Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Μου λεγε η γιαγιάκα μου σαν ήμουνα παιδάκι,
για το μικρό αφεντικό που΄ γινε φτωχαδάκι
Την άκουγα με προσοχή και πάντοτε μ΄αρέσει,
θα σας την πω τώρα και γω πάρτε λοιπόν μια θέση
Στην γειτονιά την πιο καλή, στην όμορφη Αθήνα,
γέννησε η κυρά-Βαγγελιώ το γιο της Μάη μήνα.
Τον έλουζε, τον χτένιζε, για να τον δει λεβέντη,
κι΄οι δούλοι τον εφώναζαν πάντα μικρό αφέντη.
Πέντε χειμώνες χιόνιζε, περάσαν τα χρονάκια,
κι΄ο γιος θα πήγαινε σχολειό με τ΄άλλα τα παιδιάκια.
Ντύνει τον κανακάρη της με λούσα και μετάξι,
για να ναι αυτός ο κάλλιστος και πρώτος μες την τάξη.
Πάει ο γιος απ΄το πρωί και κάθεται στη θέση.
Μα το παλτό του διπλανού πιότερο του αρέσει
Λίγο πριν να σχολάσουνε με πονηριά τ΄αρπάζει.
Μα σαν το βρίσκει η μάνα του του λέει «δεν πειράζει».
«Μικρούλης είσαι γιόκα μου, μα είσαι πονηρός,
κόβει το μυαλουδάκι σου και θα γενείς γιατρός.»
Ο γιόκας άρπαζε αυτά που γυάλιζαν στο μάτι,
στη μάνα του τα πήγαινε κι΄έπαιρνε ακόμα κάτι.
«μπράβο παιδί μου» του λεγε, «έξυπνο μαθητούδι,
πανεπιστήμιο θα πας και θα γενείς γιατρούδι».
Έτσι ο γιος της πρόκοβε στον κόσμο και στην τάξη,
όμως το χούι το κακό δεν μπόρεσε ν΄αλλάξει.
Μεγάλωσε και έγινε κιόλας δεκαοκτώ,
κι η μάνα του τον έστειλε να πάει στον στρατό.
Εκεί πάλι του γυάλισε, του λοχαγού η καδένα
Την άρπαξε λοιπόν κρυφά, δεν το πε σε κανένα.
Μα ο λοχαγός σαν το μαθε, έτσι πώς να τ΄αφήσει;
Τον κλέφτη βάλθηκε να βρει και να τον τιμωρήσει.
Άρχισε όπως το σκυλί να ψάχνει το στρατώνα,
βρέθ΄ η καδένα η χρυσή στου κλέφτη τ΄άσπρο στρώμα.
Αμέσως τ΄ομολόγησε και φυλακή τον βάζουν,
και την κατάντια του να δει τη μάνα του φωνάζουν
Έρχεται αυτή με δάκρυα στα σίδερα τον βλέπει,
Έρχεται αυτή με δάκρυα στα σίδερα τον βλέπει,
σπαράζει η καρδούλα της μ΄αυτός δεν επιτρέπει..
Μήτε μια λέξη να του πει, μήτε να τον φιλήσει,
της λέει να φύγει απ΄εκεί μόνον να τον αφήσει.
«Μόνο πριν φύγεις μάνα μου θα θελα να σου πω,
από μικρός σαν άρχισα κι έκανα το κακό
Ποτέ σου δε μου έμαθες πως ήταν μέγα σφάλμα
και πίστεψα πως η κλεψιά είναι σπουδαίο πράγμα
Με ψέματα και πονηριά ότι θα πάω μπροστά,
να τον τωρά το γιόκα σου σε κάγκελα κλειστά»
Έτσι κάπως τελείωσε του κλέφτη η ιστορία,
η φυλακή τον έφαγε τα χιόνια και τα κρύα
Μάθε τώρα λοιπόν και συ και πάντα να θυμάσαι,
στην κοινωνία και στη ζωή πάντα εντάξει να σαι.
Να ξέρεις πάντα πιάνεται αυτός που είναι φταίχτης
Κάλλιον φτωχός και τίμιος, παρά αφέντης κλέφτης