Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ

Περπατούσα μονάχη, να ξεφύγω απ’ το χρόνο
Και στου δρόμου την άκρη, αγριολούλουδο μόνο
Να τα λέμε οι δυο μας, στης νυχτιάς τη γαλήνη
Να μετράμε τις ώρες, και τους κόσμου τη δείνη

Μοιάζει παραμύθι, σαν να με κοιτάζει
Και στα μάτια τον πόνο διαβάζει
Μοιάζει παραμύθι, έργο που τελειώνει
Αγριολούλουδο θα μαι εγώ μόνη

και βρεθήκαμε μόνοι, σε έναν άλλο πλανήτη
σ΄ ένα κόσμο ονείρου, που ταξίδεψε η Αλίκη
το λουλούδι κι εγώ, ξεχαστήκαμε για λίγο
μ΄ αυτό δεμένο ήταν στη γη, κι εγώ έπρεπε να φύγω

Μοιάζει παραμύθι, σαν να με κοιτάζει
Κι η αλήθεια που βλέπει τρομάζει
Μοιάζει παραμύθι, έργο που τελειώνει
Αγριολούλουδο θα μαι εγώ μόνη

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Μου λεγε η γιαγιάκα μου σαν ήμουνα παιδάκι,
για το μικρό αφεντικό που΄ γινε φτωχαδάκι
Την άκουγα με προσοχή και πάντοτε μ΄αρέσει,
 θα σας την πω τώρα και γω πάρτε λοιπόν μια θέση
Στην γειτονιά την πιο καλή, στην όμορφη Αθήνα,
 γέννησε η κυρά-Βαγγελιώ το γιο της Μάη μήνα.
Τον έλουζε, τον χτένιζε, για να τον δει λεβέντη,
κι΄οι δούλοι τον εφώναζαν πάντα μικρό αφέντη.

Πέντε χειμώνες χιόνιζε, περάσαν τα χρονάκια,
 κι΄ο γιος θα πήγαινε σχολειό με τ΄άλλα τα παιδιάκια.
Ντύνει τον κανακάρη της με λούσα και μετάξι,
 για να ναι αυτός ο κάλλιστος και πρώτος μες την τάξη.
Πάει ο γιος απ΄το πρωί και κάθεται στη θέση.
Μα το παλτό του διπλανού πιότερο του αρέσει
Λίγο πριν να σχολάσουνε με πονηριά τ΄αρπάζει.
 Μα σαν το βρίσκει η μάνα του του λέει «δεν πειράζει».

«Μικρούλης είσαι γιόκα μου,  μα είσαι πονηρός,
κόβει το μυαλουδάκι σου και θα γενείς γιατρός.»
Ο γιόκας άρπαζε αυτά που γυάλιζαν στο μάτι,
 στη μάνα του τα πήγαινε κι΄έπαιρνε ακόμα κάτι.
«μπράβο παιδί μου» του λεγε, «έξυπνο μαθητούδι,
 πανεπιστήμιο θα πας και θα γενείς γιατρούδι».
Έτσι ο γιος της πρόκοβε στον κόσμο και στην τάξη,
όμως το χούι το κακό δεν μπόρεσε ν΄αλλάξει.

Μεγάλωσε και έγινε κιόλας δεκαοκτώ,
 κι η μάνα του τον έστειλε να πάει στον στρατό.
Εκεί πάλι του γυάλισε, του λοχαγού η καδένα
 Την άρπαξε λοιπόν κρυφά, δεν το πε σε κανένα.
Μα ο λοχαγός σαν το μαθε, έτσι πώς να τ΄αφήσει;
 Τον κλέφτη βάλθηκε να βρει και να τον τιμωρήσει.
Άρχισε όπως το σκυλί να ψάχνει το στρατώνα,
βρέθ΄ η καδένα η χρυσή στου κλέφτη τ΄άσπρο στρώμα.

Αμέσως τ΄ομολόγησε και φυλακή τον βάζουν,
και την κατάντια του να δει τη μάνα του φωνάζουν
Έρχεται αυτή με δάκρυα στα σίδερα τον βλέπει,
 σπαράζει η καρδούλα της μ΄αυτός δεν επιτρέπει..
Μήτε μια λέξη να του πει, μήτε να τον φιλήσει,
 της λέει να φύγει απ΄εκεί μόνον να τον αφήσει.
«Μόνο πριν φύγεις μάνα μου θα θελα να σου πω,
 από μικρός σαν άρχισα κι έκανα το κακό
Ποτέ σου δε μου έμαθες πως ήταν μέγα σφάλμα
και πίστεψα πως η κλεψιά είναι σπουδαίο πράγμα
Με ψέματα και πονηριά ότι θα πάω μπροστά,
να τον τωρά το γιόκα σου σε κάγκελα κλειστά»

Έτσι κάπως τελείωσε του κλέφτη η ιστορία,
η φυλακή τον έφαγε τα χιόνια και τα κρύα
Μάθε τώρα λοιπόν και συ και πάντα να θυμάσαι,
στην κοινωνία και στη ζωή πάντα εντάξει να σαι.
Να ξέρεις πάντα πιάνεται αυτός που είναι φταίχτης
 Κάλλιον φτωχός και τίμιος, παρά αφέντης κλέφτης










Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

αποτελέσματα ΡΙΚ 2011

Αποτελέσματα Διαγωνισμού Συγγραφής Ραδιοφωνικού Θεατρικού 'Εργου 2011

Το Τμήμα Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων του ΡΙΚ ανακοινώνει τα αποτελέσματα του Διαγωνισμού Συγγραφής Ραδιοφωνικού Θεατρικού ΄Εργου για το 2011, με χορηγό τη ΣΠΕ Καϊμακλίου.
O διαγωνισμός έληξε στις 30 Απριλίου 2011.
Στις 4 Ιουλίου, η κριτική επιτροπή συνήλθε σε συνεδρία και αποφάσισε να απονείμει τρία βραβεία και δύο επαίνους.

1ο Βραβείο (2500 ευρώ), στo Nικόλαο Σίσκα, για το έργο «Μια γιαγιά θα μας σώσει». Πρόκειται για μια εξαιρετική κωμωδία που αποτυπώνει τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. ΄Εξυπνοι διάλογοι, λειτουργικές σκηνικές εναλλαγές, καλός χειρισμός του θεατρικού λόγου. Πετυχημένες κωμικές σκηνές, ο λόγος ρέει αβίαστα.
2ο Βραβείο (2000 ευρώ), στον Κυριάκο Ορφανού για το έργο «Η τελευταία μέρα». Είναι ένα μεταφυσικό κείμενο με πολλές αλήθειες, που φανερώνει σ’ όλους το πρόσκαιρο πέρασμα μας από τη ζωή. Η πραγματική κάθαρση της συγνώμης υπάρχει στο δυνατό φινάλε του έργου.
3o Βραβείο (1500 ευρώ) απονέμεται στην Πόπη Κόντου για το έργο «Η απόσυρση της Μάγκι». Πρόκειται για έργο που μας γνωρίζει τον κόσμο του θεάτρου. Καλογραμμένο, συγκινησιακό όσο πρέπει, πραγματεύεται τις αντιθέσεις της ζωής και του θεάτρου, της μοναξιάς και του ονείρου.

