόλος σου ακυβέρνητος.
                    Ο γλυκός οίνος της Κύπρου έκανε το θαύμα του. Κοιμόνταν όλοι, δεν πρόλαβαν
                    να καταλάβουν τι έγινε.
                    
Μπαιμπάρς Αποκλείεται να μέθυσαν οι στρατιώτες. Δεν έχουν πιει ποτέ αλκοόλ. Το
                    απαγορεύει η θρησκεία μας. (έντονα) Είναι μεγάλο αμάρτημα.

Βασιλιάς :   (ειρωνικά) Αλήθεια; Και τότε που βρέθηκε στα χέρια τους το κρασί; Η, λες
                    να πίστεψαν ότι οι πηγές της Κύπρου βγάζουν ερυθρό νερό;

Μπαιμπάρς  Τους ξεγέλασαν, δεν γίνεται διαφορετικά. Και δε μου λες, εσύ ποιος είσαι;

Βασιλιάς : Αυτός που τη γη του θέλησες να λεηλατήσεις Μαμελούκε Μπαιμπάρς.  Ο Ρήγας
                  αυτού του τόπου. Ο Μιχαήλ.

Μπαιμπάρς   (γελά ειρωνικά) Χάχα. Εσύ; Ο Βασιλιάς; Χαχαχαχα. Ένα παιδαρέλι.

Βασιλιάς :   Γέλα  και κορόιδευε όσο θες. Και το άτι είναι ψηλό και περήφανο μα σαν το
                    κουνούπι  το τσιμπά και  του ρουφάει το αίμα δεν μπορεί να κάνει τίποτα, παρά
                    να υπομένει.

Μπαιμπάρς Τι μου λες τώρα; (γελώντας) ότι θα με τσιμπήσεις σαν κουνούπι; Πες μου κάτι,
                    χάχα, Βασιλιά Μιχαήλ. Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι είμαι αυτός που νομίζεις;

Βασιλιάς : Η φήμη σου έφτασε και στο νησί μου και δεν πιστεύω να υπάρχει κανένας άλλος
                  σ΄αυτή τη  γη ασχημότερος από σένα. Ψηλός σαν γίγαντας, δέρμα κατάμαυρο,
                  και τα μάτια σου. Το ένα ολογάλανο και το άλλο ολόασπρο και τυφλό.  Εσύ είσαι
                     Μπαιμπάρς, χωρίς αμφιβολία. Τρομαχτικός στην όψη και στη ψυχή.

Μπαιμπάρς :  Χίλιες φορές καλύτερα ψηλός και άσχημος παρά ξανθόψειρα σαν κι΄ εσένα. 
                      Κοίταξε με καλά. «Το λιοντάρι της Αιγύπτου» έτσι με φωνάζουν και τρέμει η
                      γη απ΄εκεί που περνώ. Έτσι είναι φραγκόπουλο, άλλοι κληρονομούν βασίλεια
                      και άλλοι τα κερδίζουν με την αξία τους.  

Βασιλιάς: Αξία το ονομάζεις εσύ, να δολοφονείς όποιον στέκει στο δρόμο σου, ακόμα και
                 τον ίδιο σου τον αφέντη, για να γίνεις εσύ Σουλτάνος;

Μπαιμπάρς: Ο γέρο-Σουλτάνος με κορόιδεψε, άξιζε την τιμωρία. Όταν με τις διαταγές του  
                     καβάλλησα το άτι μου και μπήκα πρώτος στη μάχη για να διώξουμε πρώτα τους
                     σταυροφόρους και μετά τους Μογγόλους απ΄τη γη μας, τότε ήμουν ο καλύτερος,
                     ο δυνατότερος, έτσι έλεγε. Μετά όμως, όταν ήρθε η ώρα να με ανταμείψει
                     ξέχασε όλα όσα μου ΄χε τάξει. Ο Θεός όμως δεν αγαπά τους ψεύτες.

Βασιλιάς: Ενώ τους δολοφόνους τους αγαπά ο Θεός σου Μπαιμπάρς, και μάλιστα τους κάνει
                 και σουλτάνους;

Μπαιμπάρς:  Το Θεό μου να μην τον πιάνεις στο στόμα σου, αλλόθρησκε. Εγώ, δεν
                      γεννήθηκα σε χρυσοκέντητα μαξιλάρια σαν και σένα. Ξέρεις από πού
                      ξεκίνησα εγώ? Ένας σκλάβος ήμουν στη Συρία  και σιγά σιγά, ανέβηκα                       
                      τα σκαλιά και τώρα δες ποιον έχεις μπροστά σου. Τον άρχοντα της
                     Αιγύπτου και όλης της Ανατολικής Μεσογείου. Πιστεύεις ότι θα έφτανα τόσο
                     ψηλά αν δεν ήταν θέλημα Θεού;

Βασιλιάς:  Και τι είπες στο Θεό σου για τα αποτρόπαια εγκλήματα σου στην Αντιόχεια; Ή το
                 να σκοτώνεις αθώο κόσμο, άοπλο λαό, γέρους και παιδιά , ήταν και αυτό μέρος
                 ενός ανώτερου σχεδίου;
                 Και όχι μόνο τα έπραξες, αλλά είχες και το εξωφρενικό θράσος, ελεεινέ, να
                 κάτσεις να τα καταγράψεις λεπτομερώς σε γράμμα, μέχρι και την τελευταία
                 σταγόνα αίματος που έχυσες και να το στείλεις στο διοικητή της Αντιόχειας.

Μπαιμπάρς: Τρεις μέρες μου πήρε να καταγράψω τα πάντα, αλλά πίστεψε με, να ενημερώνω
                      το διοικητή λέξη προς λέξη τι είχαν πάθει οι υπήκοοι του, ήταν πιο
                      απολαυστικό και από το να τους σκοτώνω.

Βασιλιάς:  Δεν ντρέπεσαι, να καυχιέσαι για τις φρικαλεότητες σου.

Μπαιμπάρς: Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό Μιχαήλ, εσύ ειδικά που είσαι βασιλιάς, θα
                    έπρεπε να το ξέρεις. Ή μήπως εσύ κυβερνάς με το σταυρό στο χέρι;  Τώρα δα
                    δεν αιχμαλώτισες το στρατό μου και τους έστειλες στη φυλακή να σαπίσουν;
                    Αλήθεια όμως, γιατί δεν τους σκότωσες; Και αυτούς και εμένα;

Βασιλιάς:   Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου, να γεμίσω τα χώματα του τόπου μου με πτώματα.  
                   Εσύ όμως γιατί επιτέθηκες στην Κύπρο, δεν είναι λίγο μακριά από τα μέρη σου;

Μπαιμπάρς:  Ξέρεις πολύ καλά γιατί , εδώ σταματούν οι σταυροφόροι πριν  περάσουν
                      απέναντι. Εδώ ξεκουράζονται και εσείς τους προμηθεύετε ότι χρειάζονται. Αν
                      καταλαμβάναμε την Κύπρο, θα είχαμε μεγάλη δύναμη στα χέρια μας. Ένα
                      ορμητήριο για να κάνουμε τις επιθέσεις μας όταν και όπου χρειάζεται.  

Βασιλιάς : Σε πληροφορώ λοιπόν ότι η Κύπρος δεν θα πέσει στα χέρια σου Σουλτάνε.

Μπαιμπάρς: Για κακή μας τύχη πέσαμε έξω, πιστέψαμε ότι η κατάληψη του νησιού θα ήταν          
                     παιχνιδάκι.

Βασιλιάς:  Μα δεν υπολογίσατε στη γλύκα του κρασιού μας και στον αέρα που σαν ακρίτας
                 δεν  επιτρέπει σ’ εχθρικά καράβια να πλησιάσουν την ακτή της Αμαθούντας.

Μπαιμπάρς: Και τώρα όλοι θα γελούν σαν μάθουν ότι ο μεγάλος Αλ Ζαχίρ Μπαιμπάρς
                    νικήθηκε από τον Κύπριο Βασιλιά. Αλίμονο, πάει το όνομα μου, τέλειωσαν όλα.

Βασιλιάς:   Μπορεί και να μην τέλειωσαν όλα.

Μπαιμπάρς Τι εννοείς;

Βασιλιάς:   Σου είπα ψέματα, Αλ Ζαχίρ. Οι στρατιώτες σου δεν οδηγούνται στη φυλακή, τους
                   έχω στην ακτή και περιμένουν. Μπορεί και να αλλάξω γνώμη και να σας αφήσω
                   να φύγετε.

Μπαιμπάρς  Να μας αφήσεις να φύγουμε; Γιατί;

Βασιλιάς: Θέλω δυο πράγματα από εσένα. Αν δεχτείς θα πάρεις τα πλοία σου και θα φύγεις.
                 Αν όχι, θα σκοτώσω κι εσένα και όλους τους στρατιώτες σου, και μόνο τα κεφάλια
                 σας θα στείλω πίσω στην Αίγυπτο.  

Μπαιμπάρς  Τι θες λοιπόν; Ακούω.

Βασιλιάς Πρώτον , θέλω το κλειδί.

Μπαιμπάρς Ποιο κλειδί;

Βασιλιάς  Το ασημένιο κλειδί που έχεις κρεμασμένο στο ζωνάρι σου, δίπλα στο κυρτό σπαθί.             

Μπαιμπάρς Αυτό ποτέ.

Βασιλιάς   Άκυρη η συμφωνία τότε.

Μπαιμπάρς (νευριασμένος) Τι δουλειά έχεις εσύ με το κλειδί αυτό; Γιατί το θες; Μου λες;

Βασιλιάς Το χρειάζομαι για να πάρω τη βασίλισσα μου πίσω.

Μπαιμπάρς (γελά ξανά) Για μια γυναίκα η φασαρία λοιπόν; Αυτό είναι το πρόβλημα. Να
                   δίνεις την καρδιά σου σε μια μόνο. Ξαφνικά αποχτά περισσότερη αξία από όση
                   θα έπρεπε . Εμένα που με βλέπεις έχω εφτά, μια για κάθε μέρα. Και δεν με
                   νοιάζει να ξέρω τα ονόματα τους, φτάνει να μυρίζουν όμορφα και να
                   εκτελούν κάθε επιθυμία μου χωρίς δεύτερη σκέψη.

