Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

και μου αρέσει που σου αρέσει

Και μου αρέσει,  το ξέρεις,  έτσι που συνεχίζεις τη ζωή σου μακριά από το πιο σκληρό σου ναρκωτικό, αδιάφορα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, μα πάντα ήσουν δυνατός , σε παραδέχομαι..

Και σου αρέσει,  το ξέρω,  έτσι που συνεχίζω τη ζωή μου όμορφα και ανύποπτα, μακριά από τον πιο μεγάλο μου εθισμό, μα πάντα ήμουν δυνατή, παραδέξου με…..

Και μου αρέσει, το ξέρεις, έτσι όπως θα περνάνε οι μέρες και οι μήνες και τα χρόνια και θα προσποιούμαστε ότι δεν συνέβηκε ποτέ, πως δεν υπήρξαμε ένα ποτέ, και ότι δεν , δεν του δώσαμε όνομα ποτέ, αλλά θα είναι εκεί πάντα ριζωμένο ..…

Και σου αρέσει, το ξέρω, έτσι που με βλέπεις να ομορφαίνω, που λειαίνουν οι γραμμές,  και που στρέφουν όλα τα αρσενικά το βλέμμα στο πέρασμα μου, αλλά είμαι δοσμένη  ολότελα σε σένα…. 

Και μου αρέσει, το ξέρεις,  που κάτω από εκείνο το απλό φανελάκι, το μπλε τζιν και το χαμογελαστό σου πρόσωπο κρύβεται ο δικός μου εραστής και αντίπαλος και ένα κορμί που χαρτογράφησα εγώ...

Και σου αρέσει, το ξέρω, που καίγομαι για σένα, που είσαι χιλιόμετρα μακριά αλλά έχεις τον πόθο μου αναμμένο να κάνει χίλιες στροφές, όλη μέρα, κάθε μέρα, στην ίδια δική μας μόνο συχνότητα..

Και μου αρέσει, το ξέρεις, να σκέφτομαι πως ίσως κάποια μέρα το πάθος  νικήσει τα πρέπει σου και κάνεις εκείνη τη στραβοτιμονιά  για να πάρεις το δρόμο που θα σε φέρει και πάλι σε μένα….

Και σου αρέσει που ξέρεις ότι θα έχω την πόρτα μισάνοιχτη, τη μουσική που σ' αρέσει, τα κεριά αναμμένα και το μόνο που θα περιμένω είναι τη στιγμή, που θα σε παρακαλάω από τα τριάντα εκατοστά απόσταση, πες μου το..

Και μου αρέσει, το ξέρεις, η απειροελάχιστη πιθανότητα του τι μπορεί να συμβεί αν ξαναβρεθούμε οι δυο μας με αλειμμένα τα κορμιά με λάδι, έτοιμοι σαν για μάχη μέχρι τελικής πτώσης στην αρένα, αλλά και να μη συμβεί ....

..σου αρέσει, το ξέρω, που σε θέλω ακόμα παρανοϊκά και εγωιστικά, ηδονικά και βασανιστικά και που φτιάχνομαι ακόμα και στην ιδέα μιας απειροελάχιστης πιθανότητας…

Και το ξέρεις μου αρέσει που σου αρέσει… 

ΜΣ (οι μικρές με κεντρί σκορπιού ιστορίες )




Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

η αλήθεια θα ακουστεί στα κλειστά σου αυτιά, η αλήθεια θα λάμψει μπρος στα κλειστά σου μάτια. 
Η αλήθεια θα σε ξυπνήσει απ' τον βαθύ σου ύπνο, θα σε σώσει απ' την γάγγραινα του μακάριου σου ύπνου 
13/9/2011
κι αν ο πόνος τώρα σου φαίνεται αβάσταχτος και ρέει το αίμα απ την καρδιά, πάρε το αίμα απ' την πληγή και γράψε τα ωραιότερα σου ποιήματα....13/9/2011
ΤΟΥ "Σταυρού" σήμερα. Η Εθνική εταιρία αποκαθήλωσης εύχεται σε όλους ένα ασφαλές κουβάλημα σε όλους...14/9/2011
βλέπω μια αγέλη πιθήκων σε ένα ντοκυμαντέρ να ξεψειρίζουν ο ένας τον άλλον και μου φαίνεται πολύ πιθανότερο αυτοί να έχουν ανακαλύψει το νόημα της ζωής.....25/9/2011
πως μπορείς να ενοχλείσαι απ΄την ασχήμια του προσώπου και όχι απ' την σαπίλα της ψυχής; (20/10/10)
κι αν οι ζωές αλλάζουν δρόμους, οι ψυχές δεν ξέρουν από νόμους
παίξε λοιπόν για μένα απόψε μουσική, τι κι αν βρίσκομαι μακριά, εγώ θα είμαι εκεί (25/10/2010) 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Το μικρό νεκροταφείο στεκόταν μόνο του, πάνω σε ένα λόφο λίγο έξω από τη ήσυχη πόλη. Περιστοιχισμένο από ένα ψηλό άχαρο γκρίζο τοίχο, με τις πράσινες κορυφές των κυπαρισσιών να ξεπροβάλλουν κοιτάζοντας πάνω από τον τοίχο με περιέργεια και δυο σιδερένιες μαύρες καγκελόπορτες που έμοιαζαν να οδηγούν στον κήπο της Εδέμ.
      Σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά στην είσοδο και κατέβηκα. Ένας χρόνος έκλεινε σήμερα από το θάνατο της μητέρας μου. Τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη, είχε κιόλας σουρουπώσει και ένα ψυχρό αεράκι φυσούσε πάνω από τις ταφόπλακες δροσίζοντας τις ψυχές. Προχωρούσα με αργά βήματα προς το βάθος. Το νεκροταφείο είχε σχεδόν γεμίσει και για να φτάσω στη μητέρα μου έπρεπε να περπατήσω αρκετά. Απολάμβανα αυτό τον μικρό περίπατο και είχα πια εξοικειωθεί με το περιβάλλον και δεν μου προκαλούσε κανένα φόβο ή περίεργο συναίσθημα, απεναντίας απολάμβανα την ησυχία και γαλήνη που απόπνεε το απομονωμένο μέρος, το απαλό απογευματινό αεράκι που μουρμουρούσε χαμηλόφωνα τις κορυφές των κυπαρισσιών, τις γάτες που περιπλανιόντουσαν ή ξάπλωναν νωχελικά πάνω στους τάφους. 
     Έφτασα κοντά της. «Γεια σου μανούλα” της είπα κοιτάζοντας τη φωτογραφία της, στα τριάντα, όμορφη και χαμογελαστή σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Πρόσθεσα λάδι στο καντηλάκι, άναψα το θυμιατό και προσευχήθηκα. Ένας χρόνος πέρασε, μα ακόμα δεν είχα 0συνειδητοποιήσει την απουσία της. Κάθε μέρα πήγαινα στο σπίτι περιμένοντας να τη δω, να την ακούσω να τραγουδάει μαγειρεύοντας, αλλά όχι η μαμά ήταν εδώ, βουβή και αμίλητη. Έκατσα κοντά της και της μίλησα, γιατί η μαμά πάντα με ακούει, κλείνω τα μάτια και νοιώθω το χάδι της στο πρόσωπο μου. Κλείνω τα μάτια και από το πουθενά έρχονται οι πιο παράξενες αναμνήσεις, όπως εκείνη τη φορά που διπλώναμε τη μπουγάδα στο υπνοδωμάτιο της και της λέω «για ξαναπες αυτό το τραγούδι μαμά» και εκείνη με ρώτησε «ποιο τραγούδι» «αυτό που μόλις τραγούδησες μαμά» της απάντησα και άρχισα να επαναλαμβάνω με ρυθμό τα λόγια που μόλις είχα ακούσει «του φωνάζει ο γάτος γεια σου, θα σου κόψω την ουρά σου. Πες μου και το υπόλοιπο» συμπλήρωσα και η μαμά με κοίταξε αποσβολωμένη απαντώντας μου «δεν το τραγούδησα, το σκεφτόμουν μόνο, δεν άνοιξα καν το στόμα μου» «εγώ πάντως το άκουσα μαμά» της είπα «τηλεπάθεια μάλλον». Αυτές οι μικρές παράξενες αναμνήσεις πετάγονταν από το πουθενά.
      «Καλησπέρα» μια ανδρική φωνή με έβγαλε από τις σκέψεις μου. «Καλησπέρα» απάντησα με τα μάτια βουρκωμένα
«’Ερχεσαι συχνά; δεν σε έχω ξαναδεί»
 «Όχι, έχει καιρό να έρθω» απάντησα νοιώθοντας ενοχές που δεν έβρισκα το κουράγιο να πηγαίνω συχνότερα στον τάφο της μάνας μου. «Έσύ;» ρώτησα από ευγένεια παρά από πραγματική περιέργεια
«Είναι σαν να μη φεύγω ποτέ» μου απάντησε χαμογελώντας απροσδιόριστα. Σηκώθηκα από το πεζούλι που καθόμουν, πήρα τη τσάντα μου για να φύγω. Η παρουσία αυτού του άντρα μου προκαλούσε ταραχή. Δεν ήταν πάρα πολύ ψηλός, αλλά ήταν μελαχρινός και πανέμορφος, με πυκνά μαύρα μαλλιά και φρύδια και ένα ζευγάρι παράξενα γκρίζα μάτια που αναβόσβηναν σαν φωτάκια στο ολόλευκο αγγελικό πρόσωπο του. Φορούσε μαύρο παντελόνι και πουκάμισο, πράγμα αναμενόμενο για κάποιον που μάλλον πενθούσε κάποιον πολύ αγαπημένο του. Εγώ πάλι, ποτέ δεν μπόρεσα να μαυροφορέσω, όσο κι αν πένθησα τη μάνα μου, αυτό το μαύρο πλάκωνε τη ψυχή μου παραπάνω κι απ το θάνατο.
«Πώς σε λένε;»  με ρώτησε ο άγνωστος
«Μικαέλλα» απάντησα
«Χαίρω πολύ, Άγγελος» μου έδωσε το χέρι του για χειραψία. Είχε το πιο παγωμένο χέρι που είχα αγγίξει ποτέ, αλλά ήταν ήδη τέλος Σεπτέμβρη και το ύφασμα του πουκάμισου του φαινόταν πολύ λεπτό, δικαιολογημένα ήταν παγωμένος, εγώ είχα κιόλας ρίξει πάνω μου τη ζακέτα μου.
«Χάρηκα Άγγελε, καληνύχτα»
«Επίσης, καληνύχτα» μου είπε. Προχώρησα προς την έξοδο του κοιμητηρίου γιατί σχεδόν είχε σκοτεινιάσει και άρχισα να φοβάμαι.
Μια βδομάδα αργότερα επέστρεψα και πάλι στο κοιμητήριο. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο αυτός ο άντρας δεν έβγαινε από το μυαλό μου και δεν ήταν μόνο η ομορφιά του που με έλκυε τόσο, ήταν κάτι άλλο, πιο βαθύ που απλά δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμα. Έφτασα στο μνήμα της μητέρας μου, άναψα όπως πάντα το θυμιατό αλλά τα μάτια μου κοίταζαν γύρω ψάχνοντας αυτόν.
«Καλησπέρα Μικαέλλα» άκουσα τη φωνή του και γυρίζοντας το κεφάλι τον είδα πίσω μου λες και είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
«Καλησπέρα Άγγελε» (μου) πρόσθεσα μέσα μου χαμογελώντας σαν χαζή που τον ξαναέβλεπα.
«Πώς είσαι Μικαέλλα;»
«Μια χαρά, ευχαριστώ, εσύ;»
«Όπως βλέπεις, καλά! Εδώ, όπως πάντα»
Μιλήσαμε για το πόσο όμορφη είναι ζωή, περπατώντας ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους και  πάνω από τις φωτογραφίες αυτών που κοιμόντουσαν τον αιώνιο ύπνο. Εκείνοι,  ήταν περισσότεροι από εμάς, εμείς ακόμα ζωντανοί. Καταλήξαμε σε ένα μικρό ξύλινο παγκάκι, βαμμένο και αυτό στο χρώμα του κυπαρισσιού, καθίσαμε δίπλα δίπλα, σαν μαθητές στο διάλειμμα, και συνεχίσαμε να μιλάμε και η μια κουβέντα έφερνε την άλλη, μέχρι που νύχτωσε για τα καλά και άναψαν τα άστρα στον ουρανό, λαμπυρίζοντας με τον ίδιο ρυθμό που τρεμόσβηναν τα καντηλάκια. Βρισκόταν κολλημένος δίπλα μου και έβλεπα το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σε κάθε αναπνοή και τα γκρίζα μάτια του να γυαλίζουν στο σκοτάδι, απαράλλαχτα με τα μάτια της γάτας που καθόταν στον τάφο απέναντι. Το κρύο διαπερνούσε τη ζακέτα μου, ανατρίχιασα. Η ώρα ήταν περασμένη και το πεινασμένο μου στομάχι διαμαρτυρόταν έντονα.
«Έχει περάσει η ώρα, μήπως να φεύγαμε;»
 «Ναι! Έχεις δίκαιο» μου είπε και σηκώθηκε «Καληνύχτα Μικαέλλα»
 «Καληνύχτα Άγγελε» (μου) πρόσθεσα μέσα μου και παρακαλούσα να γίνει πραγματικά δικός μου. Αυτή τη φορά δεν άντεξα να περιμένω μια βδομάδα για να επιστρέψω. Σε τρεις μέρες βρέθηκα εκεί και είμαι σίγουρη ότι αν με έβλεπε η μάνα μου από εκ’ εκεί πάνω θα χαμογελούσε με τον τρόπο και το μέρος που βρήκε να με χτυπήσει ο έρωτας, ίσως και να έτριβε τα χέρια της με ευχαρίστηση που όλο αυτό συνέβηκε εν μέρει εξαιτίας της. Χαμογέλασα στη σκέψη και ψήλωσα το κεφάλι προς τα σύννεφα ίσως και την έβλεπα να μου νεύει συγκαταθετικά από εκεί πάνω.
«Χαίρομαι που σε βλέπω ξανά» άκουσα τη γνωστή πια φωνή. Ήταν μπροστά μου, ήταν πανέμορφος, και έκανε την καρδιά μου να καλπάζει.
«Κι εγώ Άγγελε μου» αυτή τη φορά ξεγλίστρησε και το ‘μου’ αλλά ήταν πολύ αργά για να το πάρω πίσω. Τον είδα όμως να χαμογελά, του άρεσε.