'Επαινος απονέμεται στη Μάρω Κουσιάππα για το έργο «Ψευδαισθήσεις ευτυχίας». Πρόκειται για πολύ καλή ιστορία και πλοκή. Αριστοτεχνικές αναδρομές στο παρελθόν.
'Επαινος απονέμεται στη Μαρίνα Ονουφρίου-Σαβεριάδου για το έργο «Ψυχής θεραπεία». Πρόκειται για πολύ καλό θεατρικό κείμενο με πολύ καλές εναλλαγές των σκηνών. Εξαιρετική πραγμάτευση του θέματος από τη συγγραφέα.

Την κριτική επιτροπή αποτελούσαν:
Πρόεδρος
Ελένη Λουκά Μιχαήλ - Ανώτερη Λειτουργός Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων ΡΙΚ
Μέλη
Ξένιος Ξενοφώντος - Συνεργάτης Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων ΡΙΚ - Ηθοποιός - Σκηνοθέτης
Τούλα Κακουλλή - Εκπρόσωπος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου
Χριστόφορος Τσαγγαρίδης - Εκπρόσωπος του Κυπριακού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου
Θανάσης Δρακόπουλος - Εκπρόσωπος της ΄Ενωσης Ηθοποιών Κύπρου.
Η απονομή των βραβείων θα γίνει το ερχόμενο φθινόπωρο.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

ΣΤΟΥ ΚΥΡ ΘΑΝΟΥ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ

Στου κυρ – Θάνου το Αμπέλι, δύο κότες στρουμπουλές
η Ασπρούλλα κι η Κοκκίνω, κάνουνε χρυσές δουλειές

Το πρωί σαν ξημερώσει και φυσήσει τ΄αεράκι
Από το αμπέλι κάτω, πέφτει φρέσκο σταφυλάκι

Τρέχουν τότε οι κοκόνες, το σταφύλι να τσιμπήσουν
Μέχρι και το τελευταίο, τίποτα να μην αφήσουν

Όμως λαίμαργες που είναι , το σταφύλι πως να φτάσει
Λίγο η μια και λίγο ή άλλη, η κοιλιά που να χορτάσει;

 Τότε οι δυο φιλενάδες, κάτσανε για να τα πούνε
Μήπως βρούνε καμιά λύση, σοβαρά να το σκεφτούνε

«Μια ιδέα» η Ασπρούλλα, λέει «έχω στο μυαλό
Τι θα έλεγες στις πλάτες να με πάρεις μια και δυο;»

«Μα ακούς τι λες κυρά μου, θα μου γδάρεις τα φτερά
Πρώτα δες ν΄αδυνατίσεις , πριν ανέβεις στην ουρά »

Έτσι συμφωνία κάναν, να μείνει η Άσπρη νηστικιά
Λίγο βάρος για να χάσει, ν΄αλαφρύνουν τα φτερά

Πέρασαν λοιπόν οι μέρες και έκαναν σαν είχαν τάξει
Η Κοκκίνω μάσα-μάσα  και η Άσπρη το΄χε ράψει

Το σταφύλι για να φτάσουν και να τρώνε ολημερίς
Μόνο λίγο θα κοιμούνται απ τις δώδεκα ως τις τρεις

Στου κυρ Θάνου το αμπέλι, δύο κότες στρουμπουλές
Το σταφύλι δεν χορταίναν, ήταν και οι δυο τρελλές

Φάε φάε η Κοκκίνω ως τις δώδεκα είχε σκάσει
Κι απ΄την πείνα η Ασπρούλλα ως τις τρεις τα χε τινάξει




















Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΙΣ ΗΠΕΙΡΟΥΣ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΙΣ ΗΠΕΙΡΟΥΣ

Λίγο πριν τα μάτια κλείσω , ήρθε ένας ταξιδιώτης
έξω απ το παράθυρο μου, μ’ ένα μαγικό χαλί
χωρίς φόβο ή δισταγμό, το παράθυρο ανοίγω,
και στο κόκκινο χαλί του, σκαρφαλώνω στο στιγμή
«γεια σου φιλαράκο λέει» μ΄ονομάζουνε Ερμή
Ταξίδι ήρθα να σε πάω, να γνωρίσουμε τη Γη

Η Ασία η πιο μεγάλη, απ΄τις πέντε τις Ηπείρους
Τα πιο πολλά έχει νησιά και τους πιο πολλούς κατοίκους
Εκεί αμέσως πάμε τώρα, το ταξίδι αρχινά
Και τα πιο ψηλά της γης για να δούμε τα βουνά
Ιμαλάια τα λένε, το Έβερεστ η κορυφή
πολικές θερμοκρασίες, έχει πάντοτε εκεί
Ψηλές καμήλες και οάσεις σ΄απέραντες ερήμους
Στα ολόασπρα ντυμένους θε να δούμε  βεδουίνους
Κινέζοι και Ιάπωνες, Άραβες και Μογγόλοι
Οι μισοί μάτια σχιστά, μ’ Ασιάτες είναι όλοι

Στη δεύτερη την Αφρική, λέω τώρα να πάμε
Κάτω από το Μπαομπάμπ, φίνα θα την περνάμε
Ένα  δέντρο τεράστιο που στην Αιθιοπία μόνο ζει
Να σου κι η Μαδαγασκάτη, ένα όμορφο νησί
Εκεί ζει κι΄ο ελέφαντας, της γης ο πιο μεγάλος
Εκεί ζει κι΄ο πολύχρωμος, τσαχπίνης παπαγάλος
Λυπάμαι όμως τα παιδιά, που δεν έχουν να φάνε
Φουσκώνουν οι κοιλίτσες τους, υποφέρουν και πονάνε
Λυπάμαι που οι άνθρωποι, δεν βλέπουνε τον πόνο
Στα όπλα και στον πόλεμο, λεφτά ξοδεύουν μόνο

Πάμε ευθύς τώρα στην τρίτη που τη λένε Αμερική
Απ τον Αμέρικο Βεσπούτσι, που πρώτος έφτασε εκεί
Βρήκε εκεί πολιτισμούς, των Ϊνκας και των Μάγια
Κι Ινδιάνους με φτερά που μασούσανε παπάγια
Πριν πεντακόσια χρόνια έφτασαν με πλοία οι Ευρωπαίοι
Βρήκανε πλούτο και χρυσό και ξόφλησαν τα χρέη
Σε λίγα χρόνια γέμισε ο τόπος αποικίες
Και Ηνωμένες ύστερα τις είπαν Πολιτείες
Νέα Υόρκη, Μεξικό, Χιλή και Καναδάς
ο Αμαζόνιος ποταμός, δάση κι΄ο Παναμάς

Να που ήρθε κι σειρά της δικιάς μας της Ευρώπης
Που γνώση και πολιτισμό, της χρωστάει η ανθρωπότης
Εδώ είναι που αναπτύχθηκε του κόσμου η ιστορία
Εδώ που ανακαλύφθηκαν τα τρένα και τα πλοία
Η Ευρώπη λένε ήτανε του Αγήνορα η κόρη
που ο Δίας της αγάπησε κι΄άρπαξε με το ζόρι
Στο χάρτη αν δεις ενώνονται η Ευρώπη κι η Ασία
και έτσι ονομάζονται, αν θες και Ευρασία
απ’ όλες τις Ηπείρους τη λένε Γηραιότερη
όμως απ τις υπόλοιπες,είναι η ομορφότερη




