Υπήρξαν στιγμές που υπήρξα πράγματι εγώ
Στιγμές που πήρα το αυτοκίνητο και σταμάτησα σε μια ερημική παραλία και αγνάντεψα για λίγο το γαλάζιο
Το μόνο που ήθελα για μια μόνο στιγμή ήταν να είμαι εγώ
Όχι η κόρη του πατέρα
Όχι η μάνα των παιδιών
Όχι η ευσυνείδητη υπάλληλος
σκέφτηκα ότι για να βρω τη δική μου ταυτότητα έπρεπε να αποποιηθώ τις υπόλοιπες μου ταυτότητες
Και εκεί, παρέα με τη θάλασσα, προσπάθησα, πραγματικά προσπάθησα να βρω ποια είμαι εγώ
Γιατί, όσο πίσω και αν πήγα με το μυαλό πάντα με θυμόμουν να είμαι κόρη κάποιου, μητέρα, υπάλληλος, μαθήτρια, σύζυγος, ερωμένη, προσκολλημένη στις ταμπέλες και στους ρόλους μου
Λοιπόν αν δεν ήμουν εγώ θα ήμουν εγώ; ή κάποια άλλη;
Για μια στιγμή λοιπόν όμως κοίταξα στο κύμα και μου φάνηκε να γεννιέται ένα γαλάζιο πρόσωπο που κάπως θύμιζε εμένα.
Εκεί στη μέση του πουθενά και ενώ αναλογιζόμουν αυτά βρέθηκε να κάθεται δίπλα μου μια αντρική φιγούρα, χωρίς όνομα , χωρίς ταυτότητα
- Και εσύ ποιος είσαι; ρώτησα
- Εγώ
- Ποιος εσύ;
- Εγώ είμαι εγώ ! Έχω όνομα, διεύθυνση, επάγγελμα και ταυτότητα και ανήκω σε ανθρώπους. Εσύ;
- Εγώ δεν είμαι καμιά. Ξόδεψα χρόνια και χρόνια για να καταφέρω να μην είμαι καμιά. Και τώρα, αυτή τη στιγμή, εδώ, δεν έχω όνομα, διεύθυνση, επάγγελμα, δεν ταυτότητα και δεν ανήκω σε κανέναν. Θέλω να πιστεύω ότι η ψυχή μου τουλάχιστον είναι ελεύθερη. Εσένα;
- Εμένα όχι. Η ψυχή μου είναι φυλακισμένη και είναι τρομερά δύσκολο να βγω από τη φυλακή.
Και τότε του εξήγησα ότι από μια φυλακή ούτε βγαίνεις, ούτε μπαίνεις, την φυλακή του ο καθένας την χτίζει ο ίδιος γύρω του όταν την έχει ανάγκη και από τη στιγμή που την την έχει ανάγκη ακόμα και να καταρρεύσει η φυλακή, ή ανοίξουν διάπλατα οι πύλες και να τουν πουν βγες έξω και πάλι αμέσως θα χτίσει άλλη να μπει μέσα.
Δεν κατάλαβε τι ήθελα να πω. Για κείνον οι δεσμοφύλακες είχαν πάντα ονόματα και ισχυρή θέση και ποτέ δεν συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν την φυλακή του περισσότερο από όσο η φυλακή εκείνον.
Κι εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να τον κάνω να καταλάβει τι εννοώ.
-Είσαι πολύ όμορφη μου είπε, νομίζω σ΄αγαπώ.
-Και εσύ είσαι πολύ όμορφος, του είπα, νομίζω και εγώ σ΄αγαπώ.
-Θα ήθελες να ταξιδέψουμε μαζί; Κοίταξε τι όμορφη που είναι η θάλασσα, είπα. Απ εδώ μπορείς να ταξιδέψεις και να πας όπου θες.
-Ποια θάλασσα; Τρελλάθηκες νομίζω. Εγώ δεν βλέπω παρά μόνο ένα βουνό.
Κι αυτό ήταν το πιο παράξενο, Καθόμασταν στο ίδιο ακριβώς σημείο στη μέση του πουθενά , αλλά δεν βλέπαμε το ίδιο θέαμα.
Εγώ κοίταζα το απέραντο γαλάζιο και εκείνος κοίταζε ένα βουνό.
- Είσαι σίγουρος ότι δε βλέπεις μπροστά σου τη θάλασσα; τον ρώτησα για να βεβαιωθώ
-Είσαι σίγουρη ότι δεν βλέπεις μπροστά σου ένα βουνό;
-Δεν έχει σημασία, αν δεν βλέπεις τη θάλασσα και βλέπεις μόνο το βουνό. Φτάνει να πιστέψεις ότι υπάρχει. Πάμε μαζί , θα σε βοηθήσω να το ανέβεις, θα σε κρατώ, θα είμαι μαζί σου σε κάθε βήμα..
-Όχι, δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Άδικος κόπος. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν υπάρχει μπλε, δεν υπάρχει θάλασσα, φεύγω !!
Είναι δύσκολο να μιλάς σε ανθρώπους για ανοιχτούς ορίζοντες, για μεγάλα ταξίδια όταν αυτό που βλέπουν μπροστά τους είναι μόνο ένα βουνό. Έφυγε και εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να τον κάνω να καταλάβει τι σημαίνει προοπτική και ορίζοντας. Έφυγε σέρνοντας πίσω του αλυσίδες στα πόδια.
Ανέπνευσα βαθιά, κοίταξα το απέραντο γαλάζιο. θυμήθηκα τις εποχές που εγώ η ίδια ερχόμουν εδώ στη μέση του πουθενά και αντίκριζα κι εγώ μπροστά μου αυτό το θεόρατο βουνό.
Θυμήθηκα ότι έκλαιγα απελπισμένα γιατί πίστευα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κοιτάξω παρά κάτω.
Έκλαια γιατί εκείνο το βουνό είχε μια όψη απειλητική και τελεσίδικη, που προδιέγραφε την κάθε μέρα της ζωής μου μέχρι το τέλος.
Τι θάνατος η έλλειψη ορίζοντα.
Και όμως, πίστεψα ότι υπάρχει κάτι άλλο και το πίστεψα τόσο μέχρι που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Και τώρα έκλαια γιατί ξέρω ότι είναι αδύνατον να κάνουμε τους άλλους να δουν με τα δικά μας μάτια και κάποιοι ίσως μείνουν με αυτή την εικόνα του πελώριου βουνού μπροστά τους μέχρι το τέλος. Αυτοί που δεν κατάφεραν να πιστέψουν ότι υπάρχει πίσω από τον πελώριο όγκο η θάλασσα..
ΜΣ 24/1/2016