Βασιλιάς   Και τις γυναίκες με τη βία δηλαδή. Υπάρχει κάτι στη ζωή σου που να μην το
                 απέχτησες με τη βία; Η με το χρυσάφι; Υπάρχει κάτι που να σου έδωσε κάποιος
                 γιατί το ήθελε;  Μη χάνουμε άλλο χρόνο με τα λόγια, εγώ μία γυναίκα
                 παντρεύτηκα και αυτήν θέλω μονάχα όχι άλλες έξι ή εφτά. Γι΄αυτό δώσε το κλειδί
                 Μπαιμπάρς να πάω να τη βρω, να πας και εσύ πίσω στο χαρέμι σου.

Μπαιμπάρς  Ας πούμε ότι στο δίνω, το άλλο που θέλεις τι είναι;

Βασιλιάς   Θέλω την υπόσχεση σου, και την υπογραφή σου ότι δε θα ξαναπλησιάσεις την
                  Κύπρο. Ορίστε, έχω έτοιμο και το σχετικό έγγραφο, πρέπει μόνον να υπογράψεις.

Μπαιμπάρς:  Την Κύπρο; Δυο οι κυρίες δηλαδή, μια η βασίλισσα σου και μια το νησί σου.

Βασιλιάς: Τι λες; Θα πας πίσω στην Αίγυπτο ή όχι; Μια υπογραφή χρειάζεται και φεύγεις.

 Μπαιμπάρς: Ας είναι λοιπόν, ορίστε, υπέγραψα. Πάρε και το κλειδί, είναι δικό σου.

Βασιλιάς   Καλώς, θα δώσω διαταγή να φέρουν τον στρατό σου πίσω και μπορείτε να φύγετε.

Μπαιμπάρς: Μα, πως είσαι τόσο βέβαιος , ότι θα τηρήσω τη συμφωνία μας και δεν θα
                    ξαναπλησιάσω το νησί, Μιχαήλ;
                    Ο βασιλιάς της Κύπρου είναι τελικά τόσο αφελής ή τόσο πολύ σίγουρος για τον
                    εαυτό του;

Βασιλιάς:  Όχι Μπαιμπάρς, ο βασιλιάς δεν είναι ούτε αφελής ούτε χαζός που σ΄ελευθερώνει.            
                  Αποφάσισα να το ρισκάρω, και ξέρεις γιατί; Κάτι μου λέει ότι ο Μέγα Σουλτάνος
                  με τόσους (ειρωνικά) φίλους γύρω του, θα περάσει πολύ καλά επιστρέφοντας
                  πίσω στο παλάτι.
                  Δεν το ξέρεις Μπαιμπάρς, ότι όπως εσύ δηλητηρίασες τον Κουτούζ, σύντομα θα
                  έρθει και η δική σου σειρά? Ρόδα είναι και γυρίζει, κανείς δεν γλυτώνει.
                 Τα φοβισμένα σκυλιά που σε περιτριγυρίζουν, θα γυρίσουν μια μέρα να σε
                 δαγκώσουν και τότε θα πεθάνεις από το δηλητήριο της λύσσας τους.  
                  Δε σε σκοτώνω λοιπόν. Ας μην τους στερήσω την χαρά.  
                   Άντε. πήγαινε Μπαιμπάρς !! Επέστρεψε στον τόπο σου που σε περιμένουν.

----------------------------------------------------------












ΣΚΗΝΗ 6Η ΣΤΟ ΚΙΤΙΟΝ

Βασιλιάς : (ξεροβήχει για να τραβήξει την προσοχή της) Καλημέρα κοριτσάκι!

Σαλίνα:  Καλημέρα!
              Μα., βλέπω καλά ή με γελούν τα μάτια μου; Αυτό μοιάζει με το βασιλικό
              έμβλημα στον χιτώνα σας, έχω αλήθεια μπροστά μου τον Ρήγα;

Βασιλιάς : Είμαι αλήθεια ο Ρήγας. Εσένα πως σε λένε μικρή μου;

Σαλίνα: Σαλίνα με λένε πολυχρονεμένε βασιλιά μου, προσκυνώ ταπεινά.

Βασιλιάς : Παράξενο όνομα Σαλίνα. Τι σημαίνει, ξέρεις;

Σαλίνα:  Σημαίνει αλυκή μεγαλειότατε. Ο πατέρας και η μητέρα μου δουλεύουν και οι δύο
              βγάζοντας αλάτι από την μεγάλη λίμνη που ξηραίνεται κάθε καλοκαίρι, γι΄αυτό
              Σαλίνα  ονόμασαν κι΄εμένα. Όμως, βασιλιά μου, εσείς τι θέλετε εδώ, μόνος, κάτω
              από τον καυτό ήλιο; Ψάχνετε κανέναν;

Βασιλιάς: Νομίζω εσένα!

Σαλίνα:  Εμένα βασιλιά μου;

Βασιλιάς: Πόσων χρονών είσαι κορίτσι μου;

Σαλίνα:  Οκτώ..

Βασιλιάς:  Και, γεννήθηκες εδώ μου είπες, γνωρίζεις καλά την γύρω περιοχή;

Σαλίνα:  Σαν την παλάμη του χεριού μου.  

Βασιλιάς:  Θα σου ήταν εύκολο να μου δείξεις το δρόμο για τον ναό του Αγίου Λαζάρου;

Σαλίνα: Φυσικά, αλλά γιατί εγώ; Να πω στον πατέρα μου αν θέλετε, θα χαρεί πολύ να σας
              πάει. Να, αυτός εκεί είναι που στοιβάζει αλάτι. Να πάω να τον φωνάξω;

Βασιλιάς: Όχι κορίτσι μου, εσύ είσαι αυτή που πρέπει να με πάρεις. Κανείς άλλος.

Σαλίνα: Όπως προστάζετε βασιλιά μου.

Βασιλιάς: Ανέβα στο άτι και φύγαμε !! Δεν πρέπει να χάνουμε καθόλου χρόνο μικρή μου.
               Πάμε Μιθριδάτη, μπρος (ακούγεται χλιμίντρισμα και καλπασμός αλόγου που τρέχει)

…………………………………..

Σαλίνα: Ορίστε βασιλιά Μιχαήλ, εδώ είναι ο ναός του Αγίου Λαζάρου.  

Βασιλιάς: Έλα να σε κατεβάσω απ΄το άτι. Έτσι μπράβο. Ευχαριστώ κορίτσι μου, να΄σαι καλά.

Σαλίνα: Μπορώ να πηγαίνω εγώ τώρα ή με χρειάζεστε κάτι άλλο;

Βασιλιάς Μη βιάζεσαι Σαλίνα. Θα χρειαστώ για λίγο ακόμα τη βοήθεια σου. Ας πάμε μέσα.
                Είναι πραγματικά υπέροχος ναός, μεγάλη η χάρη σου Άγιε Λάζαρε μου. Δες τι
                ψηλός και περίτεχνα φτιαγμένος είναι ο τρούλος, τι ζωντανές οι τοιχογραφίες.
                Έλα, έλα Σαλίνα, μη φοβάσαι. Αυτός είναι χώρος ιερός, Μόνο δέος πρέπει να
                αισθάνεσαι.

Σαλίνα Μα βασιλιά μου, απαγορεύεται στις γυναίκες η είσοδος στο ιερό. Πώς να μπω;

Βασιλιάς Έλα σου λέω, δεν απαγορεύεται όταν σε διατάζει ο βασιλιάς. Μπες μέσα ! Μπες !

Σαλίνα  Γιατί ήρθαμε εδώ;

Βασιλιάς Θα δεις. Λοιπόν, κανονικά πίσω απ΄εκείνη την πόρτα πρέπει να΄ναι η σκάλα.

Σαλίνα   Σκάλα;

Βασιλιάς (ανοίγει την πόρτα ) Ναι , να την ! όπως το περίμενα. Λοιπόν, θα κατέβουμε τα
                σκαλοπάτια αυτά. Θέλω να περπατάς πίσω μου, πολύ προσεχτικά, μην πέσεις.

Σαλίνα (φοβισμένη)  Είναι πολύ σκοτεινά, δεν βλέπω τίποτα.

Βασιλιάς Κράτα το χέρι μου και μη φοβάσαι, σε λίγο θα έχουν συνηθίσει τα μάτια σου και θα
               βλέπεις καλύτερα.

Σαλίνα   Μα,  μεγαλειότατε, τι  μυρίζει έτσι;

Βασιλιάς  Μυρίζει κλεισούρα και υγρασία, κατεβαίνουμε βαθιά τώρα, κάτω από την
                επιφάνεια της γης και δεν φυσάει αέρας εδώ κάτω.
                (ακούγεται μια άλλη πόρτα που ανοίγει) Φτάσαμε.
                Ορίστε, υπάρχουν δάδες εδώ, ευτυχώς, ας ανάψουμε μια να βλέπουμε καλύτερα.

Σαλίνα (με θαυμασμό) Τι είναι το δωμάτιο αυτό;

Βασιλιάς  Είναι η κατακόμβη με τον τάφο του Αγίου, να και η σαρκοφάγος.
                 Μην αγγίξεις πουθενά.
                 Δε βλέπω στο χώρο αυτό κάτι άλλο εκτός από τη σαρκοφάγο. Που σημαίνει ότι
                 θα  πρέπει να υπάρχει κι’ άλλο δωμάτιο, κάπου εδώ κοντά κρυμμένο. Που όμως:
                 Που να’ ναι η είσοδος;  Που να’ ναι η είσοδος στο άλλο δωμάτιο;
                
Σαλίνα : Βασιλιά, τι είναι αυτή η μεγάλη εικόνα στον τοίχο;

Βασιλιάς Ποια; Α, αυτή; Για να δω; Είναι η εικόνα που ο κύριος ο Χριστός ανασταίνει τον
                φίλο του το Λάζαρο.
                Σαλίνα, κορίτσι μου κάνε λίγο πίσω να μετακινήσω την εικόνα, αν είμαστε τυχεροί
                μάλλον πρέπει να  βρήκες την είσοδο που ψάχνουμε.
                Να σπρώξω λίγο τον τοίχο εδώ! (σφίξιμο ανθρώπου που σπρώχνει με δύναμη)
                Να τη. Μια μικρή σήραγγα ήταν κρυμμένη, όπως το είχα υπολογίσει!
                Σαλίνα! Είσαι θησαυρός!

