Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

κυπραίων παίδες

θυμάμαι τον εαυτό μου μικρή να με ρωτούν "ποιον αγαπάς περισσότερο την μαμά ή τον παπά" και ήταν η χειρότερη ερώτηση που μπορούσε να κάνει κάποιος άνθρωπος σε ένα παιδί.
επί την ευκαιρία σκέφτηκα ακόμα μια φορά κάποια πράγματα που με χαλούν σαν άνθρωπο και με κάνουν να ντρέπομαι κάποιες φορές να λέω πως είμαι κυπραία.
ότι οι κύπριοι αγαπούν τα παιδιά τους το ξέρουμε. από τη στιγμή που θα μείνει έγκυος η κυπραία θα πάει στις καλύτερες κλινικές, θα ετοιμάσει με ευλάβεια το παιδικό δωμάτιο και θα αγοράσει το πιο εργοδυναμικό καρότσι που υπάρχει στην αγορά. ρούχα απο τα πιο ακριβά και πάει λέγοντας. Θα στείλει το παιδί στο πιο High class νηπιαγωγείο, θα το σπουδάσει με δεκατρία δάνεια, θα του αγοράσει το πρώτο του αυτοκίνητο, θα κόψει το λαιμό της να του παίρνει το καλύτερο φαί ΑΝ πάει στρατό. θα περάσει από χίλια κόσκινα τη νύφη ή το γαμπρό και θα συνεισφέρει στο κτίσιμο του σπιτιού για να είναι σίγουρη ότι θα τους το φακκούν ώς που ζιουν. Εννοείται ότι θα θέλουν και το όνομα του εγγονιού.
υπάρχουν όμως και κάποια πράγματα που βλέπω και ΝΕΥΡΙΑΖΩ
νευριάζω να βλέπω την μάνα και τον πατέρα στο αυτοκίνητο μπροστά δεμένους με τις ζώνες και το μωρό να περιφέρεται μπρος πίσω δεξιά αριστερά σαν την σβούρα.
νευριάζω να βλέπω τα μωρά μέσα στο σπίτι και να καπνίζουν οι πάντες αλλά είναι οκ γιατί είναι ανοιχτά τα παράθυρα . ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΚ
νευριάζω να θωρώ το κάθε μωρό που 3 χρονών και κάτι να κρατά κινητό, ή ds ή άλλο τα λένε αλλά να μεν ξέρει να ανοίξει ένα βιβλίο
και τέλος νευριάζω να ακούω να λένε σε ένα μωρό τέλειωνε πριν σε σπάσω στο ξύλο. Υπαρχουν και καλύτερα επιχειρήματα.
οι πρωτινοί ελέγαν το σκυλί και το παιδί όπως το μάθεις κάποια στιγμή όταν το παιδί θα μεγαλώσει θα το ακούσεις να λεει στο γονιό τέλειωνε πριν σε σπάσω στο ξύλο.....
ένας κυπραίος γονιός σπάνια ζητά από το παιδί του συγνώμη, εστω και αν έσφαλε.
υπάρχει και η αγάπη, η αγκαλιά, το φιλί, η συγνώμη, η μνήμη, να θυμόμαστε ότι ήμασταν και εμείς κάποτε στη θέση τους, ήμασταν εμείς χαμηλά και κοιτάζαμε προς τα πάνω... τι περιμέναμε τότε;







Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ΤΕΛΟΣ

τελικά από τότε που ο άνθρωπος ανακάλυψε τον εαυτό του βρίσκει όλο και περισσότερους τρόπους για να μισεί το είδος του.
Ανακάλυψε το θεό και μισεί οποιονδήποτε πιστεύει σε άλλο Θεό απ' τον δικό του.
Ανακάλυψε το χρώμα του και μισεί οποιονδήποτε έχει άλλο χρώμα απ' το δικό του.
Οι άντρας μίσησε τη γυναίκα και αποφάνθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος για να την ελέγξει ήταν να την υποτιμήσει, μειώσει, ακρωτηριάσει και τις αφαιρέσει για αιώνες οποιαδήποτε δικαιώματα λόγου, έκφρασης, σεξουαλικότητας και προσωπικότητας. ίσως για πολλά χρόνια ένα καλό άλογο είχε πολλή περισσότερη αξία για έναν άντρα από μια γυναίκα.
και όμως η γυναίκα είναι η ίδια η ζωή και χωρίς τη γυναίκα δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί το είδος γι' αυτό και η γυναίκα κυοφόρησε και γέννησε με πόνους και πολλούς φορές έχασε τη ζωή της φέρνοντας στον κόσμο ένα παιδί. βύζαξε και μεγάλωσε τα παιδιά της με πόνο και δάκρυ.
παιδιά που έφυγαν, που κλήθηκαν να πολεμήσουν σε πόλεμους με άλλα παιδιά, μιας άλλης μάνας, άλλου χρώματος, άλλου Θεού και σκοτώθηκαν τα παιδιά και έκλαψαν οι μάνες.
για ένα Τζέκινγς Χαν, ένα Χίτλερ, ένα διψασμένο πόθο που γεννά και τρέφει η τρέλλα. να επικρατήσει το δικό σου είδος και να εξαφανίσεις ότι είναι διαφορετικό.
διαβάζοντας τα βιβλία Ιστορίας δεν κατάφερα ποτέ να εντοπίσω ποτέ έναν λόγο για τον οποίο έγινε ένας πόλεμος εκτός από την απληστεία. ΑΠΛΗΣΤΕΙΑ να τα θες όλα, να μην αφήνεις τίποτα για κανέναν άλλο.
αυτό δεν έκαναν οι αυτοκρατορίες; αυτό δεν κάνουν μέχρι σήμερα οι μεγάλες δυνάμεις; ΤΡΕΛΛΑ
σκέφτομαι και το άλλο
πολλοί μιλούν για το τέλος του κόσμου, μετράνες μήνες
αν υπήρχε έστω 1% πιθανότητα να ήταν πράγματι το τέλος του κόσμου πως θα περνούσαμε τις τελευτάιες μας στιγμές;
να αγαπιόμαστε, να κάνουμε έρωτα, να κοιταζόμαστε στα μάτια, να λέμε ο ένας στον άλλο πόσο χαρήκαμε που ζήσαμε τα χρονια που ζήσαμε και που τα ζήσαμε μαζί;
ή απλά θα βλέπαμε με αγωνία τους τελευταίους θανάτους στο δελτίο των 8,30 αγνοώντας τον δικό μας;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΠΟΝΤΙΚΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΦΛΟΥ


             Ο ήλιος είχε μόλις δύσει και το Ένταμ ξυπνούσε σιγά σιγά.  Ο Λέων κοιμήθηκε όλη τη μέρα ήρεμος και άνοιξε το μάτια του ενώ τέντωνε χέρια, πόδια και ουρά για να ξεπιαστούν από τον πολύωρο ύπνο. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε κοιμηθεί τόσο ήσυχα, τόσο ατάραχα. Η νύχτα του φαινόταν πιο όμορφη και τ΄αστέρια πιο λαμπρά από ποτέ. Ήταν χαρούμενος, ναι, ήταν τόσο μα τόσο χαρούμενος.

            Οι υπόλοιποι στο σπίτι κοιμόνταν ακόμα, εκτός από το κατοικίδιο τους, έναν μικρό τριχωτό ψύλλο που τον φώναζαν Σναπς και ήταν πάντα σε εγρήγορση. Σηκώθηκε λοιπόν ο Λέων και με τον Σναπς να τον ακολουθεί επί ποδός προχώρησε στην κουζίνα. Εκεί βρήκε τον παππού του που βασανιζόταν ακόμα από τον λόξυγκα και προσπαθούσε με γαργάρες από χυμό μουχλοτσουκνίδας να λύσει το πρόβλημα του.

-Καληνύχτα, παππού, τι κάνεις εκεί πέρα; Ρώτησε ο Λέων.

Ο παππούς που δεν άκουσε τον Λέων να μπαίνει παραλίγο να πνιγεί και έχυσε το χυμό μουχλοτσουκνίδας λερώνοντας το πάτωμα.

-Κχχχχχ, κχχχχχ (έβηξε ξανά και ξανά ο παππούς) Αμάν βρε ποντικάκι μου, πώς μπαίνεις έτσι και τρομάζεις τα τρωκτικά; Χικ..(επανήλθε ο λόξυγκας) Ας το καλό – χικ – μ έπιασε πάλι – χικ – και ο Μεσιέ Φιγκαρό μου το χε για σίγουρο – χικ – ότι ο χυμός μουχλοτσουκνίδας θα με γιά – χικ – τρευε από αυτόν τον βασανιστικό λόξξυγα.
-Και από πού και ως που παππού να ξέρει ένας κουρέας πως θεραπεύεται ο λόξυγκας; Η μήπως στη Γαλλία έκανε και το γιατρό; ρώτησε γελώντας ο Λέων, ενώ ο παππούς συνέχιζε τα χικ και χικ.

-         Α, δεν ξέρω παιδί μου, είπε ο καημένος ο παππούς, αν στην Γαλλία έκανε το γιατρό, αλλά – χικ – είμαι τόσο απελπισμένος που θα δοκίμαζα τα πάντα. Διαφορετικά θα πρέπει να περιμένω τον Ιπποκράτη να επιστρέψει από την Ποντιατρική Σχολή με το φάρμακο και αυτό φοβάμαι, χικ, θ’ αργήσει πολύ.

-         Τι να σου πω παππού, εύχομαι να σου περάσει σύντομα. Ακούγεται πραγματικά εξαντλητικό.

-         Είναι ποντίκι μου, χικ, πίστεψε με είναι. Αλλά άστα τώρα αυτά. Χικ, τα δικά σου νέα πες μου. Χικ, άκουσα μας φεύγεις για τα ξένα. Χικ, είναι αλήθεια Λεωνίδα μου;

-         Είναι αλήθεια παππού, αλλά σε εκλιπαρώ. Μην αρχίσεις και εσύ τις αντιρρήσεις. Έχω πάρει την απόφαση μου.

-         Δεν έχω σκοπό, απλά να σου ευχηθώ καλή τύχη θέλω και να σε συμβουλεύσω, αν θες τη συμβουλή μου δηλαδή.

-         Φυσικά και τη θέλω παππούλη, το ξέρεις ότι πάντα σέβομαι την γνώμη σου.

-         Λοιπόν Λέων μου, άρχισε να απαγγέλει με στόμφο ο παππούς. Η συμβουλή του γέρου παππού σου, που την πλάτη του  βαραίνουν κιόλας 2 χρόνια και 3 μήνες, είναι όπου και αν πας, ότι και να κάνεις, να θυμάσαι το ποιος είσαι και αυτός που είσαι είναι ένας περήφανος Κύπριος ποντικός, ακούς; Αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ.

-         Ναι, παππού.

-         Και κάτι άλλο επίσης. Όσο μακριά και να πας, εδώ, είναι το σπίτι σου, οι άνθρωποι που σ΄αγαπούν και το σπίτι σου θα σε περιμένει πάντα. Να φροντίσεις να περάσεις καλά στο ταξίδι σου και να γυρίσεις πίσω γερός και δυνατός, όποτε και αν γίνει αυτό. Κατάλαβες; είπε ο παππούς και τον αγκάλιασε σφικτά.

-         Ναι, παππού. Κατάλαβα, απάντησε ο Λέων συγκινημένος. Παππού;

-         Ναι Λέων.

-         Συνειδητοποίησες ότι έχει περάσει ο λόξυγκας;

-         Δίκαιο έχεις. Χικ. Ω, όχι..να τον πάλι...δεν αντέχω άλλο, είπε ο παππούς και έφυγε απ’ την κουζίνα θυμωμένος.


12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...