Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

σιωπές


Εχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι η ζωή είναι ένας κυκλος, ένας χρόνος, 365 ημέρες, μια αρχή ένα τέλος.. το τέλος του μήνα, το τέλος του χρόνου, το κλείσιμο, ο απολογισμός..

Επειδή ένας στρογγυλός πλανήτης κάνει περιπάτους γύρω από μια καιγόμενη μπάλα και όλοι μαζί περιφερόμαστε μετρώντας κάθε φορά, από την πρώτη μέρα του νέου χρόνου, αντίστροφα, μέχρι την τελευταία. Στην ουσία δεν υπάρχει κύκλος, υπάρχει μόνο μια γραμμή που πάει μπροστά και στην οποία περπατάμε όλοι, μια τεράστια λεωφόρος που βαδίζουμε όλοι προς τα μπροστά και την ίδια ώρα που γεννιούνται βρέφη και πέρνουν την πρώτη τους ανάσα, άλλοι αφήνουν την τελευταία τους και βγαίνουν από την πορεία, αφήνοντας τους υπόλοιπους να προχωρούν μέχρι να έρθει και η δική τους στιγμή να εγκαταλείψουν.

Να βλέπω τη ζωή μου σαν κύκλο ή σαν ευθεία.. σκέφτομαι και αναρωτιέμαι. Να μετρήσω και να αναλογιστώ και να με βαθμολογήσω για τον τελευταίο κύκλο που πλησιάζει στο τέλος του, έστω και αν το μέτρημα είναι φτιαχτό και ψεύτικο ή να μετρήσω από τη μέρα που πήρα την πρώτη μου ανάσα μέχρι και σήμερα.. ή να αφήσω να τα πάρει όλα ο αέρας και να μετρώ μέρα με τη μέρα

Με τρομοκρατεί, με στοιχειώνει σχεδόν το γεγονός, όχι ότι μια μέρα θα πεθάνω, αλλά ότι θα έρθει η μέρα που θα πεθάνω, αργά ή γρήγορα και θα φύγω από αυτήν την ηλίθια κοροιδία που ονομαζόταν ζωή, χωρίς να έχω χορτάσει αγάπη και αγκαλιά. Θα έχω φύγει με ένα μωρό μέσα μου γεμάτο παράπονο, μια γυναίκα που εκτέλεσε τα καθήκοντα της όσο καλύτερα μπορούσε, έδωσε όση αγάπη μπορούσε, έκανε ότι καλύτερο μπορούσε.. ενώ μέσα της ένα μεγάλο κομμάτι ήταν νεκρό.

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που σε κρατά ζωντανό όταν ζεις εν γνώση σου και βιώνοντας την στέρηση των ανθρώπινων σου αναγκών. Δεν υπάρχει τίποτε και κανένας να καλύψει το κενό, ούτε χίλιοι φίλοι, ούτε οι εξόδοι, ούτε ατέλειωτες ώρες φιλικών πνεματικών ή φιλοσοφικών συζητήσεων. Το κενό που το γεμίζει ένας άνθρωπος που σε κρατά αγκαλιά, η αίσθηση της βαθιάς ένωσης, της πληρότητας που νιώθεις όταν αγαπιέσαι, όταν ένας άνθρωπος σε κοιτάζει βαθιά στα μάτια, σε φιλά στο στόμα και σε κρατά σφικτά λες και είσαι το πολυτιμότερο πράγμα που κράτησε ποτέ.