Σαλίνα     Ευχαριστώ μεγαλειότατε ! Θα φύγουμε τώρα;  

Βασιλιάς  Όχι ακόμα. Μη βιάζεσαι. Τώρα είναι η ώρα να μου δείξεις εκτός από έξυπνο και
                πόσο γενναίο κορίτσι είσαι. Βλέπεις εκείνη την τρύπα στον τοίχο εκεί; Θα
                περάσεις από μέσα, νομίζω ίσα ίσα που θα σε χωράει.

Σαλίνα (τρομαγμένα) Μα, βασιλιά μου…

Βασιλιάς: Μη φοβάσαι μικρή μου, στο υπόσχομαι, τίποτα κακό δε θα σου συμβεί . Θα
                 περάσεις στο διπλανό δωμάτιο, θα μου φέρεις αυτό που θέλω και θα γυρίσεις
                 αμέσως πίσω, εντάξει;

Σαλίνα: Μην φύγετε και με αφήσετε μόνη.

Βασιλιάς:  Πουθενά δε θα πάω, εδώ θα είμαι και θα σε καθοδηγώ, άντε πήγαινε τώρα..

Σαλίνα: Πρέπει να γονατίσω, είναι πολύ χαμηλό το ταβάνι και πάρα πολύ στενό το πέρασμα.

Βασιλιάς: (μονολογεί) Ένα πέρασμα που μόνο ένα παιδί θα χωρούσε να περάσει. Έξυπνο.

Σαλίνα: (χαρούμενη) Πέρασα βασιλιά μου, πέρασα !! (αναφωνητά θαυμασμού) Ααααα!!!!!
             
Βασιλιάς Μπράβο Σαλίνα, μπράβο παιδί μου.

Σαλίνα: Βασιλιά μου, που είσαι να δεις τι έχει εδώ μέσα, είναι ένα δωμάτιο πλημμυρισμένο
              με χρυσάφι βασιλιά μου, νομίσματα, κούπες χρυσές, περιδέραια, δαχτυλίδια με
              πολύτιμους λίθους.

Βασιλιάς Σαλίνα, ξέχασε τα χρυσάφια και ψάξε γι΄αυτό που θα σου πω. Θέλω να ψάξεις για
                ένα κλειδί.

Σαλίνα: Ένα κλειδί; Που να το βρω εδώ μέσα; Έχει χιλιάδες αντικείμενα. Πως θα το
             ξεχωρίσω;

Βασιλιάς: Το κλειδί θα διαφέρει από τα άλλα αντικείμενα. Το κλειδί αυτό δεν είναι χρυσό.
                 Είναι σιδερένιο. Θα ψάχνεις για ένα μαύρο κλειδί. Κατάλαβες;

Σαλίνα    Μαύρο, κατάλαβα.
               Μα βασιλιά, δε θα πάρεις άλλα πράγματα απ’ εδώ μέσα, μόνο το κλειδί;
                Έχει τόσο υπέροχα κοσμήματα, απερίγραπτα, έχουν θαμπώσει τα μάτια μου. 
                Πες μου βασιλιά, να γεμίσω την ποδιά μου και να σου φέρω λίγα χρυσά φλουριά;

Βασιλιάς  Όχι, τίποτα να μην πάρεις εκτός από το κλειδί, ακούς;  Μην τολμήσεις και αγγίξεις
                έστω κι΄ένα φλουρί! Πάρε μονάχα το κλειδί και βγες έξω αμέσως, βιάσου.

Σαλίνα : (φωνάζει ) Νομίζω το βρήκα βασιλιά, νάτο, μαύρο όπως είπες. Το βρήκα !!

Βασιλιάς: Ευχαριστώ Άγιε μου!  Μπράβο κορίτσι μου, έλα έξω τώρα.
------------------------------------
Σαλίνα Ορίστε βασιλιά !! Ένα μαύρο κλειδί, αυτό είναι που ζητάτε;

Βασιλιάς Αυτό είναι κορίτσι μου, ο Θεός να σε΄χει καλά. Πες μου, πήρες  και τίποτ’ άλλο;

Σαλίνα : Όχι μεγαλειότατε, το ορκίζομαι, δεν πήρα τίποτα.

Βασιλιάς: Μπράβο καλό μου παιδί. Ο βασιλιάς θα σε ανταμείψει για όλη τη βοήθεια που του
                 έχεις προσφέρει, που νίκησες τους φόβους σου για το σκοτάδι, και που δεν
                 παρασύρθηκες απ΄ τη γυαλάδα του χρυσού. Τα συγχαρητήρια μου μικρούλα.

Σαλίνα: Είναι όμως κάτι που δεν κατανοώ, τόσα πλούτη και χρυσάφια εκεί μέσα, και εσείς
              θέλατε μόνο ένα απλό μπρούτζινο κλειδί;

Βασιλιάς   Δεν ήθελα τίποτα  άλλο μικρή μου, γιατί όλα τα πλούτη που είδες εκεί μέσα δεν
                 ανήκουν σε μένα .

Σαλίνα: Σε ποιον ανήκουν υψηλότατε; Εσείς δεν είστε ο άρχοντας αυτού του τόπου;

Βασιλιάς  Του τόπου ναι, του ναού όχι. Άρχοντας εδώ μέσα είναι ο Άγιος και σ΄αυτόν
                 ανήκει ότι υπάρχει εκεί μέσα, του τα έχουν κάνει τάμα οι πιστοί.

Σαλίνα: Και το κλειδί;

Βασιλιάς Και το κλειδί, ακόμα και αυτό.
               Το δανείζομαι για λίγο μονάχα και θα του το επιστρέψω ελπίζω σύντομα.
               Και μην ανησυχείς, ο Άγιος το ξέρει ότι το παίρνω για καλό σκοπό, δεν θα τον
               πειράξει. Άντε πάμε τώρα να σε πάρω πίσω στον πατέρα σου μικρό μου κοριτσάκι.
               Πάμε κι εγώ ο ίδιος θα του πω ότι έχει την πιο έξυπνη, γενναία και συνετή
               κόρη σε όλο το  νησί. Πρέπει να είναι πολύ περήφανος για σένα.
               Και για να σου αποδείξω πόσο σημαντική ήταν η βοήθεια σου, σου υπόσχομαι ότι
               όσο αλάτι έχει μαζέψει ο πατέρας σου σήμερα από την Αλυκή, άλλο τόσο χρυσάφι
               θα του στείλω σαν δώρο. Περίμενε με για λίγο έξω παιδί μου, έχω ακόμα κάτι να
               κάνω πριν φύγουμε.
               Άγιε μου Λάζαρε, εσύ που είσαι ο καλύτερος φίλος του Κύριου Ιησού Χριστού,
               άκουσε την ταπεινή μου προσευχή, κάνε να είναι καλά η γυναίκα μου και το παιδί
               μου και σύντομα να με αξιώσει ο Θεός να πάρω και τους δυο πίσω στο σπίτι μας.

ΣΚΗΝΗ 7Η (στη φυλακή που είναι κλειδωμένη η βασίλισσα)

Βασίλισσα: Παναγία μου, άκουσε την προσευχή μου. Εσύ που γέννησες το μονάκριβο σου
                    γιο σε μια στάνη, κοίταξε κάτω τη δούλη σου και λυπήσου με. Παναγία μου. Θα
                    γεννήσω σε λίγες μέρες και βρίσκομαι ακόμα εδώ μέσα. Κάνε να έρθει ο άντρας
                   μου σύντομα να με βγάλει απ΄το μπουντρούμι. Και αν δεν προλάβει, και γεννήσω
                   σ΄αυτή τη φυλακή κάνε να γεννηθεί καλά το παιδί μου, αξίωσε το να ζήσει.  



ΣΚΗΝΗ 8Η (ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ)

(Ο Βασιλιάς Μιχαήλ μόλις έφτασε στο λιμάνι της Σαλαμίνας, όπου συναντά έναν ιερέα)

Βασιλιάς:  Την ευλογία σας. Μπορώ να καθίσω δίπλα σας πάτερ;

Ιερέας: Κάτσε άρχοντα μου. Είναι πλατύς ο βράχος, χωράει και τους δυο μας. Ακούγεσαι
            κουρασμένος, συγχώρησε με, μα δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω. Δεν έχω σπίτι
            εδώ κοντά να σου πω κόπιασε. Σπίτι μου εδώ και καιρό, είναι αυτός ο
            θαλασσοδαρμένος  βράχος και η σκιά της γέρικης αυτής ελιάς.

Βασιλιάς: Τι γυρεύεις εδώ παππού και ψήνεσαι με τις ώρες στον άσπλαχνο ήλιο; Τι
                 προσμένεις;

Ιερέας: Εδώ και μήνες καρτερώ να περάσει ένα καράβι που να πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ.
            Αλλά άσκοπα,  δεν περνάνε πια καράβια απ΄ το λιμάνι αυτό ούτε κόσμος πια κατοικεί
            στην  πόλη του Ευαγόρα.

Βασιλιάς Γιατί; Τι έπαθε η πόλη; Που πήγαν οι άνθρωποι;

Ιερέας  Μην με ρωτάς και δεν ξέρω πολλά. Η άλλοτε πλούσια και πυκνοκατοικημένη πόλη,
            ξάφνου μια μέρα του μεσοκαλόκαιρου άδειασε, σαν την άμμο που κυλά και φεύγει
            απ΄ την κλεψύδρα. Σε μια στιγμή έφυγαν όλοι, σώπασαν οι φωνές και τώρα πια ο
            χρόνος έσβησε και τα τελευταία αχνάρια των περαστικών απ’ τη λευκή άμμο. Τώρα
            πια,  σαν σκιά έμεινα μόνον εγώ, σε μια πόλη φάντασμα, να καρτερώ το καράβι που
            θα με πάει στην Ιερουσαλήμ.