Δύο ήπειροι έχουν μείνει, κι οι δύο μακριά
Τη μια τη λένε Αυστραλία, καγκουρώ έχει πολλά
Ζουν εκεί εκατομμύρια, στα αστικά τα κέντρα
Και έχει κοάλα ζωηρά, που βγαίνουνε στα δέντρα
Τελευταία η Ανταρκτική, κι ειν απ’ όλες πιο μικρή
Και ούτε ένας άνθρωπος, ποτέ δε ζει εκεί
Αυτή που λέτε βρίσκεται, στο Νότιο τον Πόλο
Καλύπτεται από χιόνι, ολόκληρο το χρόνο
Θαλάσσιοι ελέφαντες και κάτι πιγκουίνοι
Τολμάν εκεί να ζήσουνε μα τρέμουνε κι΄εκείνοι

Έτσι λοιπόν κάπου εδώ, τελειώνει το ταξίδι
Τις πέντε Ηπείρους μάθαμε, λιγάκι σαν παιχνίδι
Ασία είπαμε Αφρική, Αμερική κι Ευρώπη
Αυστραλία κι Ανταρκτική που ούτε ζουν ανθρώποι
Σε μία ώρα ταξιδέψαμε, ολόκληρη τη Γη
Στο σπίτι ας γυρίσουμε, προτού ο ήλιος βγεί
Να πάς στο κρεβατάκι σου, λίγο να κοιμηθείς
Και σαν ξυπνήσεις το πρωί, θα ξαναθυμηθείς
Στους φίλους σου θα πάεις να πεις, για τον μικρό Ερμή
Που όμορφα σε ταξίδεψε και γνώρισες τη Γη

































Τρίτη 31 Μαΐου 2011

ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ)

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Πρόσωπα:
1. Αφηγητής (κύριος Παραμυθάς)
2. Γίγαντας
3. Μάγισσα
4. Κακός Λύκος
5. Γριά
6. Πινόκιο
7. Δικαστής
8. Κοντορεβυθούλης
9. Χιονάτη
10.Σταχτοπούτα

ΣΚΗΝΗ 1

Η σκηνή μας είναι ένα δάσος με δέντρα, ένα παγκάκι , ένα μικρό μπαούλο και μια βιβλιοθήκη στην άκρη της σκηνής.  Στο κέντρο της σκηνής μπροστά  στέκεται ο αφηγητής, κρατώντας ένα βιβλίο.

Αφηγητής: Γεια σας παιδάκια και καλωσορίσατε στο μαγεμένο δάσος. Ναι, μάλιστα, αυτό είναι το
                  μαγεμένο δάσος και αν αναρωτιέστε τι γυρεύει μια βιβλιοθήκη στη μέση του δάσους, το
                  ομολογώ εγώ είμαι ο ένοχος γι’ αυτό.  Εγώ την έφερα, γιατί άκουσα ότι θα χουμε
                  επισκέπτες σήμερα, εσάς δηλαδή. Και σκέφτηκα , δεν υπάρχει  καλύτερος τρόπος να
                 διασκεδάσω τους  μικρούς μου φίλους από το να τους  διαβάσω ένα παραμύθι. Νομίζω
                 θα συμφωνήσετε και σεις , ότι δεν έχει τίποτα πιο μαγικό, σε ένα μαγικό δάσος , από ένα
                  μαγικό παραμύθι.
                  Αλλά , πόσο αγενής είμαι! Ξέχασα να συστηθώ, εγώ είμαι ο κύριος Παραμυθάς.
                  Όχι , δεν με βάφτισαν παραμυθά. Αλλά νομίζω ότι καταλάβατε κιόλας γιατί με
                  φωνάζουν έτσι . Είναι που λατρεύω να διαβάζω παραμύθια σε παιδάκια σαν και εσάς.
                  Αν είστε έτοιμοι ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

(Ο αφηγητής κάθεται στο παγκάκι στη μέση της σκηνής και αρχίζει να διαβάζει το παραμύθι )

Αφηγητής  :  Μια φορά κι΄ έναν καιρό που λέτε παιδιά μου, μακριά , πολύ μακριά απ΄εδώ, ζούσε
                     ένας μεγάλος κακός γίγαντας , που είχε ένα ζευγάρι ψηλές κόκκινες μπότες . Όταν
                     τις φορούσε έτρεχε γρήγορα σαν άνεμος, και τότε δεν του ξέφευγε κανείς, ούτε
                     μεγάλος, ούτε παιδί.

(Μπαίνει ο γίγανας στην άκρη της σκηνής και στέκεται με τα χέρια στη μέση και κτυπώντας θυμωμένα το πόδι.)

Γίγαντας: Με συγχωρείς! Τι ήταν αυτό που μόλις διάβασες στα παιδιά ?

Αφηγητής: (με απορία) Τι διάβασα ? Μα, παραμύθι φυσικά. Δεν γνωρίζεις το παραμύθι του
                                      κοντορεβυθούλη?

Γίγαντας : (πλησιάζει) Φυσικά και το γνωρίζω, αφού είμαι από τους κεντρικούς ήρωες.

Αφηγητής: Αχ, μη μου πεις ότι έχω την τιμή να συνομιλώ με τον κύριο Κοντορεβυθούλη
                  αυτοπροσώπως.


Γίγαντας: (τρανταχτά γέλια και κρατώντας την κοιλιά του) Πλάκα έχεις . Σου μοιάζω εγώ για
                 κοντός ή για ρεβυθούλης?

Αφηγητής: (με χαζό ύφος) Λάθος έκανα ε? Τα παθαίνω συχνά κάτι τέτοια. Δε θα ξαναπροσπαθήσω
                                           να μαντέψω, ρεζίλι γίνομαι. Καλύτερα πες μου εσύ ποιος είσαι.

Γίγαντας : Καλά άνθρωπε μου, είσαι εντελώς κου-κου ? Hallo? Δύο δεκατέσσερα ύψος, κόκκινες
                 μπότες ? Σου θυμίζουν κάτι ?

Αφηγητής: Για να΄μαι ειλικρινής, όχι .

Γίγαντας : Ωχ αδελφέ μου, εσύ θα με τρελλάνεις. Ο γίγαντας είμαι!! (με δυνατή αργή φωνή)

Αφηγητής : (με έκπληξη) Ωωωω, δίκιο έχεις. Τώρα που το λές μοιάζεις πολύ με γίγαντα.

Γίγαντας : Αφού είμαι γίγαντας, με τι θα έμοιαζα ? Με την κοιμωμένη καλλονή ?

Αφηγητής: Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω κύριε γίγαντα. Πως είστε ? Τι κάνετε?
                 (χειραψία και κτύπημα στον ώμο.)

Γίγαντας: Να σου πω, περνούσα μια χαρά κάνοντας τη βόλτα μου - ξέρεις περπατώ λιγάκι
                μιας και έχω πάρει λίγα κιλά - (χαιδεύει την κοιλιά του) έκανα τη βόλτα μου λοιπόν
                όμορφα κι ωραία και ξαφνικά τι  ακούω?

