Το πράσινο
λεωφορείο έκανε πάντα τη διαδρομή των 8 με εκκίνηση την όμορφη παραλία των
Φοινικούδων. Η διαδρομή ήταν σχετικά
ήσυχη. Το λεωφορείο ποτέ δεν γέμιζε εντελώς, αφού οι περισσότεροι επιβάτες
έπαιρναν την γραμμή των 6.30 ή 7.30.
Η Άννα όμως
ταξίδευε με τη διαδρομή των 8 και έφτανε στη Λευκωσία και στο κατάστημα που
εργαζόταν λίγο πριν τις 9. Καθόταν πάντα στην ίδια θέση, όπως και οι
περισσότεροι επιβάτες άλλωστε. Ήταν λες και είχαν προσυμφωνήσει μεταξύ τους και
είχε ο κάθε ένας κρατημένη τη θέση του σαν μια οικογένεια που κάθεται στο
τραπέζι πάντα στην ίδια καρέκλα. Προτελευταία θέση για την Άννα, στο αριστερό
παράθυρο, να κοιτάζει απ’ έξω τα βουνά και μετά να κλείσει λίγο τα μάτια της.
Δεν κοιμόταν, απλά σκεφτόταν πολλά και διάφορα, άκουγε μουσική από τα
μικροσκοπικά συρματάκια στα αυτιά της και χαλάρωνε με το ρυθμικό κούνημα του
λεωφορείου.
Δεκατρείς του
Γενάρη. Ο κόσμος μουδιασμένος ακόμα από τις γιορτές και τα ξενύχτια, δεν είχε
επανέλθει εντελώς. Η Άννα μπήκε στο λεωφορείο βιαστικά κλείνοντας την ομπρέλα
της, καλημέρισε τον οδηγό, έδειξε την κάρτα της, προχώρησε στο διάδρομο και
έκατσε στη θέση της. Το λεωφορείο
ξεκίνησε με τους μεγάλους καθαριστήρες να πηγαινοέρχονται διώχνοντας τις
χοντρές στάλες της βροχής. Τοποθέτησε τα συρματάκια στα αυτιά της, έψαξε για σταθμό. Σταμάτησε σε ένα αγγλικό
μουσικό κομμάτι. Της φάνηκε παλιό. Όμορφα μελαγχολικό.
Το λεωφορείο
έκανε δυο ακόμα στάσεις μαζεύοντας κόσμο και μπήκε στην ευθεία για τη Λευκωσία.
Λίγα μέτρα πριν τον κυκλικό κόμβο η Άννα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο είδε
έναν ψηλό άντρα με λευκά ρούχα να στέκει στην άκρη της αερογέφυρας. Της φάνηκε
παράξενο, τι να κάνει τέτοια ώρα εκεί στη βροχή; Πριν προλάβει να σκεφτεί τον
είδε να ανεβάζει το ένα πόδι πάνω από το κιγκλίδωμα, μετά το άλλο και αμέσως
χωρίς δισταγμό να πηδά στο κενό.
«Οδηγέ», φώναξε πανικοβλημένη τραβώντας με
βία τα σύρματα από τα αυτιά της «Σταμάτα οδηγέ» άρχισε να ουρλιάζει, αλλά ο
οδηγός είχε ήδη στρίψει μπαίνοντας στη λωρίδα προς Λευκωσία κάνοντας το αδύνατον
να κάνει επαναστροφή.
Οι επιβάτες
αναστατώθηκαν με τις φωνές της, άρχισαν να κοιτάζονται με απορία μεταξύ τους,
να βγάζουν τα ακουστικά τους, και να ρωτούν με επιμονή τι συνέβη. Ο οδηγός
φανερά ενοχλημένος τη ρώτησε: «Γιατί φωνάζεις έτσι κυρία μου;»
«Κάποιος έπεσε από
τη γέφυρα. Τώρα, μόλις τον είδα, πήδηξε από τη γέφυρα» Οι επιβάτες άρχισαν να μουρμουρίζουν
αναστατωμένοι, πότε, ποιος, που. Ο οδηγός απάντησε παγερά αδιάφορος.
