Πέντε το απόγευμα
Εκείνη μόλις μπήκε σπίτι και ανεβαίνει με κόπο τα σκαλιά, προχωρά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, την ακολουθούν τα σκυλιά. Κοντεύει να νυχτώσει. Το ένα σκυλί έχει ανέβει στο κρεβάτι και κουνάει την ουρά του. Βγάζει τα σάνδαλα
Είναι αρχές Νοέμβρη αλλά σ΄αυτό το σάπιο νησί δεν έχει ουρανό φθινοπωρινό. Έχει ξεσπάσματα βροχής και μετά ξεσπάσματα ζέστης, κουνούπια που γεννοβολάνε στα έλη, και μια σκόνη που προκαλεί φαγούρα έξω και μέσα. Βγάζει τα ρούχα και φοράει ένα παλιό ξεφτισμένο κόκκινο τεραντωτό φανελάκι. Τα παλιά ξεφτισμένα που πάντα είναι τα πιο απαλά. Ξαπλώνει και σκεπάζεται. Το πάπλωμα είναι δεκαπέντε χρονών και το ύφασμα του τσιμπάει το δέρμα της. Πριν λίγες μέρες βρήκε μια παπλωματοθήκη και το έντυσε. Τώρα δεν τσιμπάει ! Η αίσθηση του είναι απαλή όπως το φανελάκι. Γυρνάει στο δεξί της πλευρό. Το θηλυκό σκυλί βολεύεται στην καμπύλη του σώματος της και αφήνει ένα αναστεναγμό ανακούφισης που ήρθε σπίτι η μάνα της και ξαπλώνει δίπλα της και ησυχάζει. Τη χαιδεύει. Το αρσενικό σκυλί ζηλεύει και φέρνει τα μούτρα του στα μούτρα της για να την γλύψει. Εκείνη δεν αντέχει να της γλύφει το σκυλί τα μούτρα. η αναπνοή του μυρίζει άσχημα. Το σπρώχνει πίσω, το σπρώχνει να κάτσει κάτω, να ησυχάσει. Το αρσενικό σκυλί επιμένει, είναι το τελευταίο αρσενικό που έμεινε στο σπίτι, ξεροκέφαλο πολύ και καταβάθος δεν τον πολυπάει, της θυμίζει εκείνον που τον έφερε, πριν φύγει εκείνος και αφήσει πίσω το σκυλί. Εκείνο τίποτα απ όλα αυτά δεν ξέρει, θέλει αγάπη, θέλει φιλιά και εκείνη το μόνο που θέλει είναι να την αφήσει ήσυχη.
Του γυρνάει την πλάτη και σκεπάζει την πλάτη της με το πάπλωμα. Εγκαταλείπει κάποια στιγμή και εκείνος και ξαπλώνει επιτέλους ήρεμος. Εκείνος αναστενάζει. Εκείνη δακρύζει. Το κρεβάτι είναι άδειο αλλά εκείνα θέλουν να την ακουμπάνε και εφαρμόζουν στις καμπύλες του σώματος της δεξιά και αριστερά και γίνονται όλοι ένα κουβάρι. Εκείνη δακρύζει.
Πάνε μήνες να την αγκαλιάσει ένας άντρας. Το σώμα πονάει. Και δεν ξέρει αν πονάει από την κούραση ή από την έλλειψη της αγκαλιάς. Μετά τα σαράντα είναι δύσκολο να καθορίσεις αν πονάει το σώμα λόγω μοναξιάς ή αν πονάει η μοναξιά λόγω του σώματος ή αν γίνονται όλα κουβάρι όπως εσένα με τα σκυλιά. Εκείνη δακρύζει.
Το κινητό στο κομοδίνο αριστερά του κρεβατιού δονείται. Και αυτό το μπιμπ πάντα φέρνει στον εγκέφαλο μια αναλαμπή. Πριν κοιτάξεις την οθόνη ξέρεις από ποιον θέλεις να είναι το μήνυμα. Σκουπίζει με το χέρι τα δακρυσμένα μάτια και το κοιτάζει.
-τι κάνεις;
Ένα μικρό αγγελάκι πετάγεται μέσα από την παπλωματοθήκη και έρχεται και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Δες, κάποιος σε νοιάζεται, και θέλει να ξέρει τι κάνεις και ξέρεις» προσθέτει « ίσως παρόλο ότι είναι αργά, παρόλο ότι είναι κουρασμένος και εκείνος, ίσως και εκείνον να έχει καιρό κάποια να τον αγκαλιάσει»
Και η σκέψη στο μυαλό της γράφει νοερά μια ειλικρινή απάντηση σε κλάσματα δευτερολέπτων Τι να κάνω βρε φίλε, κοίτα πονάω, κλαίω, γιατί σχόλασα, είμαι μόνη μου, είμαι κουρασμένη, νυχτώνει νωρίς, έχει σκόνη και δεν έχω κάποιον να με αγκαλιάσει.