Αφηγητής: Τι ακούς?( με φανερό ενδιαφέρον και αγωνία)

Γίγαντας : (θυμωμένα) Εσένα να διαβάζεις στα παιδιά (δείχνει) αυτό το αισχρό, απαίσιο, γεμάτο
                  ψέματα και κακοήθειες παραμύθι. Και οφείλω να σου ομολογήσω πως έχω θυμώσει
                  πάρα πολύ.

Αφηγητής: (τρομαγμένος) Μα, κύριε γίγαντα μου, εγώ, να ,ότι γράφει διαβάζω (ψελλίζει)
                    Εξάλλλου, το παραμύθι  δεν το διάλεξα εγώ! Κάποιοι κύριοι απ΄εκεί πίσω (δείχνει τα
                    παρασκήνια) μου είπαν, θα ρθουν παιδιά σήμερα επίσκεψη στο μαγεμένο δάσος και
                    εσύ θα τους διαβάσεις τον κοντορεβυθούλη.  Ήθελες να απογοητεύσω τα παιδιά?

Γίγαντας:   Και για πες μου, εσύ το βρίσκεις σωστό να λες αυτά τα πράγματα για μένα στα παιδιά?
                  (χαμογελά και χαιρετά τα παιδιά) Γεια σας παιδιά! Το ξέρεις ότι με προσβάλλεις;

Αφηγητής:  (απολογείται) Επαναλαμβάνω, εγώ ένα παραμύθι όλο κι όλο ήρθα να τους διαβάσω.
                    Έτυχε σήμερα να είναι ο «κοντορεβυθούλης», δεν έχω τίποτα μαζί σου προσωπικό.

Γίγαντας : Ένα παραμύθι έ? Και τόσα παραμύθια αυτό βρήκες ? Άκους εκεί «μεγάλος και κακός
                 γίγαντας που κυνηγάει παιδιά». Δεν ντρέπεσαι να τα τρομάζεις έτσι ? Πάλι καλά που
                 δε σ΄άφησα να  το διαβάσεις όλο γιατί τα καημενούλια θα χαν όλα εφιάλτες απόψε.

Αφηγητής: Λες ε? Τι να πω και εγώ , εγώ να τα ψυχαγωγήσω ήθελα, όχι να τα τρομάξω. Συγνώμη
                  παιδάκια μου δεν ήθελα να σας τρομάξω.

Γίγαντας: Και όχι μόνο τα τρομάζεις αλλά δημιουργείς  και άσχημες εντυπώσεις,  και όχι μόνο  
                για μένα αλλά και όλους τους γίγαντες εκεί έξω. Τι νόμισες δηλαδή ? Ότι επειδή
                είμαστε λίγο πιο ψηλοί από το κανονικό και έχουμε και λίγα κιλάκια παραπάνω , πάει να
                πει ότι δεν έχουμε καρδιά ? Δεν έχουμε αισθήματα κι εμείς ?(κλαίει)
Αφηγητής: Άχου, δες τον πως κλαίει – και με τα δάκρυα που χύνει αυτός θα πλημυρίσουμε εδώ
                   μέσα. Έλα, έλα τώρα , κάτσε εδώ δίπλα μου και μην κλαις ( τον καθίζει δίπλα του και
                   τον  παίρνει αγκαλιά). Έλα τώρα, ησύχασε. Δεν ήθελα να σε πληγώσω.

Γίγαντας: Τώρα τι θα πιστεύουν όλα αυτά τα παιδιά για μένα ? (κλαίει περισσότερο) Για δες πως με
                κοιτάζουν όλα, με φοβούνται, το καταλαβαίνω.

Αφηγητής: Τι λες καλέ που σε φοβούνται ? Δε σε φοβούνται, ε παιδιά ?

Παιδιά:     …………………(όχι)

Αφηγητής : Τον αγαπάμε εμείς τον γίγαντα , δεν τον αγαπάμε?

Παιδιά : …………………(ναι)

Αφηγητής: Και ξέρουμε ότι ούτε κακός είναι, ούτε κυνηγάει μικρά παιδάκια , έτσι δεν είναι ?

Παιδιά: …………………(ναι)

Αφηγητής: Είδες βρε που κάθεσαι και κλαις άδικα , σ΄αγαπάνε τα παιδιά. Τ΄άκουσες και συ.

Γίγαντας : Αλήθεια ρε παιδιά, μ΄αγαπάτε? Δε με φοβάστε ?

Παιδιά: ………….(ναι)

Γίγαντας: Ευχαριστώ παιδάκια  μου, τώρα με κάνατε τον πιο ευτυχισμένο γίγαντα του κόσμου.
                Να΄στε καλά.

( ο αφηγητής ανοίγει το μπαούλο, παίρνει ένα σεντόνι, το ξετυλίγει και του το δίνει)

Αφηγητής: Άντε τώρα, έλα , σκούπισε τα δάκρυα σου.

(ο γίγαντας παίρνει το σεντόνι, σκουπίζει τα μάτια του και φυσά τη μύτη του δυνατά)

Γίγαντας :  Με συγχωρείς, είναι που είμαι ευαίσθητος. Δεν ήθελα να δημιουργήσω
                  πρόβλημα.

Αφηγητής: Κανένα πρόβλημα, είχες ανάγκη να ξεσπάσεις .

Γίγαντας :  Και αυτό? (δείχνει το πάτωμα που δήθεν έχει σχηματιστεί λιμνούλα από τα δάκρυα του)
                  
Αφηγητής: Ωχ, πλημμυρίσαμε. Πάλι καλά που σταμάτησες να κλαις γιατί θα θέλαμε κανώ να
                   φύγουμε απ΄εδώ. (Ο γίγαντας θίγεται και κάνει να ξαναρχίσει το κλάμα) Μηηηηηηη!!
                   Μη ξαναρχίσεις να κλαις. ( τον διατάζει) Δες, δες , υπάρχει λύση.  Μην μου
                   στενοχωριέσαι για τίποτα. Θα φέρω γω μια σφουγγαρίστρα να τα μαζέψω. (ο αφηγητής
                   σηκώνεται και γλυστρά στα δάκρυα , αλλά ισορροπεί , φέρνει μια σφουγγαρίστρα από
                   τα παρασκήνια, να μαζέψει τα δάκρυα)  Έλα, λίγο πάνω τα ποδαράκια. (ο γίγαντας που
                   κάθεται στο παγκάκι μαζεύει πάνω το σεντόνι και ψηλώνει τις ποδάρες του για να
                   σφουγγαρίσει ο αφηγητής από κάτω) Έτσι μπράβο.Βλέπεις ? Είναι όλα μια
                   χαρά. Ούτε γάτα , ούτε ζημιά. (τελειώνει και παίρνει τη σφουγγαρίστρα πίσω,
                  σκουπίζοντας το μέτωπο του κουρασμένος)

Γίγαντας:  Ευχαριστώ , είσαι πολύ καλός. (του δίνει και το σεντόνι και ο αφηγητής αρπάζοντας το
                  από μια ακρούλα αηδιασμένος το πετά στο μπαούλο)

Αφηγητής: Και συ καλύτερος. Κι αφού είσαι τόσο καλός , θα σου κάνω το χατήρι και δε θα πω το
                  παραμύθι που μιλά άσχημα για σένα.

Γίγαντας:  Αλήθεια, θα το κάνεις αυτό για μένα ?

