ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Το μονοπάτι του δάσους πάντα κάπου οδηγεί …..
Αυτό το δάσος όμως είναι σκοτεινό και τρομαχτικό. Οι κορυφές των θεόρατων ελάτων σμίγουν ψηλά σαν εγωιστές γίγαντες που θέλουν να κρατήσουν για τον εαυτό τους το τελευταίο χάδι του ήλιου. Το ολόμαυρο πέπλο απλώθηκε προτού ο ολόλαμπρος βασιλιάς ψιθυρίσει στη μέρα το τελευταίο του αντίο. Κι΄ οι κόρες του, οι μικρές χρυσαχτίδες, που ξετρελλαίνονται να παίζουν κρυφτό μέσα στις φυλλωσιές και σαν νεραϊδούλες ξεγλυστρούν με πονηριά διαπερνώντας το χοντρό πράσινο παραπέτασμα, επιστρέφουν στο ύστατο κάλεσμα του. Ο πατέρας τους τις περιμένει για να αναχωρήσουν απ’ αυτό το δάσος, να ταξιδέψουν πίσω απ΄τον ορίζοντα, να φωτίσουν άλλους τόπους και να παίξουν κρυφτό σε άλλα δάση και φυλλωσιές. Και χωρίς την παραμικτή αντίρρηση αυτές τον ακολουθούν, με την υπόσχεση να επιστρέψουν και πάλι το πρωί. Τι κι αν στο δάσος που τώρα εγκαταλείπουν μια ψυχή έχει την συντροφιά τους τόσο ανάγκη, τι κι αν αυτές οι χλωμές χρυσαχτίδες είναι η τελευταία της ελπίδα να μη χάσει το μονοπάτι; Αυτές καθόλου δε νοιάζονται και την εγκαταλείπουν στη μοίρα της, παραδίδοντας το μονοπάτι στο μαύρο πέπλο της Χειμωνιάτικης νύχτας.
«Το μονοπάτι του δάσους πάντα κάπου οδηγεί» μονολογεί η νεαρή προχωρώντας στην καρδιά του δάσους, προσπαθώντας να πάρει κουράγιο. Ο ουρανός είναι ξάστερος απόψε και ολόγιομο το φεγγάρι, αλλά η λάμψη του ανήμπορη να διαπεράσει τις ελάτινες πύλες. Οι μαύρες κόρες των ματιών της διαστέλλονται προσπαθώντας να προσαρμοστούν στο απόλυτο σκοτάδι και για πρώτη φορά στη ζωή της νοιώθει τι σημαίνει να είσαι τυφλός. Απλώνει και τα δύο χέρια της αγγίζοντας έναν κορμό και στρέφει το βλέμμα της στο έδαφος, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάτω από τα πόδια της το μονοπάτι που σιγά σιγά χάνεται. Σκύβει ψηλαφίζοντας στο κάτω μέρος του δέντρου και κόβει ένα λεπτό κλαδί για να στηρίζεται. Το κρύο μαστιγώνει το δέρμα της, τυλίγει το κεφάλι της και τους ώμους με το μάλλινο σάλι της, σφίγγει στο δεξί της χέρι το κλαδί και κοιτάζει γύρω. Σε μερικές στιγμές τα μάτια της συνηθίζουν και το μονοπάτι σαν σιωπηλός σύμμαχος ξαναπροβάλλει λίγα μέτρα μακριά της σαν Θεία αποκάλυψη.
Από μικρό παιδί έτρεμε το σκοτάδι και αυτό το σαν στοιχειωμένο δάσος που το έβλεπε μόνο από μακριά. Και να που τώρα αναζητά καταφύγιο σ΄αυτά που πάντα τη φόβιζαν. Δεν έχει και άλλη επιλογή. Διώχνει το φόβο και επικεντρώνεται στο μονοπάτι, και σιγά σιγά το βήμα της σταθεροποιείται και γίνεται πιο γοργό, όσο τουλάχιστον της επιτρέπει το στενό φόρεμα της που την δυσκολεύει. Το φόρεμα της, στο χρώμα του αίματος, που ράφτηκε για εταίρα και όχι κορίτσι, με ανοικτό μπούστο που αναγκάζει τα στήθια της να προτάσσουν προκλητικά, και σφικτή μέση που της κόβει την αναπνοή. Μια σταχτοπούτα που αντί για το βασιλικό χορό αναχωρεί για την κόλαση. Το φορεί πάνω από ένα μήνα και το βελουδένιο ύφασμα είναι σε αποσύνθεση, αφήνοντας κόκκινες κλωστές παντού. Αν δεν κρύωνε τόσο θα το έβγαζε χωρίς σκέψη από πάνω της κι ας έμενε γυμνή, τόσο πολύ το απεχθάνεται. Την έκανε αρκετές φορές να σκοντάψει στα κοφτερά χαλίκια του μονοπατιού, μέχρι που το τράβηξε με τα δόντια της απ ‘ τη ραφή και το έσχισε ψηλά στους μηρούς, αφήνοντας τα ματωμένα γόνατα της εκτεθειμένα στο κρύο.