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που ονομάζεται συνείδηση που σου δίνει τη δύναμη να γίνεσαι ρομπότ και να κάνεις όλα όσα πρέπει να κάνεις για να μην αφήσεις τους γονιούς σου να καταλάβουν ότι είσαι μια αποτυχημένη επανάληψη της διαλυμένης τους παρακαταθήκης, να γίνεσαι ένας γελαστός παλιάτσος για να μην πάρουν είδηση τα παιδιά σου ότι η ζωή είναι μια φαρσοκωμωδία και να έχουν την πεποίθηση ότι έχουν πιθανότητες να τα καταφέρουν καλύτερα. να γελάς γιατί αν δεν γελάς πληγώνονται, άμμα εμείς τα παιδιά σου εν είμαστε αρκετός λόγος για να είσαι ευτυχισμένη; και άτε τωρα να τους εξηγήσεις τι σημαίνει ευτυχία για έναν ενήλικα, όταν τα ίδια ακριβώς ένιωθες και εσύ όταν έβλεπες τη δική σου μάνα να κλειδώνεται, να χάνεται στον κόσμο της. Αυτό ένιωθες ακριβώς ότι γεννήθηκες και δεν εκπλήρωσες το σκοπό σου, να κάνεις τον γονιό σου ευτυχισμένο, γιατί ο γονιός σου ήταν δυστυχισμένος πριν γεννηθείς και παρέμεινε δυστυχισμένος μετά που γεννήθηκες. Απέτυχες σαν μωρό, απέτυχες σαν ενήλικας, πετυχαίνεις σαν γονιός αν κόψεις το νήμα της κληρονομημένης σου δυστυχίας ένα κόμπο πριν φτάσει στα παιδιά σου, αν καταφέρεις να γελάς και να τους πείσεις ότι υπάρχει δυνατότητα, υπάρχει πιθανότητα να μην βαδίσουν στα βήματα σου... 

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που την κρατά σφικτά η ελπίδα που με νύχια και με δόντια την κρατάς να μην διαλυθεί, ότι ίσως, κάποια μέρα..... κάτι που είναι για άλλους απλό και για σένα αδύνατον, σταματήσει να είναι ένα καλοστημένο ανέκδοτο εις βάρος σου, ίσως σταματήσεις να νιώθεις ο μαλάκας της ζωής σου, ένα ηλίθιο ανδρείκελο, ένα καλό στρατιωτάκι που δίνει με επιτυχία τη μια μάχη μετά την άλλη.

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που φθείρεται μέρα με τη μέρα, φθείρεται κάθε φορά που ακόμα ένας έρχεται για να φύγει, κάθε φορά που ακόμα ένα καράβι απομακρύνεται από την ακτή. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς αντέχει η μάνα μου πολλές φορές την κοιτάζω στα μάτια και την ρωτώ, από μέσα μου, πώς στο διάολο αντέχεις; το καλοκαίρι, ένα βράδυ, στις διακοπές, τη ρώτησα, αν την αγάπησε πραγματικά, κάποιος ποτέ, και μου είπε όχι και γύρισε το πρόσωπο της από την άλλη. Ήταν ότι πιο σκληρό άκουσα ποτέ μου.

Πόσο σκληρό είναι να ξέρεις, να νιώθεις ότι δεν αγαπήθηκες ποτέ και πλησιάζεις στο τέρμα της δικής σου γραμμής.. γαμώτο ρε μάνα, γαμώτο. Να μη φτάσω εξήντα και να αναμασώ τα ίδια. Τη μοναξιά μου μέσα, στο διάολο οι σιωπές, στο διάολο η προσποίηση, χαμένος χρόνος, χαμένες ζωές, χαμένα λεπτά, χαμένες ώρες, χαμένες αναπνοές. ..θα προσπαθήσω να θυμάμαι ότι κάποιος κάποτε με αγάπησε, είναι πολύ λεπτή η γαμημένη η κλωστή και να με πάρει όσο περνά ο καιρός το ξεχνάω. είναι κ η μνήμη φωτιά που σβήνει εύκολα.






Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

λευκά κύματα

Πώς περιμένεις να βρω τη θέση μου στον κόσμο
όταν δεν έχω βρει τη θέση μου σε μια δική μου αγκαλιά;
είναι η θλίψη του αιώνα, η αβάσταχτη ορφάνια του ανθρώπου χωρίς αφετηρία
είναι πολλά τα χρόνια της σιωπής
και τα φοβισμένα παιδιά αργούν να μεγαλώσουν

Σήμερα σ' αγαπώ
και θα σ' αγαπώ σαν γονιός που πάντα συγχωράει
κάποτε έχουμε να πάρουμε
κάποτε έχουμε να δώσουμε
και κάποτε απλά σωπαίνουμε κι αφήνουμε την σιωπή να γιατρέψει τις πληγές

αγάπη μου είναι πολλά τα χρόνια της υπομονής
και όλοι πληγωμένα τέρατα παραμορφωμένα.. χαρακωμένα..περιχαρακωμένα
στα μικρά, μοναχικά, μελαγχολικά μας φρούρια

Σήμερα σ΄αγαπώ
για το χέρι σου που κρατάει σφικτά το δικό μου
για την αγκαλιά σου που δεν ένιωσα ποτέ μου ξένη
για το χέρι σου που χαιδεύει τα μαλιά μου

Σήμερα σ' αγαπώ
για τον προσεχτικό τρόπο που μου γυρνάς κάθε φορά την πλάτη
για τον προσεχτικό τρόπο που μετράς τα βήματα σου
για την απόσταση.. την διάσπαση..
τα χιλιάδες μικρά πληγωμένα σου κομμάτια ..
που λευκά γίνονται κύματα και ναυαγούν την αγάπη μεταξύ μας ..