«Σε περίμενα Μικαέλλα μου» και πήρε το χέρι μου στο δικό του, εντελώς φυσικά, λες και ήταν κάτι που έκανε εδώ και χρόνια. Περπατήσαμε και μιλήσαμε για τόσα πολλά πράγματα και πέρασε η ώρα, πέρασε η μέρα, ήρθε η επόμενη και εγώ βρέθηκα και πάλι εκεί, για να τον δω, τον Άγγελο μου, να τον δω, να του μιλήσω, να κρύψω το χέρι μου στο δικό του, για να του πω για το όνειρο μου που άρχισε να γίνεται ένα με το δικό του. Δεν επιδιώξαμε ακόμα να συναντηθούμε κάπου αλλού. Μας βόλευε η γαλήνη και η ηρεμία του χώρου αυτού. Δεν υπήρχε κανένας να μας διακόψει, καμιά ενόχληση στην όμορφη μελωδία που τραγουδούσαν τα τελευταία τριζόνια αποχαιρετώντας τις τελευταίες ζεστές μέρες του Σεπτέμβρη.
     «Σ΄αγαπώ» μου είπε ένα από εκείνα τα μοναδικά βράδια ενώ καθόμασταν αγκαλιασμένοι στο παγκάκι.
     «Κι εγώ σ΄αγαπώ» έστρεψα το πρόσωπο μου προς το μέρος του και με φίλησε. Κι εγώ χάθηκα στην υπέροχη αίσθηση που είχαν τα χείλη του, στην υπέροχη μυρωδιά που είχε το δέρμα του, παραδόθηκα στη θαλπωρή που ένοιωθα κρυμμένη στη φιλόξενη του αγκαλιά. Δεν ξέρω για πόση ώρα κράτησε το φιλί και πότε ακριβώς κούρνιασα απάνω του και αποκοιμήθηκα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε κιόλας χαράξει. Βρισκόμουν ακόμα στην αγκαλιά του και εκείνος καθόταν κοιτάζοντας με χαμογελώντας χωρίς να έχει μετακινηθεί όλο το βράδυ.
     «Δε μούδιασε το χέρι σου να με κρατάς όλη νύχτα;» ρώτησα
      «Δε μου έκανε καρδιά να σε ξυπνήσω, φαινόσουν τόσο γαλήνια»
     «Ναι, αλλά αποκοιμήθηκα και ποιος ακούει τώρα τις φωνές του αφεντικού» διαμαρτυρήθηκα και σηκώθηκα να φύγω βιαστικά. Προχώρησα με γοργά βήματα προς την έξοδο. «Κάποιος έχει κλειδώσει την καγκελόπορτα Άγγελε» φώναξα
     «Τι;» φώναξε καθισμένος ακόμα στο παγκάκι. Ήρθε προς το μέρος μου.
     «Οι καγκελόπορτες είναι κλειδωμένες απ’ έξω. Κάποιος μας έκλεισε μέσα» επανέλαβα θυμωμένη με αυτόν τον επιτήδειο που μας έκανε τέτοια φάρσα. «Πώς θα πάω τώρα στη δουλειά μου λες; Και το χειρότερο δεν έχω στη τσάντα μου ούτε το κινητό, το άφησα καταλάθος στο αυτοκίνητο.»
      «Ηρέμησε Μικαέλλα» μου είπε ήρεμα
     «Πώς να ηρεμήσω Άγγελε; Για πόση ώρα θα μείνουμε εδώ μέσα κλειδωμένοι; Έχω και υποχρεώσεις εκεί έξω ξέρεις, ευθύνες, ανθρώπους που θα ανησυχήσουν αν δεν πάω στο γραφείο στην ώρα μου.» ήμουν πια εξοργισμένη με την αδιάφορη του στάση λες και τίποτα ιδιαίτερο δεν συνέβαινε.
      «Ηρέμησε Μικαέλλα» επανέλαβε και αυτός ο ήπιος τόνος με εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. «Δε θα ανοίξουν οι καγκελόπορτες» «Τι εννοείς δε θα ανοίξουν οι καγκελόπορτες» ψήλωσα τον τόνο μου «τι είναι αυτό; Μαύρο χιούμορ πρωινιάτικα;» ένοιωθα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου.
     «Ηρέμησε Μικαέλλα» είπε απλά για τρίτη φορά και με έβγαλε εκτός εαυτού.
     «Σταμάτα να μου λες να ηρεμήσω λες και έχω δει μια κατσαρίδα. Μου έχεις σπάσει τα νεύρα. Πες μου μόνο πώς στο καλό θα βγω από δω μέσα, εσύ μείνε όσο θες άμα γουστάρεις, εγώ θέλω να βγω αμέσως!»
     «Δε θα βγεις Μικαέλλα»
     «Σταμάτα Άγγελε. Γιατί το κάνεις αυτό, βλέπεις να γελώ; Δε γελώ!»
     «δεν αστειεύομαι Μικαέλλα»
      «άρχισες να με φοβίζεις Άγγελε. Πάψε σε παρακαλώ»
      «Δεν έχεις κάτι να φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά»
     «Ποια όλα; δεν καταλαβαίνω για ποια όλα μιλάς, πραγματικά με τρομάζεις» είπα και άρχισα να φοβάμαι μήπως είχα πέσει στα χέρια κάποιου ψυχοπαθή δολοφόνου και σε λίγο θα με έκανε κομματάκια. Κοίταζα γύρω μου με απελπισία και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια μου.
«Μην κλαις σε παρακαλώ» μου είπε με λυπημένη φωνή και με πλησίασε.
«μη με πλησιάζεις» του είπα αλλά αυτός είχε ήδη τυλίξει τα χέρια του γύρω μου, έφερε το κεφάλι μου στη βάση του λαιμού του, πήρα βαθιές ανάσες και ηρέμησα. «Υπόσχομαι όλα θα πάνε καλά» μου χαίδεψε το κεφάλι «έχε μου εμπιστοσύνη»
«Σου έχω, αλλά μα το Θεό δεν καταλαβαίνω τι μου γίνεται»
 «Θα καταλάβεις μικρό μου, πολύ σύντομα. Έλα μαζί μου»
 «Που θα με πας; υπάρχει άλλη έξοδος;» επέμενα εγώ
«Θα δεις» Περπατούσε μπροστά σίγουρος ότι τον ακολουθούσα. Θα μπορούσα να τρέξω μακριά να βρω από κάπου να σκαρφαλώσω και να γλυτώσω από αυτήν την ανεξήγητη ιστορία, αλλά όχι, τον ακολουθούσα σαν μαγεμένη. Προχωρήσαμε και πάλι στο βάθος του νεκροταφείου, σταμάτησε μπροστά σε έναν γνώριμο τάφο και έμεινε να κοιτάζει. Μου ένευσε να κοιτάξω κι εγώ.
«Ο τάφος της μητέρας μου» είπα
«Όχι εδώ, δίπλα. Θέλω να φανείς δυνατή και να κοιτάξεις Μικαέλλα»
«Δε θέλω»
 «Πρέπει»
«Αρνούμαι» είπα και έκλεισα σφικτά τα μάτια.
 «Κοίταξε Μικαέλλα» είπε επιτακτικά «Δεν μπορείς να το αποφύγεις, θα πρέπει να κοιτάξεις και τώρα είναι η στιγμή να αντικρίσεις την αλήθεια» Άνοιξα τα μάτια διστακτικά. Μπροστά μου ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος, χωρίς πλάκα, μόνο ένα μικρό βουναλάκι από χώμα καλυμμένο με στεφάνια και ανθοδέσμες που δεν είχαν προλάβει ακόμα να ξεραθούν. Μπροστά από τον τάφο ένας μικρός ξύλινος σταυρός που έγραφε. ΜΙΚΑΕΛΛΑ Ι. 13/10/1993 – 28/09/2013
«Είμαι νεκρή;» ψέλλισα
«Ναι»
«Πώς;» ξαναρώτησα με φωνή που μόλις ακουγόταν
«Αυτοκινητιστικό δυστύχημα»
«Εσύ είσαι νεκρός;» γύρισα προς το μέρος του . Δεν απάντησε.
«Ποιος είσαι τελοσπάντων;»
«Ο Άγγελος σου Μικαέλλα»
«Όχι» φώναξα αρνούμενη να δεχτώ αυτό που έβλεπα μπροστά μου και με όλες μου τις δυνάμεις άρχισα να τρέχω μακριά του, μακριά από αυτό τον ξύλινο σταυρό που έγραφε το όνομα μου, «δεν είναι αλήθεια, δε γίνεται να είμαι νεκρή». Άρχισα να ψάχνω απελπισμένα για κάποια έξοδο, (αποκλείεται, θα βρω κάποια έξοδο) προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου.
«Μικαέλλα, είναι ανώφελο να τρέχεις» άκουσα να μου φωνάζει « γύρνα πίσω Μικαέλλα»
---------------------------------
«Γύρισες πίσω Μικαέλλα. Έτσι μπράβο μικρούλα, ξύπνα» Ακούω κάποιον να με φωνάζει και βλέπω κάποιο αμυδρό φως βγαίνοντας αργά μέσα από ένα κατάμαυρο τούνελ. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Ένα μικρό κίτρινο φωτάκι πηγαινοέρχεται μπροστά στα μισόκλειστα μάτια μου. Αρχίζουν να φαίνονται καθαρές εικόνες. Τον έβλεπα και πάλι μπροστά μου μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι μαυροφορεμένος.
«Γεια σου Άγγελε!» Φοράει ολόλευκη ποδιά και ένα στηθοσκόπιο γύρω από το λαιμό του.
«Βαλεντίνος είναι το όνομα μου και έχω την τιμή να είμαι ο προσωπικός σας νοσηλευτής μέχρι τις έξι που τελειώνει η βάρδια μου.» απαντάει χαμογελώντας με περηφάνια.
 «Που βρίσκομαι» ρωτώ σε πλήρη σύγχυση.
«Μα που αλλού; Στο νοσοκομείο.»
«Στο νοσοκομείο;» ρωτάω πάλι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.
«Είχες αυτοκινητιστικό δυστύχημα μικρή μου, αλλά ευτυχώς ήσουν τυχερή. Επέζησες. Εδώ και δυο βδομάδες είσαι σε κώμα αλλά χαίρομαι που βρίσκεσαι και πάλι μαζί μας. Απ’ εδώ και πέρα όλα θα πάνε καλά»
«Είσαι βέβαιος ότι δε σε λένε Άγγελο; Σε θυμάμαι από κάπου» ξαναρωτώ επιμένοντας.
«Και βέβαια με θυμάσαι. Ήμουν ο πρώτος που έφτασα κοντά σου μετά το δυστύχημα. Είχες εγκλωβιστεί στο κάθισμα σου και σου μιλούσα, σου έδινα κουράγιο όσο οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να σε απεγκλωβίσουν. Ήσουν πανικοβλημένη που δεν άνοιγε η πόρτα, κρατούσες το χέρι μου σφικτά και με παρακαλούσες να μη σε αφήσω. Μετά σε βάλαμε στο ασθενοφόρο, είχες εγκεφαλική αιμορραγία και σε λίγο έχασες τις αισθήσεις σου. Αλλά όπως βλέπεις δε σε άφησα, κάθε μέρα ήμουν εδώ, δίπλα σου και περίμενα να ξυπνήσεις Μικαέλλα. Φεύγω τώρα για λίγο γιατί περιμένουν κι άλλοι ασθενείς αλλά θα είμαι σε λίγο και πάλι κοντά σου» είπε κλείνοντας μου το μάτι φεύγοντας αφήνοντας με να προσπαθώ να καταλάβω τι γινόταν, αν ήμουν ζωντανή ή νεκρή, αν ονειρευόμουν ή όχι, τι γινόταν επιτέλους.
«Δεν ξέρω αν τον λένε Βαλεντίνο αλλά είναι πραγματικός άγγελος αυτό το παιδί.» άκουσα μια γλυκιά γυναικεία φωνή από δίπλα μου.
«Μαμά» είπα και είδα δυο δακρυσμένα μάτια να με κοιτάνε
 «Καλωσόρισες κόρη μου» έσκυψε και με φίλησε τρυφερά
«Μαμά, είσαι ζωντανή;»
«Ζωντανή είμαι αγάπη μου, εδώ δίπλα σου. Εσύ μας έφυγες για λίγο αλλά δόξα το Θεό, ξαναγύρισες κοντά μας, δυο βδομάδες μετά το δυστύχημα»
«Τι μέρα είναι σήμερα μαμά;»