Αφηγητής: Αλήθεια .

Γίγαντας:  Πολύ ωραία! Αλλά ,μην με παρεξηγήσεις κιόλας που σε ρωτώ, πως μπορώ να είμαι
                  σίγουρος ότι δε θα το πεις μετά που θα φύγω?

Αφηγητής : (ψευτοθυμωμένα) Α, δες μου το γίγαντα που θέλει και διαβεβαιώσεις. Ωραία λοιπόν.
                  (στέκεται στο κέντρο της σκηνής και  ψηλώνει το δεξί του χέρι για όρκο).Σήμερα ( λέει
                  την ημερομηνία ) εγώ ο κύριος παραμυθάς, κάτοικος της οδού Φαντασίας νούμερο
                  σαράντα έξι χιλιάδες δεκατρία του μαγεμένου δάσους , δίνω την επίσημη μου υπόσχεση,
                  ενώπιον των παιδιών που μας βλέπουν, εσένα τον γίγαντα, αλλά και της σοφής
                  κουκουβάγιας, που μάλλον τώρα κοιμάται, ότι «όχι μόνο δεν θα διαβάσω σήμερα  το
                  παραμύθι αυτό αλλά ούτε και θα διαβάσω ποτέ ξανά  παραμύθι με γίγαντες».
                  Πείστηκες τώρα?

Γίγαντας :  Πέρα για πέρα. Με συμπαθείς δηλαδή..

Αφηγητής: Φυσικά. Αφού είδα με τα ίδια μου τα μάτια ότι δεν είσαι τίποτα από όλα αυτά που
                  περιγράφει το παραμύθι, αν εξαιρέσουμε φυσικά το ότι φορείς κόκκινες μπότες. Κατά
                  τα άλλα δεν είσαι καθόλου κακός, ούτε είδα να κυνηγάς κανένα παιδάκι για να το κάνεις
                  μια χαψιά.
                  Δεν πιστεύω όμως να άρπαξες κανένα κρυφά κρυφά και να μου το παίζεις αθώος?

Γίγαντας:  Μα τι είναι αυτές οι βλακείες που λες? Βλέπεις να λείπει κανένα παιδάκι?

Αφηγητής: Για να δω (στέκεται μπροστά στη σκηνή και κάνει ότι τα μετράει) Όχι, νομίζω είναι όλα
                  εδώ. Απλά είπα να ρωτήσω για να μαι σίγουρος. Υπέροχα λοιπόν! Αφού όλα τα
                 παιδάκια είναι εδώ και εμείς τα χουμε συμφωνήσει, να συνεχίσεις σιγά σιγά τη βόλτα
                 σου, μην νυχτωθείς κι΄όλας στο δάσος, τρομάζεις κ΄εύκολα. Να βρω και εγώ ένα άλλο
                 παραμύθι να πω στα παιδιά που περιμένουν τόσην ώρα. Ε, τι λες και εσύ?

Γίγαντας: Καλά λες, καλύτερα να φύγω γιατί είναι πολύ τρομαχτικό το δάσος όταν σκοτεινιάζει και
                φοβάμαι και τη σκιά μου. (σηκώνεται απότομα και φεύγει βιαστικός) Καληνύχτα φίλε.
                Καληνύχτα παιδιά.

Αφηγητής: Καληνύχτα γιγαντούλη κλαψιαρούλη.









ΣΚΗΝΗ 2

(ο γίγαντας αποχωρεί από τη σκηνή. Ο αφηγητής βάζει το βιβλίο πίσω στο ράφι και διαλέγει ένα άλλο. Επιστρέφει στο παγκάκι, ξανακάθεται και αρχίζει και πάλι να διαβάζει)

Αφηγητής: Μιας και έφυγε ο νέος μας φίλος ας συνεχίσουμε παιδιά, λέγοντας ένα άλλο παραμύθι.
                  Λοιπόν………..Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας καλός βασιλιάς  και μια καλή
                  βασίλισσα που είχαν μια πολύ όμορφη κορούλα. Δυστυχώς όμως η βασίλισσα
                  ξαφνικά αρρώστησε και πέθανε, αφήνοντας το βασιλιά να την θρηνεί και την κορούλα
                  της ορφανή. Δεν πέρασε πολύς καιρός όμως  και ο βασιλιάς πήρε την απόφαση να
                  ξαναπαντρευτεί. Βλέπετε ένας βασιλιάς δεν κάνει να μένει πολύ καιρό χωρίς βασίλισσα.
                  Η καινούργια του σύζυγος όμως ήταν πολύ μοχθηρή και δεν αγαπούσε καθόλου την
                  μικρή κορούλα του.  Ήταν μια πολύ κακιά μητριά που όλη μέρα κοιταζόταν στον
                  καθρέφτη της ρωτώντας τον  αν είναι αυτή η πιο όμορφη στον κόσμο, γιατί μόνο αυτό
                  την ένοιαζε.

(στη σκηνή μπαίνει η μάγισσα και μισοκρύβεται πίσω από τη βιβλιοθήκη)

Μάγισσα: (βήξιμο)

Αφηγητής: (κοιτάζει γύρω γύρω να δει ποιος βήχει)

Μάγισσα: (πιο δυνατό βήξιμο)

Αφηγητής: Ποιος είναι ρε παιδιά? Ένα βήξιμο ακούω. Μήπως βήχει κανένας από εσάς?

Μάγισσα: (πλησιάζει) Δεν είναι τα παιδιά που βήχουν, εγώ είμαι.

Αφηγητής: Ω, κρυολογήσατε μαντάμ? Περαστικά σας.Ξέρετε, έχει ένα φαρμακείο λίγο έξω από το
                 δάσος, να πάτε να πάρετε κανένα σιροπάκι και παστίλιες για το λαιμό.

Μάγισσα: Δεν έχω κρυολόγημα, μην ανησυχείς. Απλά ήθελα να σου τραβήξω την προσοχή.

Αφηγητής: Μα, διαβάζω παραμύθι στα παιδιά. Δεν βλέπεις ότι με διακόπτεις?

Μάγισσα:  Κι΄εγώ ακριβώς, να σε διακόψω ήθελα.

Αφηγητής: Ήθελες να με διακόψεις ? Και γιατί παρακαλώ?

Μάγισσα: Δεν μ΄άρεσε το παραμύθι που διάλεξες να πεις.

Αφηγητής: Δεν σ΄άρεσε? Το παραμύθι της Χιονάτης ? Το πιο διάσημο παραμύθι στον κόσμο?

Μάγισσα : Ακριβώς.

Αφηγητής: Παράξενο πράγμα. Στους περισσότερους αρέσει αυτό το παραμύθι και μάλιστα είναι
                  από τα πιο αγαπημένα. Και για ποιο λόγο παρακαλώ δεν σου αρέσει εσένα?

Μάγισσα: (κάθεται δίπλα του) Αυτό δεν είναι το παραμύθι που μιλά για μια κακιά βασίλισσα που
                 θέλει να είναι η ομορφότερη στον κόσμο και με δόλο προσπαθεί να σκοτώσει την κόρη
                 του άντρα της , τη Χιονάτη γιατί είναι δήθεν ομορφότερη?

Αφηγητής: Μπράβο, αυτό είναι , είδες που το γνωρίζεις καλά? Και λοιπόν ?