Ας ειδοποιήσει κάποιος την αστυνομία. Εγώ όπως
βλέπεις έχω μια κούρσα να κάνω και ο κόσμος πρέπει να φτάσει στις δουλειές
τους. Σε δευτερόλεπτα ένα κινητό βρέθηκε στο χέρι της από το πουθενά και μια
γυναικεία ανήσυχη φωνή την παρότρυνε.
«Μιλήστε, είναι αστυνομικός.
Πείτε τους τι είδατε»
Η Άννα πήρε το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ,
αστυνομία;»
«Το είπαμε αυτό
κυρία μου, εσείς τι έχετε να μας πείτε; Έχετε κάτι να καταγγείλετε;»
«Μάλιστα»
«Το όνομα σας
παρακαλώ, το χρειαζόμαστε για να καταγράψουμε την καταγγελία»
«Άννα Αθανασίου»
«Πείτε μας»
«Να, περνώντας
πριν λίγο από τον κυκλικό κόμβο από Λάρνακα προς Λευκωσία είδα κάποιον άντρα να
πέφτει από την αερογέφυρα στο κενό»
«όταν λέτε
πέφτει, τον έσπρωξε κάποιος;»
«Όχι, μόνος του,
απλά πήδηξε»
«Ευχαριστώ, θα
στείλω αμέσως ένα περιπολικό και ένα ασθενοφόρο στο σημείο»
Η Άννα άκουσε τον
αστυνομικό να καλεί από τον ασύρματο μια μονάδα εξηγώντας τους τι συνέβη και
που έπρεπε να πάνε. Μετά επανήλθε στη γραμμή.
«Κυρία Άννα,
είστε ακόμα στη γραμμή;»
«Ναι»
«Αυτός ο αριθμός
που μας καλείτε είναι ο αριθμός σας;»
«Όχι»
«Αφήστε μας ένα
αριθμό για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε αργότερα μαζί σας»
----------------------------------------------------------
Η Άννα έφθασε στο
κατάστημα με αντίκες που δούλευε ως πωλήτρια στις εννιά παρά πέντε ακριβώς,
όπως πάντα. Μέχρι τις εννιά είχε ξεκλειδώσει τη διπλή γυάλινη είσοδο, ανάψει τα
φώτα, και φτιάξει τον πρώτο της καφέ. Άναψε τον υπολογιστή και άρχισε να
ξεσκονίζει με το ειδικό βερνίκι τα παλιά έπιπλα που στόλιζαν το μαγαζί,
περιμένοντας κάποιον συλλέκτη να τα πάρει.
Η τελευταία άφιξη
στο κατάστημα ήταν ένα παλιό γραφείο που είχε ανακαλύψει η ιδιοκτήτρια του
σπιτιού σε μια παλιά οικοδομή που θα κατεδαφιζόταν και την ειδοποίησαν να πάει
να το παραλάβει. Όταν το είχε φέρει ήταν σε άθλια κατάσταση και ετοιμόρροπο, με
το ένα πόδι ξηλωμένο, τα δυο του σκαλιστά συρτάρια να κρέμονται και σχεδόν για
πέταγμα. Η Άννα όμως το ανέλαβε και με πολύ μεράκι και αγάπη το επανέφερε στην
αρχική του κατάσταση. Από μικρή είχε αγάπη για το ξύλο και ήξερε ακριβώς πώς να
το ξαναζωντανεύει. Έτσι και το μικρό παλιό ετοιμοθάνατο γραφείο. Στα χέρια της
ξαναπήρε ζωή και τώρα έστεκε περήφανο στην βιτρίνα περιμένοντας κάποιον να το
αγαπήσει όσο και η Άννα.
Το παράξενο με το
γραφείο ήταν μια φωτογραφία που βρήκε η Άννα στο δεξί συρτάρι. Μια πολύ παλιά
ξεθωριασμένη φωτογραφία, με έναν άντρα, με λευκά ναυτικά ρούχα και καπέλο με
χρυσοκέντητα τα αρχικά Ι.Π., να στέκεται δίπλα στη θάλασσα και να κρατά ένα
τριαντάφυλλο. Πολύ παράξενο, τόσες φωτογραφίες είδε της εποχής, ποτέ πριν δεν
είχε δει έναν άντρα να κρατά ένα τριαντάφυλλο. Δεν τη φύλαξε τη φωτογραφία.