«13 Οκτώβρη Μικαέλλα. Τα γενέθλια σου. Σήμερα ξαναγεννήθηκες, Χρόνια Πολλά. »

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Η ΣΠΗΛΙΑ

Ήταν η τελευταία βραδιά στη Νήσο του  Μαν και το μόνο που ήθελαν ήταν να απολαύσουν το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα . Περπάτησαν μέχρι την παραλία και κάθισαν αμίλητοι, σχεδόν βουρκωμένοι στα βράχια. Ο Κόνορ σαν να είχε από χρόνια αυτή τη συνήθεια, άπλωσε το χέρι του και κράτησε το δικό της και δεν έμοιαζαν πια σαν δυο άνθρωποι που μόλις πριν λίγες μέρες είχαν γνωριστεί αλλά σαν ένα ζευγάρι που έζησε χρόνια μαζί και περίμεναν μαζί το θάνατο. Βουβά δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της. Εκείνος που τα αισθάνθηκε γύρισε προς το μέρος της και με ένα απαλό χάδι τα σκούπισε και αμέσως πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της και φίλησε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα της. Σηκώθηκε από το βράχο και κρατώντας την από το χέρι την οδήγησε στο αυτοκίνητο. Της άνοιξε την πόρτα και αυτή κάθισε στη θέση του συνοδηγού, αμίλητη, κλείνοντας τα μάτια της και αφήνοντας τον να την οδηγήσει όπου εκείνος θέλει.
Όταν άνοιξε τα μάτια της το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο στον παλιό δρόμο που οδηγούσε προς τη θάλασσα. Ο Κόνορ κατέβηκε πρώτος. Τον άκουσε να ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και αμέσως να το ξανακλείνει και αμέσως να ανοίγει τη δική της πόρτα για να κατεβεί. Την περίμενε με ένα σακίδιο στο χέρι και έναν αναμμένο φακό στο άλλο.  Η νύχτα ήταν ξάστερη και από κάτω ακουγόταν η θάλασσα να παφλάζει σιγανά νανουρίζοντας τα βράχια. Ένα δροσερό καλοκαιρινό αεράκι την αιφνιδίασε και έκανε τους ώμους της να ανατριχιάσουν. Αυτός αφού πέρασε στην πλάτη του το σακίδιο και  με το αριστερό του χέρι το φακό  την πήρε στην αγκαλιά του και έτριψε τον γυμνό της ώμο για να ζεσταθεί.  Ξεκίνησαν με το φως του φεγγαριού και του μικρού φακού  να βαδίζουν προσεκτικά στο μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα. Κανένας δε θέλησε να μιλήσει. Ακούγονταν μόνο τα βήματα τους πάνω στο χώμα και τα μικρά ξερά χορταράκια, και κάποια κοιμισμένα που τιτίβιζαν παραμιλώντας στον ύπνο τους.
Σε λίγα λεπτά έφτασαν. Η σπηλιά ήταν εκεί όπως πάντα. Προχώρησε πρώτος μέσα ο Κόνορ. Μύριζε φύκια και ακουγόταν ο αχός της θάλασσας λες και βρισκόντουσαν μέσα σε ένα κοχύλι. Κάτω από τα πόδια τους η άμμος ήταν ζεστή και την ένοιωθαν να μπαίνει γαργαλώντας τα δάχτυλα τους. Κατέβασε το σακίδιο από την πλάτη του και τοποθέτησε προσεκτικά το φακό σε μια πέτρα με το φως να κοιτάει προς τα πάνω, αφήνοντας το κάτω μέρος της σπηλιάς σκοτεινό. Μετά άνοιξε το σακίδιο και έβγαλε από μέσα έναν μεγάλο μπλε υπνόσακο και τον άπλωσε προσεχτικά χάμω μην αφήνοντας στιγμή τα μάτια του από τα δικά της , λες και θα του έφευγε αν κοιτούσε αλλού για ένα δευτερόλεπτο. Και εκείνη έμεινε καρφωμένη να τον κοιτάζει ακίνητη, στην είσοδο της σπηλιάς, να βγάζει τα παπούτσια του ένα ένα, μετά το άσπρο του φανελάκι και τελευταίο το χακί του παντελόνι ανοίγοντας αργά τη ζώνη με το ένα χέρι μένοντας μπροστά της  μόνο με ένα λευκό εσώρουχο και ανίσχυρος, σαν παραδομένος στρατιώτης που έχει απογυμνωθεί από τον καταχτητή.  Την κοίταζε όμως ακόμα στα μάτια χωρίς ντροπή και αναστολή και αυτό το βλέμμα του έκανε την ίδια να αισθάνεται ανίσχυρη.
Ο Κόνορ έσβησε με μια κίνηση το φακό αφήνοντας την να στέκεται χωρίς άλλες πια δικαιολογίες στην είσοδο της σπηλιάς φωτισμένη πια μόνο από το φεγγάρι που έβγαινε διστακτικά από τη θάλασσα. Η καρδιά της πάφλαζε όπως τα κύματα της θάλασσας στα βράχια. Ένοιωθε τόσο ευάλωτη μπροστά του, αλλά και τόσο έτοιμη λες και αυτή η νύχτα σε αυτή τη σπηλιά ήταν στιγμή που περίμενε και έτρεμε ταυτόχρονα. Η στιγμή που ζούσε και πέθαινε. Ότι δεν έζησε και για όσα δεν πέθανε τόσα χρόνια. Αυτή η στιγμή που την καλούσε το πεπρωμένο.
Το μυαλό της άδειασε από όλα, άφησε το κύμα να πάρει τα πρέπει και τις ενοχές που τη βασάνιζαν τόσες μέρες και προχώρησε πιο μέσα. Έβγαλε τα σανδάλια της. Τον κοίταξε να προχωράει προς το μέρος της. Έβλεπε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει. Έκαναν ακόμα ένα βήμα μπροστά, βρέθηκαν να στέκονται  σε απόσταση αναπνοής πάνω στον υπνόσακο. Γύρισε την πλάτη της, έφερε τα χέρια της προς τα πίσω και ψήλωσε τα μαλλιά της λίγο πάνω. Εκείνος την πλησίασε κι άλλο και μόνο ένα εκατοστό χώριζε το στήθος του από την πλάτη της. Εκείνη ένοιωθε ήδη τις τρίχες από το στήθος του να αγγίζουν το δέρμα της, την καυτή  ανάσα του στο σβέρκο της . Εκείνος μυριζόταν τη μυρωδιά που είχαν στη βάση του λαιμού της τα βρεγμένα της μαλλιά και ένοιωθε να τον αγγίζουν  οι γλουτοί της ανεπαίσθητα όπως  ένα φτερό.
Άνοιξε με τρεμάμενο χέρι το φερμουάρ του άσπρου φορέματος της και έσπρωξε απαλά τις τιράντες προς τα πλάγια αφήνοντας το να γλθστρίσει από πάνω της . Eκείνη γύρισε και πάλι προς το μέρος του με μάτια αλαφιασμένα από πόθο και στήθη μουσκεμένα από τα δάκρυα. Δεν ήταν δάκρυα ενοχής, ήταν δάκρυα λύτρωσης, μιας ψυχής που επέστρεφε για προσκύνημα στον τόπο που άφησε πίσω σε μια άλλη ζωή και τον έβρισκε και πάλι μέσα από άλλο κορμί. Λίγες στιγμές πέρασαν να αναπνέουν  ο ένας την ανάσα του άλλου, να αγγίζονται με τις άκρες των δαχτύλων, σαν να ετοιμάζονται να κάνουν έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή τους. Δεν βιάζονται, η νύχτα ήταν δική τους και όλα έμοιαζαν να έχουν σωπάσει, τα κύματα σταμάτησαν να παφλάζουν , το φεγγάρι κράτησε την αναπνοή του και η θάλασσα  σώπασε για μια απολαυστικά οδυνηρή παύση που δεν ήξεραν αν διήρκησε λίγα δευτερόλεπτα ή μια ζωή. Ξάπλωσαν δίπλα δίπλα και δεν ήταν πια ο υπνόσακος κάτω από τα σώματα τους αλλά ένα νυφικό κρεβάτι πάνω σε πουπουλένια λευκά σύννεφα και το στερέωμα που τους αγκάλιασε.