Μάγισσα: E, λοιπόν , για μένα μιλά το παραμύθι.

Αφηγητής: Για σένα? Χιονάτη μου, κοριτσάκι μου, εσύ είσαι ? (της πιάνει το χέρι με θέρμη)

Μάγισσα: (τραβώντας πίσω το χέρι της) Ε, όχι και κοριτσάκι κοτζάμ γυναικάρα. Η βασίλισσα είμαι
                 καλέ. Δεν με βλέπεις που είμαι πιο ώριμη, πιο κομψή, έχω την ομορφιά των …….άντα?

Αφηγητής: Των πάντα ?

Μάγισσα:  Σιγά μην έχω και των κοάλα. Των ..άντα καλέ, δεν άκουσες που λένε, τι τριάνα, τι
                 σαράντα?

Αφηγητής: Τι πενήντα, τι εξήντα , (γρήγορα) εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα , εκατό . Φτού και
                  βγαίνω.

Μάγισσα:  Το παρατράβηξες τώρα. Μεταξύ τριάντα και σαράντα είμαι και πολλά σου λέω.

Αφηγητής: Να τα εκατοστήσεις γλυκιά μου.

Μάγισσα: Ευχαριστώ, αν και θα πρεπε να ξέρεις ότι για μας, τους ήρωες των παραμυθιών, δεν
                 μετρά στην πραγματικότητα ο χρόνος, δε γερνούμε δηλαδή. Διαφορετικά θα
                 μασταν όλοι αιωνόβιοι. Κατά κάποιο τρόπο είμαστε τυχεροί μπορώ να πω. (γελά με
                 ευχαρίστηση) Είναι τα καλά του επαγγέλματος.

Αφηγητής: Ημερομηνία γέννησης έχετε όμως έτσι ?Και δε μου λες? Πότε έχεις γενέθλια, τι ζώδιο
                  είσαι ?

Μάγισσα: Άσε τα ζώδια τώρα και έχουμε βγει εντελώς εκτός θέματος.

Αφηγητής: Και ποιο είναι το θέμα για να΄χουμε και καλό ερώτημα?

Μάγισσα:  Σου είπα, δε συμφωνώ με το παραμύθι που διάλεξες να πεις στα παιδιά.

Αφηγητής: Ούτε εσύ? Κοίτα να δεις σύμπτωση.

Μάγισσα: Τι εννοείς ούτε εγώ ?

Αφηγητής: Να, δεν έχει πολλή ώρα που είχα ακριβώς την ίδια συζήτηση με τον ένα γίγαντα. Ούτε
                  αυτός ήθελε να διαβάσω το παραμύθι  στα παιδιά. Ξεκίνησα να τους διαβάσω τον
                  κοντορεβυθούλη αλλά του χαλούσε την εικόνα του λέει και τρόμαζα τα παιδιά.

Μάγισσα: Πολύ καλά στα είπε ο γίγαντας. Και τώρα ακριβώς τα ίδια κάνεις με μένα. Με
                 κακολογείς και δεν μπορώ να σε αφήσω να το κάνεις αυτό. Το παραμύθι σου είναι
                 γεμάτο ανακρίβειες.

Αφηγητής: Ώχου, πες το μου κι΄αυτό.

Μάγισσα: Θα στο πω,  αμέ! Όσα λέει είναι βλακείες.(σηκώνεται θυμωμένη) Με αποκαλεί μάλιστα
                 μάγισσα   ενώ εγώ μια απλή κοπέλλα είμαι σαν όλες τις άλλες, με τη διαφορά ότι ο
                 πολυαγαπημένος μου σύζυγος είχε μια κόρη από προηγούμενο γάμο. Και εγώ, όχι , απλά
                 για να δεις τη καλή ψυχή έχω, δεν άφησα το γεγονός αυτό να σταθεί εμπόδιο στο γάμο
                 μας. Όχι κύριε.  Είμαστε μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια και ντροπή σε αυτόν που
                 ισχυρίζεται το αντίθετο.Και ντροπή σου και σένα που με κακολογείς.

Αφηγητής: Με συγχωρείς αλλά, αν κατάλαβα καλά, μου λες ότι έχετε καλές σχέσεις με τη Χιονάτη?

Μάγισσα:  Κοίταξε , δεν είμαστε δα και οι καλύτερες φίλες, έχουμε κάποια μικροπροβληματάκια,  
                  αλλά δεν προσπάθησα να την σκοτώσω κι΄όλας όπως γράφει αυτό το χαζό παραμύθι.

Αφηγητής: Χαίρομαι , χαίρομαι. Και για να σε ρωτήσω και κάτι άλλο. Αληθεύει ότι ρωτάς κάθε
                  μέρα το μαγικό καθρέφτη σου αν είσαι η ομορφότερη στον κόσμο? Ή δεν υπάρχει ο
                  μαγικός καθρέφτης?

Μάγισσα: A, o μαγικός καθρέφτης, άλλη μια παρεξηγημένη ιστορία. Αλλά ας τα πάρουμε τα
                πράγματα με τη σειρά τους. Ο συγκεκριμένος καθρέφτης υπάρχει, ή μάλλον υπήρχε,  
                αλλά δεν ήταν και ο πιο μαγικός καθρέφτης του κόσμου. Ξέρω πολλούς άλλους
                καθρέφτες που έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις . Έχω ακούσει μάλιστα για κάποιους
                καθρέφτες που σε δείχνουν πιο ψηλό, ή πιο χοντρό και άλλους που αν σταθείς απέναντι
                τους βλέπεις τον εαυτό σου εκατό φορές. Εμένα ο δικός μου ο καθρέφτης δεν έκανε
                τίποτα από όλα αυτά , σε έδειχνε αριβώς όπως είσαι.

Αφηγητής: Και δεν έχει φωνή όπως λέει το παραμύθι? Δεν μπορεί να βλέπει όλες τις κοπέλες στον
                  κόσμο και να βρει την ομορφότερη?

Μάγισσα: Και τι νόμισες πως είναι ο καθρέφτης μου, δορυφόρος στο διάστημα που βλέπει παντού?
                 Όχι βέβαια. Το μόνο που έβλεπε ήταν αυτό που είναι μπροστά του. Όσο για το αν μιλά,
                 σ΄αυτό έχει δίκιο το παραμύθι. Και φωνή είχε και μιλούσε, να μη σου πω παραμιλούσε.

Αφηγητής: Γιατί το λες αυτό?

Μάγισσα: Γιατί ήταν τόσο φλύαρος που δεν σταματούσε να μιλάει λεπτό. Μ΄ είχε τρελλάνει.
                Έλεγε, έλεγε, και τι δεν έλεγε. Ήθελε να ξέρει όλα όσα γίνονται στο παλάτι, να είναι για
                τα πάντα ενημερωμένος και να έχει και άποψη. Ποιος ξέρει, ίσως να έφταιε το ότι ήταν
                κλεισμένος όλη μέρα σε ένα δωμάτιο και δεν πήγαινε πουθενά. Ίσως να ένοιωθε                
                μοναξιά. Γι΄αυτό και όταν τον επισκεπτόμουν με τάραζε στις ερωτήσεις, δε με άφηνε να
                φύγω αν δε μάθαινε όλα τα νέα. Ούτε δημοσιογράφος να ήταν.