Βασιλιάς: Μα πως θα βρεθεί το καράβι, αφού δεν περνάνε πια καράβια; Το πες και μόνος σου.

Ιερέας: Θα βρεθεί τρόπος το ξέρω.  Εγώ από αυτό το λιμάνι θα σαλπάρω και όχι άλλο. Το χω
            κάνει τάμα, πέρασαν σχεδόν εξήντα χρόνια τώρα. Από τότε που ήμουν μόλις δώδεκα.
             Αν  μετράω σωστά τα καλοκαίρια που πέρασαν πρέπει να κοντεύω στα εβδομήντα
             δύο μα ένα μόνο ξέρω. Πριν κλείσω τα μάτια μου θα με αξιώσει ο Θεός να
             πατήσω τα ευλογημένα χώματα. Να γονατίσω, να προσκυνήσω τον Πανάγιο τάφο
             του και μετά ας αφήσω την τελευταία μου πνοή.

Βασιλιάς: Εξήντα χρόνια πριν κάνατε το τάμα; Τόσα πολλά; Τι συνέβη που σας  κράτησε
                 τόσα χρόνια μακριά από το τάμα σας;

Ιερέας: Eίναι μεγάλη ιστορία, βαμμένη στο αίμα, δεν θέλω να σε κουράσω άλλο άρχοντα.

Βασιλιάς: Μιχαήλ με λένε, άγιε πατέρα και μην ανησυχείς δεν με κουράζεις. Μοιράσου την
                 ιστορία σου όσο εγώ θα ξαποσταίνω κάτι από την ελιά σου.

Ιερέας:   Άκου λοιπόν. Όλα ξεκίνησαν όπως είπα, πριν από πενήντα εννιά χρόνια.

Βασιλιάς: Αν τώρα έχουμε 1271, τότε μιλάς για το 1212.


Ιερέας Ακριβώς. 1212. Σημαδιακή χρονιά. Όσοι είναι οι απόστολοι και οι μήνες του χρόνου.
            Είχαμε Μάη του 1212 λοιπόν. Εσύ ήσουν βέβαια αγέννητος  κι εγώ μόλις είχα
            κλείσει τα  δώδεκα μου χρόνια. Δόκιμος μοναχός ήμουνα, στο μοναστήρι του Αγίου
            Μάρκου στην Ορλεάνη.

Βασιλιάς: Ορλεάνη; Που βρίσκεται αυτή η πόλη; Δεν την έχω ακουστά.

Ιερέας : Δυτικά, πολύ μακριά απ΄εδώ. Στη Γαλλία, την πανέμορφη μου πατρίδα. Εκεί
             γεννήθηκα και από πέντε χρονών οι γονείς μου με παρέδωσαν στο μοναστήρι , για να
            αφιερώσω τη ζωή μου στο Θεό. Μέχρι που μια ηλιόλουστη μέρα του Μαΐου , γνώρισα
            εκείνον. Εκείνον που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή μου. Στέφανος ήταν το όνομα του.
            Ήμασταν συνήλικοι, αλλά μέσα του έκαιγε μια φωτιά που δεν τη συναντάς συχνά σε
            αμούστακο αγόρι.

Βασιλιάς  Μα, ποιος ήταν αυτός ο Στέφανος και άλλαξε για πάντα τη ζωή σου;

Ιερέας   Αχ, μακάρι να άλλαζε μονάχα τη δική μου ζωή. Αλλά, μαζί με τη δική μου
             σκόρπισε άλλες τριάντα χιλιάδες.

Βασιλιάς: Για ποιες τριάντα χιλιάδες κάνετε λόγο;

Ιερέας Για τριάντα χιλιάδες παιδιά, άρχοντα Μιχαήλ, ανέμελα αγόρια και ανέγγιχτα κορίτσια,
            κανένα τους πάνω από δώδεκα χρονών. Όλοι μας ακολουθήσαμε το λόγο του σαν
            τα πρόβατα που τρέχουνε στο κάλεσμα του βοσκού.

Βασιλιάς Δεν καταλαβαίνω.

Ιερέας Είναι που οι ιστορίες της ζωής είναι πιο απίστευτες από τα παραμύθια του μυαλού.
            Μα μη με σταματάς,  γιατί πονάει η ιστορία και θέλω σύντομα να την ξεμπερδεύω.

Βασιλιάς Συνέχισε λοιπόν..

Ιερέας Βοσκός ήταν κι΄ ο Στέφανος. Μέχρι εκείνο το πρωί του Μαΐου που έτρεξε στο βασιλιά
            Φίλιππο για να του φέρει ένα γράμμα και να του πει, πως ο ίδιος ο Χριστός του το
            παρέδωσε, την ώρα που έβοσκε τα λιγοστά πρόβατα του. Ένα γράμμα με μια ρητή
            εντολή. Να ξεκινήσει μια νέα σταυροφορία. Την σταυροφορία των παιδιών.

Βασιλιάς Σταυροφορία; Ένα παιδί να οργανώσει σταυροφορία; Πώς θα μπορούσε ποτέ να
                πετύχει ένα νεαρό αγόρι αυτό που δεν κατόρθωσαν ολόκληρες στρατιές;

Ιερέας    Αυτό του απάντησε και ο Φίλιππος και τον έστειλε στο σπίτι του. Εκείνος όμως δεν
               υπάκουσε παρά μόνο πείσμωσε περισσότερο. Η φλόγα που τον έκαιγε δεν μπορούσε
              πια να σβήσει. Έτσι, ξεκίνησε παθιασμένα να κηρύττει το όραμα του για τη σωτηρία
              της Χριστιανοσύνης, σε εισόδους ναών και  μοναστηριών, συμπαρασύροντας  παιδιά
              που τον πίστεψαν και τον ακολούθησαν, μαζί τους κι εμένα.

Βασιλιάς: Πως ήταν ποτέ δυνατό να παρασυρθείτε από τα λόγια ενός παιδιού;


Ιερέας  Μην  ξεχνάς και εμείς παιδιά ήμασταν, αθώα ευκολόπιστα. Ενώ εκείνος,  δεν ήταν
             καθόλου παιδί, παρόλο το νεαρό της ηλικίας του. Είχε τόση δύναμη μέσα του που ο
             λόγος του καθήλωνε μικρούς και μεγάλους. Τα λόγια του καρφώνονταν σαν πύρινες
            φλόγες στις καρδιές μας. «Μικρό προφήτη» τον αποκαλούσαν.

Βασιλιάς Μικρό προφήτη…..

Ιερέας Ναι, γιατί μας έλεγε ότι με τη βοήθεια του Θεού θα φτάναμε χωρίς εμπόδιο στην
           Παλαιστίνη, ότι του είχε υποσχεθεί ότι θα άνοιγε η θάλασσα να περάσουμε διαμέσου
           της για να φτάσουμε στην Αγία Γη, όπως άνοιξε η Ερυθρά για να περάσει ο Μωυσής.
           Αυτά μας έλεγε και λίγοι ακόλουθοι έγιναν ολόκληρος στρατός. Και προτού περάσουν
            δυο μήνες ο Στέφανος με το λάβαρο του βασιλιά στα χέρια και  τριάντα χιλιάδες πεζά
            παιδιά ακόλουθους, κινήσαμε για να καταχτήσουμε τη δική μας γη της Επαγγελίας.

Βασιλιάς: Πάτερ; Δακρύζετε;

Ιερέας: Ναι, συγχώρησε με άρχοντα Μιχαήλ. Είναι που ακόμα τα βλέπω μπροστά μου εκείνα
        τα παιδιά, την πρώτη μέρα που ξεκινήσαμε. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό και την χαρά που
             νοιώθαμε, την περηφάνια, τη συγκίνηση του Ιερού σκοπού που μας κατέκλυζε.
             Μα πολύ σύντομα, σε μια στιγμή, όλα χάθηκαν.
            Βλέπεις, δεν ήταν όλα παρά μια χίμαιρα, ένα ταξίδι που οδηγούσε μόνο στο θάνατο.

Βασιλιάς Τι εννοείτε?

Ιερέας  Από την αρχή ήταν δύσκολο και επίπονο το ταξίδι. Ο ζεστός ήλιος έκαιε πάνω από τα
            κεφάλια μας , δεν είχαμε φαγητό, δεν υπήρχε πουθενά νερό, δεκάδες παιδιά άρχισαν
             να πέφτουν  άλλα λιπόθυμα απ΄την πείνα και άλλα νεκρά στην άκρη του δρόμου.  Οι
             υπόλοιποι συνεχίζαμε κλείνοντας τα μάτια και σφίγγοντας δόντια και ψυχή.
             Εξαντλημένοι φτάσαμε μετά από πολλές κακουχίες στην Μασσαλία και αμέσως
             τρέξαμε στη θάλασσα. Εκεί, στο λιμάνι, περιμέναμε να δούμε το Θαύμα που
             μας υποσχέθηκε ο Στέφανος.

Βασιλιάς Και;

Ιερέας Κανένα Θαύμα δεν έγινε, ούτε η θάλασσα χωρίστηκε στα δύο, μόνο οι καρδιές μας
           ράγιζαν όταν μέρα με τη μέρα περιμέναμε και θαύμα δεν βλέπαμε.
          
Βασιλιάς Δεν πιστεύω το πόσο πολύ πιστέψατε στα λόγια εκείνου του παιδιού.

Ιερέας : Μέχρι θανάτου. Μετά από μέρες αναμονής δύο έμποροι του λιμανιού πρότειναν στον
             Στέφανο να μας διαθέσουν πλοία, που θα μας μετέφερναν στην Παλαιστίνη.

Βασιλιάς Με τι ανταμοιβή; Αφού εσείς μήτε χρυσό είχατε μήτε ασήμι.

Ιερέας  Δεν ζήτησαν ανταμοιβή. Θα το έκαναν για το καλό της ψυχής τους και τη Δόξα του
            Θεού. Έτσι είπαν. Ο Στέφανος δέχτηκε και  σε λίγες μέρες εφτά καράβια, γεμάτα
            παιδιά, σάλπαραν από τη Μασσαλία.

Βασιλιάς: Και πως προχώρησε το ταξίδι?