ΜΣ 

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ

     Το πράσινο λεωφορείο έκανε πάντα τη διαδρομή των 8 με εκκίνηση την όμορφη παραλία των Φοινικούδων.  Η διαδρομή ήταν σχετικά ήσυχη. Το λεωφορείο ποτέ δεν γέμιζε εντελώς, αφού οι περισσότεροι επιβάτες έπαιρναν την γραμμή των 6.30 ή 7.30.
     Η Άννα όμως ταξίδευε με τη διαδρομή των 8 και έφτανε στη Λευκωσία και στο κατάστημα που εργαζόταν λίγο πριν τις 9. Καθόταν πάντα στην ίδια θέση, όπως και οι περισσότεροι επιβάτες άλλωστε. Ήταν λες και είχαν προσυμφωνήσει μεταξύ τους και είχε ο κάθε ένας κρατημένη τη θέση του σαν μια οικογένεια που κάθεται στο τραπέζι πάντα στην ίδια καρέκλα. Προτελευταία θέση για την Άννα, στο αριστερό παράθυρο, να κοιτάζει απ’ έξω τα βουνά και μετά να κλείσει λίγο τα μάτια της. Δεν κοιμόταν, απλά σκεφτόταν πολλά και διάφορα, άκουγε μουσική από τα μικροσκοπικά συρματάκια στα αυτιά της και χαλάρωνε με το ρυθμικό κούνημα του λεωφορείου.
     Δεκατρείς του Γενάρη. Ο κόσμος μουδιασμένος ακόμα από τις γιορτές και τα ξενύχτια, δεν είχε επανέλθει εντελώς. Η Άννα μπήκε στο λεωφορείο βιαστικά κλείνοντας την ομπρέλα της, καλημέρισε τον οδηγό, έδειξε την κάρτα της, προχώρησε στο διάδρομο και έκατσε στη θέση της.  Το λεωφορείο ξεκίνησε με τους μεγάλους καθαριστήρες να πηγαινοέρχονται διώχνοντας τις χοντρές στάλες της βροχής. Τοποθέτησε τα συρματάκια στα αυτιά της,  έψαξε για σταθμό. Σταμάτησε σε ένα αγγλικό μουσικό κομμάτι. Της φάνηκε παλιό. Όμορφα μελαγχολικό.
Το λεωφορείο έκανε δυο ακόμα στάσεις μαζεύοντας κόσμο και μπήκε στην ευθεία για τη Λευκωσία. Λίγα μέτρα πριν τον κυκλικό κόμβο η Άννα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο είδε έναν ψηλό άντρα με λευκά ρούχα να στέκει στην άκρη της αερογέφυρας. Της φάνηκε παράξενο, τι να κάνει τέτοια ώρα εκεί στη βροχή; Πριν προλάβει να σκεφτεί τον είδε να ανεβάζει το ένα πόδι πάνω από το κιγκλίδωμα, μετά το άλλο και αμέσως χωρίς δισταγμό να πηδά στο κενό.
   «Οδηγέ», φώναξε πανικοβλημένη τραβώντας με βία τα σύρματα από τα αυτιά της «Σταμάτα οδηγέ» άρχισε να ουρλιάζει, αλλά ο οδηγός είχε ήδη στρίψει μπαίνοντας στη λωρίδα προς Λευκωσία κάνοντας το αδύνατον να κάνει επαναστροφή.
Οι επιβάτες αναστατώθηκαν με τις φωνές της, άρχισαν να κοιτάζονται με απορία μεταξύ τους, να βγάζουν τα ακουστικά τους, και να ρωτούν με επιμονή τι συνέβη. Ο οδηγός φανερά ενοχλημένος τη ρώτησε: «Γιατί φωνάζεις έτσι κυρία μου;»
«Κάποιος έπεσε από τη γέφυρα. Τώρα, μόλις τον είδα, πήδηξε από τη γέφυρα»  Οι επιβάτες άρχισαν να μουρμουρίζουν αναστατωμένοι, πότε, ποιος, που. Ο οδηγός απάντησε παγερά αδιάφορος.
 Ας ειδοποιήσει κάποιος την αστυνομία. Εγώ όπως βλέπεις έχω μια κούρσα να κάνω και ο κόσμος πρέπει να φτάσει στις δουλειές τους. Σε δευτερόλεπτα ένα κινητό βρέθηκε στο χέρι της από το πουθενά και μια γυναικεία ανήσυχη φωνή την παρότρυνε.
«Μιλήστε, είναι αστυνομικός. Πείτε τους τι είδατε»
Η Άννα πήρε το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ, αστυνομία;»
«Το είπαμε αυτό κυρία μου, εσείς τι έχετε να μας πείτε; Έχετε κάτι να καταγγείλετε;»
«Μάλιστα»
«Το όνομα σας παρακαλώ, το χρειαζόμαστε για να καταγράψουμε την καταγγελία»
«Άννα Αθανασίου»
«Πείτε μας»
«Να, περνώντας πριν λίγο από τον κυκλικό κόμβο από Λάρνακα προς Λευκωσία είδα κάποιον άντρα να πέφτει από την αερογέφυρα στο κενό»
«όταν λέτε πέφτει, τον έσπρωξε κάποιος;»
«Όχι, μόνος του, απλά πήδηξε»
«Ευχαριστώ, θα στείλω αμέσως ένα περιπολικό και ένα ασθενοφόρο στο σημείο»
Η Άννα άκουσε τον αστυνομικό να καλεί από τον ασύρματο μια μονάδα εξηγώντας τους τι συνέβη και που έπρεπε να πάνε. Μετά επανήλθε στη γραμμή.
«Κυρία Άννα, είστε ακόμα στη γραμμή;»
«Ναι»
«Αυτός ο αριθμός που μας καλείτε είναι ο αριθμός σας;»
«Όχι»
«Αφήστε μας ένα αριθμό για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε αργότερα μαζί σας»
----------------------------------------------------------
Η Άννα έφθασε στο κατάστημα με αντίκες που δούλευε ως πωλήτρια στις εννιά παρά πέντε ακριβώς, όπως πάντα. Μέχρι τις εννιά είχε ξεκλειδώσει τη διπλή γυάλινη είσοδο, ανάψει τα φώτα, και φτιάξει τον πρώτο της καφέ. Άναψε τον υπολογιστή και άρχισε να ξεσκονίζει με το ειδικό βερνίκι τα παλιά έπιπλα που στόλιζαν το μαγαζί, περιμένοντας κάποιον συλλέκτη να τα πάρει.
Η τελευταία άφιξη στο κατάστημα ήταν ένα παλιό γραφείο που είχε ανακαλύψει η ιδιοκτήτρια του σπιτιού σε μια παλιά οικοδομή που θα κατεδαφιζόταν και την ειδοποίησαν να πάει να το παραλάβει. Όταν το είχε φέρει ήταν σε άθλια κατάσταση και ετοιμόρροπο, με το ένα πόδι ξηλωμένο, τα δυο του σκαλιστά συρτάρια να κρέμονται και σχεδόν για πέταγμα. Η Άννα όμως το ανέλαβε και με πολύ μεράκι και αγάπη το επανέφερε στην αρχική του κατάσταση. Από μικρή είχε αγάπη για το ξύλο και ήξερε ακριβώς πώς να το ξαναζωντανεύει. Έτσι και το μικρό παλιό ετοιμοθάνατο γραφείο. Στα χέρια της ξαναπήρε ζωή και τώρα έστεκε περήφανο στην βιτρίνα περιμένοντας κάποιον να το αγαπήσει όσο και η Άννα.
Το παράξενο με το γραφείο ήταν μια φωτογραφία που βρήκε η Άννα στο δεξί συρτάρι. Μια πολύ παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία, με έναν άντρα, με λευκά ναυτικά ρούχα και καπέλο με χρυσοκέντητα τα αρχικά Ι.Π., να στέκεται δίπλα στη θάλασσα και να κρατά ένα τριαντάφυλλο. Πολύ παράξενο, τόσες φωτογραφίες είδε της εποχής, ποτέ πριν δεν είχε δει έναν άντρα να κρατά ένα τριαντάφυλλο. Δεν τη φύλαξε τη φωτογραφία. Βρήκε μια παλιά ασημένια κορνίζα, την έβαλε προσεχτικά μέσα και την ακούμπησε πάνω στο γραφείο, έτσι ο άντρας ήταν και πάλι κοντά στο γραφείο του, εκεί που βρισκόταν εδώ και τόσα χρόνια.
Έμεινε να τον κοιτάζει. Έμοιαζε να την κοιτάζει και αυτός. Ήταν πολύ όμορφος άντρας. Ανατρίχιασε.  Θυμήθηκε τον άλλο άντρα που είδε το πρωί και αναστέναξε. Η αστυνομία θα έπρεπε να ήταν ήδη εκεί. Έβλεπε μπροστά της τη σκηνή. Άκουγε τις σειρήνες του ασθενοφόρου. Τον έβλεπε στο φορείο ματωμένο.
«Θεέ μου, ας είναι ζωντανός, μόνο αυτό, να ναι ζωντανός»  παρακαλούσε από μέσα της. Ο ήχος του κινητού την ξάφνιασε. το άρπαξε απότομα από την τσάντα και κοίταξε το νούμερο, ήταν από την αστυνομία.
«Κυρία Αθανασίου;»
«Η ίδια»
«Από την αστυνομία σας καλούμε. Θα πρέπει να έρθετε στο τμήμα για κατάθεση παρακαλώ σχετικά με το πρωινό συμβάν. Είναι απαραίτητο.»
«Καταλαβαίνω»
«Το συντομότερο δυνατόν»
«Θα ξεκινήσω αμέσως»
«Περιμένουμε»
«Με συγχωρείτε, μπορώ γίνεται να ρωτήσω κάτι;»
«Ρωτάτε, παρακαλώ»
«Ο κύριος που έπεσε. Ζει; Χτύπησε; Πώς είναι;»
«Κυρία Άννα»
«Ναι»
«Κοιτάξτε, δεν έχουμε εντοπίσει κανέναν κύριο στο σημείο που μας υποδείξατε»
«Τι; Μα αφού τον είδα με τα μάτια μου. Πήδηξε !»
«Γι΄αυτό πρέπει να έρθετε αμέσως. Θα πάμε ξανά επιτόπου να μας δείξετε ακριβώς το σημείο»
«Έρχομαι»
----------------------------------------------------------------
     Ήταν σχεδόν μια το μεσημέρι όταν η Άννα έφθασε επιτέλους στο σπίτι.
     Πέρασε όπως της ζήτησε ο αστυνομικός από το τμήμα και αμέσως την έβαλαν σε ένα περιπολικό και τους οδήγησε στο σημείο που είχε δει τον άντρα να πέφτει από την αερογέφυρα.  Στο πάνω μέρος ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε κάποιος. Κατέβηκαν με το περιπολικό στον δρόμο κάτω από τη γέφυρα. Σταμάτησαν ακριβώς από κάτω. Κατέβηκαν με τον αστυνομικό.
Δεν είχε κανέναν. Ούτε πτώμα, ούτε τραυματία, ούτε σημάδι, ούτε καν ένα χορταράκι πατημένο. Μόνο λίγα σκουριασμένα τενεκεδάκια και χαρτιά στην άκρη του δρόμου και ένα μικρό άσπρο σκυλάκι που περιφερόταν πεινασμένο.
-Όπως βλέπετε Κυρία Άννα, δεν υπάρχει κανένας.
-Έχετε δίκαιο. Δεν ξέρω πώς και τι αλλά ξέρω τι είδα.
