ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
Στο τσαρδί του Καραγκιόζη πάνε τώρα κάτι χρόνια
Μπήκε βαρυχειμωνιά και επέσανε και χιόνια
Κοντεύαν και Χριστούγεννα, μεγάλο γεγονός
Κι ο Καραγκιόζης γιόρταζε σαν κάθε Χριστιανός
Η Αγλαία μια και δυο, τον αντρούλη της ρωτάει
Μιας και έρχονται γιορτές, από χρήματα πως πάει
Μα ο Καραγκιόζης τι να πει, που ολημερίς κοιμόταν
Να πάει να βρει καμιά δουλειά, ποτέ του δε θυμόταν
Η Αγλαία θύμωσε και του δειξε μια λίστα
Το Κολλητήρι ήθελε κουρσάρες και μια πίστα
Ο Μιρικόκος μαρκαδόρους και μπλοκ ζωγραφικής
Και ο Κοπρίτης ένα πλήρες σετ ζαχαροπλαστικής
«Ένα γαλόπουλο παχύ το έθιμο προστάζει
Θέλω και παραγέμιση και κάστανο να σπάζει
Ακούεις άντρα τι ζητώ», του λέει η Αγλαία
«Ακούω γυναικούλα μου, όμως δεν έχω μία.»
«Να πάς να βρεις καμιά δουλειά, φτάνει να τεμπελιάζεις
Πόσο πια μες τον καφενέ, να ξημεροβραδιάζεις;»
Έτσι λοιπόν ο φίλος μας το άλλο το πρωί
Κοστούμι βάζει και παπιγιόν, δουλειά πάει να βρει
Στο δρόμο που επήγαινε, τύχη είχε μεγάλη
Να το Χατζηαβάτη μας, το φίλο τον τελάλη
«κύριοι, ακούστε, κύριοι» φωνάει ευθύς αυτός
«ο Καραγκιό πάει στη δουλειά, ή πάει για γαμπρός»
Μέχρι να στρίψει στη γωνιά, στα πόδια του μπροστά
Ένα σακούλι πρόσεξε, τ΄αρπάζει στα κρυφά
Τα ανοίγει μάνι μάνι και μέσα τι να δει
Λίρες χρυσές μανούλα μου και πάει να τρελλαθεί
Στην Αγλαίτσα πάει κύριος, της δίνει τα μισά
Να πάρει δώρα και φαγιά κεντήματα χρυσά
«Μα που τα βρήκες τα λευτά» ρωτάει αυτή ευθύς
«Τον Άγιο να ευχαριστείς, που τα στειλε νωρίς»
Κι ο Καραγκιόζης που ήτανε, έξυπνος όπως πάντα
Φύλαξε τις λυρίτσες του, τις έβαλε στην μπάντα
Κι άμα μια λίρα μοναχά θα σπαταλά το μήνα
Μέχρι του χρόνου σκέφτεται, θα την περάσουν πρίμα
Έτσι λοιπόν περάσανε, Χριστούγεννα ωραία
Πήρανε δώρα τα παιδιά και παίξανε παρέα
Φέραν και ένα γαλόπουλο, να φάνε και να πιούνε
να φαν, να πιουν και νηστικοί, να πα να κοιμηθούνε