σ αγαπώ μα στα σκοτάδια τα δάχτυλα μου βυθίζονται στις ανοιχτές πληγές σου
την πιο δική μας ώρα μικρά λευκά φέρετρα θάβουν την ανάγκη στο κορμί μας ..
και οι κοσμοθεωρίες,  γκρεμίζουν τα λευκά μετέωρα αισθήματα

.. σ αγαπούσε και είχε φύγει από καιρό ..
και εσύ ακόμα ψάχνεις να βρεις τη θέση σου στον κόσμο
















το λευκό μου καπέλο


Το λευκό καπέλο
Φέτος το καπέλο της το ήθελε κίτρινο, μα εκείνος κίτρινο δεν έβρισκε και της έφερε λευκό.  Ήρθε και την βρήκε στην παραλία, ξάπλωσε δίπλα της, της φόρεσε το καπέλο και της είπε «ψυχή μου, σου πάει»  Εκείνη χαμογέλασε. Πρόσεξες ποτέ, πώς αλλάζουν τα χαραχτηριστικά των προσώπων όταν τους κοιτάζει κάποιος με αγάπη;  Τι τρομερή μεταμορφωτική δύναμη έχουν τα μάτια, τα  μάτια που κοιτάζουν με αγάπη. 
Η μνήμη λέει,  φωτογραφίζει τις στιγμές που είμαστε παρόντες ψυχή τε και σώματι και προσπερνά τις ασήμαντες, η μνήμη έχει δική της κρίση και επιλέγει τι θα κρατήσει μέσα της πολύτιμο. Και εκείνη, η ίδια επιλέγει και τι θα σου δώσει μετά για να αντέξεις. Αν θέλεις να απαλλαγείς από κάποιον θα σου πετά τις άσχημες στιγμές, τους καυγάδες, τις φωνές, σαν μια επιβεβαίωση ότι καλά έκανες που έφυγες.  Αν όμως, δεν υπήρχαν καυγάδες και φωνές, παίζουν οι όμορφες στιγμές σαν ταινία από παλιό κινηματογράφο, άλλοτε ασπρόμαυρες και άλλοτε με έντονα χρώματα.  Και εσύ που υπήρξες αρκετά σοφός, στη βαθιά σου γνώση να αποτυπώνεις μέσα σου τα χαραχτηριστικά του, σαν κλέφτρα γάτα που αρπάζει το φαί απ το παράθυρο, εσύ άρπαζες κρυφά και ανύποπτα, μικρά αποτυπώματα μνήμης.
Θα σε φυλάει, θα σε κρατά, μη φοβάσαι, δίπλα στο λευκό της καπέλο. Το περήφανο βάδισμα σου, τις μικρές και μεγάλες σου παύσεις. Τις κινήσεις των χεριών σου όταν εξηγούσες κάτι πολύ σημαντικό και εκείνη την αλλαγή στο βλέμμα σου όταν έβγαινες από την σκέψη σου, κοίταζες πάλι εκείνην και χαμογελούσες. Τα αυλάκια δεξιά και αριστερά στα μάγουλα σου, τα πανέμορφα σου χείλη, τις μικρές καμπύλες που σχηματίζουν τα βλέφαρα σου, την αθώα παιδικότητα στο χαμόγελο σου, το μπ.. την δροσιά που της χάριζε η σκιά σου από εκείνη, την πρώτη φορά που τη φίλησες.  Τον τρόπο που άπλωσες το χέρι σου, την ώρα που φεύγατε εκείνη την πρώτη φορά στην παραλία, εκείνον τον τρόπο που δήλωνε «περπάτα άφοβα δίπλα μου». Και πάντα άφοβα και περήφανα βάδιζε δίπλα σου.
Και ξέρω ότι και εσύ θα την φυλάς, θα την κρατάς και δε φοβάται. Τις μικρές δικές της μνήμες, τις χαζές της θεωρίες, την γκριμάτσα αηδίας της  όταν γεύτηκε το μπλε τυρί.  Όταν μετακινούσες το μαύρο σου σακίδιο από τον αριστερό ώμο στον δεξί, όταν μετακινούσε την τσάντα της από τον δεξί ώμο στον αριστερό, για να της δώσεις το αριστερό χέρι και να σου δώσει το δεξί της, να μην υπάρχουν εμπόδια, να βρείτε τρόπο να κρατηθείτε, να ενωθείτε, να συνδεθείτε, να αφομοιωθείτε σε μια κοινή πορεία. Τι είναι κοινή πορεία, να κρατιούνται τα χέρια, να συγχρονίζονται τα πόδια και να συμφωνούμε ότι θέλουμε να πάμε στην ίδια κατεύθυνση… το μικρό μας παγκάκι.