Συνεχίζει λοιπόν χωρίς σταματημό, σαν κυνηγημένο ζώο, σαν φοβισμένη ελαφίνα, που οσφρίζεται τον κίνδυνο, αλλά δεν ξέρει τι την περιμένει. Περπατά πιο άνετα τώρα αλλά μετανοιώνει που έσκισε το φόρεμα, γιατί το κρύο εισχωρεί κάτω από τα πόδια της και φτάνει στην ραχοκοκκαλιά της. Τρέμει ολόκληρη και τα πόδια της μουδιάζουν από το σφίξιμο. Αγωνιά στην σκέψη ότι δεν θα φτάσει ποτέ στην άλλη πλευρά τους δάσους και στο μυαλό της ένας άγνωστος ξυλοκόπος την βρίσκει παγωμένη και μελανιασμένη μετά από μέρες και αναρωτιέται με συμπόνοια που βρέθηκε εδώ αυτή η δύστυχη ψυχή.
Στη σκέψη αυτή λυπάται για την κατάντια της, όπως θα λυπόταν για κάποιον άλλο, αναστενάζει με πόνο στην εικόνα του θανάτου της, και σαν να μοιρολογά πάνω απ’ το δικό της πτώμα τα μάτια της αρχίζουν να δακρύζουν βουβά δάκρυα του αποχαιρετισμού.
Αυτά, τα δακρυσμένα μάτια, που κάποτε έλαμπαν με τον ενθουσιασμό και τη ζωντάνια της νιότης. Μαύρα και σπινθηροβόλα με τεράστιες βλεφαρίδες στο ολόλευκο πρόσωπο της. Κατάμαυρα είναι και τα μαλλιά της με πυκνές μπούκλες που φτάνουν στη μέση. Δεν είναι ιδιαίτερα αδύνατη, ούτε μικροκαμωμένη. Είναι ψηλή και το ανάστημα της περήφανο, παρόλη της την ταπεινή καταγωγή. Μια χωριατοπούλα με αριστοκρατική ομορφιά που δεν περπάτησε ποτέ με σκυφτό κεφάλι, παρά μόνο μοιάζει αδάμαστο άτι με κυματιστή μαύρη χαίτη. Ακόμα και τώρα, που ο φόβος την κατακυριεύει και τρέπεται σε φυγή. Που είναι μόνη , στο σκοτάδι και το μόνο που ακούγεται είναι οι απελπισμένοι κτύποι της καρδιάς της. Που ακόμα και το γλυκό τιτίβισμα των πουλιών έπαψε, ο αέρας κρύφτηκε στα κλαδιά και ακούγεται μόνο η σιωπή. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την απόλυτη σιωπή. Οξύνονται οι αισθήσεις, κάθε κλαδάκι που σπάει από το βιαστικό βήμα φαντάζει τρομακτικό, ακόμα και ο ήχος της λαχανιασμένης ανάσας, της δικής της ανάσας.