Αφηγητής: Κρίμα είναι ο καημένος. Ξέρεις τι ? Θα πρεπε να τον βγάζεις και  λίγο έξω να παίρνει
                   αέρα, τι τον έχεις κλεισμένο σε ένα δωμάτιο όλη μέρα? Φαίνεται κοινωνικός, θα ήθελε
                   να έχει περισσότερες γνωριμίες και να κάνει κανένα καινούργιο φίλο.

Μάγισσα: Να τον βγάλω έξω λες ε? Είναι που δεν ξέρεις για το τι είναι ικανός. Την τελευταία
                 φορά που τον έβγαλα έξω και μίλησε με κόσμο ρεζίλι με έκανε. Ποιος νομίζεις ότι
                 έσπειρε όλες αυτές τις κακοήθειες για μένα?

Αφηγητής: Αυτός?

Μάγισσα: Αυτός, αμ’ ποιος? Ήθελε να με εκδικηθεί βλέπεις και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία.
                 Και τη βρήκε μια μέρα που έλειπα για δουλειές και τον έβγαλαν οι υπηρέτριες έξω για
                 να καθαρίσουν το δωμάτιο του και είπε να ανοίξει το στόμα του και δεν το έκλεινε με
                 τίποτα. Και τι δεν είπε για μένα. Μέχρι που γύρισα και τους βρήκα όλους μαζεμένους
                 γύρω του, υπηρέτες και προσωπικό, να τον ακούνε σαν υπνωτισμένοι.
Αφηγητής : Μη μου λες.  Φαντάζομαι τη σκηνή, ο καθρέφτης στη μέση και όλοι αυτοί γύρω να
                   παρακολουθούν με γουρλωμένα μάτια. Και τι τους έλεγε που το έβρισκαν τόσο
                   ενδιαφέρον?

Μάγισσα : Δεν άκουσα και πολλά γιατί μόλις έφτασα το έκλεισε το στοματάκι του και έκανε τον
                  ανήξερο. Όσο για τους υπόλοιπους έτρεξαν αμέσως να φύγουν να γλυτώσουν την
                  κατσάδα. Τα μαθα όμως σύντομα τα κατορθώματα του. Όπως και ο υπόλοιπος κόσμος .
                  Τα γνωστά που ξέρετε και σεις. Και να λοιπόν πως κάποιος αθώος αποκτά άσχημη φήμη,
                  με το που ανοίγει το στόμα του ένας κομπλεξικός καθρέφτης. Και πες μου τώρα εσύ ,
                  πώς να απαλλαγώ από τις κακές φήμες τώρα εγώ, που με χει κάνει βούκινο και όπου
                  πάω με δαχτυλοδείχνουν?

Αφηγητής:  Πω,πω ! Ποτέ δε φαντάστηκα ότι μπορούσε ένας απλός καθρέφτης να κάνει τόσο κακό.

Μάγισσα:  Πολύ κακό και ακόμα περισσότερο. Μέχρι που έφτασαν τα νέα στα αυτιά του βασιλιά
                  και τσακωθήκαμε άσχημα. Δεν είναι λίγο πράγμα να μαθαίνει ότι η γυναίκα του
                  αποπειράθηκε τάχα να σκοτώσει την κόρη του. Ε, όσο να΄ναι , κλονίστηκαν οι σχέσεις
                  μας. Προσπάθησα όμως να τον πείσω ότι όλα αυτά είναι ψέματα, και ευτυχώς
                  βλέπουμε και έναν πολύ καλό σύμβουλο γάμου. Χρειάζεται δουλειά όμως.

Αφηγητής: Καταλαβαίνω.

Μάγισσα : Κι όμως δύσκολο να καταλάβεις το μέγεθος της προδοσίας του. Εγώ, με όλη μου
                  την αγάπη εδώ και τόσα  χρόνια τον φροντίζω, τον γυαλίζω με τα πιο καλά φάρμακα και
                  τον τρίβω με τα πιο απαλά πανιά, να μην γδαρτεί .Και αυτός να μου το ξεπληρώνει έτσι?
                  Μόνο μια εξήγηση μπόρεσα να σκεφτώ γιατί τα είπε όλα αυτά .

Αφηγητής : Ποια ?

Μάγισσα :  Ότι ζήλεψε όταν παντρέυτηκα το βασιλιά. Ήθελε βλέπεις να΄χει την αποκλειστικότητα.

Αφηγητής: Και έτσι να ήταν τα πράγματα σου έκανε τεράστιο κακό. Ντροπή του, του αχάριστου.

Μάγισσα: Γι΄αυτό σου λέω, αγαπητέ μου κύριε, ότι έχει γραφτεί σ΄αυτό το παραμύθι είναι όλα
                 ψέματα και καλά κάνεις να μην τα διαδίδεις και συ. Δεν μπορείς να διανοηθείς τι μπορεί
                 να κάνει ένας ζηλιάρης καθρέφτης με φαντασία.

Αφηγητής: Έχουμε όλοι πάρει μια γεύση νομίζω, άκους εκεί ο ψεύταρος. Να πει όλα
                  αυτά τα πράγματα. Και τώρα , μετά απ΄όλα αυτά , τι απέγινε ο καθρέφτης?

Μάγισσα:  Έσπασε. (ειρωνικά) Εντελώς τυχαία όμως, μια βδομάδα μετά το συμβάν. Χίλια
                  κομματάκια έγινε. Κρίμα, και ήταν ωραίος ο καημένος, να μας φύγει έτσι ξαφνικά.
                  Ακόμα τον κλαίω. ( βγάζει ένα μαντήλι μαύρο και σκουπίζει την άκρη του ματιού της)

Αφηγητής: Ω, λυπάμαι πραγματικά. Φαίνεται όμως ότι τον τιμώρησε ο Θεός για την κακία του.

Μάγισσα:  Μη μου τα θυμίζεις και αναστατώνομαι. Μα είδες τι πήγε και είπε ? Ότι εγώ, ολόκληρη
                  βασίλισσα, προσπάθησα να σκοτώσω την κόρη του άντρα μου. Και όχι μόνο μία , αλλά
                  τρεις φορές. Μέχρι και δηλητηριασμένο μήλο είπε ότι την τάισα. Ποια ? Εγώ, που με
                 όλα αυτά τα φυτοφάρμακα που κυκλοφορούν βάζω τις υπηρέτριες να πλένουν δυο και
                 τρεις φορές τα λαχανικά και τα φρούτα. Α, και επί τη ευκαιρία, κρατάω πάντα δυο τρία
                 μηλαράκια μαζί μου.  Για δες, τι ζουμερά που είναι, φρέσκα φρέσκα από την τελευταία
                 σοδιά. Θές να δοκιμάσεις ένα? ( βγάζει από τη τζέπη της ένα μήλο και του το προσφέρει)

Αφηγητής: (το παίρνει με δισταγμό ) Ευχαριστώ βασίλισσα μου, φαίνεται νοστιμότατο. Αλλά θα με
                   συγχωρέσει η μεγαλειότητα σου αν δεν το φάω αμέσως . Βλέπεις, έφαγα δύο πιάτα
                   φασολάδα για μεσημεριανό και είμαι ακόμη  λιγάκι φουσκωμένος. Θα το φάω όμως
                   αργότερα. (στα παιδιά) Το είπε και η ίδια κυκλοφορούν πολλά φυτοφάρμακα, πρέπει να
                   προσέχουμε τι βάζουμε στο στόμα μας.