Ιερέας: Θανατηφόρα, όπως είχε ξεκινήσει. Τα δύο από τα πλοία έπεσαν σε φουρτούνα και 
            τσακίστηκαν, πνίγοντας όλα τα παιδιά. Τα άλλα πέντε  μεσοπέλαγα  περικυκλώθηκαν
            από Σαρακηνούς.

Βασιλιάς  Καταραμένη φάρα.

Ιερέας   Τελικά μάθαμε πως οι έμποροι καλοθελητές ουδέποτε είχαν σκοπό να μας
             μεταφέρουν στην Παλαιστίνη. Να μας πουλήσουν σχεδίαζαν εξαρχής. Στην Αλγερία
             πούλησαν τα περισσότερα παιδιά για σκλάβους. Τους υπόλοιπους μας πούλησαν  
            στην Αίγυπτο και τη Βαγδάτη, εκεί που οι Φράγκοι σκλάβοι έπιαναν καλύτερη τιμή.
             Εγώ φάνηκα πιο τυχερός. Αφού έμεινα στο Κάιρο γύρω στα 17 χρόνια ο αφέντης μου
             τελικά με άφησε να φύγω και να επιστρέψω στην πατρίδα μου.

Βασιλιάς  Πράγματι φάνηκες τυχερός στην ατυχία σου, αλλά πες μου κάτι άλλο. Έμαθες ποτέ
                 τι απέγιναν τα υπόλοιπα παιδιά;

Ιερέας Δεν πιστεύω να επέζησαν πολλά, ήταν χαμένη η  μάχη απ΄την αρχή. Ένα ξέρω,
           άρχοντα Μιχαήλ, κανένας μας δεν έφτασε ποτέ στην Ιερουσαλήμ. Εγώ επέστρεψα
           τριάντα χρονών στη Γαλλία, ξένος στην ίδια μου την πατρίδα και αμέσως κλείστηκα
           ξανά στο μοναστήρι. Δεν είχα κουράγιο να κοιτάξω κανέναν μήπως με ρωτούσε
           κάποιος τι απέγινε το παιδί του. Θεώρησα όμως χρέος μου να καταγράψω όσα έζησα,
           όσα είδα για να τα μάθουν και οι επόμενες γενιές που θα έρθουν.

Βασιλιάς:  Τι κι αν τα έγραψες , τι κι αν τα διαβάσουν, στο μυαλό οι λέξεις δε θα μπουν.
                 Οι άνθρωποι όσο και να διαβάζουν, όσες γνώσεις και να μαζεύουν δεν μαθαίνουνε
                 ποτέ. Κάνουν ξανά και ξανά τα ίδια λάθη. Γενιά τη γενιά, αιώνα τον αιώνα, το
                 ανθρώπινο γένος θα εξανεμίζεται σε άσκοπους πολέμους. Τριάντα χιλιάδες παιδιά
                 μου είπες χάθηκαν χωρίς να έχουν μάθει ποτέ το γιατί. Και εσύ, πέρασες τόσα
                 βάσανα. Και όλα αυτά για τα λόγια ενός «Μικρού Προφήτη» και τον ενθουσιασμό
                 των δώδεκα σας χρόνων. Κι δες τώρα, εξήντα χρόνια μετά, ακόμη  ποθεί η καρδιά
                 σου να δει την Ιερουσαλήμ. Πως έχεις το κουράγιο;

Ιερέας Τώρα βρήκα το κουράγιο, τώρα που πλησιάζει το τέλος και έγιναν ασήκωτες οι
            αναμνήσεις.  Εκατοντάδες χρόνια οι άνθρωποι πολεμούν και σφάζονται για την
            Ανατολή. Όσο ήμουν νέος δεν τολμούσα να πλησιάσω. Φοβόμουν για την ασήμαντη
            μου ζωή. Μα τώρα πια γέρασα και θαρρώ σαν αγέρας θα περάσω την μεγάλη πύλη
            και κανείς δε θα μου δώσει σημασία.  Μήτε σταυροφόρος μήτε Σαρακηνός δε θα
            σηκώσει το σπαθί του για να πάρει ενός γέρου τη ζωή.

Βασιλιάς: Μα πες μου όμως γέρο. Πως βρέθηκες από τη χώρα σου στην Σαλαμίνα?
              
Ιερέας   Μου το έχει φαίνεται η μοίρα μου γραφτό κάθε που μπαίνω σε καράβι για αλλού να
              σαλπάρω και αλλού αυτό να πιάνει στεριά. Έτσι και τώρα βρέθηκα αντί στην
              Ιερουσαλήμ, εδώ να περιμένω. Να γίνω μάρτυρας ακόμα μια φορά μιας χαμένης
              πόλης βουβής και προδομένης. Και εσύ όμως άρχοντα,  που τόσην ώρα με προσοχή
              την ιστορία μου ακούς, τι φορτίο κουβαλάς; Ποιος είσαι και τι ψάχνεις στης               Σαλαμίνας το λιμάνι; Μήπως για κάποιο καράβι φάντασμα περιμένεις και εσύ να σε πάει σε άλλο τόπο;

Βασιλιάς  Όχι, δεν περιμένω καράβι να με πάει μακριά, εδώ είναι αυτό που ψάχνω. Στην
                 Σαλαμίνα με έχει φέρει ένας γρίφος που λέει
          «ΙΠΠΟΤΗΣ ΦΥΛΑΕΙ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ, ΣΕ ΞΥΛΟ ΣΚΑΛΙΣΤΟ
           ΣΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ ΤΗΣ ΑΚΤΕΣ, ΜΕ ΣΗΜΑ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ» τον έχεις ακουστά;

Ιερέας  Τον έχω ακουστά τον γρίφο αυτό και ξέρω το κλειδί για το οποίο μιλάς. 
             Εδώ στο λαιμό μου το έχω φυλαγμένο, σε βελούδινο πουγκί.
             Μα εσύ ποιος είσαι και τι ζητάς με το κλειδί;

Βασιλιάς Είμαι ο Μιχαήλ, βασιλιάς της Λήδρας και πάσης Κύπρου. Ο τελευταίος βασιλιάς
                της Ιερουσαλήμ.

Ιερέας Υποκλίνομαι μεγαλειότατε. Και συγχωρήστε με το γέρο που δε σας αναγνώρισα, είναι
             που τα μάτια μου δεν βλέπουν πια όπως παλιά.

Βασιλιάς Σήκω επάνω άγιε πατέρα, μην γονατίζεις μπροστά μου. Εγώ θα έπρεπε να 
               υποκλίνομαι στην αγιότητα σας. Δεν μου είπες όμως, άκουσα καλά; Κρατάς το
               κλειδί που ψάχνω;  Εσύ είσαι ο ιππότης, ο σταυροφόρος για τον οποίο μιλά ο γρίφος;

Ιερέας Αν το λες εσύ.  Εγώ δε  θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου σταυροφόρο, παρά μόνο ένα
            άμυαλο παιδί που νόμιζε ότι είχε τη δύναμη να φτάσει τ΄αστέρια. Αλλά πιστεύω το
            κλειδί που χρόνια έχω πάνω μου κρεμασμένο είναι αυτό που ζητάς. Όταν θα έφευγα
             από το Κάιρο, ο αφέντης μου χάρισε ως δώρο,  αυτό το παράξενο σκαλιστό κλειδί.
            Εγώ τότε δεν κατάλαβα το σκοπό του, αλλά εκείνος μου είχε πει, να το κρατώ πάντα
            κοντά μου, γιατί κάποια μέρα θα το γύρευε κάποιος που θα το είχε μεγάλη ανάγκη.
            Και να, που ήρθε τώρα αυτή η μέρα.

Βασιλιάς  Πράγματι, το κλειδί αυτό το θέλω τόσο, όσο θέλεις και εσύ να πας στην
                 Ιερουσαλήμ.

Ιερέας   Αφού το θέλεις βασιλιά, θα στο δώσω μετά χαράς, κάνε μου όμως πρώτα μια χάρη.

Βασιλιάς Λέγε τι ζητάς και εγώ θα στο χαρίσω.

Ιερέας Το τι ζητώ το ξέρεις πολύ καλά. Δεν μου μένει πολύς καιρός ακόμα για να ζήσω..

Βασιλιάς: Καλώς, θα σε στείλω εγώ με καράβι δικό μου, να ξεκινήσεις και σήμερα αν θες.

Ιερέας Είσαι πραγματικά γενναιόδωρος μα θέλω ακόμα κάτι. Θέλω να ταξιδέψεις μαζί μου.

Βασιλιάς  Μου φαίνεται ο ήλιος σε έχει πειράξει ή τα γεράματα; Τι είναι αυτό που μου ζητάς;
               Ν’αφήσω το βασίλειο, να εγκαταλείψω τα πάντα, για να σου κάνω παρέα στο ταξίδι;

Ιερέας  Δεν έχω πια εμπιστοσύνη στη θάλασσα,  γι’ αυτό στο ταξίδι σε θέλω μαζί μου.

Βασιλιάς Και γιατί εμένα; Μήπως θα μ’ έχεις ασπίδα απ’ τους φρουρούς της Ιερουσαλήμ;

Ιερέας  Όχι πανοπλία απ΄το Θεό. Όσο είσαι εσύ πάνω στο πλοίο ο Θεός θα το φυλάει
            και θα μας αφήσει να φτάσουμε σώοι στον προρισμό μας.  

Βασιλιάς Και πως είσαι τόσο βέβαιος ότι αν είμαι εγώ πάνω στο πλοίο αυτό δε θα βουλιάξει;

Ιερέας     Έχεις χρόνια ακόμα να ζήσεις Ρήγα και ο τόπος θα σε περιμένει να γυρίσεις. Το
               κλειδί, όμως δε μου είπες, το θέλεις για καλό σκοπό;

Βασιλιάς Ιερό! Γι΄αυτό και δεν μπορώ να το πάρω με τη βία. Πρέπει με τη θέληση σου 
                να το δώσεις.

Ιερέας       Στ΄ορκίζομαι λοιπόν, μόλις πατήσω το χώμα της Ιερουσαλήμ θα ναι δικό σου.
                 