Φέτος το καπέλο της το ήθελε κίτρινο, μα εκείνος κίτρινο δεν έβρισκε και της έφερε λευκό.  Ήρθε και την βρήκε στην παραλία, ξάπλωσε δίπλα της, της φόρεσε το καπέλο και της είπε «ψυχή μου, σου πάει»
Εκείνη χαμογέλασε…  
Μετά πέρασε η ώρα και πέρασαν οι μέρες και εκείνη στάθηκε ακίνητη κοιτώντας το φεγγάρι, και όλα προμηνούσαν ότι θα ερχόταν μια τρομερή καταιγίδα  και μέσα της παρακαλούσε να μη της μιλήσει, απλά να την αγκαλιάσει.. και εκείνος πλησίασε, έκλεισε τα χέρια του γύρω της, και βύθισε το πρόσωπο του στα μαλλιά της, ανέπνευσε βαθιά, και εκείνο το κράτημα διέλυσε και το τελευταίο μαύρο σύννεφο και έλαμψαν πάλι τα άστρα και το φεγγάρι.
Πρόσεξες ποτέ, πώς ηρεμούν οι ψυχές των ανθρώπων όταν αγκαλιάζονται με αγάπη; 
Τι τρομερή καταπραϋντική δύναμη  έχει το άγγιγμα, όταν τα χέρια ξεχειλίζουν από αγάπη;
Η μνήμη λέει, φωτογραφίζει στις στιγμές που όσο τις ζούμε δεν τις υπολογίζουμε ως σημαντικές, γιατί το παρόν απλά το ζούμε και οι άνθρωποι  ποτέ δεν είναι τόσο πολύτιμοι όσο η ανάμνηση τους. Το παρόν, ως ασήμαντο, αναγάγεται σε πολυσήμαντο όταν πλέον  γίνει παρελθόν, και η βιωμένη στιγμή πολλαπλασιάζει την αξία της όταν πια γίνει ανάμνηση. …Εκτός αν έχεις ήδη συνειδητοποιήσει πόσο πολύτιμο είναι το παρόν και οι στιγμές βιώνονται ως τέτοιες, πολύτιμες, την ώρα που βιώνονται, και οι άνθρωποι πολύτιμοι την ώρα που βρίσκονται δίπλα σου και γι΄αυτό θησαυρίζεις βαθιά μέσα την κάθε όμορφη στιγμή που σου χάρισαν.
ΜΣ  (Ιούνης 2018)



Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

τόσοι Χειμώνες

δεν ξέρω πώς περάσαμε τόσους Χειμώνες
πάντα στο τσάκα και πάντα στην κόψη του ξυραφιού
το παιδί να περιμένει στη βροχή
κι αν τύχει να μην φτάσουμε στην ώρα μας
ο Θεός προνοεί
να πάψει η μπόρα εκείνα τα πέντε λεπτά
για να μπορέσει να πάει περπατητό στο σπίτι
Εκείνος που δεν είδαμε
Εκείνος που μας βλέπει

το παιδί σου μοιάζει...
σου μοιάζει ακόμα

δε σ αγαπώ τελευταίως
και ήταν που κουράστηκα τόσο να μπορέσω να σ αγαπήσω
μια στραβοτιμονιά και σε σιχάθηκα και πάλι

η αγάπη δεν είναι ούτε λύπη ούτε λησμονιά ούτε καλή ψυχή να διακονεύεις
και δεν είναι που όλοι οι ψεύτες σου γυρνάνε την πλάτη την ώρα της ανάγκης
είναι που από πάντα το ήξερες
μα ακόμα τους γυρεύεις
σαν το σκυλί που σκύβει και τρώει από το χέρι που πριν από λίγο τον χτυπούσε






Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ποτέ γκρίζο

Απόψε έκλαψα τα δάκρυα της ηλιθιότητας μου. Είναι εκείνο το συναίσθημα που  νιώθω όπως τότε που ήμουν μικρό παιδί και είπα ψέματα στον παπά μου και δεν μπορούσα να τον κοιτάξω στα μάτια..

