Και εσύ θυμώνεις γιατί σου άπλωσε
περισσότερο βούτυρο στο ψωμί απ' όσο σου αρέσει και ξινίζεις τα μούτρα γιατί ο
καφές που σου έχει φτιάξει δεν είναι
αρκετά καυτός.
Και σου σπάει τα νεύρα
γιατί επιμένει πάντα να σου φτιάχνει τα μαλλιά όπως αρέσει σε εκείνον και εσύ τα ξανασπρώχνεις και πάλι πίσω από το
πρόσωπο.
Και τα απογεύματα παίρνετε περίπατο τα σκυλιά και σπρώχνεστε σαν
παιδιά για το ποιος θα πατήσει το κουμπί στη διάβαση και διαφωνείτε γιατί
εκείνος να θέλει να πάει πάντα δεξιά και εσύ αριστερά. Και στέλνεις πάντα εκείνον να κάνει τα ψώνια
γιατί εσύ μισείς να πηγαίνεις στην υπεραγορά και του κάνεις παρατήρηση γιατί
φέρνει δέκα πράγματα περισσότερα απ’ ότι έχεις ζητήσει , κυρίως σοκολάτες και
γλυκά και κάτι παράξενες κονσέρβες με εξωτικά φαγητά που κανείς δε θα αγγίξει.
Αλλά όταν έρχεσαι σπίτι, πολύ κουρασμένος, χωρίς κουράγιο να αρθρώσεις λέξη, ξαπλώνεις στον καναπέ για λίγο και νιώθεις
μια κουβέρτα απαλά να σε σκεπάζει. Ένα φιλί στο μέτωπο και ένα χάδι στο πρόσωπο.
Και μετά παίζετε μαξιλαροπόλεμο
και τα παιδιά κάνουν το διαιτητή και
γίνεται το κρεβάτι μπάχαλο αλλά δε σε νοιάζει..
Και του σβήνεις το φως ενώ κάνει
μπάνιο γιατί σε τρελαίνει γιατί τραγουδά παράφωνα
Και τραβάς το χειμώνα την
κουβέρτα και τον αφήνεις ξεσκέπαστο και γελάς
Και τον ζαλίζεις στη μουρμούρα
μέχρι να αλλάξει το πρόγραμμα στην τηλεόραση για να δεις αυτό που θέλεις εσύ, αλλά μόλις το
αλλάξει αποκοιμιέσαι στην αγκαλιά του
Και σου τη σπάει που είναι τόσο
μαλακός με τα παιδιά και φαίνεσαι πάντα εσύ η κακιά αλλά και πάλι όταν τους θυμώσει γυρνάς από την άλλη για να
μη σε δουν που γελάς, γιατί δεν πείθει κανένα όταν το παίζει θυμωμένος και το
κατσούφιασμα δεν του πάει καθόλου και παραδέχεσαι μέσα σου πώς δε θα ήθελες
άλλον πατέρα για τα παιδιά σου.
Και κάθε μέρα έχει τόσα πολλά να σου πει, κάθεται
απέναντι σου και σου μιλά για εκείνο και
για το άλλο και εσύ τον κοιτάς αλλά να δεν ακούς λέξη από αυτά που λέει,
απλά σκέφτεσαι πόσο παράξενος είναι ο
ήχος της φωνής του και πώς κινούνται οι ώμοι του όταν μιλά, και πόσο του πάει
αυτό το χρώμα που φορά.
Και εκείνος σταματά ξαφνικά να
μιλά, σε κοιτά, σου χαμογελά και σου
λέει πόσο σου πάει αυτό το χρώμα κραγιόν και πως δεν έχει δει ομορφότερα μάτια
στον κόσμο.
Και αγωνιάς πάντα γι αυτόν. Γιατί
ξέρεις ότι εργάζεται σκληρά και το βλέπεις στα χέρια του και στο πρόσωπο του
και στα μάτια του βαθιά μια μελαγχολία.
Και το μόνο που θέλεις να τον ξεκουράσεις,
να πάρεις εκείνα τα κουρασμένα χέρια και να τα περιποιηθείς και να τα πλύνεις
και να τα χαϊδέψεις και να τα φιλήσεις γιατί είναι ιερά.
Και μην θαρρείς πώς όλα αυτά δεν
είναι έρωτας, αυτά είναι ο μεγαλύτερος έρωτας, αυτός που αγαπά το κορμί και
όταν είναι γυμνό και όταν είναι ντυμένο,
και όταν είναι κουρασμένο, και όταν είναι χαρούμενο και όταν είναι
λυπημένο, και όταν είναι χαμογελαστό και όταν είτε θυμωμένο. Γιατί
είναι η ζωή σου όλη !!