Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

σιωπές


Εχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι η ζωή είναι ένας κυκλος, ένας χρόνος, 365 ημέρες, μια αρχή ένα τέλος.. το τέλος του μήνα, το τέλος του χρόνου, το κλείσιμο, ο απολογισμός..

Επειδή ένας στρογγυλός πλανήτης κάνει περιπάτους γύρω από μια καιγόμενη μπάλα και όλοι μαζί περιφερόμαστε μετρώντας κάθε φορά, από την πρώτη μέρα του νέου χρόνου, αντίστροφα, μέχρι την τελευταία. Στην ουσία δεν υπάρχει κύκλος, υπάρχει μόνο μια γραμμή που πάει μπροστά και στην οποία περπατάμε όλοι, μια τεράστια λεωφόρος που βαδίζουμε όλοι προς τα μπροστά και την ίδια ώρα που γεννιούνται βρέφη και πέρνουν την πρώτη τους ανάσα, άλλοι αφήνουν την τελευταία τους και βγαίνουν από την πορεία, αφήνοντας τους υπόλοιπους να προχωρούν μέχρι να έρθει και η δική τους στιγμή να εγκαταλείψουν.

Να βλέπω τη ζωή μου σαν κύκλο ή σαν ευθεία.. σκέφτομαι και αναρωτιέμαι. Να μετρήσω και να αναλογιστώ και να με βαθμολογήσω για τον τελευταίο κύκλο που πλησιάζει στο τέλος του, έστω και αν το μέτρημα είναι φτιαχτό και ψεύτικο ή να μετρήσω από τη μέρα που πήρα την πρώτη μου ανάσα μέχρι και σήμερα.. ή να αφήσω να τα πάρει όλα ο αέρας και να μετρώ μέρα με τη μέρα

Με τρομοκρατεί, με στοιχειώνει σχεδόν το γεγονός, όχι ότι μια μέρα θα πεθάνω, αλλά ότι θα έρθει η μέρα που θα πεθάνω, αργά ή γρήγορα και θα φύγω από αυτήν την ηλίθια κοροιδία που ονομαζόταν ζωή, χωρίς να έχω χορτάσει αγάπη και αγκαλιά. Θα έχω φύγει με ένα μωρό μέσα μου γεμάτο παράπονο, μια γυναίκα που εκτέλεσε τα καθήκοντα της όσο καλύτερα μπορούσε, έδωσε όση αγάπη μπορούσε, έκανε ότι καλύτερο μπορούσε.. ενώ μέσα της ένα μεγάλο κομμάτι ήταν νεκρό.

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που σε κρατά ζωντανό όταν ζεις εν γνώση σου και βιώνοντας την στέρηση των ανθρώπινων σου αναγκών. Δεν υπάρχει τίποτε και κανένας να καλύψει το κενό, ούτε χίλιοι φίλοι, ούτε οι εξόδοι, ούτε ατέλειωτες ώρες φιλικών πνεματικών ή φιλοσοφικών συζητήσεων. Το κενό που το γεμίζει ένας άνθρωπος που σε κρατά αγκαλιά, η αίσθηση της βαθιάς ένωσης, της πληρότητας που νιώθεις όταν αγαπιέσαι, όταν ένας άνθρωπος σε κοιτάζει βαθιά στα μάτια, σε φιλά στο στόμα και σε κρατά σφικτά λες και είσαι το πολυτιμότερο πράγμα που κράτησε ποτέ.