Κάτι τέτοιο παθαίνεις όταν προσπαθείς να κοροιδέψεις την ψυχή σου και εκείνη σε κοιτάει με απαξίωση και σου τραβάει μια μούτζα και ένα χαστούκι. Πότε μπόρεσες να κοροιδέψεις την ψυχή σου ρε μαλάκα ; να της φορέσεις ρούχα παλιάτσου και να την βάλεις σε τσίρκο να κάνει τους άλλους να γελούν.

Μέρες τώρα παπαγαλίζεις το ίδιο τροπάριο, μαλακίες της χαλιμάς και τα λες ξανά και ξανά μπας και τα πιστέψεις και εσύ ο ίδιος. Ξύπνα ! ποτέ δε θα γίνεις τίποτε λιγότερο από το εκείνο που είσαι, ποτέ δε θα γίνεις γκρίζο, μια ζωή άσπρο μαύρο ήσουν και μια ζωή άσπρο μαύρο θα είσαι.. ποτέ γκρίζο.

ποτέ γκρίζο 

βγες εξω να ζήσεις

Θα θελα να μην κλεινόσουν τόσο πολύ στον κόσμο σου, να μην έχτιζες τόσο ψηλά τα τείχη σου, να μην τραβούσες πίσω το χέρι κάθε φορά που απλώνω να σε αγγίξω.. εγώ αυτό θα' θελα.
Δεν έχει σημασία όμως τι θέλω εγώ, εσύ είσαι εσύ και εσύ όταν θέλεις να χτίσεις ένα τοίχο ψηλό γύρω σου θα τον χτίσεις κρατώντας έξω εκείνους που φοβάσαι ότι θα σε πληγώσουν και εκείνους που θα μπορούσαν να σε αγαπήσουν. Βλέπεις, αυτό είναι το άσχημο με τους τοίχους, τους κρατάνε όλους απ΄έξω χωρίς να διακρίνουν ποιοι είναι οι βλαβεροί και ποιοι οι αβλαβείς. Και εκείνος που θα σταθεί έξω από το τείχος σου θα περιμένει λίγο καιρό, θα υπομένει περισσότερο, αλλά κάποια στιγμή θα εγκατλείψει όχι γιατί εγκαταλείπει εσένα αλλά εγκαταλείπει την άνυδρη έρημη της ανεκπλήρωτης προσμονής. Και πόσο να ποτίζεις την έρημη γη, η με νερό ή δάκρυα; Κάποια στιγμή θα λυπηθείς το νερό που πάει χαμένο και θα πας να ποτίσεις εκεί που θα χει σπόρο να βλαστήσει, εκεί που η αγάπη θα ανθίσει. Γιατί ο άνθρωπος διψά να αγαπήσει αλλά διψά και να αγαπηθεί και αν δεν αγαπιέται στερεύει.. Θα το δεις και θα το ξαναθυμηθείς όταν σου πουν δυο όμορφα λόγια αγάπης, πώς ξεδιψάς ο άνυδρος και λάμπουν όλα πάνω σου και γύρω σου, ευλογημένα λόγια αγάπης. Θα θελα να μην κλεινόσουν τόσο μέσα στα τείχη σου κι ας είναι και κλεινόσουν, ας άφηνες μια τόση χαραμάδα..να μπορώ να έρχομαι και να σου λέεω, πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε ευτυχισμένοι, αν αντιλαμβανόμασταν ότι το δικαιούμαστε και εγκαταλείπαμε αυτήν την ηλιθια τάση αυτοκαταστροφής.
Θα σου ρίξω ένα γυάλινο μπουκάλι, πέρα από τον ψηλό ηλίθιο σου τοίχο, να σε βρει στο κεφάλι και να στο σπάσει, να ξυπνήσεις και να διαβάσεις τι γράφει μέσα το μήνυμα.
"Βρες έξω να ζήσεις"
ΜΣ (τα ημερολόγια)