Βασιλιάς: Καλώς, αφού ορκίζεσαι άνθρωπε του Θεού, ας γίνει έτσι όπως το επιθυμείς.

ΣΚΗΝΗ 9Η (ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ)

Ιερέας Είναι η Ιερουσαλήμ αυτή που φαίνεται στον ορίζοντα; Αλήθεια αξιώθηκα να φτάσω;

Βασιλιάς Αλήθεια, σε λίγο θα πατάς τα Άγια χώματα. Βλέπεις που ο Θεός επέτρεψε να έρθεις;

Ιερέας  Δοξασμένο τ΄όνομα Του.  Εσύ Ρήγα; Θα κατέβεις;  θα έρθεις να προσκυνήσουμε;

Βασιλιάς: Όχι , έκανα όπως ζήτησες, σ’ έφερα σώο κι΄αβλαβή, μα τώρα είναι βία να
                 επιστρέψω  πίσω. Όσο εσύ θα ανεβαίνεις το Γολγοθά προσκυνώντας, θα
                 ανεβαίνω κι εγώ στον δικό μου.  

Ιερέας: Πάρε λοιπόν το κλειδί και ελπίζω να σε βοηθήσει στον ιερό σκοπό σου.

Βασιλιάς: Πατέρα, σαν φτάσεις στον Άγιο Τάφο, άναψε ένα κερί και για μένα και
            προσευχήσου. Να΄ναι γοργό το ταξίδι και να πατήσω γρήγορα τα χώματα της Κύπρου.

ΣΚΗΝΗ 10Η (στη φυλακή που είναι κλειδωμένη η βασίλισσα)

Δράκος: Καλημέρα αγαπημένη μου, πως είσαι σήμερα;
              Ακόμα δεν αποφάσισες να μου μιλήσεις; Δεν πειράζει, δε θα παρεξηγηθώ.               
              Είμαι πολύ κεφάτος σήμερα και ξέρεις το λόγο; Έχω ακούσει κάποια πολύ
              ευχάριστα νέα σήμερα το πρωί και αμέσως έτρεξα να μοιραστώ με σένα τη χαρά
              μου . Μάθε λοιπόν ότι ο Βασιλιάς, ναι, ναι, ο πρώην άντρας σου, ο Μιχαήλ, σάλπαρε
              εδώ και λίγες μέρες για την Ιερουσαλήμ.

Βασίλισσα: Τι είπες;

Δράκος: Ω, Ελένη, μίλησες επιτέλους γλυκιά μου, εκεί που έλεγα ότι δε θα ξανάκουγα την
              αγγελική σου φωνή.

Βασίλισσα: Λέγε Δράκε τι ήταν αυτό που είπες. Που πήγε ο βασιλιάς;

Δράκος: Στην Ιερουσαλήμ πήγε ομορφιά μου. Πάνε τρεις μέρες που έφυγε το καράβι του.
               Πεθύμησε το βασίλειο του φαίνεται ή ανησύχησε από τις επιθέσεις των Αράβων και
               σαν σωστός βασιλιάς έτρεξε να ελέγξει την κατάσταση. Ίσως και να αποφάσισε να
               εγκατασταθεί μόνιμα στην γλυκιά του πόλη. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό όμως έτσι;

Βασίλισσα: Τι;

Δράκος: Ότι σε ξέχασε χρυσή μου, ξέχασε και εσένα και το παιδί σου, αλλιώς γιατί να φύγει
               από το νησί. Κατάλαβες; Αντί να ψάχνει να σε βρει κίνησε για ταξίδια μακρινά.

Βασίλισσα: Ψέματα λες.  Ψέματα. Δε πιστεύω τα λόγια που λες, ούτε λέξη. Φύγε να μη σε
                   βλέπω μπροστά μου. Άκουσες; (φωνάζει) Φύγε αμέσως.

ΣΚΗΝΗ 11Η (ΚΗΡΥΝΕΙΑ)

Βασιλιάς: (χτυπώντας μια σιδερένια πόρτα) Είναι κανείς εδώ; (ξαναχτυπά - ακούγεται ο
                 τριγμός της πόρτας που ανοίγει)

Μάγισσα : Πέρασε.

Βασιλιάς:  Εσύ είσαι η μάγισσα της Κηρύνειας;

Μάγισσα: Είμαι, βασιλιά Μιχαήλ, εκείνη που ψάχνεις. Έλα μαζί μου. Πέρασε στο κάστρο.

Βασιλιάς: Πως έγινε έτσι το κάστρο της Κυρήνειας ; Πως μπορείς και ζεις εδώ; Πως έγινε το
                 άλλοτε περήφανο κάστρο σαν τάφος; Τόσο σκοτάδι δεν υπάρχει ούτε στον Άδη.

Μάγισσα: Ξέχνα τα περασμένα μεγαλεία, στην πόλη μόνο τα όρνεα βασιλεύουν τώρα που
                 τσιμπολογούν τα τελευταία σάπια πτώματα. Αυτό το παγωμένο κάστρο είναι το
                 καταφύγιο μου. Όσο για το σκοτάδι, από πάντα ήταν ο μόνος σύντροφος μου.
                 Τι το θέλω το φως; Κανείς άλλος για χρόνια δεν έχει πατήσει το πόδι του εδώ
                 μέσα, εκτός από εσένα, σήμερα, βασιλιά μου.

Βασιλιάς: Τι εννοείς το σκοτάδι είναι σύντροφος σου , δηλαδή δεν βγαίνεις ποτέ έξω;
                 Δεν πεθυμάς τον ήλιο;

Μάγισσα:  (γελά σπασμωδικά) Του ήλιο; Τι είναι αυτό το πράγμα; Δεν το έχω δει ποτέ
                  ούτε ξέρω πως είναι. Είμαι τυφλή, από τότε που γεννήθηκα, δεν ξέρω τι είναι
                  ήλιος , τι μέρα και τι νύχτα.

Βασιλιάς:  Και τότε πως ξέρεις ποιος είμαι;

Μάγισσα: Γεννήθηκα τυφλή είπα, δεν σημαίνει ότι δεν βλέπω. Αγγίζω, μυρίζομαι, ακούω,
                Με αυτόν τον τρόπο βλέπω. Όμως εσύ, Ρήγα μεγάλε και τρανέ,  το ήξερα ότι θα
               ερχόσουν, εδώ και μέρες σε περιμένω.

Βασιλιάς: Με περίμενες;

Μάγισσα: Σε περίμενα και να που ήρθες. Καλωσόρισες λοιπόν. Πάρε, άναψε τη δάδα αυτή.

Βασιλιάς: (ο βασιλιάς ανάβει τη δάδα και βγάζει ένα ήχο τρόμου)  Θεέ μου.

Μάγισσα:  Τι συμβαίνει; Κάτι σε τρόμαξε;

Βασιλιάς: Τα μάτια σου..

Μάγισσα: Τα μάτια μου.

Βασιλιάς: Πρώτη φορά βλέπω μάτια που οι κόρες τους δεν έχουν χρώμα, είναι τρομαχτικά.
    
Μάγισσα: Τώρα καταλαβαίνεις γιατί ζω κλεισμένη  εδώ μέσα σαν νυχτερίδα, και δεν
                 περιφέρομαι έξω να τρομάζω τους περαστικούς.

Βασιλιάς: Λυπάμαι, δεν ήθελα να σε προσβάλω.

Μάγισσα:  Δεν με προσβάλλεις βασιλιά μου, αντιθέτως  είναι μεγάλη μου τιμή που με
                  επισκέπτεσαι.  

Βασιλιάς: Πες μου όμως γριά,  τι έγινε στην πόλη και δεν έχει μείνει πλάσμα ζωντανό;

Μάγισσα: Πυρετός και συμφορά. Επιδημία μεγάλη. Ένα καράβι προσάραξε στο λιμάνι και
                 σκόρπισε το θάνατο.

Βασιλιάς:  Καράβι;

Μάγισσα : Ένα καράβι που κανείς δεν έμαθε ποτέ από πού ήρθε. Ένα πρωί βρέθηκε δεμένο
                  στο λιμάνι, άδειο, χωρίς καπετάνιο και πλήρωμα. Όσοι ανέβηκαν στην πλώρη από
                   περιέργεια δεν βρήκαν πάνω μήτε άνθρωπο, μήτε άλλο ζωντανό. Μόνο ο χάρος  
                  τους περίμενε και σε μια βδομάδα ήταν νεκροί. Αρρωστούσε ο ένας μετά τον άλλο 
                  και για βδομάδες  μόνο φωνές και κλάματα ακούγονταν στην πόλη, μέχρι που
                  σώπασε και ο τελευταίος.
                  Μέσα σε δυο μήνες η παράξενη αρρώστια τους ξεπάστρεψε όλους, άντρες,                       
                  γυναίκες, παιδιά και γέρους. Δεν έμεινε ψυχή.

Βασιλιάς: Εκτός από εσένα. Εσύ γλύτωσες.

Μάγισσα: Αλήθεια, γλύτωσα, αφού κι ο ίδιος ο χάρος δεν τολμά να με πλησιάσει.  
                  Άκου Ρήγα, σαν βγεις έξω, σ’ εξορκίζω, μην πλησιάσεις τους πεθαμένους. Ακόμα
                  πλανιέται γύρω η καταραμένη αρρώστια, την οσφρίζομαι στον αέρα.
                  Άσχημο καιρό διάλεξες να περάσεις. Γιατί τώρα;

Βασιλιάς:  Είπες ήξερες ότι θα ερχόμουν, δεν ξέρεις και το λόγο; Δεν ξέρεις ότι δε θα βρεθεί
                  καμιά αρρώστια να με κρατήσει μακριά από το σκοπό μου;

Μάγισσα: Τον ξέρω, ομολογώ.

Βασιλιάς:  Λοιπόν; Λέγε έχεις το κλειδί που ψάχνω;

Μάγισσα:  Το χω βασιλιά μα πριν στο δώσω πρέπει κάτι να σου πω.

Βασιλιάς:  Μίλα τότε.

Μάγισσα: Πάνε έξι μήνες περίπου που έφυγες από τη Λήδρα γυρεύοντας την αγαπημένη σου.
                 
