σήμερα θα σου πω ένα παραμύθι
Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα πολύ μικρό χωριό, που βρισκόταν κρυμμένο μέσα στα βουνά, ζούσε ένας νέος..
Ο νέος αυτός μια μέρα είδε μια κοπέλα και μόλις την είδε την ερωτεύτηκε, πήγε στους γονείς της, την ζήτησε για γυναίκα του και σύντομα παντρεύτηκαν.
Οι δύο αυτοί νέοι αγαπιόντουσαν όσο δεν είχε αγαπηθεί ποτέ ζευγάρι στον κόσμο. Δεν τους ένοιαζαν τα πλουτη, ούτε οι δόξες, ούτε να κάνουν μακρινά ταξίδια, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να είναι μαζί, στο μικρό τους σπιτάκι ευτυχισμένοι.
Κάθε βράδυ όταν γύριζε ο νέος και αφού έτρωγαν καθόνταν αγκαλιά στην αυλή τους και κοιτούσαν τον ήλιο που έδυε.
Μια μέρα και ενώ κάθονταν αγκαλιά η νέα είπε στον άντρα της ότι περιμένει το παιδί τους, σε λίγους μήνες θα γίνονταν γονείς. Ο νέος έκλαψε από χαρά, γονάτισε και φίλησε την κοιλιά της γυναίκας του.
Οι μήνες πέρασαν και το παιδί στην κοιλιά της μεγάλωνε και ο άντρας κάθε απόγευμα γονάτιζε και φιλούσε την κοιλιά και τραγουδούσε στο μωράκι τους που περίμενε από στιγμή σε στιγμή να γεννηθεί και να το πάρει αγκαλιά.
Η μέρα έφτασε και έπιασαν οι πόνοι την γυναίκα και ήρθε η μαμμή να την ξεγεννήσει. Πέρασαν ώρες και ώρες πόνων όμως η γυναίκα δεν τα κατάφερνε να γεννήσει, μέχρι που εξαντλήθηκε και έφτασε η επόμενη μέρα και η μαμμή βγήκε από την μικρή φτωχική καμαρούλα και δακρυσμένη είπε στον νέο άντρα ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει, δεν κατάφερε ποτέ να γεννήσει το παιδί τους.
Ο νέος της είπε να πάει στο καλό ..
Μπήκε στο μικρό δωματιάκι..
βρήκε την γυναίκα του ξαπλωμένη στο κρεβάτι ..γονάτισε και φίλησε την κοιλιά της και το μωρό τους, και μετά ξάπλωσε δίπλα της, έφερε το πρόσωπο του δίπλα στο δικό της,και έκλεισε τα μάτια του για πάντα.
Όταν πήγαν μετά από ώρες οι χωριανοί στο σπιτάκι για να δουν τι γίνεται δεν βρήκαν κανένα..και ούτε έμαθε ποτέ κανένας τι
Έξω από το χωριό όμως τη μέρα εκείνη, δίπλα από το μικρό ποταμάκι βρέθηκε μια ελιά και όσοι ξέρουν θα σου πουν, πως αν την κοιτάξεις προσεχτικά, στον κορμό της θα δεις τον αντρα, τη γυναίκα και το αγέννητο τους παιδί, όλους σφικταγκαλιασμένους.
Και αν δεν το ξέρεις σήμερα θα το μάθεις πώς οι ψυχές των ανθρώπων που αγαπιούνται πολύ μεταμορφώνονται και βρίσκουν τρόπο να είναι μαζί, για πάντα.
Στο λέω εγώ που τους είδα, και το ξέρω
2/4/2017
Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα πολύ μικρό χωριό, που βρισκόταν κρυμμένο μέσα στα βουνά, ζούσε ένας νέος..
Ο νέος αυτός μια μέρα είδε μια κοπέλα και μόλις την είδε την ερωτεύτηκε, πήγε στους γονείς της, την ζήτησε για γυναίκα του και σύντομα παντρεύτηκαν.
Οι δύο αυτοί νέοι αγαπιόντουσαν όσο δεν είχε αγαπηθεί ποτέ ζευγάρι στον κόσμο. Δεν τους ένοιαζαν τα πλουτη, ούτε οι δόξες, ούτε να κάνουν μακρινά ταξίδια, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να είναι μαζί, στο μικρό τους σπιτάκι ευτυχισμένοι.
Κάθε βράδυ όταν γύριζε ο νέος και αφού έτρωγαν καθόνταν αγκαλιά στην αυλή τους και κοιτούσαν τον ήλιο που έδυε.
Μια μέρα και ενώ κάθονταν αγκαλιά η νέα είπε στον άντρα της ότι περιμένει το παιδί τους, σε λίγους μήνες θα γίνονταν γονείς. Ο νέος έκλαψε από χαρά, γονάτισε και φίλησε την κοιλιά της γυναίκας του.
Οι μήνες πέρασαν και το παιδί στην κοιλιά της μεγάλωνε και ο άντρας κάθε απόγευμα γονάτιζε και φιλούσε την κοιλιά και τραγουδούσε στο μωράκι τους που περίμενε από στιγμή σε στιγμή να γεννηθεί και να το πάρει αγκαλιά.
Η μέρα έφτασε και έπιασαν οι πόνοι την γυναίκα και ήρθε η μαμμή να την ξεγεννήσει. Πέρασαν ώρες και ώρες πόνων όμως η γυναίκα δεν τα κατάφερνε να γεννήσει, μέχρι που εξαντλήθηκε και έφτασε η επόμενη μέρα και η μαμμή βγήκε από την μικρή φτωχική καμαρούλα και δακρυσμένη είπε στον νέο άντρα ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει, δεν κατάφερε ποτέ να γεννήσει το παιδί τους.
Ο νέος της είπε να πάει στο καλό ..
Μπήκε στο μικρό δωματιάκι..
βρήκε την γυναίκα του ξαπλωμένη στο κρεβάτι ..γονάτισε και φίλησε την κοιλιά της και το μωρό τους, και μετά ξάπλωσε δίπλα της, έφερε το πρόσωπο του δίπλα στο δικό της,και έκλεισε τα μάτια του για πάντα.
Όταν πήγαν μετά από ώρες οι χωριανοί στο σπιτάκι για να δουν τι γίνεται δεν βρήκαν κανένα..και ούτε έμαθε ποτέ κανένας τι
Έξω από το χωριό όμως τη μέρα εκείνη, δίπλα από το μικρό ποταμάκι βρέθηκε μια ελιά και όσοι ξέρουν θα σου πουν, πως αν την κοιτάξεις προσεχτικά, στον κορμό της θα δεις τον αντρα, τη γυναίκα και το αγέννητο τους παιδί, όλους σφικταγκαλιασμένους.
Και αν δεν το ξέρεις σήμερα θα το μάθεις πώς οι ψυχές των ανθρώπων που αγαπιούνται πολύ μεταμορφώνονται και βρίσκουν τρόπο να είναι μαζί, για πάντα.
Στο λέω εγώ που τους είδα, και το ξέρω
2/4/2017