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Δεκέμβρης

Το πιο δύσκολο πράγμα για έναν άνθρωπο, ίσως, λέω ίσως είναι το να έχει φτάσει σε βαθιά επίπεδα αυτογνωσίας. Να κατέχει βαθιά γνώση των συναισθημάτων του, των κινήτρων του, να αντιλαμβάνεται πλήρως το τι πράττει και γιατί και να μην είναι πλέον σε θέση, αν και ίσως θα το ήθελε ή να τον βόλευε, να κοροιδέψει τον εαυτό του.

Η εικόνα που έχεις απέναντι σου να είναι ένας πεντακάθαρος καθρέφτης της ολότητας σου, της ανασφάλειας σου, της ανεπάρκειας σου, της κραυγαλέας ανάγκης σου και της εσωτερικής σου διαπραγμάτευσης, της δολοπλοκίας με την οποία μεταχειρίζεσαι ανθρώπους και καταστάσεις για να διατηρήσεις την διάθεση τους να σου παραχωρήσουν φράγματα του εαυτού τους, του χρόνου τους, του σώματος τους, να καλύψεις με μικρές μπουκιές μεγάλες πείνες όταν δεν έχεις εκείνο το ένα που θα ήθελες να κατασπαράξεις, να καταπιείς, να αφομοιώσεις, περνώντας το στα κύτταρα σου ..

Είχες γεννηθεί για κάτι μεγάλο και καταδικάζεσαι στην μετριότητα, έχεις γεννηθεί για πάθη και προσπαθείς να περιορίσεις την οργασμική σου όρεξη για ζωή , σε χρονοδιαγράμματα. Μάστρος στην επιτήδευση, ξεπουλημένες αρετές και της πουτάνας το κάγκελο φρεσκοβαμμένο.

Πήρα τα γυαλιά μου σήμερα, έκλεισα τα σαράντα δύο τον Οκτώβρη που μας πέρασε και νιώθω τόσο σέξυ που δεν μπορώ να κάνω κάτι οποιαδήποτε στιγμή της μέρας μου που να μην είναι ερωτικό, νιώθω τα κύτταρα μου να μεταμορφώνονται, την όψη μου να αλλάζει, το σώμα μου να υπακούει στο πνεύμα μου.  Και όταν μιλώ για έρωτα, δεν εννοώ ότι θέλω να πηδήξω κάθε αρσενικό που περνά από μπροστά μου, όχι κορίτσι μου αγαπημένο, μιλώ για κάτι άλλο, μια μεταμόρφωση που επέρχεται όταν δαμάζεις μέσα σου αδάμαστα θηρία, που ονομάζονται ανάγκες και σε υπόττασαν σαν άνθρωπο, και δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερη μάχη που κερδίθηκε από εκείνην απέναντι στον εαυτό σου.

Όχι δεν είμαι σε θέση πλέον να κοροιδέψω τον εαυτό μου και με τους άλλους είμαι διπλωματική.
Ξέρω πολύ καλά τι θέλω και τι χρειάζομαι, ούτε πότε θα έρθει ούτε και όταν έρθει πόσο θα κρατήσει. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι το να ξέρεις πολύ καλά τι θέλεις και τι χρειάζεσαι μπορεί να καταλήξει να γίνει μια μεγάλη φυλακή, αν στο ενδιάμεσο δεν μάθεις να ζεις τη ζωή σου, χωρίς αυτό που θέλεις και χρειάζεσαι. Και πίστεψε με αυτό το ενδιάμεσο μπορεί να είναι απίστευτα μακροχρόνιο, λες και σε τεστάρει η ζωή ότι μπορείς να ζεις με ψίχουλα πριν σου δώσει ένα πιάτο φαί της προκοπής.

Τα πάντα ρει και οι μεγάλοι έρωτες τελειώνουν .. το καλό σεξ πάλι, ίσως δώσει μια παράταση..όσο όμορφα και ρομαντικά και αν θέλουμε να τα παρουσιάζουμε τα πάντα γυροφέρνουν και επανέρχονται στις βασικές ανάγκες.

Θα επανέλθω .. 

Μ.




12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...