ΓΕΦΥΡΕΣ 3.02
Περπατούσε με γοργό
βήμα προς τη στάση του λεωφορείου. Ήταν τέλος του Μάη και στην πρωτεύουσα
έκανε ήδη αρκετή ζέστη. Φορούσε ένα μακρύ καλοκαιρινό φόρεμα με ανοιχτή
την πλάτη και ο ήλιος έκαιε τους ώμους και τα μπράτσα της, το αεράκι όμως
περνούσε μέσα από τα γυμνά της πόδια και την γαργαλούσε. Στη στάση
περίμεναν ένας αστυνομικός και μια νηπιαγωγός που έπαιρνε το λεωφορείο για
Λεμεσό. Τα λεωφορεία περνούσαν πάντα με την ίδια σειρά…. Τελευταίο πάντα το
δικό της.
Έκατσε στο αλουμίνιο
κάθισμα της στάσης , αλλά ξανασηκώθηκε αμέσως γιατί έκαιγε τα πόδια της κάτω
από το λεπτό ύφασμα του φορέματος. Στάθηκε στη σκιά. Φόρεσε τα ακουστικά στα
αυτιά της και διάλεγε σταθμό όταν σταμάτησε ένα αυτοκίνητο μπροστά της.
Ασυναίσθητα κοίταξε προς το μέρος του. Η καρδιά της σταμάτησε. Εκείνος την
κοίταζε μέσα από τα μαύρα του γυαλιά. Δεν της έγνεψε να πάει. Απλά την κοίταζε.
Εκείνη όμως πήγε.
Άνοιξε την πόρτα και
κάθισε δίπλα του. Ξεκίνησε το αυτοκίνητο και προχώρησε. Άπλωσε το αριστερό του
χέρι προς το μέρος της, έβαλε το χέρι του κάτω από το φόρεμα της και ανάμεσα
στα πόδια της. Αναστέναξε , ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της στο άγγιγμα του.
Γύρισε αριστερά ακουμπώντας το πρόσωπο της στο παράθυρο. Δεν ήθελε να δει τον
πόθο της , τη συγκίνηση, το θυμό της, τα δάκρυα της. Ήθελε να του
πει τόσα πολλά αλλά δεν είχε πια φωνή.
Οδήγησε έξω από την πόλη,
έξω από τον κεντρικό δρόμο και σταμάτησε το αυτοκίνητο κάτω από μια έρημη
γέφυρα.
Κατέβηκε από το
αυτοκίνητο, έβγαλε το λευκό του μπλουζάκι, ξεκούμπωσε το τζιν, έμεινε με το
εσώρουχο, άνοιξε την πόρτα της και της άπλωσε το χέρι ..
- Σε μισώ, του είπε..
- Το ξέρω, της απάντησε …. Έλα τώρα πίσω
να μου δείξεις πόσο
Κάθισε δίπλα
του στο πίσω κάθισμα με την πλάτη της ακουμπημένη στην κλειστή πόρτα.
-πες μου
τώρα, της είπε, σηκώνοντας το φόρεμα της και ανοίγοντας τα πόδια της. Πες μου,
πόσο με μισείς.
-Πολύ,
αναστέναξε
-Πόσο πολύ;
τη ξαναρώτησε βυθίζοντας το μεσαίο δάχτυλο του μέσα της.
-Πάρα πολύ,
του είπε ξανά αναστενάζοντας με παράπονο
-Γιατί;
-Γι’ αυτό
-Ποιο; είπε
ξανά εκείνος αναγκάζοντας την να ξαπλώσει
-Αυτό που μου
κάνεις
-Τι;
-Αυτό διάβολε,
αυτό! είπε ενώ τα δάχτυλα του μπαινόβγαιναν μέσα της κάνοντας την να παραληρεί.
-Να σταματήσω;
είπε και την φίλησε βυθίζοντας τη γλώσσα του στο στόμα της.
-όχι,
ψιθύρισε εκείνη
-Πες μου μωρό
μου ότι με θέλεις. Της ψιθύρισε στο αυτί.
-όχι ,
αρνήθηκε εκείνη πεισματικά.
-Εντάξει μωρό
μου, είπε και τη φίλησε ξανά. Πες μου ότι με μισείς.
- Σε μισώ. του
είπε ενώ εκείνος τη φιλούσε στο λαιμό.
-Κι άλλο μωρό
μου.
-Σε μισώ. του
είπε ενώ της έβγαζε το φόρεμα αφήνοντας την γυμνή.
-Έτσι μωρό
μου. Κι άλλο.
-Σε μι…. αχ…
μη με βασανίζεις άλλο είπε σφίγγοντας το κεφάλι του πάνω στο στήθος της.
-Τι μωρό μου;
της είπε ενώ το χέρι του την χάιδευε ασταμάτητα.
-Σε παρακαλώ.
του είπε σφίγγοντας τα μπράτσα του.
-Τι θες μωρό
μου; της είπε κοιτώντας την με μια προσποιητή ψυχραιμία.
- Ξέρεις
- Όχι δεν
ξέρω. το μόνο που ξέρω είναι ότι με μισείς.
- Ναι σε μισώ…
του είπε και τον φίλησε στο στόμα. Δεν αντέχω άλλο.
-Πες μου το .
- Σε θέλω.
-Και τι άλλο;
-Κάνε μου
έρωτα.
-Όχι έτσι .
-Πήδα με, σε
παρακαλώ.
-Εντάξει μωρό
μου, ότι θέλεις. της είπε και έκατσε τραβώντας την πάνω του.
έλα, κάθισε
πάνω μου. Άνοιξε τα πόδια και τον καβάλησε. τα χέρια του έσφιγκαν τα πισινά της,
η γλώσσα του πηγαινοερχόταν στα στήθη της και αυτός καρφωνόταν βαθιά μέσα της κάθε
φορά ανεβοκατέβαινε πάνω του κάνοντας και τους δυο να βογκούν με ηδονή.
-Κουράστηκες,
ξάπλωσε της είπε και εκείνη υπάκουσε. της άνοιξε και πάλι τα πόδια.
-Χαλάρωσε, της
είπε και εκείνη ανέπνευσε βαθιά αφήνοντας τον να βυθιστεί πάλι μέσα της. Ήταν
φωτιά που την έκαιγε και την παρέλυε και την έκανε να παραληρεί.
-Κοίταξε με και
πες μου τώρα… την αλήθεια .. της είπε σφίγγοντας τα χέρια της στα δικά του.
-Την αλήθεια;
-Ναι την αλήθεια,
μένοντας καρφωμένος και ακίνητος μέσα της. Πες μου το..
-Σε μισώ.
- Το ξέρω αγάπη
μου ! Κι εγώ σε μισώ ! Πολύ !
ΜΣ ( μικρές
ερωτικές ιστορίες)