-Τι να πω και εγώ, είναι ένα μυστήριο. Γι’ αυτό θα πρέπει να πάμε πίσω στο τμήμα για να μας δώσετε και γραπτή κατάθεση.
---------------------------------------------------------------
Κόντευε δύο το μεσημέρι και η Άννα ετοιμαζόταν να σχολάσει. Ήταν πτώμα από την κούραση και τα μάτια της έκλειναν σχεδόν από την νύστα. Την προηγούμενη μέρα δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου, σκεφτόταν συνεχώς εκείνη τη λευκή φιγούρα να πέφτει από τη γέφυρα, έπαιζε ξανά και ξανά την ίδια σκηνή στο μυαλό της και αναρωτιόταν αν είχε τρελαθεί ή αν είχε παραισθήσεις. Το μυαλό της πήγαινε να σπάσει. Δεν ήταν δυνατόν, αφού το είδε με τα μάτια της. Σκεφτόταν και το σκυλάκι, εκεί στο κρύο,  μόνο και πεινασμένο, έπρεπε να το πάρει μαζί της χτες μα με όλη εκείνη τη σύγχυση δεν το σκέφτηκε. Κι αυτή η φωτογραφία απέναντι όλο την κοιτούσε, την κοιτούσε λες και της έλεγε έλα να μυριστείς το κόκκινο τριαντάφυλλο.
Το πρωί αποκοιμήθηκε, έχασε το λεωφορείο και αναγκάστηκε να έρθει με το αυτοκίνητο της στη δουλειά, καλύτερα όμως γιατί βιαζόταν να επιστρέψει το συντομότερο στο σπίτι. Μπήκε στο αυτοκίνητο της και ακούμπησε τη τσάντα της στο διπλανό κάθισμα. Μέσα βρισκόταν η φωτογραφία του νεαρού ναύτη. Ένα παράξενο ένστικτο της έλεγε ότι έπρεπε να την πάρει μαζί της. Εκείνος ο άντρας ήθελε να βρίσκεται κοντά της και εκείνη ήθελε να βρίσκεται κοντά του.  Σε μισή ώρα βρισκόταν στην είσοδο της Λάρνακας. Αντί να μπει στην πόλη έστριψε προς το σημείο που είχε πάει χτες κάτω από την γέφυρα. Ήθελε να ξαναπάει εκεί, κυρίως για να δει αν ήταν ακόμα εκεί το σκυλάκι. Παρακαλούσε να το βρει ζωντανό και να το πάρει μαζί της.
Σταμάτησε και κατέβηκε με αγωνία από το αυτοκίνητο. Του φώναξε και εκείνο βγήκε φοβισμένο από τα χόρτα.
«Εδώ είσαι μικρούλη; Μη φοβάσαι, θα σε πάρω μαζί μου και θα σε φροντίσω, δεν σε αφήνω ξανά στο κρύο» του είπε χαϊδεύοντας το στο κεφάλι και εκείνο λες και κατάλαβε άρχισε να κουνά την ουρά του χαρούμενα. Τότε άρχισε να τρέχει μακριά της.
«Ε, μικρούλη έλα εδώ, δεν είναι ώρα για παιχνίδια»  του φώναξε αλλά το σκυλάκι κατηφόριζε το μικρό λόφο κοντοστέκοντας για να την κοιτάξει λες και της ένευε να το ακολουθήσει. Κάτι της έλεγε να το ακολουθήσει. Άρχισε να κατηφορίζει προσεχτικά το λόφο πίσω του, το γρασίδι ήταν ακόμα υγρό από την βροχή και γλιστρούσε.  Έφτασε στο σκυλάκι και εκείνο αφού την κοίταξε προχώρησε αργά λίγα ακόμα βήματα και σταμάτησε. Τότε έβγαλε ένα παράξενο ήχο που έμοιαζε περισσότερο με κλάμα παρά με γαύγισμα μικρού σκυλιού.
Το πλησίασε, στεκόταν μπροστά σε μια μικρή άγρια τριανταφυλλιά. Ένα μόνο κόκκινο τριαντάφυλλο ήταν ανθισμένο. Η Άννα ανατρίχιασε, ήταν πολύ παράξενο για να είναι σύμπτωση. Οι τριανταφυλλιές δεν φυτρώνουν μέσα στους κάμπους μόνες τους. Μόνο σε κήπους και αυλές. Όμως αυτή βρισκόταν εδώ, ανθισμένη, στη μέση του πουθενά. Και το σκυλάκι ήθελε να της τη δείξει, γιατί;
Το σκυλάκι άρχισε να σκάβει δίπλα στη τριανταφυλλιά και να γαυγίζει μανιωδώς. Η Άννα έμεινε να το κοιτάζει με απορία. Γιατί έσκαβε, τι μυρίστηκε; το βρεγμένο χώμα πεταγόταν δεξιά και αριστερά, τι ήταν αυτό που ήθελε να ξεθάψει; κάτι άσπρο φάνηκε μέσα στα χώματα και το σκυλάκι έκανε στην άκρη αφήνοντας την Άννα να δει το εύρημα του. Η Άννα γονάτισε δίπλα του με περιέργεια. Ναι, κάτι είχε βρει τελικά. Άπλωσε το χέρι και πήρε το άσπρο αντικείμενο. Το τράβηξε προσεχτικά μέσα από το χώμα. Ήταν ένα λευκό ναυτικό καπέλο. Η Άννα έμεινε αποσβολωμένη να το κοιτάζει, ήταν ίδιο και απαράλλαχτο με το καπέλο που φορούσε ο άγνωστος ναύτης στη φωτογραφία.  Με τα ίδια αρχικά. Ι.Π. Το περιεργάστηκε, ήταν λερωμένο από τα χώματα, το ύφασμα ήταν φθαρμένο και σχισμένο αλλά τα χρυσά μονογράμματα έλαμπαν λες και μόλις είχαν ραφτεί με χρυσοκλωστή.
---------------------------------------------------------
«Άννα;»
«Εγώ είμαι μαμά»
«Άργησες Άννα μου και κρύωσε το φαγητό. Να στο ξαναζεστάνω;» φώναξε η μάνα της από την κουζίνα.
«όχι μαμά, άσε θα το κανονίσω , πήγαινε να ξεκουραστείς. Κοίτα όμως που σου έχω μια έκπληξη.»  είπε χαρούμενα η Άννα κρατώντας στην αγκαλιά της το σκυλάκι.
«Αααααα, ούρλιαξε η μαμά της αφήνοντας να της πέσει το πιάτο που κρατούσε στα χέρια. Παναγία μου. που το βρήκες αυτό;»
«Έλα ρε μαμά, πώς κάνεις έτσι; Ένα μικρό σκυλάκι είναι.»
«όχι το σκύλο Άννα, το άλλο που κρατάς. Που το βρήκες;» της είπε δακρυσμένη.
«για το καπέλο μιλάς μαμά;»
«Που το βρήκες Άννα μου;» ξαναρώτησε η μάνα της και το πήρε απαλά στα χέρια της κοιτάζοντας το με λατρεία.
«Μαμά;»
«Είναι το δικό του Άννα, ορίστε τα αρχικά του Ι.Π.»
«Τι λες μαμά;»
«Πρέπει να μιλήσουμε κόρη μου»
«Ακούω μαμά»
«Εδώ και μέρες τον ονειρεύομαι. Ψηλό, όμορφο με τη στολή του, ντυμένο στα άσπρα του, τα ναυτικά ρούχα. Ήξερα πως θα ερχόταν, τον περίμενα.»
«Μαμά; δεν καταλαβαίνω. Για ποιον μιλάς; »
«Για τον πατέρα σου Άννα»
«Τι λες μαμά; O πατέρας μου δεν ήταν ναυτικός. Οικοδόμος ήταν και πέθανε πέρσι.»
«όχι κορίτσι μου, αυτός που πέθανε, ο άντρας που σε μεγάλωσε δεν ήταν ο πατέρας σου. Αυτός ο άντρας με παντρεύτηκε, όταν ήδη ήμουν έγκυος από τον πατέρα σου. Και ο πατέρας σου ήταν ναυτικός. Αγαπιόμασταν πολύ Άννα μου. Μα μόλις έμαθε ότι ήμουν έγκυος φοβήθηκε και το έσκασε. Από ότι έμαθα μπάρκαρε σε ένα καράβι για Ιταλία και δεν ξαναγύρισε. Σε ένα μήνα οι δικοί μου με είχαν αρραβωνιάσει με τον Κωστή. Ο Κωστής δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και έτσι έγινε μια μυστική συμφωνία που βόλεψε και τους δυο μας. Δεν άργησε να γίνει και ο γάμος. Με τον Κωστή περάσαμε καλά αλλά δεν αγαπηθήκαμε ποτέ. Όσο για τον πατέρα σου, αυτόν δεν τον ξεπέρασα ποτέ, αυτός ήταν ο παιδικός μου έρωτας, ο πρώτος και ο μοναδικός.»
Η Άννα χρειάστηκε λίγη ώρα για να χωνέψει όσα συγκλονιστικά είχε μόλις ακούσει. Κοίταζε αμίλητη τη μάνα της όσο αυτή έβαλε φαγητό στο σκυλάκι και έφτιαξε τσάι και για τους δυο τους. Έμοιαζε ανακουφισμένη που μοιράστηκε όλο αυτό το βάρος που κρατούσε μέσα της και τη βασάνιζε για χρόνια. Ή Άννα λάτρευε τη μάνα της και επιτέλους μετά από τόσα χρόνια κατανόησε αυτή τη βαθιά μελαγχολία που είχε πάντα το βλέμμα της ακόμα και στις πιο ευχάριστες στιγμές. Κατάλαβε και γιατί ποτέ δεν έκανε άλλα παιδιά και τώρα είχαν μείνει οι δυο τους. Η Άννα ήπιε λίγο τσάι και ηρέμησε.
«Ι.Π;»
«Ιωάννης Πατρινός, αυτό ήταν το όνομα του πατέρα σου Άννα»
Η Άννα τότε κατάλαβε γιατί κάποια παράξενη αόρατη δύναμη έφερε τη φωτογραφία στην αντικερί και γιατί την έφερε μαζί της.
«Θέλω να σου δείξω και κάτι άλλο, να είσαι ψύχραιμη όμως»
Και της έδειξε τη φωτογραφία που βρήκε στο παλιό γραφείο, και η μάνα της έκλαψε και πάλι φιλώντας ξανά και ξανά το παγωμένο γυαλί. Της είπε μετά για την εικόνα που είδε με τον άντρα που έπεφτε από την αερογέφυρα και το σκυλάκι που έσκαψε στο σημείο που βρήκε το καπέλο. Αναχώρησαν και σε λίγο βρίσκονταν και πάλι στο σημείο.
Το φρεσκοσκαμμένο χώμα δεν είχε ακόμα στεγνώσει. Η μάνα της Άννας έσκυψε και αφού μυρίστηκε το ανθισμένο τριαντάφυλλο άρχισε να σκάβει με τα γυμνά της χέρια. Σε λίγο το χέρι της ακούμπησε πάνω σε κάτι που φαινόταν για ύφασμα. Έσκαψαν μαζί. Σε λίγο άρχισε να φαίνεται. Σταμάτησαν απότομα να σκάβουν και τραβήχτηκαν απότομα. Έπεσε η μια στην αγκαλιά της άλλης και άρχισαν να κλαίνε γοερά. Ένα λιωμένο σακάκι ξεπρόβαλε από το χώμα. Και λίγο πιο πάνω ένα σκελετωμένο κεφάλι τους κοιτούσε ακόμα με αγάπη.
«Δε μας είχε εγκαταλείψει μαμά. Εδώ βρισκόταν όλον αυτόν τον καιρό. Εδώ, λίγα λεπτά μακριά. Και να που επιτέλους βρήκε τον τρόπο να μας δείξει που είναι.» Η Άννα έσκυψε και φίλησε το σκελετωμένο κεφάλι «Γεια σου πατέρα»















Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Λιμάνια

Μικρό φοβισμένο μου παιδάκι, φοράς τα ρούχα του ενήλικα κάθε πρωί και το σκληρό σου προσωπείο και επιστρέφεις το βράδυ στο χρυσοστολισμένο σου κλουβί, που τόσο καμαρώνεις. Σε δωμάτια τετράγωνα και ορθογώνια, στα διακόσια ευρύχωρα σου τετραγωνικά, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες χρήσης και σωστής συντήρησης.
Πώς να βάζετε τα αισθήματα σας στην κατάψυξη, καλά τυλιγμένα στο τελευταίο συρτάρι του ψυγείου. Οδηγία νούμερο τρία.
Πώς να είστε ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, ενταγμένος και στοιβαγμένος σε ένα κιβώτιο με άλλα σάπια φρούτα, οδηγία νούμερο δύο.
Πώς να γίνετε αλλεργικός στην αγάπη, πίνοντας δύο σφηνάκια «συνήθεια» και ένα σφηνάκι «αδιαφορία» την ημέρα. Οδηγία νούμερο ένα.
Μα πρόσεξε τώρα. Όσο πιστά και αν ακολουθείς τις πιο πάνω οδηγίες θα έρθει αναπόφευκτα αυτή η στιγμή στη ζωή σου που θα αντιδράσεις. Γιατί όσο όμορφα και καλοραμμένα και αν είναι τα κοστούμια που φοράς, όσο καλά και να στερεώνεις το προσωπείο σου, μέσα σου θα υπάρχει πάντα ένα παιδάκι.
Θυμάσαι, τότε που ήσουν τριών και σου έλεγε η μαμά σου να μην αγγίζεις το φούρνο γιατί καίει; τι έκανες ; παρόλο που άκουγες την οδηγία, παρόλο που η μαμά έχει πάντα δίκαιο, άπλωνες διστακτικά το δαχτυλάκι σου για να καταλάβεις τι σημαίνει καίει. Και καιγόσουν. Και λερωνόσουν βουτώντας τα χέρια στις νερομπογιές γιατί ήταν διασκεδαστικό και βουτούσες στις λάσπες και τα χώματα γιατί ήταν απολαυστικό και δάγκωνες το χωνάκι του παγωτού από την κάτω πλευρά γιατί είχε χάζι και το παγωτό δεν πρέπει να τον τρως πάντα όπως πρέπει.
Τι έγινε λοιπόν; τι μεσολάβησε; Βιαζόσουν να μεγαλώσεις, τώρα μετάνιωσες; Βιαζόσουν γιατί νόμιζες ότι σαν ενήλικας θα κάνεις ότι θέλεις, θα πηγαίνεις όπου θέλεις, θα έχεις όσα θέλεις. Μια παραπλάνηση που έχουν όλα τα παιδάκια βλέποντας τους μεγάλους να δίνουν συνεχώς διαταγές. Ενήλικας αγαπητό μου όμως είναι να κάνεις όσα θέλει το αφεντικό στη δουλειά, το αφεντικό στο σπίτι ή στην οικογένεια γενικότερα. Το αφεντικό μπορεί να είναι οποιοσδήποτε,  η μάνα, ο πατέρας, η γυναίκα, ο άντρας, ο φίλος, ο αδελφός και όποιος έχει στη ζωή σου εξουσία. Και βρίσκεις τον εαυτό σου, ενήλικα πια, να δέχεσαι εντολές από ένα ή περισσότερα αφεντικά σε σημείο που δεν μπορείς να κάνεις βήμα χωρίς την προηγούμενη έγκριση τους. Αυτό συνεπώς επηρεάζει και την ελευθερία του να πηγαίνεις όπου θέλεις, ή το να έχεις όσα θέλεις, γιατί οι ανάγκες των αφεντικών προηγούνται των δικών σου, ειδικά αν μπουν στο πετσί του ρόλου και τα παιδιά σου και αυτά είναι αφεντικά που δύσκολα ικανοποιούνται. Αν με το να εκτελείς τα αιτήματα τους ζητάς αγάπη και σεβασμό το μόνο που θα κάνεις είναι να τους μετατρέψεις σε μικρούς αχόρταγους τύραννους.
Και τι γίνεται τότε με το δικό σου μικρό παιδάκι; Θα το ακούσεις κάποια στιγμή να χτυπά επιτακτικά το πόδι, να ζητά και να ουρλιάζει μέσα σου ζητώντας τα δικά του. δύσκολο τελικά να είσαι ενήλικας και να έχεις ένα κακομαθημένο παιδάκι μέσα σου να κάνει σαματά. Ειδικά την ώρα που πηγαίνουν όλα τα μικρά και μεγάλα αφεντικά και κάθεσαι λίγη ώρα μόνος σου να ησυχάσεις, πετάγεται αυτό μπροστά σου, σε τραβά από το χέρι και σου δείχνει το ρολόι ρωτώντας σε γιατί δεν δίνεις σημασία στους δείχτες που κινούνται ασταμάτητα. Κάθεσαι σε εκείνο το τεράστιο σπίτι που με τόσο κόπο ξεπληρώνεις, στις αναπαυτικές σου καρέκλες, στον βασιλικό σου θρόνο μετά από την θριαμβευτική σου νίκη που πέτυχες ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες , μα εκείνο το βασιλικό στέμμα σου φαίνεται πιο βαρύ και δοκιμάζεις να το φορέσεις στο κεφαλάκι του παιδιού που βρίσκεται μέσα σου μα του πέφτει πολύ βαρύ και το βγάζει.  Θυμήσου όμως, τα αφεντικά εμείς τα διαλέγουμε και αν σου πέφτει πολύ βαρύ το ωράριο και ανθυγιεινές οι συνθήκες εργασίας,  χτύπα μια αναδιαπραγμάτευση όρων.  Συμβουλή μου, αφεντικά να χεις μόνο στο οκτάωρο εργασίας, στις υπόλοιπες ώρες να σαι εσύ το αφεντικό του εαυτού σου. Όσο για το γάμο, δε σηκώνει αφεντικά και υποταγμένους, μόνο συνεταιρισμός.
Αν μοιάζεις με καπετάνιο που έχει φτάσει μετά από πολύμηνο ταξίδι στην Αμερική και λίγο πριν μπεις στο λιμάνι αναρωτιέσαι αν τελικά ήθελες να πας στην Αμερική ή στην Αυστραλία, δες το θετικά καπετάνιε. Αν βρισκόσουν μετά από πολύμηνο ταξίδι στην Αυστραλία, το ίδιο θα αναρωτιόσουν αν τελικά ήθελες να πας στην Αμερική. Έτσι είναι τα ταξίδια και οι προορισμοί. Πάντα λίγο πριν φτάσεις σκέφτεσαι ότι έχει κάπου καλύτερα που θα μπορούσες να πάς. Έτσι είναι τα παιδάκια. Κρατάνε το αγαπημένο τους παιχνίδι, αυτό που δεν αποχωρίζονται γιατί το λατρεύουν, μέχρι που θα δουν ένα άλλο παιχνίδι, που το κρατά ένα άλλο παιδάκι και τότε το άλλο παιχνίδι αποχτά περισσότερο ενδιαφέρον από το δικό τους, το πετάνε μονομιάς και θέλουν να παίξουν με το άλλο.  
Μη στενοχωριέσαι λοιπόν μικρό μου. Aν θέλεις να μεγαλώσεις  πρέπει να καταλάβεις ότι όλα τα παιχνίδια είναι τα ίδια και τα δικά σου πρέπει να το φροντίζεις και να τα προστατεύεις και να μην τα πετάς. Αν θέλεις να μεγαλώσεις πρέπει να καταλάβεις ότι σε μια ζωή, που είναι τόσο μικρή δεν μπορείς να ταξιδέψεις παντού, γι’ αυτό διάλεξε τους αγαπημένους σου προορισμούς από την αρχή και προσπάθησε να μείνεις πιστός στις επιλογές σου. Δεν είναι τα ξένα λιμάνια πιο όμορφα, ούτε το γρασίδι απέναντι πιο πράσινο. Είναι η απόσταση που κάνει τα μακρινά να φαίνονται πιο δελεαστικά, όπως μια διαφημιστική φωτογραφία, μια όμορφη εικόνα που σε καλεί να την ζήσεις.  Η φωτογραφία όμως δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, δεν έχει ήχο, θερμοκρασία, μυρωδιά, κάποτε πρέπει να κλείνεις τα μάτια στην εικόνα και να βασίζεσαι στις υπόλοιπες αισθήσεις.  Αυτά τα βρίσκεις στο λιμάνι σου και πριν στρίψεις το τιμόνι για να πας στην απέναντι ήπειρο, κατέβα λίγο στη στεριά,  κατέχτησε τη γη που σε κάλεσε εξαρχής.
Όσο για μένα, λέω να μη μεγαλώσω ποτέ. Θα περπατάω με το παιδάκι που έχω μέσα μου, αυτό που βιάστηκα να μεγαλώσω για να έχω και εγώ την εξουσία της ενήλικης ζωής. Την αποποιούμαι την εξουσία και μου επιτρέπω να μην εξουσιάζω και να μην εξουσιάζομαι.  στα λιμάνια μου μπήκα, την στεριά τους την πάτησα, έκτισα τα βασίλεια μου και τα  χάλασα, κατέβηκα από το θρόνο, πέταξα και το στέμμα και ξαναβγήκα στο πέλαγο, να αρμενίζω χωρίς προορισμό, έχει και ο ωκεανός  τις ομορφιές του.  Άλλα βασίλεια και θρόνους δε γουστάρω,  ας είμαι μόνο ένα μόνο καραβάκι με σκληρό σκαρί, τόσο ώστε να αντέχει στις φουρτούνες. Να είμαι εκεί που ανήκω, γιατί η μοίρα μου δε με ονόμασε Γη με ονόμασε Θάλασσα.

ΜΣ  

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 1 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΑ

Εισαγωγή

Ο Γιάννης και η Μαρία είναι ένα ζευγάρι κυπρίων γύρω στα τριάντα η Μαρία, τριανταπέντε ο Γιάννης , ας δούμε λοιπόν τις περιπέτειες τους…

-Μαρία
-Ναι Γιάννη μου
-πάμε να πέσουμε ;
-Μα που τα τωρά Γιάννη μου; Εν να τελειώσουν τα νέα τζιαι να αρκέψουν οι σειρές μου τωρά.
-Μαρία, άφηστα μπαλόνια τζιαι το μπρούσκο τζιαι τα σύννεφα αλήτες τζιαι πάμε να ππέσουμε…είπα…..
-Α..έτσι πε μου, έσιεις ορέξεις Γιάννη μου;
-E, έχω Μαρία, για να σου λαλώ !
-Να πάμε Γιάννη μου , να πάμε, όμως..
-Τι Μαρία, με μου πεις έσιεις πονοτζέφαλο;
-Όι Γιάννη μου είμαι μια χαρά.
-Ήρτεν η θκεια σου;
-Προχτές έφυεν, πάλε;
-Τι Μαρία;
-Έτο Γιάννη μου, προχτές εμίλουν με τις φιλενάδες μου.
-Ωχ… τι σου είπαν πάλε Μαρία τζιαι εν να βρω τον μπελά μου εγώ;
-Εσυζητήσαμεν για το θέμα του σεξ
-Μπράβο ρε Μαρία, ωραίες κουβέντες αννοίετε. Αντί να σου δώκουν καμιά συνταγή να κάμεις κανένα φαί του χαιρκού μιλάτε ο νους σας εν πάνω στον..κ……
-Γιάννη ! Μιλώ σοβαρά
-Ε, άτε πε μου Μαρία να τελειώνουμε αν θα γαμ..
-Γιάννη !  
- Λάλε Μαρία
-Είπαν μου Γιάννη, ότι πριν το …ξέρεις… πρέπει να κάμνεις προκαταρτικά
-Προκαταρ…τι Μαρία; Τι είναι τούτο ;
-Έτο ρε Γιάννη μου , εν όπως πάεις στο γάμο τζιαι πρώτα βάλλεις τη σαλάτα τζιαι το τταλαττούρι μέσα στο πιάτο τζιαι μετά προχωράς στο οφτό….
-Ε Μαρία, είμαστεν  τόσα χρόνια παντρεμένοι είδες με καμιά φορά να φάω σαλάτα;
-ένα παράδειγμα σου έφερα Γιάννη μου, για να καταλάβεις
-Μα το Θεό εν εκατάλαβα που κολλά το μπουφέ του γάμου με το γαμ…Γ
-Γιάννηηηηηηηηηηηη !!!! Ούφφου πιον…. Προκαταρτικά μάνα μου, κάμνεις τα πριν
-πριν να πάεις στο γάμο;
-Πριν να ..
-Α, τζιαι άμαν τα κάμουμε τούτα θα μου κάτσεις να τελειώνουμε;
-E, ναι, κάμνεις τα Γιάννη μου τζιαι ικανοποιείται τζιαι η γυναίκα.
-Τι θέλεις να πεις Μαρία, ότι τόσα χρόνια εν σε ικανοποιώ;
-Ποττέ Γιάννη μου, είπα εγώ έτσι πράμα; Απλά παίζεις λίον πριν μωρό μου
-E, τζιαι τι πρέπει να κάμουμε;
-θα μου μιλάς γλυκά Γιάννη μου, να μου φτιάξεις διάθεση, λαλούν ακούεις το πιο σεξουαλικό όργανο της γυναίκας είναι το αυτί.. να μου πεις λοούθκια
-άτε πάμε τζιαι να σου πω όσα θέλεις
                                           ------------------------------------
-έτοιμη ;
-Έτοιμη Γιάννη μου
-Πάμε !! Ώχου σου μωρό μου, αππαροζαρτίλα μου…
-έλα Γιάννη, πε μου γλυτζιά πράματα μωρό μου, έλα φτιάξε με
-Μαρία είσαι μέλι
-Ναι
-Μαρία μου είσαι αμυγδαλωτό
-Ναι μωρό μου
-Σιαρλόττα μου εσύ
-Αχ Γιάννη μου πε μου τζιάλλα
-Ππαλουζέ μου ,γίνεται τίποτε Μαρία ;
-Ναι Γιάννη μου συνέχισε
-Σιάμισιούδι μου σιροπιαστό
-Τζ’ άλλο
-Ε… παστελλάκι μου
-ωχ τζ΄άλλο Γιάννη , κάτι γίνεται νοιώθω το
-Σιοκολατίνα μου
-Ναι, ναι κοντεύκω Γιάννη
-Μαχαλλεπί μου
-Είμαι έτοιμη Γιάννη, έλα ….Γιάννη, που πάεις Γιάννη
-Έννοια σου Μαρία, ώσπου να κουρτιστείς εσύ, εψόφησεν το πουλλί, άσε που πε πε  έπαθα υπογλυκαιμία. Πάω περίπτερο να πιάσω σιοκολάτες .




12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...