Βασιλιάς Την πολυαγαπημένη μου.

Μάγισσα: Ξεπέρασες εμπόδια, αντιστάθηκες σε πειρασμούς, μέχρι και στην Ιερουσαλήμ                  
              πήγες με κίνδυνο να σε δολοφονήσουν οι Μαμελούκοι.  Στο στόμα του λύκου.

Βασιλιάς:  Πράγματι, δεν μπορούσα όμως να μην πάω. Κι αυτό το ξέρεις. Ο σκοπός μου είναι
                  πάνω απ΄όλα και η ζωή μου δεν αξίζει αν δεν έχω εκείνη δίπλα μου.

Μάγισσα: (ειρωνικά) Χα, θλίβομαι μα πρέπει να στ΄ομολογήσω πως είσαι  γελασμένος 
                  Βασιλιά. Η αφοσίωση σου είναι στ΄αλήθεια αξιέπαινη αλλά, αναλογίστηκες όλο
                  αυτόν τον καιρό αν  άξιζε η αγάπη σου όλες αυτές τις θυσίες;

Βασιλιάς: Τι εννοείς γριά;

Μάγισσα: Δώς΄μου το χέρι σου βασιλιά.  (του τρυπά το δάχτυλο)

Βασιλιάς: Αχ, πως τόλμησες τρελλόγρια; Γιατί μου τρύπησες το δάχτυλο;

Μάγισσα: Λίγο από το αίμα σου χρειάζομαι, δυο σταγόνες μονάχα, μην κάνεις σαν μικρό
                 παιδί. Έλα, άσε το να στάξει σ΄αυτήν εδώ την κούπα με το νερό.
                 Εντάξει, σκουπίσου. Κοίτα στο νερό βασιλιά. Κοίτα εκεί .

Βασιλιάς: Τι;

Μάγισσα: (επιτακτικά) Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα στο νερό. Τι βλέπεις;

Βασιλιάς: Όχι, όχι δεν είναι δυνατόν. Η Ελένη.

Μάγισσα:  Η βασίλισσα. Και ποιος άλλος;

Βασιλιάς: Ο δράκος. Αποκλείεται. Με γελούν τα μάτια μου. Δεν είναι δυνατόν.

Μάγισσα:  Ποιο; Να είναι η βασίλισσα στην αγκαλιά του δράκου; Και όμως, να που έγινε.

Βασιλιάς: Και το παιδί; Που είναι ο γιος μου;

Μάγισσα:  Ένα βοτάνι ήταν αρκετό για να μην γεννηθεί ποτέ ο γιος σου βασιλιά.

Βασιλιάς:  (φωνάζοντας) Δε σε πιστεύω, ψέματα λες. Αποκλείεται να έκανε κάτι τέτοιο.

Μάγισσα: Και όμως. Άδικα θαλασσοδέρνεσαι και βάζεις τη ζωή σου σε κίνδυνο βασιλιά,
                 εκείνη σ’έχει από καιρό λησμονήσει.

Βασιλιάς: Είσαι ψεύτρα.

Μάγισσα: Σ’ ορμήνεψε τάχα μου με το γρίφο και σ’ έστειλε δήθεν να βρεις τα κλειδιά που
                θα την ελευθέρωναν, μόνο και μόνο για να σκοτωθείς. Να φύγεις απ΄τη μέση. Και
                εκείνη να,  τραγουδά αμέριμνη στην αγκαλιά του Δράκου και γλυκά του δίνει φιλιά.

Βασιλιάς:   Πάψε, μην μιλάς άλλο. Κλείσε το στόμα σου επιτέλους.

Μάγισσα: Λυπάμαι που σε πλήγωσα βασιλιά, αλλά τα ίδια σου τα μάτια στο φανέρωσαν.  

Βασιλιάς: Είναι όλα δολοπλοκίες σου παλιομάγισσα, πριν στάξει το αίμα μου στην κούπα
                 σου,  ποιος ξέρει τι δηλητήριο είχες στάξει.

Μάγισσα: Τι είναι αυτά που λες βασιλιά μου; Εγώ απλά προσπαθώ να σου δείξω την αλήθεια.

Βασιλιάς: Την αλήθεια την ξέρω μάγισσα και δεν βρίσκεται μέσα στην κούπα σου, βρίσκεται
                  μέσα στην καρδιά μου. Ούτε στιγμή δεν αμφιβάλλω για την πίστη της                 
                 βασίλισσας μου. Και θα συνεχίσω τον αγώνα μέχρι να την πάρω πίσω.

Μάγισσα: Τον καιρό σου θα χάσεις βασιλιά  και ίσως στο τέλος χάσεις και τη ζωή σου.

Βασιλιάς: Όχι μάγισσα, δεν είμαι εγώ που θα χάσω τη ζωή μου.  (ειρωνικά) Τελικά η
                 μάγισσα όλα τα γνωρίζει εκτός απ΄τα δικά της μελλούμενα.

Μάγισσα:  (με παρακλητική φωνή) Τι λέτε βασιλιά;  Τι μελλούμενα να γνωρίζω;

Βασιλιάς: Το δικό σου θάνατο. Δώσε μου το χέρι σου. Ας δούμε τι λέει το δικό σου αίμα.

Μάγισσα: (κλαίει απ΄τον πόνο) Μη βασιλιά, με πονάς. Μη!!!!!

Βασιλιάς: Όχι περισσότερο απ΄όσο με πόνεσε το φαρμάκι σου καταραμένη.
                Λέγε τώρα, που είναι το κλειδί σου.

Μάγισσα: Εδώ βασιλιά μου, εδώ το έχω. Μέσα στο μαντήλι μου τυλιγμένο.

Βασιλιάς: (οργισμένος) Φέρε το εδώ. Σκύψε τώρα το κεφάλι, ώρα ανταμώσεις το θάνατο.

Μάγισσα: Μη βασιλιά μου, σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις, συγχώρησε με.

Βασιλιάς: Ποτέ.

Βασίλισσα: (μιλώντας η μορφή της μέσα από την κούπα) Σταμάτα Μιχαήλ.

Βασιλιάς: Ελένη;  Αλήθεια η δική σου φωνή ακούγεται;  Που είσαι αγαπημένη μου;

Βασίλισσα: Κοίταξε στο νερό Μιχαήλ, εδώ θα με δεις.

Βασιλιάς:  (σχεδόν κλαίγοντας) Ελένη μου, βασίλισσα μου. Βγάλε μου το μαχαίρι απ’ την
                  καρδιά, πες μου ότι ακόμα μ’ αγαπάς. Πες μου ότι είσαι ακόμα δική μου.

Βασίλισσα: Το ξέρεις βασιλιά μου. Μην πιστεύεις αυτά που είδες,  αν ακόμη πιστεύεις στην
                   αγάπη μας.

Βασιλιάς: Άσε με να την σκοτώσω τότε τη Μέδουσα.

Βασίλισσα:   Όχι άντρα μου, μην βάψεις με αίμα το στεφάνι μας. Η μάγισσα μπορεί                     
                  να μας καταραστεί και να χαθεί και η τελευταία μας ελπίδα να ξανασυναντηθούμε.

Βασιλιάς:  Ελένη….μην φεύγεις πάλι (προς τη μάγισσα με άγρια φωνή) Άκουσες τι είπε η
                  βασίλισσα, για το χατίρι της και μόνον δε σε σκοτώνω, κατάλαβες;

Μάγισσα: Σ΄ευχαριστώ μεγαλόψυχε βασιλιά, προσκυνώ.

Βασιλιάς: Άσε τις υποκρισίες και φύγε από μπροστά μου έχιδνα. Η βασίλισσα με περιμένει.

ΣΚΗΝΗ 12Η

Δράκος: Ελένη, δες τι σου έχω φέρει.

Βασίλισσα: Φύγε!

Δράκος Σου έχω φέρει ένα δώρο, δε θες να δεις τι είναι;

Βασίλισσα: Φύγε και πάρε και τα δώρα σου, δε θέλω τίποτα από σένα.

Δράκος : Γιατί πάντα με διώχνεις τόσο άσπλαχνα; Δε με λυπάσαι λιγάκι;

Βασίλισσα Εσύ, που με έχεις φυλακισμένη τόσους μήνες τώρα με λυπάσαι;

Δράκος: Σε αγαπάω!

Βασίλισσα: Άφησε με να φύγω, σε εκλιπαρώ, μην με κρατάς άλλο κλειδωμένη.

Δράκος Δε σε αφήνω, σε θέλω κοντά μου. (Παύση) ….. Μίλα μου, πες μου κάτι.

Βασίλισσα: Μόνο ένα έχω να σου πω . Οι μέρες σου είναι μετρημένες.

Μιχαήλ : Άκουσες τι είπε η βασίλισσα Δράκε. Και ο λόγος της είναι διαταγή.

Δράκος Μιχαήλ, πως βρέθηκες εδώ;

Μιχαήλ Αμφέβαλλες; Εγώ όχι.

Βασίλισσα : Ούτε και εγώ αμφέβαλλα αγάπη μου στιγμή.

Μιχαήλ: Είσαι έτοιμη αγάπη μου; Ώρα να φεύγουμε;

Δράκος: Μην βιάζεσαι και τόσο, πως θα βγάλεις τη βασίλισσα από τη φυλακή;

Μιχαήλ : Τι εννοείς πως; Θα ξεκλειδώσω φυσικά. Δεν υπάρχει κλειδαριά;

Δράκος Πέντε κλειδαριές.

Μιχαήλ  Ωραία. Όσα ακριβώς είναι και τα κλειδιά που κρατώ.

Δράκος: Τι;

Μιχαήλ : Αυτό που άκουσες, πέντε κλειδιά, ένα για κάθε κλειδαριά.

Δράκος : Πως, που τα βρήκες,  πως είναι δυνατόν;

Μιχαήλ Στο είπα, θα κάνω τα πάντα για να τη βρω.

Δράκος: Που τα βρήκες;

Μιχαήλ: Εκεί που βρίσκονταν. Στις πέντε άκρες της Κύπρου.

Δράκος: Πως τα κατάφερες; Ήταν τόσο καλά κρυμμένα. Πες μου που βρήκες το χρυσό?  