Συνεχίζει να περπατά, μα μετά από τόσες ώρες δεν την κρατούν πλέον τα πόδια της. Η θέληση της μεγάλη , αλλά οι δυνάμεις την εγκαταλείπουν. Θέλει τόσο πολύ να σταματήσει για λίγο, να ξεκουραστεί, να ακουμπήσει το καταπονημένο της κορμί σε έναν φιλόξενο κορμό δέντρου, αλλά δεν το κάνει. Φοβάται! Δε φοβάται τα άγρια ζώα του δάσους. Δε φοβάται μην την κατασπαράξουν. Φοβάται τα άγρια θηρία, τους λύκους και τις ύαινες που άφησε πίσω. Φοβάται μην ξεχαστεί για λίγο κι΄ αποκοιμηθεί και τη βρουν το ξημέρωμα εκεί. «Όχι, αυτό αποκλείεται, δεν πρέπει να γίνει» σκέφτεται και σέρνει τα πόδια της που αρνούνται να κινηθούν. Πρέπει να απομακρυνθεί όσο πιο πολύ μπορεί, να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται, τώρα που έχει το σκοτάδι μοναδικό της σύμμαχο. Το μονοπάτι είναι εκεί, κάτω από τα πόδια της και μόνο μπροστά μπορεί να προχωρήσει , δεν υπάρχει πια γυρισμός.
Η ησυχία διακόπτεται από ανθρώπινες φωνές και γαυγίσματα σκύλων. Γυρίζοντας το κεφάλι της βλέπει από μακριά διασκορπισμένες φιγούρες που κρατούν αναμένες δάδες να ψάχνουν. Για μια μόνο στιγμή παραλύει και δεν μπορεί να κουνηθεί. Οι μακρινές φωνές πλησιάζουν.
« Εδώ, στο μονοπάτι, απ’ εδώ πρέπει να πέρασε.»
« Ελάτε, ελάτε κοντά , μην απομακρύνεστε.»
Η κοπέλα ανοίγει το βήμα της, αρχίζει να τρέχει , μα οι φωνές πλησιάζουν όλο και περισσότερο.
«Τη βρήκατε?»
«Πλησιάζουμε, πρέπει να πέρασε απ’ εδώ , βλέπεις το σκισμένο κομμάτι από φόρεμα?»
«Φέρτο να δώ. Ναι ! Δικό της είναι. Δεν πρέπει να’ ναι μακριά.»
Η κοπέλα βλαστημά ξανά το καταραμένο φουστάνι και σκέφτεται με μιας ότι αυτό είναι το τέλος. Μαζεύει όση ψυχραιμία και δύναμη της μένει και δρα πια με το ένστικτο και όχι το μυαλό. Αποφασίζει να φύγει από το μονοπάτι αμέσως, και να χαθεί βαθιά μέσα στο άγνωστο δάσος. Στέκεται στιγμιαία και κοιτάζει δεξιά και αριστερά. Το ίδιο της κάνει , στρίβει δεξιά και τρέχει με όλη της τη δύναμη προσπαθώντας να συγκρατήσει ακόμα και την ανάσα της για να μην ακούγεται.
«Τη βρήκες;»
« Όχι ακόμα, ας προχωρήσουμε , σίγουρα θα τη βρούμε λίγο παρακάτω.»
« Θα κουράστηκε , δε γίνεται να άντεξε τόσες ώρες και τόσο κρύο, μπορεί να τη βρούμε και
λιπόθυμη.»
« Ας τη βρούμε και πεθαμένη, δε με νοιάζει, φτάνει να τη βρούμε τη τσούλα.»
Ακούγοντας τις φωνές στο μυαλό της ξαναέρχεται η εικόνα του πτώματος της, αυτή τη φορά καταφαγωμένο από τα λυσσασμένα σκυλιά αλλά δεν έχει περιθώριο να κλάψει παρά μόνο να τρέξει. Τα πόδια της λες και δεν ακουμπούν στη γη, και τα δέντρα λες και παραμερίζουν για να της ανοίξουν δρόμο. Μετά από ώρα οι φωνές αρχίζουν να ακούγονται όλο και πιο απομακρυσμένες. Η κοπέλα συνειδητοποιεί ότι τρέχει εδώ και πολλή ώρα και κονοστέκεται διστακτικά, προσπαθώντας να αφουγκραστεί. Δεν ακούγεται τίποτα. Οι καταδιώχτες της είναι μακριά. Για τώρα. Ένα ανθρωποπούλι κλαίει κάπου μακριά, «κακός οιωνός» σκέφτεται. Έχει ξεφύγει για το παρόν, αλλά πού να πάει , δεν υπάρχει το μονοπάτι πια γι΄αυτή ούτε και μπορει να επιστρέψει πίσω να το βρεί, είναι πολύ επικίνδυνο.