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που ονομάζεται συνείδηση που σου δίνει τη δύναμη να γίνεσαι ρομπότ και να κάνεις όλα όσα πρέπει να κάνεις για να μην αφήσεις τους γονιούς σου να καταλάβουν ότι είσαι μια αποτυχημένη επανάληψη της διαλυμένης τους παρακαταθήκης, να γίνεσαι ένας γελαστός παλιάτσος για να μην πάρουν είδηση τα παιδιά σου ότι η ζωή είναι μια φαρσοκωμωδία και να έχουν την πεποίθηση ότι έχουν πιθανότητες να τα καταφέρουν καλύτερα. να γελάς γιατί αν δεν γελάς πληγώνονται, άμμα εμείς τα παιδιά σου εν είμαστε αρκετός λόγος για να είσαι ευτυχισμένη; και άτε τωρα να τους εξηγήσεις τι σημαίνει ευτυχία για έναν ενήλικα, όταν τα ίδια ακριβώς ένιωθες και εσύ όταν έβλεπες τη δική σου μάνα να κλειδώνεται, να χάνεται στον κόσμο της. Αυτό ένιωθες ακριβώς ότι γεννήθηκες και δεν εκπλήρωσες το σκοπό σου, να κάνεις τον γονιό σου ευτυχισμένο, γιατί ο γονιός σου ήταν δυστυχισμένος πριν γεννηθείς και παρέμεινε δυστυχισμένος μετά που γεννήθηκες. Απέτυχες σαν μωρό, απέτυχες σαν ενήλικας, πετυχαίνεις σαν γονιός αν κόψεις το νήμα της κληρονομημένης σου δυστυχίας ένα κόμπο πριν φτάσει στα παιδιά σου, αν καταφέρεις να γελάς και να τους πείσεις ότι υπάρχει δυνατότητα, υπάρχει πιθανότητα να μην βαδίσουν στα βήματα σου... 

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που την κρατά σφικτά η ελπίδα που με νύχια και με δόντια την κρατάς να μην διαλυθεί, ότι ίσως, κάποια μέρα..... κάτι που είναι για άλλους απλό και για σένα αδύνατον, σταματήσει να είναι ένα καλοστημένο ανέκδοτο εις βάρος σου, ίσως σταματήσεις να νιώθεις ο μαλάκας της ζωής σου, ένα ηλίθιο ανδρείκελο, ένα καλό στρατιωτάκι που δίνει με επιτυχία τη μια μάχη μετά την άλλη.

Είναι μια πολύ λεπτή κλωστή που φθείρεται μέρα με τη μέρα, φθείρεται κάθε φορά που ακόμα ένας έρχεται για να φύγει, κάθε φορά που ακόμα ένα καράβι απομακρύνεται από την ακτή. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς αντέχει η μάνα μου πολλές φορές την κοιτάζω στα μάτια και την ρωτώ, από μέσα μου, πώς στο διάολο αντέχεις; το καλοκαίρι, ένα βράδυ, στις διακοπές, τη ρώτησα, αν την αγάπησε πραγματικά, κάποιος ποτέ, και μου είπε όχι και γύρισε το πρόσωπο της από την άλλη. Ήταν ότι πιο σκληρό άκουσα ποτέ μου.

Πόσο σκληρό είναι να ξέρεις, να νιώθεις ότι δεν αγαπήθηκες ποτέ και πλησιάζεις στο τέρμα της δικής σου γραμμής.. γαμώτο ρε μάνα, γαμώτο. Να μη φτάσω εξήντα και να αναμασώ τα ίδια. Τη μοναξιά μου μέσα, στο διάολο οι σιωπές, στο διάολο η προσποίηση, χαμένος χρόνος, χαμένες ζωές, χαμένα λεπτά, χαμένες ώρες, χαμένες αναπνοές. ..θα προσπαθήσω να θυμάμαι ότι κάποιος κάποτε με αγάπησε, είναι πολύ λεπτή η γαμημένη η κλωστή και να με πάρει όσο περνά ο καιρός το ξεχνάω. είναι κ η μνήμη φωτιά που σβήνει εύκολα.






1 σχόλιο:

  1. Μεστή απολογία μιας σύγχρονης και ωστόσο ρομαντικής γυναικας... Πόσο ποιοτική τροφή είναι η Αγάπη. Η τρυφερή αγκαλιά θεραπεία. Η Αλήθεια καταρράκτης.Γράφεις τη γλώσσα όλων μας.Ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Mind games

  Του έστειλε μήνυμα στο κινητό μια φωτογραφία με το σβέρκο της σημαδεμένο, μελανιασμένο, ένα σημάδι όπως τότε, όπως αυτό που της έκανε εκεί...