Μιχαήλ : Το πήρα απ΄ την Αφροδίτη. Προσπάθησε να με μεθύσει με το γλυκό της κρασί, να
                με κάνει να ξεχάσω τον σκοπό μου, να με παρασύρει στη λήθη, αλλά δεν τα
                κατάφερε.

Δράκος: Το αργυρό; Που βρήκες τ΄αργυρό;

Μιχαήλ: Από το φίλο σου τον Σουλτάνο το πήρα.  Μάθε και τα νέα του. Επέστρεψε στην
              Αίγυπτο και εκεί τον δηλητηρίασαν, όπως το προφήτεψα, πάει τώρα ο Αλ Ζαχίρ σου.
              Ο κάθε ένας παίρνει δίκαια εκείνο που του αρμόζει.

Δράκος: Το σιδερένιο;

Μιχαήλ  Το σιδερένιο καθόλου δε με δυσκόλεψε, ένα παιδί το έφερε σε μένα από του Άγιου
               τον Λάρνακα. Ένα κερί κι εγώ στη χάρη του άναψα για σένα και προσευχήθηκα.
               Να΄ναι ο θάνατος σου σύντομος, να μην πολυβασανιστείς. 

Δράκος: Με περιγελάς. Πες μου όμως, βρήκες  και το σκαλιστό κλειδί;

Μιχαήλ Μου το έδωσε ένας άγιος πατέρας ως ανταμοιβή που τον πήγα απέναντι στην
             Ιερουσαλήμ. Μου πήρε λίγο χρόνο φυσικά αλλά δεν υπέκυψα στον πειρασμό να
             κατεβώ, επέστρεψα αμέσως πίσω. Η Ελένη είναι πιο σημαντική από όλα τα βασίλεια
             του κόσμου.

Δράκος: Η Ελένη είναι πιο σημαντική από όλα τα βασίλεια του κόσμου, αλλά πίσω δε θα την
              πάρεις ποτέ. Αποκλείεται να βρήκες και το πέμπτο κλειδί.

Μιχαήλ Και όμως. Το βρήκα και το πήρα. Η διαβολεμένη μάγισσα που το κρατούσε δεν
             κατάφερε να με ξεγελάσει με τα ψέματα και τις συκοφαντίες της.  Κάνε πέρα, έχασες
             δράκε. Για ακόμα μια φορά.

Δράκος : Όχι τόσο γρήγορα. Δε  θα σε αφήσω να την πάρεις αμαχητί.

Μιχαήλ  Το φανταζόμουν ότι δε θα την άφηνες να φύγει. Γι΄αυτό ήρθα προετοιμασμένος.

Δράκος : Πόσο γελοίος είσαι καημένε, πως μπορείς εσύ να συγκριθείς μαζί μου;  Δεν υπάρχει
                άνθρωπος σ΄αυτή τη γη να μπορεί να τα βάλει μαζί μου, ούτε όπλο που να μπορεί
                να διαπεράσει το δέρμα μου.

Μιχαήλ : Κι όμως πόσο λάθος κάνεις. Το βλέπεις αυτό;

Δράκος: To τόξο και το βέλος; Πραγματικά φοβήθηκα τώρα.

Μιχαήλ: Φτιαγμένο από μένα, ειδικά και μόνο για σένα. Βλέπεις αυτά δεν είναι ένα
               συνηθισμένο τόξο και ένα συνηθισμένο βέλος.
              Ο σκελετός του είναι από το καράβι του Μπαιμπάρς, ξύλο ανθεκτικό και ανίκητο.
              Η χορδή του απ΄τα μαλλιά της Αφροδίτης, σαν τεντώνεται δεν χάνει ποτέ το στόχο.                 
              Το βέλος φτιαγμένο από το ιερό ξύλο της Ιερουσαλήμ, ευλογημένο  στον Ναό.
              Και το καλύτερο, η μύτη του βέλους  φτιάχτηκε από μολύβι  και είναι βουτηγμένο
              στο δηλητήριο της Μάγισσας της Κηρύνειας, που είναι χειρότερο από Σκορπιού.
              Όπως βλέπεις Δράκε, δεν είσαι τόσο ανίκητος όσο νομίζεις.

Δράκος: Μιχαήλ, σε παρεξήγησα, είσαι πολύ πιο έξυπνος από ότι νόμιζα. Παραδέχομαι το
              λάθος μου και σου ζητώ ταπεινά συγνώμη. Φύλαξε το τόξο και το βέλος σου και
              δώσε σε μένα τα κλειδιά. Εγώ ο ίδιος θα ανοίξω τη φυλακή να βγάλω τη βασίλισσα.

Μιχαήλ: Ξεχνάς κάτι Δράκε που στο χω ξαναπεί. Εγώ δεν είμαι ο πατέρας μου. Δε
              συγχωρώ και δε λυπάμαι. Μην μου ζητάς συγνώμη, και μη ζητάς να σου χαρίσω τη
              ζωή. Έχω ανέβει το βουνό με ένα και μόνο σκοπό, πρώτα να σε σκοτώσω και μετά
              να σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου την Ελένη. Προηγείται όμως ο δικός σου θάνατος.

Δράκος: Δεν έχω παρά μόνο να πετάξω μακριά και δε θα με ξαναδείς ποτέ.

Μιχαήλ: Δεν κατάλαβες καλά, όσο μακριά, όσο ψηλά και να πετάξεις, από τη στιγμή που το
               τόξο τεντωθεί και απελευθερωθεί το βέλος του, θα έρθει να σε αναζητήσει και τότε
               θα σε βρει, όπου και αν βρίσκεσαι, τρυπώντας την καρδιά σου.

Δράκος: Είμαι τελειωμένος λοιπόν.  Ότι και να πω δεν σου αλλάζω γνώμη.

Μιχαήλ: Όχι.

Βασίλισσα: Μιχαήλ!

Μιχαήλ: Βασίλισσα μου.

Βασίλισσα: Άσε τον να ζήσει.

Μιχαήλ: Τι ζητάς βασίλισσα μου , να μην πληρώσει για όλα όσα έχει κάνει;  

Βασίλισσα: Ναι, δεν θα μας ξαναενοχλήσει. Στο υπόσχομαι.

Δράκος: Αλήθεια το υπόσχομαι, άκουσε τη βασίλισσα Μιχαήλ, άσε με να φύγω.

Μιχαήλ: Πάψε εσύ, μη μιλάς.

Βασίλισσα: Μιχαήλ, έλα κοντά που θέλω κάτι να σου ψιθυρίσω.

Βασιλιάς: (παύση, η βασίλισσα του μιλά σιγά στο αυτί)  Τι; Αλήθεια, βασίλισσα , ακόμα μια
                  φορά με εκπλήσσει η εξυπνάδα σου. Δράκε, φαίνεται θα τη γλυτώσεις πάλι
                  και αυτό γιατί η βασίλισσα είναι πιο έξυπνη και απ΄τους δυο μας. Δε θέλει να
                  βάψω τα χέρια μου με το αίμα σου και έχει μια καλύτερη ιδέα. Θα σε αφήσω να
                  φύγεις  και  όση ώρα χρειαστεί να ανοίξω εγώ τις πέντε κλειδαριές θα πετάξεις
                  όσο πιο μακριά μπορείς. Μόλις ανοίξω τις κλειδαριές και βγει έξω η βασίλισσα θα
                  μου κάνει την τιμή να τεντώσει το τόξο απελευθερώνοντας το βέλος του.

Δράκος: Μα βασιλιά, εσύ πριν λίγο δε μου είπες ότι το βέλος θα με ακολουθεί μέχρι να με
               πετύχει; Θα είμαι καταδικασμένος μια ζωή να προσπαθώ να ξεφύγω;

Βασιλιάς: Ακριβώς, ξεκίνα λοιπόν από τώρα για να έχεις το προβάδισμα. Άντε ξεκίνα. Μπρος.
(ακούγεται ο θόρυβος από τα φτερά του δράκου που πετά βιαστικά. Mόλις φεύγει ο βασιλιάς αρχίζει να γελά)

Βασίλισσα: (ξεροβήχει) Μιχαήλ, σταμάτα να γελάς και άνοιξε μου επιτέλους.  

Βασιλιάς : Έλα αγάπη μου να σε βγάλω και αρκετά έμεινες εκεί μέσα.

Βασίλισσας: Να μας βγάλεις εννοείς.

Βασιλιάς: Τι;  

Βασίλισσα: Μου φαίνεται ο βασιλιάς έχασε το λογαριασμό, έξι μήνες έχουν περάσει Μιχαήλ,
                   έχει γεννηθεί ο γιος σου.

Βασιλιάς: (κατενθουσιασμένος) Γιος; Γιος;

Βασίλισσα : Να τον Μιχαήλ, ο γιος μας. Τον ονόμασα Κωνσταντίνο.

Βασιλιάς: Είναι πανέμορφος. Σαν εσένα Ελένη.

Βασίλισσα Και γενναίος, σαν εσένα Μιχαήλ. Τόσους μήνες κλεισμένος εδώ μέσα και δες,
                  πόσο ροδαλός, πόσο στρουμπουλός είναι. Είναι γεννημένος βασιλιάς.

Βασιλιάς: Πάμε πίσω στο παλάτι, αρκετά μείνατε στο μπουντρούμι κλεισμένοι.

Βασίλισσα: Μου έλειψες αγάπη μου.

Βασιλιάς : Και εμένα Ελένη. Πάμε τώρα, φέρε μου τον γιο μου, θα τον κρατάω εγώ.

Βασίλισσα: Και ο δράκος;  Δε θα του ρίξουμε με το τόξο όπως είπες;

Βασιλιάς: Όχι αγαπημένη μου, τώρα έχει πετάξει ήδη μακριά, έτσι κι αλλιώς δεν θα τον
                 φτάσει το βέλος.  Άσε τον όμως να νομίζει ότι το ρίξαμε. Θα τρέχει στους αιώνες
                 κοιτάζοντας πίσω του για το βέλος που ακολουθεί. (γελούν και οι δυο)
ΤΕΛΟΣ



































































































































































































































































12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...