Η ψυχή της πλημμυρίζει με οργή και θέλει να φωνάξει τόσο δυνατά που να τρίξουν τα θεμέλια της κόλασης που την κρατά δέσμια. Η καρδιά της πάει να σπάσει από την κούραση, το βλέμμα της έχει σαλέψει από το μίσος και γρυλίζει σαν τραυματισμένο θηρίο. Σκύβει το κεφάλι, κρατά τα γόνατα της και σάλια τρέχουν από το ανοιχτό της στόμα που λαχανιάζει. Διψά. Πεινά. Βρίσκεται στη μέση του πουθενά. Και γύρω της άγρια λαγωνικά που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να την οσφριστούν και να την παραδώσουν στο εξαγριωμένο πλήθος. «Θεέ μου, που είσαι?» στρέφει το βλέμμα της στον ουρανό παρακλητικά «συγχώρα με και μην με αφήσεις στα χέρια του διαβόλου».
Ξαφνικά μια έντονη ζαλάδα της θολώνει το μυαλό, τα μάτια της σκοτεινιάζουν και το αίμα φεύγει απ’ το κεφάλι της, κρύος ιδρώτας την περιλούζει , ο λαιμό της παγώνει και οι αισθήσεις εξασθενούν. Ούτε ακούει, ούτε βλέπει. Τα γόνατα της λυγίζουν σαν να κόπηκαν απ’ τη μέση. Ένας τρομακτικός πόνος χαμηλά στην κοιλιά την διπλώνει στα δυο και πέφτει σφαδάζοντας στο χώμα . Σφίγγει με το ένα χέρι την κοιλιά της και με το άλλο φέρνει το κλαδί στο στόμα της, που το δαγκώνει για να συγκρατήσει τις φωνές της. Δεν έχει ξανανοιώσει τόσο πόνο, νοιώθει ότι θα βγουν τα σωθικά της. Με όση δύναμη της μένει, σέρνεται με τις αγκώνες και τα τραυματισμένα γόνατα προς τον τραχύ κορμό μιας γέρικης βελανιδιάς και στηρίζει την πλάτη της στο παγωμένο ξύλο. Φαντάζεται οι ρόζοι του κορμού του δέντρου να είναι τα χοντρά δάχτυλα του πατέρα που της χαιδεύουν το μάγουλο με στοργή και νοιώθει για λίγο ασφαλής.
Το παγωμένο κορμί της τώρα καίει σαν να τυλίγεται σε φλόγες και μια κοφτερή λεπίδα της ξεσκίζει τα σκέλια. Φέρνει ενστικτωδώς το χέρι της στην πηγή του πόνου και νοιώθει να αναβλύζει ζεστό, πηκτό, θανατηφόρο αίμα. Αγκαλιάζει το γέρικο κορμό σφικτά και βγάζει πνιχτές κραυγές, προσπαθώντας να αντέξει. Νοιώθει αμυδρά μια ζεστή παρουσία να την πλησιάζει και ακούει μια λαχανιασμένη ανάσα δίπλα της. Ανοίγει τα μάτια και αντικρύζει δύο τεράστια γυαλιστερά μάτια την κοιτάζουν. Είναι μια άσπρη σκύλλα που την έχει εντοπίσει και κουνά χαρούμενα την κοντοκομμένη ουρά της. Την περιτριγυρίζει για λίγο αλλά δεν γαυγίζει παρά μόνο την πλησιάζει, την οσφρίζεται και της γλύφει το ματωμένο χέρι με αγάπη, σαν να ήταν το νεογέννητο κουταβάκι της. Η κοπέλα σηκώνει με κόπο το χέρι και χαιδεύει τη σκύλλα στο κεφάλι. «Πρέπει να αντέξω» είναι η τελευταία της σκέψη, ενώ το σώμα της φωτίζεται από μια εκτυφλωτική απόκοσμη λάμψη. Το χέρι της γλυστρά στο πλάι ενώ η σκύλλα που μυρίζεται το θάνατο σηκώνει το κεφάλι στον ουρανό ουρλιάζοντας σπαρακτικά.
«Πρέπει να αντέξω… πρέπει να αντέξω… πρέπει να αντέξω…..»
Η Μαργαρίτα παραμιλά στον ύπνο της και όταν επιτέλους καταφέρνει να ξυπνήσει είναι λουσμένη στον ιδρώτα και στα δάκρυα.