Βρήκε μια παλιά ασημένια κορνίζα, την έβαλε προσεχτικά μέσα και την ακούμπησε
πάνω στο γραφείο, έτσι ο άντρας ήταν και πάλι κοντά στο γραφείο του, εκεί που
βρισκόταν εδώ και τόσα χρόνια.
Έμεινε να τον
κοιτάζει. Έμοιαζε να την κοιτάζει και αυτός. Ήταν πολύ όμορφος άντρας.
Ανατρίχιασε. Θυμήθηκε τον άλλο άντρα που
είδε το πρωί και αναστέναξε. Η αστυνομία θα έπρεπε να ήταν ήδη εκεί. Έβλεπε
μπροστά της τη σκηνή. Άκουγε τις σειρήνες του ασθενοφόρου. Τον έβλεπε στο
φορείο ματωμένο.
«Θεέ μου, ας
είναι ζωντανός, μόνο αυτό, να ναι ζωντανός»
παρακαλούσε από μέσα της. Ο ήχος του κινητού την ξάφνιασε. το άρπαξε
απότομα από την τσάντα και κοίταξε το νούμερο, ήταν από την αστυνομία.
«Κυρία Αθανασίου;»
«Η ίδια»
«Από την
αστυνομία σας καλούμε. Θα πρέπει να έρθετε στο τμήμα για κατάθεση παρακαλώ
σχετικά με το πρωινό συμβάν. Είναι απαραίτητο.»
«Καταλαβαίνω»
«Το συντομότερο
δυνατόν»
«Θα ξεκινήσω
αμέσως»
«Περιμένουμε»
«Με συγχωρείτε,
μπορώ γίνεται να ρωτήσω κάτι;»
«Ρωτάτε,
παρακαλώ»
«Ο κύριος που
έπεσε. Ζει; Χτύπησε; Πώς είναι;»
«Κυρία Άννα»
«Ναι»
«Κοιτάξτε, δεν
έχουμε εντοπίσει κανέναν κύριο στο σημείο που μας υποδείξατε»
«Τι; Μα αφού τον
είδα με τα μάτια μου. Πήδηξε !»
«Γι΄αυτό πρέπει
να έρθετε αμέσως. Θα πάμε ξανά επιτόπου να μας δείξετε ακριβώς το σημείο»
«Έρχομαι»
----------------------------------------------------------------
Ήταν σχεδόν
μια το μεσημέρι όταν η Άννα έφθασε επιτέλους στο σπίτι.
Πέρασε όπως
της ζήτησε ο αστυνομικός από το τμήμα και αμέσως την έβαλαν σε ένα περιπολικό
και τους οδήγησε στο σημείο που είχε δει τον άντρα να πέφτει από την
αερογέφυρα. Στο πάνω μέρος ήταν προφανές
ότι δεν υπήρχε κάποιος. Κατέβηκαν με το περιπολικό στον δρόμο κάτω από τη
γέφυρα. Σταμάτησαν ακριβώς από κάτω. Κατέβηκαν με τον αστυνομικό.
Δεν είχε κανέναν.
Ούτε πτώμα, ούτε τραυματία, ούτε σημάδι, ούτε καν ένα χορταράκι πατημένο. Μόνο
λίγα σκουριασμένα τενεκεδάκια και χαρτιά στην άκρη του δρόμου και ένα μικρό
άσπρο σκυλάκι που περιφερόταν πεινασμένο.
-Όπως βλέπετε
Κυρία Άννα, δεν υπάρχει κανένας.
-Έχετε δίκαιο. Δεν
ξέρω πώς και τι αλλά ξέρω τι είδα.
-Τι να πω και
εγώ, είναι ένα μυστήριο. Γι’ αυτό θα πρέπει να πάμε πίσω στο τμήμα για να μας
δώσετε και γραπτή κατάθεση.
---------------------------------------------------------------
Κόντευε δύο το μεσημέρι
και η Άννα ετοιμαζόταν να σχολάσει. Ήταν πτώμα από την κούραση και τα μάτια της
έκλειναν σχεδόν από την νύστα. Την προηγούμενη μέρα δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν
καθόλου, σκεφτόταν συνεχώς εκείνη τη λευκή φιγούρα να πέφτει από τη γέφυρα, έπαιζε
ξανά και ξανά την ίδια σκηνή στο μυαλό της και αναρωτιόταν αν είχε τρελαθεί ή
αν είχε παραισθήσεις. Το μυαλό της πήγαινε να σπάσει. Δεν ήταν δυνατόν, αφού το
είδε με τα μάτια της. Σκεφτόταν και το σκυλάκι, εκεί στο κρύο, μόνο και πεινασμένο, έπρεπε να το πάρει μαζί
της χτες μα με όλη εκείνη τη σύγχυση δεν το σκέφτηκε. Κι αυτή η φωτογραφία
απέναντι όλο την κοιτούσε, την κοιτούσε λες και της έλεγε έλα να μυριστείς το
κόκκινο τριαντάφυλλο.
Το πρωί
αποκοιμήθηκε, έχασε το λεωφορείο και αναγκάστηκε να έρθει με το αυτοκίνητο της
στη δουλειά, καλύτερα όμως γιατί βιαζόταν να επιστρέψει το συντομότερο στο
σπίτι. Μπήκε στο αυτοκίνητο της και ακούμπησε τη τσάντα της στο διπλανό
κάθισμα. Μέσα βρισκόταν η φωτογραφία του νεαρού ναύτη. Ένα παράξενο ένστικτο της
έλεγε ότι έπρεπε να την πάρει μαζί της. Εκείνος ο άντρας ήθελε να βρίσκεται
κοντά της και εκείνη ήθελε να βρίσκεται κοντά του. Σε μισή ώρα βρισκόταν στην είσοδο της Λάρνακας.
Αντί να μπει στην πόλη έστριψε προς το σημείο που είχε πάει χτες κάτω από την
γέφυρα. Ήθελε να ξαναπάει εκεί, κυρίως για να δει αν ήταν ακόμα εκεί το
σκυλάκι. Παρακαλούσε να το βρει ζωντανό και να το πάρει μαζί της.
Σταμάτησε και
κατέβηκε με αγωνία από το αυτοκίνητο. Του φώναξε και εκείνο βγήκε φοβισμένο από
τα χόρτα.
«Εδώ είσαι
μικρούλη; Μη φοβάσαι, θα σε πάρω μαζί μου και θα σε φροντίσω, δεν σε αφήνω ξανά
στο κρύο» του είπε χαϊδεύοντας το στο κεφάλι και εκείνο λες και κατάλαβε άρχισε
να κουνά την ουρά του χαρούμενα. Τότε άρχισε να τρέχει μακριά της.
«Ε, μικρούλη έλα
εδώ, δεν είναι ώρα για παιχνίδια» του
φώναξε αλλά το σκυλάκι κατηφόριζε το μικρό λόφο κοντοστέκοντας για να την
κοιτάξει λες και της ένευε να το ακολουθήσει. Κάτι της έλεγε να το ακολουθήσει.
Άρχισε να κατηφορίζει προσεχτικά το λόφο πίσω του, το γρασίδι ήταν ακόμα υγρό
από την βροχή και γλιστρούσε. Έφτασε στο
σκυλάκι και εκείνο αφού την κοίταξε προχώρησε αργά λίγα ακόμα βήματα και
σταμάτησε. Τότε έβγαλε ένα παράξενο ήχο που έμοιαζε περισσότερο με κλάμα παρά
με γαύγισμα μικρού σκυλιού.
Το πλησίασε,
στεκόταν μπροστά σε μια μικρή άγρια τριανταφυλλιά. Ένα μόνο κόκκινο
τριαντάφυλλο ήταν ανθισμένο. Η Άννα ανατρίχιασε, ήταν πολύ παράξενο για να
είναι σύμπτωση. Οι τριανταφυλλιές δεν φυτρώνουν μέσα στους κάμπους μόνες τους.
Μόνο σε κήπους και αυλές. Όμως αυτή βρισκόταν εδώ, ανθισμένη, στη μέση του
πουθενά. Και το σκυλάκι ήθελε να της τη δείξει, γιατί;
Το σκυλάκι άρχισε
να σκάβει δίπλα στη τριανταφυλλιά και να γαυγίζει μανιωδώς. Η Άννα έμεινε να το
κοιτάζει με απορία. Γιατί έσκαβε, τι μυρίστηκε; το βρεγμένο χώμα πεταγόταν
δεξιά και αριστερά, τι ήταν αυτό που ήθελε να ξεθάψει; κάτι άσπρο φάνηκε μέσα
στα χώματα και το σκυλάκι έκανε στην άκρη αφήνοντας την Άννα να δει το εύρημα
του. Η Άννα γονάτισε δίπλα του με περιέργεια. Ναι, κάτι είχε βρει τελικά.
Άπλωσε το χέρι και πήρε το άσπρο αντικείμενο. Το τράβηξε προσεχτικά μέσα από το
χώμα. Ήταν ένα λευκό ναυτικό καπέλο. Η Άννα έμεινε αποσβολωμένη να το κοιτάζει,
ήταν ίδιο και απαράλλαχτο με το καπέλο που φορούσε ο άγνωστος ναύτης στη
φωτογραφία. Με τα ίδια αρχικά. Ι.Π. Το
περιεργάστηκε, ήταν λερωμένο από τα χώματα, το ύφασμα ήταν φθαρμένο και
σχισμένο αλλά τα χρυσά μονογράμματα έλαμπαν λες και μόλις είχαν ραφτεί με
χρυσοκλωστή.
---------------------------------------------------------
«Άννα;»
«Εγώ είμαι μαμά»
«Άργησες Άννα μου
και κρύωσε το φαγητό. Να στο ξαναζεστάνω;» φώναξε η μάνα της από την κουζίνα.
«όχι μαμά, άσε θα
το κανονίσω , πήγαινε να ξεκουραστείς. Κοίτα όμως που σου έχω μια έκπληξη.» είπε χαρούμενα η Άννα κρατώντας στην αγκαλιά
της το σκυλάκι.
«Αααααα, ούρλιαξε
η μαμά της αφήνοντας να της πέσει το πιάτο που κρατούσε στα χέρια. Παναγία μου.
που το βρήκες αυτό;»
«Έλα ρε μαμά, πώς
κάνεις έτσι; Ένα μικρό σκυλάκι είναι.»
«όχι το σκύλο
Άννα, το άλλο που κρατάς. Που το βρήκες;» της είπε δακρυσμένη.
«για το καπέλο
μιλάς μαμά;»
«Που το βρήκες
Άννα μου;» ξαναρώτησε η μάνα της και το πήρε απαλά στα χέρια της κοιτάζοντας το
με λατρεία.
«Μαμά;»
«Είναι το δικό
του Άννα, ορίστε τα αρχικά του Ι.Π.»
«Τι λες μαμά;»
«Πρέπει να
μιλήσουμε κόρη μου»
«Ακούω μαμά»
«Εδώ και μέρες
τον ονειρεύομαι. Ψηλό, όμορφο με τη στολή του, ντυμένο στα άσπρα του, τα
ναυτικά ρούχα. Ήξερα πως θα ερχόταν, τον περίμενα.»
«Μαμά; δεν
καταλαβαίνω. Για ποιον μιλάς; »
«Για τον πατέρα
σου Άννα»
«Τι λες μαμά; O πατέρας μου δεν ήταν ναυτικός. Οικοδόμος ήταν και πέθανε
πέρσι.»
«όχι κορίτσι μου,
αυτός που πέθανε, ο άντρας που σε μεγάλωσε δεν ήταν ο πατέρας σου. Αυτός ο
άντρας με παντρεύτηκε, όταν ήδη ήμουν έγκυος από τον πατέρα σου. Και ο πατέρας
σου ήταν ναυτικός. Αγαπιόμασταν πολύ Άννα μου. Μα μόλις έμαθε ότι ήμουν έγκυος
φοβήθηκε και το έσκασε. Από ότι έμαθα μπάρκαρε σε ένα καράβι για Ιταλία και δεν
ξαναγύρισε. Σε ένα μήνα οι δικοί μου με είχαν αρραβωνιάσει με τον Κωστή. Ο
Κωστής δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και έτσι έγινε μια μυστική συμφωνία που
βόλεψε και τους δυο μας. Δεν άργησε να γίνει και ο γάμος. Με τον Κωστή περάσαμε
καλά αλλά δεν αγαπηθήκαμε ποτέ. Όσο για τον πατέρα σου, αυτόν δεν τον ξεπέρασα
ποτέ, αυτός ήταν ο παιδικός μου έρωτας, ο πρώτος και ο μοναδικός.»
Η Άννα χρειάστηκε
λίγη ώρα για να χωνέψει όσα συγκλονιστικά είχε μόλις ακούσει. Κοίταζε αμίλητη
τη μάνα της όσο αυτή έβαλε φαγητό στο σκυλάκι και έφτιαξε τσάι και για τους δυο
τους. Έμοιαζε ανακουφισμένη που μοιράστηκε όλο αυτό το βάρος που κρατούσε μέσα
της και τη βασάνιζε για χρόνια. Ή Άννα λάτρευε τη μάνα της και επιτέλους μετά
από τόσα χρόνια κατανόησε αυτή τη βαθιά μελαγχολία που είχε πάντα το βλέμμα της
ακόμα και στις πιο ευχάριστες στιγμές. Κατάλαβε και γιατί ποτέ δεν έκανε άλλα
παιδιά και τώρα είχαν μείνει οι δυο τους. Η Άννα ήπιε λίγο τσάι και ηρέμησε.
«Ι.Π;»
«Ιωάννης
Πατρινός, αυτό ήταν το όνομα του πατέρα σου Άννα»
Η Άννα τότε
κατάλαβε γιατί κάποια παράξενη αόρατη δύναμη έφερε τη φωτογραφία στην αντικερί
και γιατί την έφερε μαζί της.
«Θέλω να σου
δείξω και κάτι άλλο, να είσαι ψύχραιμη όμως»
Και της έδειξε τη
φωτογραφία που βρήκε στο παλιό γραφείο, και η μάνα της έκλαψε και πάλι φιλώντας
ξανά και ξανά το παγωμένο γυαλί. Της είπε μετά για την εικόνα που είδε με τον
άντρα που έπεφτε από την αερογέφυρα και το σκυλάκι που έσκαψε στο σημείο που
βρήκε το καπέλο. Αναχώρησαν και σε λίγο βρίσκονταν και πάλι στο σημείο.
Το φρεσκοσκαμμένο
χώμα δεν είχε ακόμα στεγνώσει. Η μάνα της Άννας έσκυψε και αφού μυρίστηκε το
ανθισμένο τριαντάφυλλο άρχισε να σκάβει με τα γυμνά της χέρια. Σε λίγο το χέρι
της ακούμπησε πάνω σε κάτι που φαινόταν για ύφασμα. Έσκαψαν μαζί. Σε λίγο
άρχισε να φαίνεται. Σταμάτησαν απότομα να σκάβουν και τραβήχτηκαν απότομα.
Έπεσε η μια στην αγκαλιά της άλλης και άρχισαν να κλαίνε γοερά. Ένα λιωμένο
σακάκι ξεπρόβαλε από το χώμα. Και λίγο πιο πάνω ένα σκελετωμένο κεφάλι τους
κοιτούσε ακόμα με αγάπη.
«Δε μας είχε
εγκαταλείψει μαμά. Εδώ βρισκόταν όλον αυτόν τον καιρό. Εδώ, λίγα λεπτά μακριά.
Και να που επιτέλους βρήκε τον τρόπο να μας δείξει που είναι.» Η Άννα έσκυψε
και φίλησε το σκελετωμένο κεφάλι «Γεια σου πατέρα»