Αλλά το μόνο που απαντάει είναι
-Καλά ! Εσύ;
Σκέφτηκες εκείνα τα δευτερόλεπα που μεσολαβούν μέχρι να πάρεις την απάντηση από τον άλλο άνθρωπο πόσες άλλες απαντήσεις μέσα από την ψυχή του σου έχει δώσει, αλλά δεν θα τις διαβάσεις ποτέ;
Σε έναν κόσμο ιδανικό θα είχε τη δύναμη να σου ζητήσει να αφήσεις κάτω το κινητό, και να έρθεις να την αγκαλιάσεις και να κάτσετε εκεί για μισή ή μια ώρα, αμίλητοι, ακούνητοι, και αυτό να μην συνεπαγόταν καμιά ηθική ή συναισθηματική υποχρέωση. Θα είχε τη δύναμη να στο πει. Σε έναν κόσμο ιδανικό θα είχες τη δύναμη να άφηνες κάτω το κινητό, να ερχόσουν να της κρατήσεις το χέρι και να μπεις στην αγκαλιά της χωρίς να νιώθεις ότι κινδυνεύεις να φαίνεσαι λιγότερο άντρας. Μα είναι τόσο σφικτά ραμένοι επάνω μας αυτοί οι ρόλοι.
Οι άνθρωποι έμαθαν να μην αγγίζονται, διδάχτηκαν να μην αγγίζονται. Οι άνθρωποι ή κρατούν μια τυπική απόσταση ή κάνουν σεξ με ή χωρίς δέσμευση. Νιώθουν όμως παράξενα με το άγγιγμα, το χάδι, την αγκαλιά. Ή στέλνουν ένα μήνυμα με δύο λέξεις φανερωμένες και χίλιες αφανέρωτες από πίσω.
Δεν είναι αφελείς. Ξέρουν! Αλλά το παρακάμπτουν επιμελώς!
Ξεχνούν ότι γεννήθηκαν και ένιωσαν το χάδι, το άγγιγμα και την αγκαλιά πολύ πριν αναπτυχθεί το σεξουαλικό τους ένστικτο. Ξεχνούν ότι όταν γεράσει ο άνθρωπος, όταν πια έχει χάσει μέρος της όρασης του, της ακοής του, της όσφρησης του, η αφή παραμένει η μόνη αίσθηση που δεν επηρεάζεται μέχρι το τέλος της ζωής του. Χαίδεψες το χέρι μιας γιαγιάς ή ενός παππού που είναι σκυφτοί και χαμένοι στον κόσμο τους; Είδες πώς νιώθουν αμέσως το άγγιγμα σου και σηκώνουν το κεφάλι και σε κοιτάζουν;
Αυτό ! μια αγκαλιά, χωρίς προυποθέσεις, χωρίς γιατί και πώς, χωρίς παρελθόν και μέλλον. Αγάπη μου δεν θέλω πια να με ρωτάς τι κάνω και τι γίνεται. Να με νοιάζεσαι από δέκα λεπτά απόσταση και να μην έρχεσαι να με αγαπάς πολύ με μέτρα προστασίας, εξ αποστάσεως και εκ του ασφαλούς. Έβαλε το κινητό στο αθόρυβο, δεν έχει ουσία και νόημα άλλο αυτή η εξ αποστάσεως συζήτηση και δεν ησυχάζουν ούτε τα σκυλιά.
Κλείνει τα μάτια και σε λίγο αποκοιμιέται. Στον ύπνο της είναι καλοκαίρι, φοράει το μαυρο πράσινο φόρεμα με τις τιράντες και κάθεται στο σαλόνι, βλέπει μια ταινία στην τηλεόραση. Χτυπάει η πόρτα και εκείνη δεν ξέρει ποιος είναι. Σηκώνεται και την ανοίγει. Είναι ένας άντρας, φοράει στολή και κλείνει την πόρτα. Ήρθα να σε δω, να σε δώ πέντα λεπτά και να σε πάρω μια αγκαλιά. Δεν είναι πολύ παράξενο να έρχεται κάποιος στην πόρτα σου απλά και μόνο για να σε δει πέντε λεπτά και να σε πάρει μια αγκαλιά; Χαμογελά στον ύπνο της. Το απογευματινό ξυπνητήρι χτυπά.
Έξι το απόγευμα, σηκώνεται, έχει σκοτεινιάσει . Είναι ηλίθιο να σκοτεινιάζει τόσο νωρίς ! Δεν ξέρουν τι τους γίνεται ούτε τα σκυλιά !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου