η γιαγιά ελάλε μου μάσσιαλλα σου τζ΄άφθονα σου
το μάσσιαλλα φυσικά τούρτζικο αφού εχει μέσα την λέξη Αλλάχ
το άφθονα σου όμως ρε γιαγιά κάπου δεν έκατσε
ελάλες μου ότι είμαι έχω καρκιά χρυσή τζιαι όμορφη τζιαι το κορυφαίο εν να κάψω καρκιές
θέλω να βρω μια χρονομηχανή να μπω μέσα να βρεθώ μέσα στο προσφυγικό να σαι πάνω στον καναπέ να κάμνεις σμιλί τζιαι να κάτσω δίπλα σου να σου πιάσω το σιέρι να το φιλήσω τζιαι μετά να πιάσεις το δικό μου να το φιλήσεις, έτσι, δηλώνοντας ότι μεταξύ μας η αγάπη ήταν πιο μεγάλη που τους ρόλους. Είμαι κουρασμένη γιαγιά, είμαι κουρασμένη τζιαι το σπίτι μου ποττέ δεν βράζει αρκετά, όσον έβραζε το προσφυγικό με τζείνη τη μια σοπούδα του γκαζιού. Είμαι κουρασμένη τζιαι είναι ο κόσμος των μεγάλων σκληρός τζιαι αμίληκτος. Είμασταν φτωσιοί αλλά δεν μας αφήκετε ποττέ να το καταλάβουμε. Ετηανιζες τους κεφτέδες τζιαι έβαλλες μου εμένα οκτώ όσους τζιαι της θείας της ΄Ξένιας τζ ας ήμουν εγώ μωρο τζαι τζείνη μεγάλη. Δεν αθθυμούμαι ποττέ κανένα σας να παραπονιέται, να απελπίζεται να κλαίει. Πάντα έβαλλες τον σταυρό σου τζιαι ελάλες δόξα σοι ο Θεός. Εν επεινάσαμε. Λείπετε μας όμως τζιαι ειναι οι αναμνήσεις μας κάτι πολύχρωμες ταινίες. Τζιαι άμα μιας πιάσει η κούραση τζιαι το παράπονο έτσι στα καλά του καθουμένου, τσουπ πατούμεν ένα κουμπί τζιαι πάμε τζιαμέ. Ποττέ εν θα ξεκουραστώ γιαγιά εν έχω ώρα, μόλις κλείσει μια τρύπα αννοίει άλλη τζιαι η κάττα μας καλόγενη τζιαι γκομενιάρα μια την άλλη γεννά. Θωρώ σε στο σπίτι σου τότε που έστεκες καλά τζιαι επρόσεχες με τζιαι έκαμνες το γλυκό το κυτρόμηλο. Η μάμμα είπε έκαμνες τζιαι καρυδάκι. Για να το λαλεί η μάμμα θυμάται πιο καλά. Μετά έκαμνε σου η μάμα ρυζόγαλο τζιαι επιάναμε σου παγωτό βανίλια τζιαι εκάμναμε σου καφέ τζιαι ελάλες μας το φετζάνι τζιαι εκάμναμεν.. Εν παράξενος ο Σιειμώνας πάντα παίρνει με πίσω τζιαμέ που εν πιο ζεστά, το καφέ σου το τρικούδι με τα κουμπούθκια τζιαι τες πουγκούδες, τα σιέρκα σου, τα γαλανά σου μάθκια, εν ηξέρω τι σημαίνει να γερνάς, για μένα ήσουν πάντα η γιαγιά, που απλά μια καλή ημέρα μου την έκλεψε ο χρόνος. Εγώ θωρώ σε ποδά ποτζεί μέσα στα δωμάτια , να μαειρεύκεις να κεντάς, να κάθεσαι με την καρεκλούα σου έξω στο πεζοδρόμιο μπροστά που την πολυκατοικία μαζί με τις γειτόνισσες τα δειλινά, να ποτίζεις τα δεντρά σου τζιαι να θκιαλέεις ψουμιά που το βαν του Κύριου Αντρέα. Κανένας δεν φεύκει ώσπου τον αθθυμούμαστε γιαγιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου