Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

ΤΑ ΒΟΤΣΑΛΑΚΙΑ (το παραμύθι της γιαγιάς μου)

ΤΑ ΒΟΤΣΑΛΑΚΙΑ

Ψηλά σ΄απόκρημνο βουνό και σε βαθύ λαγγάδι,
Έχ΄ένα έρημο χωριό μ’ένα ξερό πηγάδι
Ζούσαν εκεί δυο αδελφές, η Πέτρα κ΄η Μαλάμω
Η μία ζούσε στα χρυσά, κι΄η άλλ΄έπεφτε χάμω
Η Πέτρα φούρνο άνοιξε και ζύμωνε όλη μέρα
η άλλη χήρα και φτωχιά, πώς να τα βγάλει πέρα

Η μια με χίλια βάσανα, απέχτησε μια κόρη
Τρία η άλλη έκανε, δυο κόρες κι΄έν΄αγόρι
Στην αδελφή της δούλευε, απ΄το πρωί (η) Μαλάμω
Και στην ποδιά της μάζευε, τ΄αλεύρι από χάμω
Να πάει το βράδυ σπίτι της, πιττούλες για να φτιάξει
Να φάνε τα παιδάκια της , η πείνα τους να πάψει

Μα ένα βράδυ φοβερό, που χε μεγάλη μπόρα
Η Πέτρα με πολύ θυμό, την διώχνει - κούφια ώρα
«που να χεις την κατάρα μου, που κλέβεις το αλεύρι»
«συγχώρα μ΄αδελφούλα μου, μόνο καλό να σ΄εύρει»
Μα είχε πέτρα την καρδιά. Που να τη συγχωρήσει;
Δεν είχε αγάπη μέσα της, λίγο να της χαρίσει

Πάει (η) Μαλάμω σπίτι της, με την ουρά στα σκέλια
Δεν είχε αλεύρι-ούτε ψωμί, μον άδεια΄ειχε τα χέρια
Κι΄απ το πολύ μαράζι της που κλαίγαν τα παιδάκια
Πιάνει και βάζει στη φωτιά, να ψήσει βοτσαλάκια
Πηγαίνετ΄αγγελούδια μου νωρίς να κοιμηθείτε
Και μόλις το φαί ψηθεί, φωνάζω σας να ρθείτε

Μα πώς να ψήσει το φαί, που ψέμματα τους λέει
Και η Μαλάμω μόνη της, όλο το βράδυ κλαίει
Μα ξάφνου στην άφεγγη νυχτιά και στην μεγάλη μπόρα
Η πόρτα του σπιτιού χτυπά. «Ποιος να΄ναι τέτοια ώρα;»
«Άνοιξε κόρη μου χρυσή, που να χεις την ευχή μου»
« τι από με ζητάς παππού, κι΄έρχεσαι στην αυλή μου;»

«ένα ποτήρι με νερό, λίγο ψωμί να φάω
Να ξημερώσει ο Θεός, και στο καλό να πάω»
«Μείνε παππού, μετά χαράς, δε θα σε μαραζώσω,
Μα στο τσουκάλι μου φαί, δεν έχω να σου δώσω»
«γιατί λες κόρη μου καλή, ψέμματα σ΄ ένα γέρο;»
«αφού δεν έχω τίποτες, ψωμί πώς να σου φέρω;»

«Και , τι ΄ν΄αυτό που ψήνεται, κει πέρα στη φωτιά σου;
Θες να πιστέψω νηστικά κοίμησες τα παιδιά σου;»
«αλίμονο μου νηστικά κοίμησα τα μικρά μου,
Βότσαλα ψήνω στη φωτιά και σκίζεται΄η καρδιά μου»
«Άνοιξε κόρη μου να δω τα μαύρα βοτσαλάκια
Με δες που λέει ψέμματα και ψήνει φασολάκια»

«αλήθεια λες καλέ παππού, να ζήσεις χίλια χρόνια
Μόνο με θαύμα γίνονται, τα βότσαλα φασόλια»
«Ξύπνα Μαλάμω τα παιδιά, να φάμε και να πιούμε
Φέρε μας και γλυκό κρασί, να το φχαριστηθούμε
Και να χεις πίστη στο Θεό που όλα τα κοιτάζει
Χορτάνει εκείνους που πεινούν και διώχνει το μαράζι»











Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

ΤO ΠΑΡΤΥ ΤΗΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

Στου κυρ Παντελή τη φάρμα, στα γενέθλια της κατσίκας
Είπαν έκπληξη τα ζώα, να της κάνουν, της Μαρίκας

Στο μεγάλο αχυρώνα, στις εννέα και μισή
Πρόσκληση έβγαλε η χήνα, να΄σαστε όλοι εκεί

Η γαλοπούλα ροζ κορδέλες, κρέμμασε απ το ταβάνι
Και ο γάιδαρος με φράκο, τον πορτιέρη πάλι κάνει

Η αγελάδα όλο κέφια εκτονώνεται στην πίστα
Έχει κιόλας πάει δέκα μα δε φάνηκε η κατσίκα

Η κοτούλα μεθυσμένη κακαρίζει ένα σκοπό
Και ο σκύλος στη γατούλα  θα χαρίσει ένα ταγκό

Η αράχνη με μανία τον ιστό της πάλι πλέκει
Όλοι ήρθαν μα κανένας την κατσίκα δεν την βλέπει

Στο μπουφέ ο γέρο λύκος κόβει φέτες το ρολό
Και το πρόβατο προσφέρει καντείφι και χυμό

Η αλεπού έχει πεινάσει και έχει φάει τριάντα σύκα
Κι όλοι αναρωτιούνται τώρα, που να είναι η κατσίκα

Το κουνούπι γυροφέρνει τρελλαμένο μία λάμπα
Και η κάμπια στο ρυθμό της λέει να χορέψει σάμπα

To γλυκό πάει να λιώσει κι είναι όλοι θυμωμένοι
Πήγε έντεκα μα η κατσίκα,  είναι εξαφανισμένη

Νευρίασε το άλογο, κλωτσάει και χλιμιντρίζει
Κι η ψείρα εκεί απ τις οκτώ, από τα νεύρα αφρίζει

Η μύγα απ την πλήξη της, τα βάζει με τη σφήκα
Τους βρήκαν τα μεσάνυχτα, μα πουθενά η κατσίκα

Έτσι αποφασίζουνε το πάρτυ να διαλύσουν
Και αύριο πρωί πρωί να ρθουν να καθαρίσουν

Κλείνουνε την γεννήτρια, σβήνουνε και τα φώτα
Κι ο γάιδαρος υπεύθυνος να κλείσει και την πόρτα

                            Μα ξάφνου ο κυρ-Παντελής, μπαίνει στον αχυρώνα
Κι απ την αμηχανία του κοιτάει μόνο το χώμα

« κάτι κακό έχω να σας πω, λυπάμαι βρε παιδιά
μα πέθανε η κατσίκα μας απόψε στις εννιά»
























Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

απόσπαμα από το έβδομο κεφάλαιο

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν εφιαλτικές. Ο σερ Τόμας δεν μου επέτρεψε να επιστρέψω ξανά στο σπίτι μου και με τοποθέτησε σαν ένα από τα ακριβά του μπιμπελό σε ένα από τα νότια δωμάτια του σπιτιού που για χρόνια είχε κλειδωμένο και αχρησιμοποίητο.
Το ίδιο βράδυ η Μάρθα με οδήγησε στο «κελί» μου και ανοίγοντας ένα μπαούλο έβγαλε μια μακριά φανελένια νυχτικιά, που είχε κιτρινίσει από την κλεισούρα και μύριζε μπόχα.
-         Φόρεσε αυτό για απόψε κυρία και από αύριο θα βάλω μπρος να σου ράψω ωραία φορέματα, ο κύριος μας παράγγειλε υφάσματα και διέταξε να σε ντύνω σαν πριγκηπέσα. Τίποτα δε θα σου λείψει απ’ εδώ και πέρα.
(Άντε πάλι το ίδιο τροπάριο, αχ βρε Μάρθα, το ίδιο ποίημα απαγγέλλεις σαν και τη μάνα μου , αλλά τι φταις και συ , δεν λέω καλά που έχω και σένα )
-         Ευχαριστώ Μάρθα.
-         Καληνύχτα κυρία.
Κυρία, εμένα αποκαλεί κυρία ? Που πήγε το Κάσι μου , που πήγε η οικειότητα, που πήγε η ζεστή αγκαλιά ? Αυτό πάει να πει κυρία ? Να΄ μαι καταδικασμένη να με κρατούν όλοι σε απόσταση , δείχνοντας μου τον σεβασμό που πρέπει , καταδικασμένη σε μοναξιά από όλους και όλα ?

Το πρώτο βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου, η νύχτα ήταν φωτεινή και ξαπλωμένη επιθεωρούσα το «κελί» μου στρέφοντας το βλέμμα πότε προς το ταβάνι και τον βαρετό πολυέλαιο που κρεμόταν στο κέντρο, και πότε προς την πόρτα, που την είχαν κλειδώσει από έξω. Ακόμα προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το κακό που με βρήκε, έγιναν όλα τόσο γρήγορα που νόμιζα ότι ήταν ένα όνειρο, ένα παιγνίδι της φαντασίας μου. Οι φιγούρες και τα πορτρέτα στους τοίχους με κοίταζαν παράξενα σαν να με ρωτούσαν τι γύρευα εγώ και τάραζα την ησυχία τους και εγώ τους έβλεπα γλυκά και ικετευτικά προσπαθώντας να κερδίσω την αποδοχή τους. Ξαφνικά το βλέμμα μου σταμάτησε απέναντι, στον καθρέφτη που βρισκόταν στην πόρτα της ντουλάπας.

Είδα τον εαυτό μου ανακαθισμένο στο κρεβάτι, τα μαύρα μου μαλλιά ξέπλεκα και πλούσια να είναι απλωμένα πάνω στους ώμους και τα στήθη μου που μόλις άρχιζαν να σκληραίνουν και να φουσκώνουν . Κοίταξα τα μάτια μου που φάνηκαν να κοιτάζουν μια ξένη, δεν είμαι εγώ αυτή, ποια είναι αυτή; Σηκώθηκα αργά και προχώρησα πιο κοντά στον καθρέφτη. Άγγιξα τα χέρια μου στο παγωμένο γυαλί , άγγιξα μετά τα μαλλιά μου και χαμογέλασα χαζά στον εαυτό μου. Άνοιξα τις κορδέλες του κιτρινισμένου νυχτικού και το άφησα να γλιστρήσει στο πάτωμα. Το κορμί μου φωτίστηκε από το φως του φεγγαριού που ξεπρόβαλλε ντροπαλά πίσω από ένα ταξιδιάρικο σύννεφο.

Το γυμνό μου είδωλο κατέλαβε τον καθρέφτη με το ολόγιομο φεγγάρι σε τέλεια αρμονία,  η στιγμή είχε φτάσει.  Αποφάσισα απόψε , στο δωμάτιο αυτό , και ορκίστηκα , με μάρτυρα την πανσέληνο, να αφήσω τη ψυχή μου στο γυαλί αυτό , η Κασσάνδρα πια δε θα κατοικεί σε αυτό το κορμί αλλά σε αυτό τον παγωμένο καθρέφτη. Κόλλησα το κορμί μου στον καθρέφτη αφήνοντας τη ψυχή μου να βγει από μέσα μου και να εισχωρήσει στη νέα της κατοικία.

Το γυαλί ήταν παγωμένο και η βραδιά ψυχρή, ανατρίχιασα και μάζεψα από το πάτωμα και ξαναφόρεσα την νυχτικιά μου . Επέστρεψε στο κρεβάτι και χώθηκα στα μάλλινα σεντόνια προσπαθώντας να ζεσταθώ. Ξανακοίταξα στον καθρέφτη και  χαμογέλασα, ένοιωθα ότι είχα βρει τρόπο να σωθώ, βγάζοντας από το κορμί μου τα αισθήματα και τη ψυχή μου,  τίποτα από εδώ και πέρα δε θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Τίποτα,  αφού δεν θα ήμουν πια εγώ , χαμογέλασα με ικανοποίηση με το ιδιοφυές σχέδιο που σκέφτηκε το εφευρετικό μου μυαλουδάκι.

Αυτό ήταν , αυτό θα έπαιρνε , ένα άψυχο κορμί, μια κούκλα με δέρμα και οστά αλλά χωρίς καρδιά. Η καρδιά και η ψυχή μου θα είναι από εδώ και πέρα κλειδωμένα σε ετούτο εδώ το δωμάτιο , στον παγωμένο καθρέφτη , για να τα βλέπω μόνο όταν θέλω εγώ και το μυστικό μου δε θα το ξέρει κανείς παρά μόνον εγώ .Ησύχασα και παρηγορήθηκα , αφού κανείς άλλος δεν μπορούσε να με προστατέψει ας το έκανα λοιπόν εγώ. Εγώ θα με προστάτευα , εγώ θα με φύλαγα καλά . Εγώ, η Κασσάνδρα.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

Αχ θεούλη μου καλέ , άκουσε την προσευχή μου
Ο Γιαννάκης είμαι,  θυμάσαι; Η Μαριώ ειν΄η αδερφή μου
Το λοιπόν γοργά θ΄αρχίσω, κι όλα τώρα θα στα πω
Τίποτα δε θα σου κρύψω, μιας και έχω καλό σκοπό

Της κυρά-Κούλας τη γατούλα, θυμάσαι,  τα πάμε και χτες
Σήμερα την τάισα πάλι και της άρεσε ο κεφτές
Συγχώρα με Θεούλη,  για αυτό που είχα κάνει
Ξέρεις, που πήρα από τη γυάλα, και της τάισα το ψάρι

Άλλο κακό δεν έχω κάνει, απ΄όσο ξέρω και θυμάμαι
Α! Ναι, η μαμά μου θύμωσε το βράδυ, νωρίς λέει να κοιμάμαι
Ότι και να έχω κάνει, να το ξέρεις πως λυπάμαι
Το χειρότερο παιδί , δεν το θέλω εγώ να ΄μαι

Τα Χριστούγεννα θα έρθουν, ο Χειμώνας ειν΄ κοντά
Στείλε και στον Άι Βασίλη, χαιρετίσματα πολλά
Λέω σε καμιά βδομάδα, να του στείλω και τη λίστα
Ζητώ για με ένα σκυλάκι  και για τη Μαριώ μια ξύστρα

Ο μπαμπάς μου είπε όμως,  άμα κάνω αταξίες
Δώρο φέτος δε θα πάρω, μάλλον θα χει τιμωρίες
Γι΄ αυτό κάνε και συ κάτι, μια κουβέντα πες καλή
Για το φίλο το Γιαννάκη και θ΄αλλάξω στη στιγμή

Το λοιπόν και κάτι άλλο,  θέλω τώρα να σου πω
Έχω μια μικρή απορία που τη σκέφτομαι καιρό
Στην τηλεόραση σαν βλέπει ο μπαμπάς μου τις ειδήσεις
Στα κρυφά βλέπω λιγάκι, όμως μη με μαρτυρήσεις

Εκεί μέσα όλο δείχνει, πόλεμους και φασαρίες
Αρρώστιες, πείνα και σεισμούς, πλήμμυρες και ξηρασίες
Ο πλανήτης λένε, η Γη μας, καθόλου πως δεν πάει καλά
Απ τις τρέλλες των ανθρώπων, έπαθε πολλή ζημιά

Με όλα αυτά που ακούω φοβάμαι, έστω και να το ρωτήσω
Θα προλάβω Θεέ μου εγώ, να μεγαλώσω και να ζήσω;
Κι όλα αυτά που οι ανθρώποι κάνουν, και τη Γη έχουν βασανίσει
Δεν πρέπει κάποιος να βρεθεί και αυτούς να τιμωρήσει;

Τέλος πάντων έχω νυστάξει και εσένα έχω κουράσει
Ελπίζω μόνο η προσευχή μου, στα ψηλά που ΄σαι να φτάσει
Να θυμάσαι να προσέχεις τη μαμά μου τον μπαμπά
Τη Μαριώ την Κυρά-Κούλα και τη γάτα την παχιά

Στους ανθρώπους τους κακούς, καιρός είναι να θυμώσεις
Τα παιδάκια όλου του κόσμου, αχ θεούλη μου να σώσεις
Να προσέχεις και εμένα το μικρούλη το Γιαννάκη
Που μένω στο ψηλό βουνό, σ΄ένα κίτρινο σπιτάκι








Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Η ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ

«Η ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ»

Η ιστορία διαδραματίζεται τέλη του 17ου αιώνα σε ένα μικρό χωριό της Κύπρου


ΠΡΟΣΩΠΑ

Παπά- Κυπριανός :      ιερέας του χωριού, δυναμικός και πατριώτης
Ανδρέας :              νέος στα είκοσι, γιος του ιερέα
Περσεφόνη :            γυναίκα χήρα γύρω στα σαράντα
Δέσποινα:              νέα δεκαοκτώ χρονών, κόρη της Περσεφόνης
Πασάς :                τοπικός άρχοντας, αιμοδιψής, αδίστακτος
Αλή – Μανώλης :        νέος 25 ετών που οι Τούρκοι τον έκαναν     
                       Γεννίτσαρο

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Ο παπά – Κυπριανός και ο γιος του μόλις δείπνησαν στο σπίτι τους και κάνουν την απόδειπνη προσευχή


Πάτερ
Ευχαριστούμε Θεέ μου για το φαί που μας αξίωσες να φάμεν τζιαι πόψε. Αμήν!


Ανδρέας
Αμήν!

(ακούγονται τα πιατικά που μαζεύονται από το τραπέζι )
Πάτερ
Γιε μου, μα εν έτζεισες πας το φαί σου πόψε. Ήντα μπου έσιεις; Είσαι άρρωστος γιε μου;


Ανδρέας
Όι πατέρα, εν είμαι άρρωστος, μια χαρά είμαι, μεν έσιεις έννοια. Άτε λάμνε να ππέσεις να πνάσεις τζιαι συνάω τα εγώ τα πιάτα. Εν να σηκωστείς τζιαι πρωί για τη λειτουργία.


Πάτερ
Μα ήντα εσιάσιαρες να με πέψεις να ππέσω που τα τωρά;
Άλλες νύχτες επίνναμεν τζιαι καμιάν ζιβάναν, εκόβκαμεν τζιαι καμιάν κουβένταν.
Πόψε χαρκούμαι εν έσιεις όρεξη για τίποτες.


Ανδρέας
Συγχώρα με πατέρα, αμμά εν αλήθκεια σου, πόψε εν έχω όρεξη για ζιβάνα τζιαι για κουβέντα.


Πάτερ
Μα έν τζιαι εν΄ μόνον πόψε Αντρέα μου που ‘σαι έτσι. Έσιει πολλές  μέρες που σε θωρώ μαραζωμένο.
Μίλα γιε μου, τζιαι αν εν κάτι που περνά που το σιέρι μου


Ανδρέας
Όι πατέρα, έννοια σου, εν νεν κάτι που περνά που το σιέρι σου.


Πάτερ
Πε μου ήντα μπου σε βασανίζει γιε μου, εν μπορώ να σε θωρώ μέραν με την ημέραν να σε τρων οι σκέψεις, τζιαι να μεν βκάλεις άχνα.
Έναν σε έχω Ανδρέα μου. Εν τζια θέλω να μου πάθεις τίποτες. Η μακαρισμένη η μάνα σου εγέννησεν σε τζιαι αποδήμησεν εις Κύριον. Εμείναμεν οι θκυο μας.
Εμείς τζιαι ο θεός που μας ηγλέπει που ψηλά.


Ανδρέας
(με απογοήτευση) Ναι πατέρα. Οι θκυο μας. Αμμά τούτον που έχω στην καρκιάν, τούτον που με τρώει, εν ηξέρω πως να το ομολοήσω. Με ήντα λόγια να το ξιστομίσω; Με ήντα ψυσιή;


Πάτερ
Με ψυσιήν καθαρήν, όπως έν΄πάντοτες η ψυσιή σου.
Άτε Αντρίκκο μου, μεν αντρέπεσαι τον τζύρη σου, λάλε γιε μου..


Ανδρέας
Eτο, εν τζ΄είμαι μωρόν πιον, είμαι κοτζάμ μου άδρωπος.


Πάτερ
Μάσσιαλλα σου γιε μου, επροίτζισε σε ο Θεός μου.
(χτυπά ξύλο)  Ε, λάλε τζιαι παρακάτω να δούμεν.


Ανδρέας
Έτο πατέρα, εν τζιαι θέλω να μείνω σκάπουλλος μια ζωή.
Θέλω τζ΄εγώ να αρμαστώ, εν χαρκέσαι πως εν τζιαιρός μου;


Πάτερ
Ώστε θέλεις ν΄αρμαστείς; Πράγματι, εν μεγάλο το βάσανο σου. Τούτον ήταν ρε Αντρίκκο τζ΄εφοϊτσιασες με;  
Εν τζαιρός σου εν η αλήθκεια, το Δεκέμβρη κλείεις τους είκοσιένα.


Ανδρέας
Ώστε πατέρα εν έσιεις αντίρρηση;


Πάτερ
Εγώ γιε μου; Ήντα αντίρρηση να χω για το γάμο;
Η φύση του ανθρώπου τούτη ένει. Έρκεται ο τζιαιρός που ζητά να κάμει οικογένεια.
Ακόμα τζι΄εγιώ γιε μου, που είχα τον ‘Yψιστον πάνω που ούλλα, τζ’ έθελα να μαι στην υπηρεσίαν του, άμαν έκλεισα τους είκοσι, καλή ώρα σαν εσέναν τωρά, ε, τζ’ είδα τη μάνα σου με τα μάθκια τα μελισσιά, εχτύπησεν τζιαι εμέναν η καρκιά μου.
Αλλά έφυεν μας γλήορα,καλή ώρα της τζιαμέ που ένει.
Όπως τζιαι να΄σιει όμως, εσού πε μας, έσιεις καμιάν υπόψην;


Ανδρέας
Ε, ναι, κάποιαν έχω στο  νου!


Πάτερ
Ε, λάλε τζ΄έσπασες με το γέρο. Κοντός ψαλμός αλληλούια.


Ανδρέας
Έ, ε το πατέρα, εν τη Δέσποινα που θέλω.


Πάτερ
Μα ποια Δέσποινα λαλείς, γιε μου;
Τη μοναχοκόρη της Περσεφόνης τζιαι του μακαρίτη του Βαρνάβα;


Ανδρέας
Ναι πατέρα.


Πάτερ
Τζιαι καλόν γιε μου. Εν όμορφη η κορούα εν λαλώ. Τζιαι προκομμένη. Αμμά, εσού ορφανός που μάναν, τζείνη ορφανή που τζύρην, ήντα σπίτιν εν να αννοίξετε γιε μου, με ήντα ριάλλια; Προίκαν η κοπελλούα εν νομίζω να΄ σιει.


Ανδρέας
Εν με κόφτει πατέρα που τες προίτζιες.


Πάτερ
Καλόν γιε μου, να μεν σε κόφτει που τες προίτζιες. Αμμά, εν σε κόφτει ούτε που το άλλο;


Ανδρέας
Ποιον άλλο;


Πάτερ
Για τη μάνα της γιε μου. Ξέρεις, ακούονται πολλά μες το χωρκό.


Ανδρέας
Δηλαδή ήντα που ακούεται; Πως εν μάγισσα; Πως έσιει τριπίθαμον θερκόν μερωμένο μες την αυλή της τζιαι πως την κλουθούν οι κουφάες τζιαι οι δρόπιες;


Πάτερ
Ναι. Έτσι λαλούν.


Ανδρέας
Τούτα άκουσα τα τζιαι εγώ. Αμμά εν με κόφτει που τες κουβέντες του κόσμου.
Εγιώ ένα ηξέρω, κακόν εν έκαμεν ποττέ κανενού. Ίσια ίσια.


Πάτερ
Δηλαδή;


Ανδρέας
Αθθυμάσαι πέρσι στο θέρος που άκκασεν μια κουφή τον Παναή;


Πάτερ
Αθθυμούμαι. Άκκασεν τον πάνω στο σιέρι το ζαβρό. Τζ΄ήρτεν ο αρφός του κλάμοντας να με πάρει άρον άρον να τον κοινωνήσω γιατί ήτουν στα ύστερα του.


Ανδρέας
Άθθυμάσαι καλά θωρώ. Ε, επήες; Eκοινώνησες τον;


Πάτερ
Επήα. Αμμά αντίς για ετοιμοθάνατον ήβρα τον ζγιαν του πουλλούι να κάθεται πας την καρκόλα τζιαι να συντιχάννει με την…


Ανδρέας
..Περσεφόνη. Εν ναιν πατέρα;


Πάτερ
Ναι, τωρά που το λαλείς, έσιεις δίτζιο. Εν η Περσεφόνη που ήτουν εις το προσσιέφαλον του τζιαι εβάσταν του το σιέρι τυλιμένο μ΄ένα πανί.


Ανδρέας
Είδες; Το λοιπόν μιας τζιαι βάλλεις φτιν του κόσμου μάθε τωρά τζιαι τούτο. Ο Πανάος όπου κάτσει τζ’ όπου σταθεί λαλεί πως αν δεν ήτουν η Περσεφόνη  εν ήτουν να ζήσει, τόσο φαρμάτζιν που του εσιώνοσεν η πατσάλα η κουφή.
Τζ΄ ακούστηκεν ακόμα πατέρα πως μες ούλην την Κύπρον μόνον τούτη τζ΄ακόμα θκυο κατέχουν την τέχνην να γιανίσκουν πλάσμα που το δάκκασεν κουφή.


Πάτερ
Ήντα μπου να σου πω τζιαι εγώ ο γέριμος, αν ξέρει έτσι τέχνην τζιαι εγλύτωσεν τον άνθρωπον που σίουρον θάνατον..ε μπράβο της. Ο Θεος να την έσιει καλά.


Ανδρέας
Έσιει.Γι αυτό λαλώ σου το ξανά. Μάγισσα εν ένει. Ούτε κατζίαν έσιει μέσα της η Περσεφόνη. Εν επείραξεν ποττέ ούτε μούγια.
Ε, τζιαι το άλλο, το καλλύτερο, εγίνετουν αν ήτουν μάισσα να κάμνεν έτσι κόρην, όμορφη ζγιαν τον άγγελο; (γελά)


Πάτερ
(γελά) Α ρε Αντρικκούι, εν αλήθκεια σου ρε, εν όμορφη η μιτσιά.
Αλλά τζιαι σου γιε μου εν τζιαι πάεις τα παρκάτου.


Ανδρέας
Ε,κατά μάναν κατά τζύρην (γελούν και οι δύο)


Πάτερ
Τελοσπάντων. Αφού τη θέλεις Αντρέα μου με τες ευτζιές μου. Άτε,να στείλουμε αύριο τζιόλας προξένεια να την ηζητήσουμεν.


Ανδρέας
(απότομα) Όι! Ούτε που να περάσει που το νου σου.


Πάτερ
Όι; Γιατί;


Ανδρέας
Μα πατέρα, εν άκουσες ήντα μπου γίνεται; Εν έμαθες τα μαντάτα;


Πάτερ
Μα για ποια μαντάτα λαλείς;


Ανδρέας
Άσσιημα, πολλά άσσιημα μαντάτα. Ανάθεμαν τα, εσήκωσεν νέο χούιν ο πασάς της Σκάλας.


Πάτερ
Μεν ηβλαστημάς γιε μου. Πε μου, ήντα νέο χούιν εσήκωσε;


Ανδρέας
Κάτσε πατέρα τζ’ άκου. Την περασμένην εφτομάδαν, εγίνην ένας γάμος εις την Αλαμινόν. Ακούεις η νύφη ήτουν πολλά όμορφη. Τζιαι μιτσιά, δεκαπέντε χρονών μονιχά.
Έμαθεν το που λαλείς ο πασάς, τζ΄έπεψεν ευτύς του γεννίτσαρους του, τζ΄αρπάξαν τη νύφη με το ζόρι, την ώραν που την επλουμίζαν, τζιαι επήραν του την ακούεις ζγιαν το ρίφι που το παίρνουν για σφαή το Πάσκα.


Πάτερ
Κύριε Ελέησον. Κύριε Ελέησον. Τι ακούουν τα φκια μου.


Ανδρέας
Όπως σου τα λαλώ. Έφκαλεν ακούεις τζιαι φιρμάνιν που λαλεί  «Όπου τζ΄αν γινίσκεται γάμος, να του φέρνουν την νύφην την πρώτη νύχτα, να ππέφτει μιτά της τζ΄ άμαν ηξημερώσει, να την πέμπουν πίσω του γαμπρού.» Τζιαι το φιρμάνιν γράφει ακόμα πως «έτσι τζαι γίνει γάμος τζιαι κρύψουν του το εν ούλλοι ποσπασμένοι, τζιαι ο γαμπρός τζιαι η νύφη τζιαι οι συμπεθέροι. Κελλέ κομμένη.»


Πάτερ
Ο θεός να βάλει το σιέριν του πιον μιτά τους. Ήμαρτον. Έσιει τόσα χρόνια που ήρτασιν στον τόπο μας εν τζ΄είδαμεν άσπρην μέρα. Εν έχουν με ιερόν, με όσιον.
Άκου τι εσκέφτηκεν ο έξω που δαμέ, να πιάννει τη νύφη, ο καταραμένος, συγχώρα με Θεέ μου, να την καταϊσιεύκει,  τζιαι να την πέμπει πίσω του γαμπρού.
Τζιαι ποιος άδρωπος εν να δικλίσει πάνω σε γεναίκα που έντζεισεν άλλος; Θεέ μου πιον, Θεέ μου δώκε δικαιοσύνη.


Ανδρέας
Γιατί πατέρα, το άλλον εσκέφτηκες το; Ποια κοπελλούα εν να σιει μούτρα να στραφεί πίσω στο χωρκό της, στους γονιούς της, στον άντραν της, μετά που τέθκοιον ατίμασμα; Η νύφη που την Αλαμινόν άμαν τζ΄έδκιωξεν την ο πασάς εν εστράφην πίσω στο χωρκό της. Μονιχά επήεν ολόισια τζ΄έππεσεν που έναν γκρεμόν, ήβρεν την ένας βοσκός.


Πάτερ
Κανεί,να χαρείς μμε μου λαλείς άλλον τίποτες. Πόσα να κάμουν, πόσα; Εκρούσαν μας τες εκκλησιές, εσφάξαν τους παπάες, εφαηθήκαν να μας κάμουν με το ζόρι να ξιάσουμεν τζιαι την πίστη μας τζιαι το θεό μας. Τωρά τζιαι τούτον. Εν αντρέπουνται; Ο γάμος ένει έναν που τα εφτά μυστήρια. Εν ναιν δυνατόν να βεβηλώνεται με τέθκοιον τρόπον.


Ανδρέας
Εν τους έπιαεν η έννοια που τα μυστήρια τα δικά μας. Για τούτον σου λαλώ πατέρα, έν θέλουμε γάμο, μεν πέψεις προξένεια να την ηζητήσουμε. Προκειμένου να πάθει έτσι χαττάν η Δέσποινα μου κάλλιον να μεν την αρμαστώ ποττέ.


Πάτερ
Ναι, να τη θωρείς που μακρά τζιαι να σε θωρώ τζ’ εγώ μέραν με την ημέραν να λειώνεις σαν το τζιερί..
Όι, όι, κάτι άλλον πρέπει να κάμουμεν. 


Ανδρέας
Τι να κάμουμεν, τι; Μόνον ο πλάστης μου ξέρει πόσον την αγαπώ αμμά έν θέλω να πειράξουν τρίχα που την τζιεφαλή της. Καλλύτερα να σκοτωθώ.


Πάτερ
Με μιλάς έτσι γιόκκα μου. Η ζωή εν εβλογία . Έσιε εμπιστοσύνη στο Θεό. Δως μου λλίες ημέρες πέρκει τζιαι σκεφτώ καμιάν λύση. Έπαρε υπομονή.


Ανδρέας
Καλόν πατέρα. Άτε πάω να ππέσω, καληνύχτα.


Πάτερ
Καληνύχτα γιε μου . Ύπνον ελαφρύ. Η Παναία μαζί σου.
Θεέ μου, φώτισ’με να βρω μια λύση να βοηθήσω το παιδί μου. Τζιαι βάρ το σιέρι σου να τελέψουν πιον τα κακά τού τουν΄του τόπου.









































ΣΚΗΝΗ 2 (στην εκκλησία μετά το τέλος της λειτουργίας)
Πάτερ
Δι ευχών των Αγίων Πατέρων Ημών, κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσων Ημάς.Αμήν.


όλοι
Αμήν!


Πάτερ
Μεν φύετε ακόμα χωρκανοί, σταθείτε να σας πω θκυο λόγια. Το λοιπόν, έχω να σας πω ότι εν ανάγκη να λείψω λλίες ημέρες παραχωρκού, λόγω ανωτέρας βίας.


Ανδρέας
(χαμηλόφωνα) Εν να λείψει;
Μα που εν να πάει τζιαι εμένα εν μου πεν τίποτε;


Πάτερ
..αλλά ως την άλλη Τζυρκατζήν εν να μαι πάλε πίσω, έτσι εν θα χάσετε την λειτουργία. Άτε, στο καλό τζιαι ο Θεός μαζί σας.   (ακούετε το πλήθος που αναχωρεί)
..Περσεφόνη! Έρκεσαι που σε θέλω κάτι;
Καλλύτερα μόνη σου.


Περσεφόνη
Καλόν, έρκουμαι. Δέσποινα, πήαιννε νάκκον έξω κόρη μου.


Δέσποινα
Καλόν μανά.


Πάτερ
Αντρέα, άτε γιε μου, πήαιννε τζιαι σου έξω, να κόψεις καμιάν κουβέντα με την Δεσποινού ως που να σιντίχω με τη μάναν της.


Ανδρέας
(έξω) ..Δέσποινα, Δέσποινα. Που είσαι; ..


Περσεφόνη
Την ευλογία σου πάτερ. (φιλά το χέρι του)


Πάτερ
Του Θεού κόρη μου, του Θεού. Κάτσε Περσεφόνη μμε στέκεσαι.


Περσεφόνη
Να κάτσω; (ακούγεται ο σκάμνος)


Πάτερ
Ναι, έχουμε σοβαρήν κουβένταν να κάμουμεν, να κάτσω τζ΄εγώ τζ΄εποστάθηκα. Εν τζ΄είμαι τζιαι τωρασινός.(ακούγεται ο σκάμνος)
Άτε,μιας τζ΄εκάτσαμεν τζ΄οι θκυο, άκου τα καθέκαστα.


Περσεφόνη
Ακούω παπά μου.


Πάτερ
Εν θα μακρυγορήσω,το πολύ το κύριε Ελέησον βαρκέται το τζ’ο Θεός. Εν να μπω στο θέμαν ευτύς.
Έτο Περσεφόνη, ο γιος μου, ο Ανδρέας μου, είπε μου να σου ζητήσω την κόρη σου.


Περσεφόνη
Ήντα πράμα;


Πάτερ
Ναι, αγαπά τη Δεσποινού τζιαι θέλει να την αρμαστεί.
Ε, εγίνηκε κότζαμ μου παλληκάρι, εν τζ’ η κορού σου σε ηλικία γάμου, ήντα μπου λαλείς;


Περσεφόνη
Μα νταν που να πω παπά-Κυπριανέ; Έχασα τη λαλιά μου.


Πάτερ
Άκου Περσεφόνη. Έναν τζ΄έναν κάμνουν δκυο. Ο Ανδρέας μου την κόρη σου αγαπά την, τζιαι όι ότι εν γιος μου, αλλά πιο καλόκαρτον, πιο προκομμένον νέον εν θα εύρεις για λλόου της. Ριάλλια πολλά εν έχουμε, μμε εμείς, μμε εσείς, αμμά ο Αντρέας εν δουλευτής, εν θα της λείψει τίποτε.
Τζ’ εν τα βοηθήσουμε τζιαι εμείς τα παιθκιά μας, όσον ημπόρουμε τουλάιστον.


Περσεφόνη
Ξέρεις το παπά μου, η κόρη μου προίκαν εν έσιει. Μια σιηράτη τι ήταν να αξιωθώ να της κάμω εξω που κάτι υφαντά τζιαι κεντήματα.  
Τον άντρα μου ξέρεις το εσκοτώσαν τον τότες που γίνην το μεγάλον κακό. Τότες που μου επιάσαν τζιαι τον γιόκα μου, εφτά χρονών μωρό, για να τον κάμουσιν γεννίτσαρον. Εμείναμεν θκυο γεναίτζιες μόνες μας στο έλεος του Θεού.
Αχ Παναία μου τζιαι ποιον να κλάψω έν ηξέρω, τον πεθαμένο που έκλεισεν τα μάθκια του οξά το γιο μου που τζιαι να ζιει ακόμα εν να εξίασεν ότι εν Έλληνας τζιαι Χρισκιανός;


Πάτερ
Περσεφόνη, ο πεθαμμένος επήεν ποτζεί που επήεν, ζωή σε λόγου μας. Όσον για το γιο σου να με χάνεις τες ελπίδες σου, ο Θεός εν μεγάλος. Μπορεί κάποιαν ημέραν έτσι όπως τον έχασες, έτσι να τον ηξανάβρεις.


Περσεφόνη
Αμήν να βοηθήσει η Παναία μου τζ΄οι δώδεκα Αποστόλοι.


Πάτερ
Όσον για το άλλο ο γιος μου εν ζητά μμε μάλλια μμε προίκα. Έσιει τα νιάτα του, την υγεία του, εν ηχρειάζεται τίποτε άλλο. Για τζείνο σου λαλώ. Στεφάνως΄την μιτσιά να σιει έναν άντρα δίπλα της να την αγαπά, να τη στηρίζει. Να σιεις τζιαι σου ένα γαμπρό. Τζιαι ο γιος μου μια μάνα.


Περσεφόνη
Καλόν παπά-Κυπριανέ. Εγιώ μαι δεχτή, αμμά πρέπει να αρωτήσω  τζιαι τη Δέσποινα πριχού σου δώκω απάντηση.


Πάτερ
Καλόν Περσεφόνη. Εν ανάγκη όμως να συντήχουμεν τζιαι για κάτι άλλο. Έμαθες ήντα μπου εγίνηκεν στο δίπλα χωρκό;


Περσεφόνη
Έμαθα, τζ΄έκλαψα, τζ΄έβαλα το σταυρό μου. Ο Θεός να φυλάει τα παιθκιά του κόσμου. 


Πάτερ
Για τούτον τζιαι πρέπει, αν θα αρμάσουμεν τα παιθκιά μας, ο γάμος να γενεί κρυφά, να μην ξέρει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά. Ο Ανδρέας εν δέχεται να πειράξουν μιαν τρίχα που την τζεφαλήν της Δεσποινούς.


Περσεφόνη
Γιατί δέχουμε εγιώ;


Πάτερ
Άισε να τους φωνάξουμεν τζιαι τους ίδιους καλλύτερα.
Αντρέα, έλα μέσα γιε μου.
Φώναξε τζιαι σου Περσεφόνη την κόρη σου.


Περσεφόνη
Μα τωρά παπά μου;


Πάτερ
Τωρά τζιαι εν έχουμεν τζιαιρόν να χάννουμε.


Περσεφόνη
Δέσποινα, Δέσποινα μου..Έλα μέσα κόρη μου.


Αντρέας
Ναι πατέρα.


Δέσποινα
Ναι μανά.


Αντρ-Δέσπ
Τι θέλεις;


Πάτερ
Αρώτα την να δούμε.


Περσεφόνη
Ε.Δέσποινα μου. Ο πάτερ-Κυπριανός είπε μου πως ο γιος του, ο Αντρέας ποδά, θέλει να σε αρμαστεί κόρη μου.


Δέσποινα
(βήχει)εεεε..ο Αντρέας;


Πάτερ
Μη κακό σου κόρη μου, επνίηκες; Ε, πε μας να δούμε, εσού;


Δέσποινα
Εγώ;


Πάτερ-Περ
Ε, θέλεις τον κόρη;


Δέσποινα
Ε.θέλω τον.


Αντρέας
Δέσποινα μου..


Πάτερ
Δόξα σοι ο Θεός. Ακούτε καλά λοιπόν, άκουε τζιαι σου Αντρέα, τζιαι σου Περσεφόνη, τζιαι σου κόρη Δεσποινού. Όπως είπα της μάνας σου Δεσποινού ο γάμος σας πρέπει να γίνει κρυφά.


Δέσποινα
Κρυφά;


Πάτερ
Ναι κόρη μου. Για να μεν μαθευτεί τζιαι να σε πέψουν του πασά. Είδες ήντα μπου έπαθεν η νύφη του Ηλία που την Αλαμινό. Ο γάμος εν καλλύτερα να γενεί πόψε τζιόλας.


Περσ-Δέσπ-Ανδρέας  Πόψε;


Πάτερ
Ναι, εσκέφτηκα το πολλά καλά. Για να με έχουμεν κανένα χαττάν πρέπει τούτη η δουλειά να γενεί τζιαι κρυφά αμμά τζιαι γλήορα πριν μας καρφώσει κανένας. Τζιαι έσσω σας.


Περσεφ-Δέσπ
Έσσω μας; Όι στην εκκλησιά; Μα γίνεται;


Πάτερ
Γίνεται τζιαι καλογίνεται. Έχουμεν τζιαι γαμπρό, τζιαι νύφην, τζιαι παπά. Περσεφόνη θα’ σαι η κουμέρα. Κουμπάρο εν θέλουμε. Εν να φέρω τα πρέποντα που την εκκλησσιά τζιαι θα γίνει μια χαρά η δουλειά μας. Που τζιαμέ τζιαι τζει να δούμε..


Αντρέας
Που τζιαμέ τζιαι τζει ήντα πατέρα;


Πάτερ
Που τζιαμέ τζιαι τζει αρκινούν τα δύσκολα.
Άτε τζιαι αρμάσαμε σας, τι εν’ να κάμουμεν παρακάτω;
Να σας χώσουμε μες τους σπήλιους; Eν γίνεται.
Να ζιείτε χώρκα ο καθένας έσσω του;


Αντρ-Δέσπ
Εν γίνεται.


Πάτερ
Εσκέφτηκα, μετά το γάμο, να σας πέψω στην αρφή μου, στη Βαβατσινιά, να κάτσεται λλίους μήνες μιτά της, τζιαι μόλις ποθυμάνει η κατάσταση δαμέ, να΄ρτετε πίσω πάλε.


Περσεφόνη
Μα τι λαλείς; Να πέψεις την κόρη μου σε ξένο σπίτι στα ακάμωτα; Εν για τούτον που πες στους χωρκανούς ότι εν να λείψεις μιαν εφτομάδαν;


Αντρέας
Όι τζιαι ακάμωτα κυρία Περσεφόνη η Βαβατσινιά, μια χαρά δροσιά εν να ναι. Δκυο μέρες με το γαούρι φτάννουμε.  


Περσεφόνη
Εν ηξέρω, εν μου αρέσκει τούτη η ιδέα. Εν εκάμαμεν ποττέ χώρκα που την κόρη μου, εν γίνεται να πάω τζιαι εγώ;


Δέσποινα
Μανά, εν με τον άντρα μου που εν να μαι.
Τζ΄εξάλλου, άμα φύουμεν ούλλοι, τι εν να γενεί το σπίτι τζιαι τα κτηνά μας;


Πάτερ
Έσιει δίκαιον η κόρη σου, εν γίνεται να φύεται ούλλοι τζιαι να γερημώσει το σπίτι. Θέλεις να ρτεις πίσω τζιαι να μεν έβρεις πέτρα πας στην πέτρα;
Είδα το που ούλλες τες πάντες. Εν έσιει άλλην λύσην.
Άιστους να τους πάρω στο χωρκό, να ναι μακρά που το κακόν, να βκάλουν το καλοτζαίριν ήσυχα τζ’ όμορφα, τζ΄άμαν σιειμωνιάσει εγιώ ο ίδιος θα πάω να τους φέρω.


Περσεφόνη
Καλόν, αν ναιν για το καλό τους ας πάν. (ληγμοί)
Τζιας γινεί η καρκιά μου πέτρα που το μαράζιν.


Αντρέας
Να με μαραζώνεις θκεια τζια να την ηγλέπω ζγιαν τα μάθκυα μου.


Πάτερ
Άτε, λάμνετε τωρά στο καλό τζιαι όπως εσυμφωνήσαμεν.
Θα ΄ρτουμεν μόλις δύσει ο ήλιος, θα κάμουμεν το μυστήριο ήσυχα ήσυχα τζια μετά ολόισια για το χωρκό. Να σιεις τον ποξιά σου σασμένο Δεσποινού, ναν΄ ούλλα έτοιμα.


Δέσποινα
Καλόν, πάτερ-Κυπριανέ.


Πάτερ
Πατέρα Δεσποινού, πατέρα που δαμέ τζιαι να πάει.


Δέσποινα
Καλόν, πατέρα.











ΣΚΗΝΗ 3Η
(Το ίδιο βράδυ στο σπίτι της Περσεφόνης και της Δέσποινας)


Πάτερ
(ακούγονται αποσπάσματα από τη λειτουργία του γάμου)
Στεφανώνεται ο δούλος του Θεού Αντρέας τη δούλη του Θεού Δέσποινα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ..
Δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς..
και έσονται οι δύο εις σάρκαν μία ….(κλπ)
Να ζήσετε παιθκιά μου


Περσεφόνη
(κλαμένη) να ζήσετε..να ζήσετε


Αντρ-Δέσπ
Ευκαριστούμε.. (ακούγονται δυνατά χτυπήματα στην πόρτα)


Περσεφόνη
(χαμηλόφωνα) Παναγία μου. Ποιος ένει τέθκοιαν ώρα;

(ακούγονται ξανά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα)


Αλή-Μανώλης
Ανοίξετε. (χτυπήματα) Ανοίξετε είπα. Ξέρω ότι είσαστεν έσσω.


Δέσποινα
Μεν ανοίξεις μανά, φοούμαι.


Περσεφόνη
Με φοάσαι κόρη μου.(ανοίγει) Ποιος είσαι;
(διστακτικά) Ήντα μπου θέλεις;


Αλή-Μανώλης
Ξιρομάνισε την πόρτα να μπω τζιαι μεν μου χώννεσαι που πίσω.


Πάτερ
Ποιος εν που σαι τζιαι τι γυρεύκεις στα ξένα τα σπίθκια κατάνυχτα;


Αλή-Μανώλης
Όππα, θωρώ ήρτα πας την ώρα. (ειρωνικά) Να ζήσετε, να ευτυχίσετε τζιαι καλούς απογόνους.
Τωρά που ποιον εν να΄ναι …(γελά)


Αντρέας
Τι λαλείς ρε τζιαι γελάς ζγιαν τον καραγκιόζη;


Αλή-Μανώλης
Εε κοπελλουρούι, μμε μου βκάλλεις γλώσσαν εμένα γιατί εν τζιαι θέλω τζιαι πολλά να βκάλω τη ππάλαν, ακούεις;


Δέσποινα
Ποια ππάλα; Μανά ποιος εν τούτος, τι γυρεύκει δαμέ;


Αλή-Μανώλης
Α μάνα μου γιαβρούμ, ήντα όμορφη πον ειν νύφη. Εν να γλυκαθεί πολλά ο πασάς.
Έλα κοντά να σε δω, μα ήντα γαλανά ματούθκια που σιει.


Αντρέας
Κάτω τα σιέρκα σου να μεν σου τα κόψω.

(ακούεται χτύπημα και ο Αντρέας που πέφτει κάτω)


Δέσποινα
Αντρέα !


Πάτερ
Γιε μου !


Περσεφόνη
Α Παναία μου, βοήθα μας. Εσκότωσεν τον.


Αντρέας
(χτυπημένος μιλά με δυσκολία)
Πατέρα..τη Δέσποινα.. μεν τους αήκεις να της τζήσουν..


Πάτερ
(με λυγμούς) Παιδί μου, γιε μου..μονάκριβε μου…


Δέσποινα
Αντρέα ! Αντρέα μου. Μίλα μου.


Αλή-Μανώλης
Έλα δα εσού. Ξεκόλλα που τον καλό σου τζιαι ως αύριο εν να ρτεις να τον εύρεις πάλε. Εν έπαθε τίποτε μμε φοάσαι. Ήρτεν του νάκκον γερή η φατσιά τζιαι εζαλίστηκεν τσας.
Εν να του περάσει.


Δέσποινα
Εν έρκουμε. Άισμε..αισμε λαλώ σου. Μανά. Που με παίρνει;


Περσεφόνη
Ξαπόλα την κόρη μου..ξαπόλα


Αλή-Μανώλης
Άκου να σου πω τζυρά. Την κόρη σου εν να την πάρω..για με το καλό για με το ζόρι. Ο πασάς καρτερά την. Άκουσες;
Οξά εχάρηες πως εκάμετε το γάμο κρυφά κρυφά τζ΄εν το μαθε; Χαχα, εγελαστήκετε..


Πάτερ
Να χαρείς..να χαρείς μεν την πάρεις. Εν μιτσιά ακόμα.


Αλή-Μανώλης
Μιτσιά ξιμιτσιά, ο πασάς εζήτησεν την, επαντρεύτηκε, πρέπει να πάει.
Μιαν νύχτα μόνον..την πρώτη νύχτα..να τζοιμηθεί μαζί του.


Δέσποινα
Όι…μανά μεν τον αφήκεις να με πάρει.


Αλή-Μανώλης
Άκου κοκόνα μου. Αν δεν έρτεις με το καλό έσφαξα τους ούλλους. Έτο φιρμάνι στα σιέρκα μου, πρέπει να εκτελέσω διαταγές.


Πάτερ
Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της Αληθείας…


Αλή-Μανώλης
Άις τες προσευχές τραουλλόπαπα..λάλε κόρη..εν να ρτεις;


Δέσποινα
(κλαμένη) Ναι…εν να ρτω. Αν ορκιστείς πως εν θα τους πειράξεις.


Αλή-Μανώλης
Άτε, έλα τζ΄εγιώ εν τους πειράζω. Ορκίζουμε σου το.


Περσεφόνη
Καρτέρα!


Αλή-Μανώλης
Εν καρτερώ, τράβα να παέννουμε τζιαι ο άππαρος εβαρήθηκε.


Περσεφόνη
Καρτέρα λαλώ σου. Εν κρυάδα..να βάλει έναν παντελόνιν πουκάτω η κοπελλούα. Εν να την ηφκάλεις έτσι πας το κτηνό να κατασσιήσει τα πόδκια της; Πόμινε ένα λεπτό να την πάρω να αλλάξει. Έλα κόρη μου. Πάμεν μέσα.


Αλή-Μανώλης
Εν τζιαι πιστεύκω να μου κάμετε κανέναν χαττάν τζιαι να την βκάλεις που κανέναν παράθυρον αλουππάτα αλουππάτα;


Περσεφόνη
Όι. Έλα κόρη μου.

(ακούεται η πόρτα και οι δυο γυναίκες πάνε στο δίπλα δωμάτιο)


Δέσποινα
Μανά..μανά τι εν να κάμουμεν ..(κλαίει)


Περσεφόνη
(αυστηρά) Δέσποινα! Σταμάτα να κλαίεις, βάλε τούν΄το πατταλόνι που κάτω τζιαι κρολοήθου καλά.


Δέσποινα
Ακούω μανά.


Περσεφόνη
Που΄ντο; Που ντο, Aφού δαμέσα το είχα.
Άτε Άγιε μου Φανούριε, βάρ τη χάρη σου τζαι φανέρωστο..
Α! Έτο.Δέσποινα ποτάβρισε τη βούρκα.
Να το τυλίξω καλά καλά να μεν φαίνεται.


Αλή-Μανώλης
(χτυπά την πόρτα) Τελειώνετε, πόσην ώρα;


Περσεφόνη
Πόμινε.


Δέσποινα
Μα τι κάμνεις τζιαμέ μανά;


Περσεφόνη
Άκου Δέσποινα. Μες τη βούρκα έχωσα ένα μπουκκαλούι.


Δέσποινα
Μπουκκαλούι;


Περσεφόνη
Κρολοήθου καλά. Τώρα που εν να σε πάρει τζει στο κονάτζιην του πασά να φανείς δυνατή κόρη μου, να μμε σε πιάουν τα κλάματα τζια να λλιοκαρτίσεις, ακούεις;


Δέσποινα
Τζιαι τι να κάμω μανά που φοούμαι;


Περσεφόνη
Να κάμεις την καρκιάν σου πέτρα τζιαι να βάλεις τον νου σου να δουλέψει, αν δε θέλεις να σε μαγαρήσει.
Το λοιπόν, να τον κανατζιέψεις με λοούθκια. Να τον καλοπιάεις.


Δέσποινα
(διαμαρτύρεται) Μα, μανά..


Περσεφόνη
Θα του πεις κόρη μου να σου γύρει νάκκον κρασί να πιεις.


Δέσποινα
Μα που εν να το βρει μανά,τούτοι εν τζιαι πίννουν κρασί.


Περσεφόνη
Έννοια σου τζιαι πίνουν, αμμά εν το λαλούν. Το λοιπόν πρόσεξε καλά, θα του παρατζείλεις τάχα μου να σου φέρει το κρασί. Άμα σου γύρει το κρασί να τον καλάρεις να πιει τζιαι τζείνος μαζί σου. Άμα γύρει τζιαι για λλόου του θα πιάεις τούντο μπουκκαλούι που τη βούρκα σου τζιαι θα το γύρεις μές το δικό του το ποτήρι, κρυφά να με σε δεί, εκατάλαβες;


Δέσποινα
Εκατάλαβα μανά. Να το γύρω μες το δικό του το ποτήρι.



(ανοίγει η πόρτα απότομα)


Αλή-Μανώλης
Ακόμα δαμέ είσαι, τέλειωνε.


Περσεφόνη
Έτο εν έτοιμη.


Αλή-Μανώλης
Τη βούρκα ήντα μπου τη θέλεις; Εν να πέψεις κανίσσια του πασά;


Περσεφόνη
Έβαλα της μιαν αλλαξιάν ρούχα, να έσιει που να ρτει το πορνόν.


Αλή-Μανώλης
Αχάχχαχαχα…μπράβο τη μάνα σου. Εσκέφτηκεν τα ούλλα..Μπράβο..


Περσεφόνη
Στο καλόν κόρη μου, τζιαι όπως είπαμε. Καλήν αντάμωσην.



ΣΚΗΝΗ 4Η


(Ο Αλή-Μανώλης μεταφέρει τη Δέσποινα με το άλογο στον πασά, ακούγεται ο καλπασμός του αλόγου που τρέχει)


Δέσποινα
Να χαρείς, να χαρείς σταμάτα νάκκον, εποστάθηκα πολλά.


Αλή-Μανώλης
Μπρρρ…(ακούγεται το χλιμίντρισμα του αλόγου που σταματά)
Όπα! Άτε, έλα να σε κατεβάσω να ξιπιαστούν τα πόθκια σου, να πνάσει νάκκον τζ΄ο άππαρος τζ΄εκατέβασεν θκυο πιθαμές γλώσσα. Μεν κάτσεις, παρπάτα νάκκον να ξιμουθκιάσεις.


Δέσποινα
Άου! Αχ τα πόδκια μου, εν τα νώθω. Αχ, αχ.


Αλή-Μανώλης
Μα θώρε την ήνταλος κάμνει. Μα΄σαι τέλεια αμάθητη αλώπως.


Δέσποινα
Εν αλήθκεια. Εν εξανάφκηκα πάνω σε άππαρο. Τζιαι τούτος ο εβλοημένος βουρά σαν τον άνεμο.Επόβκαλεν με.


Αλή-Μανώλης
Χαχαχα, ενόμισες εν σαν τα κακορίζικα τα γαουρούθκια που έσιετε στο χωρκό; Έχω νερόν αν διψάς, έλα, πιε..


Δέσποινα
Ευκαριστώ.


Αλή-Μανώλης
Κάτσε  νάκκον να πνάσεις τζ΄έχουμεν δρόμον ακόμα ως που να φτάσουμεν στη Σκάλα.


Δέσποινα
(αρχίζει να τραγουδά λυπημένα ένα μοιρολόι¨ασιερόμπασμα)

Μάνα με κακοπάντρεψες, τζιαι μ΄ έδωκες του χάρου
Τζιαι κάλλιον να με σκότωνες, παρά να ζιω μιτά του
Μανά με κακοπάντρεψες, στην ξενιθκιάν με στέλλεις….


Αλή-Μανώλης
Μα ήντα μπου μοιρολοάς τζιαι κλαίεσαι κόρη; Άτε άλλαξε σκοπό..
Μα πε μου, μες τη βούρκα σου που σιεις σφιχταγκαλιασμένη, έσιεις τζιαι τίποτε που τρώεται, οξά μονιχά τες αλλαξιές;


Δέσποινα
Όι, όι , μόνον ρούχα έσιει μέσα. Εν επρόκαμα να βάλω φαί.


Αλή-Μανώλης
Καλόν, αμμά εμέναν εκουρκούρισεν η τζηλιά μου. Τζιαι ούλλον τζ’ ούλλον ένα μήλον έχω. Εσού εν επείνασες;


Δέσποινα
Επείνασα πολλά.


Αλή-Μανώλης
Άτε έλα τζιαι σου μισό τζιαι θωρούμεν ως πάρατζει. (καθαρίζει το μήλο και τραγουδά)
Τζ’ έσυρα το μήλο, τζ’ εσυρα το μήλο, τζ΄εν ετζύλησε
Τζιαι να τη φιλήσω εν εκαίλησεν (δις)


Δέσποινα
(με περιέργεια) Μα, πε μου, που το ξέρεις εσού τούν΄το τραούδι;


Αλή-Μανώλης
Πίστεψε με εν αθθυμούμαι, μμε που το άκουσα, μμε που το έμαθα, αμμά αρέσκει μου πολλά. Κάμνω πολύ κκέφι άμαν το τραουδώ. Γιατί αρωτάς;


Δέσποινα
Ήτουν το αγαπημένον τραούδιν του αρφού μου.


Αλή-Μανώλης
Του αρφού σου; Μα έσιεις τζιαι αρφό;


Δέσποινα
Είχα αρφό. Έναν τζιαι μοναδικόν. Ελαλούσαν τον Μανώλη.


Αλή-Μανώλης
Τζιαι τωρά που ένει; Σαν να τζ΄ εν τον είδα έσσω σου.


Δέσποινα
Ένας Θεός ηξέρει.(ειρωνικά) Ο καλός σου ο πασάς μόλις ήρτεν εις τον τόπον μας, παν δεκαπέντε χρόννια τωρά, εγύρισεν σπίτιν του σπιθκιού τζ’ έσπειρεν τη δυστυχία.


Αλή-Μανώλης
Γιατί;


Δέσποινα
Εσύναξεν ούλλα τα παιδκιά τα αρσενικά που δέκα χρονών τζιαι κάτω. Μιαν ημέραν ήρταν τζ΄επιάσαν τζιαι τον Μανώλη. Εφτά χρονών μωρό τζιαι που τον επήραν εν μάθαμεν ποττέ. Εθκιαλέαν τα θωρείς τζ΄ο Μανώλης ήτουν «καλλίμορφος, αρτιμελής τζιαι προς πόλεμον κατάλληλος» όπως έγραφεν το φιρμάνιν.
Που τζείνην την ημέραν η μάνα μου ζιει με τον καμόν του τζιαι γιω με την ανάμνησην του. Να ξερες πόσην αγάπην είχαμεν μεταξύ μας. Επέζαμεν ούλλη μέρα μες στους κάμπους τζιαι τες ρεμαθκιές. Τζιαι το τραούδιν που πες πριν λλίον ετραούδαν μου το ούλλη μέρα.
Αχ, ήντα μπου μου αθθύμησες τωρά. Εζιούσαμεν αμέριμνοι μέσα στο γέλιον τζιαι τη χαρά, τζιαι μέσα σε μια στιγμή εχαθήκαν ούλλα. Έχασα τζιαι πατέραν τζ΄ αδερφόν.


Αλή-Μανώλης
Τον πατέραν γιατί;


Δέσποινα
Γιατί που ΄ρταν να πιάουν τον Μανώλη ο τζύρης μου εν τους άφηκεν, αντιστάθηκεν, επάλεψεν μαζί τους, ώσπου τζ΄εσφάξαν τον με μιαν ππάλαν, σαν τούτην που σιεις πας το ζωνάρι σου. (κλαίει) Τζιαι να που τωρά ήρτεν τζ΄η δική μου σειρά.


Αλή-Μανώλης
Κανεί να κλαίεις κόρη, μια νύχτα ένει, εν να περάσει..


Δέσποινα
Μια νύχτα λαλείς εσού, ρώτα με τζιαι μένα. (κλαίει)


Αλή-Μανώλης
Κανεί κόρη τζιαι γινήκαν ολοκότσιηνα τα μάθκια σου, τζιαι εν έτσι ωραία, γιαλλούρικα, εν κρίμα να τα χαλάς.


Δέσποινα
Κλαίω τη μοίρα μου τζιαι ήντα μπου με περιμένει.
Αμμά τζιαι για τον κακομάζαλον τον αρφό μου που μου τον αθθύμησες.  Μοιάζεις του τζιόλας πολλά. Εν τζιαι σέναν γιαλλούρικα τα μάθκια σου ξένε, τζιαι τα μαλλιά σου ξανθά. Σαν να τζιαι θωρώ τον μπροστά μου όπως τότε.


Αλή-Μανώλης
Αμμά εν είμαι ο αρφός σου, ούτε με λαλούν Μανώλη μα Αλή.


Δέσποινα
Γιατί να γίνουνται τούτα ούλλα, γιατί; Τι σας εκάμαμεν; 


Αλή-Μανώλης
Έτσι εν οι διαταγές τζ΄η δουλειά μου να τες εκτελώ. Ο πασάς κάμνει κουμάντο τζ΄ ο Αλής υπακούει.


Δέσποινα
Να σου ζήσει ο πασάς σου να τον σιαίρεσαι. Τζιαι τζείνον τζιαι τες διαταγές του π΄αφανίσαν κόσμον τζιαι κοσμάκην.  Τζ΄εσού, ρε Αλή, τι γυρεύκεις μιτά τους λαλείς μου;   


Αλή-Μανώλης
Είπα σου εκτελώ διαταγές, είμαι στρατιώτης.


Δέσποινα
Στρατιώτης; Εγώ χαρκούμαι εν γεννίτσαρος που είσαι.    


Αλή-Μανώλης
Γεννίτσαρος;


Δέσποινα
Που τη ράτσα τους μια φορά σίουρα εν ηφτάννεις. Αφού μιλάς τη γλώσσα μας, τραουδάς τα τραούδκια μας, είσαι ξανθός τζιαι γαλανομμάτης, πόθεν είς τα πόθεν εβρέθηκες μιτά τους;
Ποιαν εν η μάνα σου, ο τζύρης σου; Που ποιο χωρκόν είσαι;


Αλή-Μανώλης
Ουυυ κανεί τζ΄επολλολόησες. Αλλά εγιώ φταίω που άννοιξα κουβένταν μιτά σου. Άτε, πάμε να φύουμε τζ΄ο πασάς καρτερά σε.


Δέσποινα
Να χαρείς, όποιος τζιαι να σαι, ότι τζιαι να σε λαλούν. Αν έσιεις λλίην ανθρωπιάν μέσα σου μεν με πάρεις στη φωλιάν του λύκου. Να χαρείς ότι αγαπάς..λυπήθου με.


Αλή-Μανώλης
Εν ημπόρω να κάμω διαφορετικά. Αν δε σε πάρω εν η δική μου η κκελλέ κομμένη. Έβκα πας τον άππαρον να φύουμε.


(ανεβαίνουν στο άλογο και ακούγεται ο καλπασμός του αλόγου που τρέχει)

















ΣΚΗΝΗ 5Η (στ’ αρχοντικό του πασά)


Πασάς
Merhaba gusel (γεια όμορφη)Καλωσήρτες εις τον οντάν μου.


Δέσποινα
Καλώς σε ήβρα πολυχρονεμένε πασά.


Πασάς
Έλα, έλα κάτσε μιτά μου στα μεταξωτά τα μαξιλάρκια, τζιαι yarin (αύριο) που να φεύκεις, δκιαλέεις όποιο σ΄αρέσκει τζιαι παίρνεις το μιτά σου. Τζ΄ ότι άλλον αγαπάς.


Δέσποινα
Ευκαριστώ σε.


Πασάς
Α, sekerim (γλυκιά μου) δαμέ που ρτες έσιει τζιαι του πουλιού το γάλα, έσιει φαγιά, να φάεις ότι τραβά η ψυσιή σου, τζιαι κατείφιν μυρωδάτον..


Δέσποινα
Εν θέλω τίποτες ευκαριστώ. Μόνον που εδίψασα νάκκον..


Πασάς
Έχω νερό δροσερόν..


Δέσποινα
Αρέσκει μου καλλύτερα το κρασίν πασά μου..αν γίνεται.


Πασάς
Κρασίν α, σιειττάνισσα. Γίνεται, καλό εγίνεται; να σου φέρω να πιεις με τζείνα τα σιηλούθκια σου τα κότσιηνα.


Δέσποινα
Ε.. ε να μου κάμεις τζιαι παρέαν πασά μου; Να πιεις τζιαι συ μαζί μου;


Πασάς
Να πιω gusel μου τζιαι άναψες μου μιάλον sevda (πόθο).
Α δε ήντα ωραίον ποτήρι σου φερα να πιεις, ολόγρουσο.   (αγαπητή μου) έλα, sevgili,  βάστα το να σου γύρω. Ωπ..


Δέσποινα
Εσύ, εν θα πιεις;


Πασάς
Εν να πιω που το δικό σου, καλλύτερα, να μάθω τζιαι τα μυστικά σου.


(χτυπά η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Αλή και τους διακόπτει)


Αλή-Μανώλης
Πασά μου, συγχώρα με αλλά ο άππαρος εν μου φαίνεται καλά. Νομίζω εν να ψοφήσει.


Πασάς
Ήντα πράμα, μα ο Mαυρής; Έρκουμαι...


(βγαίνουν έξω και κλειδώνουν τη Δέσποινα στο δωμάτιο)


Δέσποινα
Εν η μόνη ευκαιρία που έχω, που εν το μπουκκαλούι, α έτο.
Θα το γύρω ούλλο μέσα, τζ΄ο Θεός βοηθός. Για πού εν να βκω ζωντανή που δαμέσα για πεθαμένη.


( η πόρτα ξανανοίγει και επιστρέφει ο πασάς)


Πασάς
Άτε ρε Αλή, ετάραξες με για το τίποτε. Εν να ψοφήσει μίσιημου. Έτο, εν που ήταν ποσταμένος τζιαι ελαχάνιασε.


Αλή
Συγχώρα με πασά μου, εν που ξέρω πόσην αδυναμία του έσιεις τζ΄εφοήθηκα άμπα τζ΄έπαθεν τίποτε.


Πασάς
Tamam!! (Εντάξει)(βήχει) Ρε..μα ήντα μπου εστύλλωσες τα μάθκια σου πας την gusel; Άμπα τζ΄εγυάλισε σου ρε;


Αλή
Όι, όι πασά μου. Συμπάθα με, κάτι άλλον είχα στο νου.


Δέσποινα
Αλή!


Αλή
Ναι..


Δέσποινα
Ευκαριστώ σου πολλά για το μήλο.


Αλή
Τίποτε.


Πασάς
Άτε, τράβα έξω τζ΄ο οντάς εν για δκυο πόψε. Εμέναν τζιαι τη νύφη τη γιαλλούρα ποδά. Τζ εν να κάμουμεν μιάλο μπαιράμι.


Αλή
Καλόν πασά μου, χρόνους πολλούς. Καληνύχτα. (πόρτα )


Πασάς
Που εμείναμεν;


Δέσποινα
Στο κρασί, εγώ ήπια πασά μου. Εσύ, εν θα πιεις;


Πασάς
Μα πότε είπιες τζ΄εν σε είδα; Έλα να πιεις άλλη μια ρουφκιάν στην υγειά μου. Έλα.. έτσι μπράβο της..

(η Δέσποινα πνίγεται και βήχει)


Δέσποινα
Κανεί κανεί πασά μου..ήπια πολύ.


Πασάς
Έλα, λίον ακόμα για το χατήρι μου. Στην υγειά του πασά.


Δέσποινα
(πνιγμένη από το βήχα) στην υγειά του πασά. Στην υγειά… (δηλητηριάζεται)


(ο Αλή σκέφτεται τα πράγματα που του είπε η Δέσποινα και ακούγονται αποσπάσματα από τα λόγια της στο μυαλό του, αρχίζει να θυμάται μονολογώντας)


Δέσποινα
Έτο , ήτουν το αγαπημένον τραούδιν του αρφού μου.

Είχα αρφό. Έναν τζιαι μοναδικόν. Ελαλούσαν τον Μανώλη.

Μιαν ημέραν ήρταν τζ΄επιάσαν τζιαι τον Μανώλη


Αλή-Μανώλης
Μανώλης..Μανώλης


Δέσποινα
Εφτά χρονών μωρό επιάσαν τον


Αλή-Μανώλης
Που εφτά χρονών είμαι στην υπηρεσίαν του πασά.


Δέσποινα
Επέζαμεν ούλλη μέρα μες στους κάμπους τζιαι τες ρεμαθκιές. Τζιαι το τραούδιν που πες πριν λλίο ετραούδαν το ούλλη μέρα το..το μήλο..ευκαριστώ για το μήλο..


Αλή-Μανώλης
Οι κάμποι, οι ρεμαθκιές, τα σιτάρκια, επέζαμεν..το μήλο


Δέσποινα
Η μάνα μου ζιει με τον καμόν του..


Αλή-Μανώλης
Η μάνα..η μάνα μου..


Δέσποινα
Που ήρταν να πιάσουν τον Μανώλη ο τζύρης μου εν τους άφηκεν, αντιστάθηκεν, επάλεψεν μαζί τους, ώσπου τζ΄εσφάξαν τον με μιαν ππάλαν


Αλή-Μανώλης
Εσφάξαν τον.(αρχίζει να κλαίει) εσφάξαν τον παπά μου…
Τζ΄εγώ εξίασα τα ούλλα, τ΄όνομα μου, την μάνα μου, την αρφή μου.
Την αρφή μου; Η αρφή μου, εν η αρφή μου που εν τζει μέσα. Α μάνα μου κακό που έκαμα, πρέπει να την ηγλυτώσω. Δέσποινα .Δέσποινα….


(ο πασάς φωνάζει από τον οντά τρομοκρατημένος)


Πασάς
Ε, Αλή ..έλα γλήορα.


Αλή-Μανώλης
Τι ‘ναι; τι συμβαίνει;


Πασάς
Εν ηξέρω..σαν ήτουν μια χαρά έγυρεν τζ΄εφύρτηκεν.
Έτην τζιαμέ. Αναπνεύει οξά επέθανε..


Αλή-Μανώλης
(σπαραχτικά) Όι.εν αναπνέει. Επέθανε..


Πασάς
Καλάν ρε μεν κάμνεις έτσι..άτε πιάστην πάεννε στα χωράφκια τζιαι θάψε την πριχού να κοκκαλώσει.
Άτε φύε την που δαμέ τζ΄έν ημπορώ να τη θωρώ.Κρίμας την.
Να πάω να φωνάξω της Αισιέ να ρτει που το χαρέμι τζ΄είμαι μερακλωμένος, θέλω παρέα. Αισιέ..έλα γιαβρούμ στο πασά.


Αλή-Μανώλης
Δέσποινα…συγχώρα με…συγχώρα με για το κακόν που σου καμα.
Έλα, έλα Μαυρή. (ακούονται τα βήματα του αλόγου που πλησιάζει) έλα. (τη φορτώνει στο άλογο) άτε Μαυρή, πάμε..
Τζιαι τωρά εγώ τι θα κάνω; Εσκότωσα την, εσκότωσα την ίδια μου την αρφή. Τζιαι επαρακάλαν με, να μμε την φέρω. Αλλά εγώ που… ο καταραμένος…ο στραωμένος..ο βλάκας.


Δέσποινα
(ξεψυχησμένα) Μανά…


Αλή-Μανώλης
Δέσποινα..ζιεις ..δόξα σοι ο Θεός..τωρά, τωρά να σε πάρω στη μάνα σου. Γλήορα Μαυρή..γλήορα στο χωρκό. Πάμε….























ΣΚΗΝΗ 6Η (στο σπίτι της Περσεφόνης)


(ο Μανώλης κτυπά την πόρτα του σπιτιού απεγνωσμένα)


Αλή-Μανώλης
Ανοίξετε.Ανοίξετε λαλώ σας.


Πάτερ
Παναία μου, βούρα Περσεφόνη. Έφερεν την Δέσποινα. Άνοιξε.


Περσεφόνη
Δέσποινα,κόρη μου. Πάρτην γλήορα μέσα, βάλε την πάνω στο κρεβάτι. Πέρκει την προλάβουμε.


Πάτερ
Τι έσιει; Τι της εκάμετε;


Αλή-Μανώλης
Τίποτε, ορκίζουμε.


Περσεφόνη
Άιστον, ξέρω εγώ τι έσιει. Βκήτε έξω. Τζιαι σου παπά. Αφήστε με μόνη με την κόρη μου.
Αχ Δέσποινα μου, τζιαι είπιες το εσού το φαρμάτζιν της κουφής αντί  να το ποτίσεις του άλλου, καλή μου.
Που ντο αγίασμα. Έλα κόρη μου άνοιξε το στόμα σου ..
¨Άι-Γιώρκη Καβαλλάρη, με σπαθίν τζιαι με κοντάρι
Που δίννεις τζιαι που καλλικώνεις τες οσιέντρες τζιαι τα φίθκια
Αι-Γιώργκη Καβαλλάρη, πέψε τη δική σου χάρη τζιαι το θαύμα το μεγάλο κάμε
Να γιάνει η δούλη σου Δέσποινα, που της κουφής το άκκαμμα
Τζιαι γιω στη χάρη σου θα άψω, του ύψους της λαμπάδα»
(επαναλαμβάνει το ξόρκι πιο γρήγορα και πιο χαμηλόφωνα)


Πάτερ
Περσεφόνη, πως πάει η κορού;


Περσεφόνη
Μεν έσιεις έννοια τζ΄εν να γιάνει, ίσια που προκάμαμεν.
Ο γιος σου; εσυνήρτεν που τη φατσιά;


Πάτερ
Ναι μόλις εσυνήρτεν. Δοξάζω τ’ όνομα Του τζιαι προσκυνώ.


Περσεφόνη
Τζιαι τον Άη-Γιώρκη να τον δοξάζεις τζ΄εν πολλλά μεγάλη η δύναμη του. (βγαίνει από το δωμάτιο της Δέσποινας)
Εσού, τι κάμνεις ακόμα δαμέ; Εν σε κανεί που μας την έφερες μισοπεθαμένη; Φεύκε τωρά…


Αλή-Μανώλης
Εν φεύκω!


Περσεφόνη
Τζιαι γιατί;


Αλή-Μανώλης
Ζητώ σου να με συγχωρέσεις.


Περσεφόνη
Σήκου πάνω, μα ήντα εγονάτισεν παπά μου;


Πάτερ
Περσεφόνη, κάτσε καλύτερα τζ΄έχω έναν μαντάτον να σου πω.


Περσεφόνη
Μαντάτο;


Πάτερ
Καλό μαντάτον Περσεφόνη. Αθθυμάσαι που εκουβεντιάζαμεν τζαι ήπου σου ότι ο γιος σου έτσι όπως εχάθη ξαφνικά έτσι ήτουν να ρτει πίσω;


Περσεφόνη
Αθθυμούμαι.


Πάτερ
Άτε σήκου. Πήαιννε να φιλήσεις το σιέριν της μάνας σου.


Περσεφόνη
Μα ποιος; Τούτος; τούτος εν ο γιος μου; O Μανώλης μου;


Αλή-Μανώλης
Συγχώρα με μανά. Εν έθελα να σας κάμω κακό.


Περσεφόνη
Γιε μου, γιε μου μονάκριβε μου. Παπά μου εν αλήθκεια οξά θωρώ όνειρο;


Αλή-Μανώλης
Όι εν εγώ που έζιουν μέσα σ΄έναν όνειρο τζιαι σήμερα εξύπνησα, αθθυμήθηκα σας μανά, εσένα, τη Δεσποινού.


Περσεφόνη
Καλωσόρισες γιόκα μου. Καλωσήρτες έσσω σου Μανώλη μου.


Πάτερ
Σαν τον άσωτον υιόν ήρθες πίσω στην οικία της μητρός σου.
Νεκρός ήσουν και ξανάζησες, χαμένος ήσουν και εβρέθης. Και θα σφάξει σήμερον διά εσέ τον μόσχον τον σιτευτόν.


Περσεφόνη
Μα που να τον εύρω τον μόσχον τον σιτευτόν παπά μου; Εν θωρείς τες φτώσιες μας;


Αλή-Μανώλης
Εν πειράζει μανά. Σφάξε μιαν κόταν τζιαι κάμε μου με τα μακαρούνια τζιαι έν θέλω μόσχον.

(γέλια)



ΣΚΗΝΗ 7Η (στο δωμάτιο της Δέσποινας)


Δέσποινα
Μανά ..μανά


Περσεφόνη
Δαμέ είμαι Δέσποινα μου, εξύπνησες κορούα μου;


Δέσποινα
Ναι μανά, αμμά ζαλίζουμε ακόμα.


Περσεφόνη
Εν ώσπου να ποκαθαρίσει το φαρμάτζιν που το γαίμα σου.
Μμε φοάσαι, ως αύριον εν να σαι περτίτζιη.


Δέσποινα
Μανά, ο Αντρέας; Ζιει;


Περσεφόνη
Ζιει. Εν τζιαι τζείνος νάκκον σουζουλισμένος που το χτύπημαν πάνω στην τζιεφαλή, αμμά εν του περάσει.
Εν δίπλα, έστρωσα του το πάπλωμα τζιαι πέφτει.


Πάτερ
Δέσποινα μου, εξύπνησες κόρη μου, είσαι καλύτερα;


Δέσποινα
Ναι πατέρα, λλίο καλλύτερα.


Πάτερ
Να πάω να το πω του Αντρέα να χαρεί.


Δέσποινα
Μανά, εν αθθυμούμαι τζιαι πολλά πράματα. Το τελευταίο που θυμούμαι ήταν να πίνω το κρασί.


Περσεφόνη
Εγέλασεν σου κόρη μου τζ΄εψάτζεψεν σε.


Δέσποινα
Τζιαι ήνταλος είμαι ακόμα ζωντανή; Πως εβρέθηκα δαμέ;


Περσεφόνη
Έφερε σε τζείνος κόρη μου, έτρεξεν ζγιαν τον άνεμο τζ΄έφερε σε. Οσον τζιαι επρολάβαμεν σε.


Δέσποινα
Μα ποιος μανά;


Αλή-Μανώλης
Εγώ Δέσποινα.


Δέσποινα
Εσύ, τι γυρεύκεις δαμέ;


Αλή-Μανώλης
Έφερα σου έναν μήλο να φάεις Δεσποινού μου, που τα πράσινα που σου αρέσκουν.
Τζιαι μετά αν θέλεις εν να σου το τραουδήσω τζιόλας.


Δέσποινα
Τι;


Αλή-Μανώλης
Τζιαι άμα γιάνεις, εν να σε πάρω να βουρίσουμεν μες τους κάμπους τζιαι να παίξουμεν μες τες ρεμαθκιές, όπως τότε που μασταν μωρά.


Δέσποινα
Μανά; Εν ο..


Περσεφόνη
Ναι κόρη μου εν αλήθκεια. Εν ο …


Δέσποινα
Μανώλης; Ο αρφός μου, εγίνην έτσι θαύμα. Μανώλη μου..


Αλή-Μανώλης
Ναι Δεσποινού μου.Εγίνην. Μακάρι ναν καλά το μήλο. Ήταν το μόνο που αθθυμούμουν, το τραούδιν για το μήλο.
«τζ΄έσυρα το μήλο, τζ’ έσυρα το μήλο πάνω στη μηλιά»


Δέσποινα
«τζ’ είπεν μου εν να ρτει τζείνη τζ΄άλλη μια»


Αλή-Μανώλης
«τζ΄έσυρα το μήλο, τζ΄έσυρα το μήλο, τζ΄εν ετζύλησε»


Αντρέας
«τζ΄η Δέσποινα να τη φιλήσω εν εκαήλισε» (γελάνε όλοι)


Δέσποινα
Αντρέα μου, Μανώλη μου, ελάτε να σας φιλήσω τζιαι τους θκυο.Σήμερα εν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου.


Πάτερ
Και ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω. Αμήν.


(ακούονται τα φιλιά και γέλια)




























12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...