Μάγισσα: Τι είπες?

Αφηγητής: Τίποτα μεγαλειοτάτη. Λέω, θα το φάω σίγουρα το απόγευμα.

Μάγισσα:   Να το φάς, θα σου κάνει καλό και στα έντερα.

Αφηγητής: Δεν έχω καμία αμφιβολία.

Μάγισσα: Να πηγαίνω εγώ τώρα, θα χουμε συμπόσιο απόψε στο παλάτι και άργησα. Και μην
                ξεχάσεις αυτά που είπαμε. Παραμύθι της Χιονάτης, τέλος.

Αφηγητής: Τέλος, τέλος. Μην έχεις καμιά έγνοια. Άντε, πήγαινε όμως εσύ τώρα, θα χεις να και
                   ετοιμαστείς, μη σε κρατάμε άλλο.

Μάγισσα: Φεύγω, αλλά θα σε ανταμείψω για την καλή σου πράξη. Με το που θα πάω πίσω στο
                 παλάτι θα διατάξω να σου στείλουν όχι ένα αλλά δύο μεγάλα καλάθια μήλα.

Αφηγητής: Ω, τι ευγενικό εκ μέρους σου. Μα δεν είναι ανάγκη. Στο καλό να πας , στο καλό. Και
                  καλή διασκέδαση απόψε στο συμπόσιο. Τους χαιρετισμούς μου στο βασιλιά και στη
                  Χιονάτη.

Μάγισσα : (φεύγοντας ) Ευχαρίστως. Αντίο.

Αφηγητής: Αντίο (ανακουφισμένος) Μα είναι τόσο γενναιόδωρη και μεις την είχαμε παρεξηγήσει,
                   καλέ ? Αλλά για καλό και για κακό ας μη φάω το μήλο (ακουμπά το μήλο στο μπαούλο)
                   Και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα να την ειδοποιήσω να μου στείλει αντί μήλα
                   εμφιαλωμένο χυμό, τουλάχιστον αυτοί είναι ελεγμένοι από το Δασικό Υπουργείο
                   Υγείας.

(βγάζει ένα κινητό από τη τζέπη του και καλεί έναν αριθμό)

Αφηγητής: Ναι, παρακαλώ? Παλάτι εκεί ?
                  Το παλάτι της Χιονάτης?
                  Ναι, η μητριά της είναι μέσα?
                  Όχι ? Α, λείπει από το πρωί και δεν έχει έρθει ακόμα. (σιγά ), ευτυχώς πρόλαβα.
                  Μπορώ να της αφήσω ένα μήνυμα? Ευχαριστώ.
                  Ποιος ομιλεί ? Ο Παραμυθάς πέστε της, ξέρει αυτή.
                  Ναι, πείτε της σχετικά με τα μήλα που θα μου έστελνε, όχι τα φύλλα, τα μήλα λέω.
                  (πιο δυνατά) Ναι! Κρατάς σημείωση ? Ωραία . Τα μήλα  λοιπόν να της πείτε να μην τα
                  στείλει.
                  Ναι. Να μην τα στείλει.
                  Πήγα στο γιατρό και μου συνέστησε να αποφεύγω τις φυτικές ίνες .
                  Και τι να στείλει? Χυμούς . Όχι χούμους καλέ, κύριε ελέησον, δεν ακούς? Χυμούς.
                  Ότι χυμούς θέλει, σε κουτί όμως  πες της, να μην χαλάνε. Ναι, να σαι καλά ,ευχαριστώ.

(κλείνει το τηλέφωνο)

                  Πάει κι αυτό. Ξέρετε το γνωστό γνωμικό που λέει ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον
                  κάνει πέρα? Ε, σε τέτοια περίπτωση άστε το καλύτερα, πίνετε καλύτερα χυμούς. Μόνο
                  χυμούς.


 ΣΚΗΝΗ 3

Αφηγητής: Λοιπόν παιδιά μου, όπως διαπιστώσατε κι εσείς θα δυσκολευτούμε λιγάκι σήμερα.
                  (επιστρέφει και αυτό το βιβλίο στο ράφι για να πάρει ένα άλλο) Θα προσπαθήσω να
                  βρω ένα άλλο παραμύθι και ελπίζω να μπορέσω αυτή τη φορά να σας το διαβάσω
                  απερίσπαστος. Για να δούμε ( ψάχνει)
                 Αχά, νομίζω αυτό είναι πολύ ωραίο και ελπίζω να αρέσει και σε σας.
                  (επιστρέφει στο παγκάκι) Αρχίζω λοιπόν..
                 Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που τα κυνηγούσε ένας κακός ..

(Ένας λύκος πλησιάζει σιγά σιγά από πίσω του και τσουπ κάθεται δίπλα του και τον ξαφνιάζει. Ο αφηγητής μόλις τον βλέπει χάνει τη μιλιά του. Ο λύκος με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά του χαμογελά και φαίνονται οι δοντάρες του)

Λύκος:   Συνέχισε ντε, τι σταμάτησες ?  

Αφηγητής: (με πολύ λεπτή φωνή φοβισμένος ) Το παραμύθι ?

Λύκος : Ε, αμ΄τι? Παραμύθι δεν έλεγες ? Συνέχισε.

Αφηγητής: (μόλις που βγαίνει η φωνή του ) Μια φορά και έναν καιρό ήταν ( πιο δυνατά ) ένας
                  παπουτσωμένος γάτος.

Λύκος:  Ποιος παπουτσωμένος γάτος μου λες ? Με κοροιδεύεις τώρα? Αφού άλλο παραμύθι
              διάβαζες.

Αφηγητής: (το παίζει χαζός) Εγώ? Λάθος κάνεις. Εγώ τον παπουτσωμένο γάτο διάβαζα.

Λύκος: A, ναι ? Και τι γυρεύουν  τρία γουρουνάκια στο παραμύθι του παπουτσωμένου γάτου?

Αφηγητής: Ε, να μωρέ ήτανε τα γενέθλια του και πήγανε επίσκεψη, ξέρεις τώρα, φίλοι από παιδιά.

Λύκος: A, ήταν φίλοι από παιδιά?Μπας και πήγαιναν και στο ίδιο σχολείο?

Αφηγητής: Μπράβο, (χειροκροτά) το βρήκες. Στο ίδιο σχολείο πηγαίνανε. Ίδια τάξη , από την
                  πρώτη ως την έκτη δημοτικού. Μιλάμε για πολύ δυνατή φιλία. Στο γυμνάσιο όμως 
                  χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο παπουτσωμένος γάτος προτίμησε την Τεχνική Σχολή.

Λύκος: (ειρωνικά) Ναι, και του έκανε Επιστήμη και τεχνολογία η Ποκαχόντας. Μα με παίρνεις για
             εντελώς χαζό?

Αφηγητής: Μα εγώ? Όχι καλέ μου, εσύ φαίνεσαι τόσο έξυπνος,  το βλέπω στα μάτια σου.

Λύκος : (χαζοχαμογελώντας) Ευχαριστώ! (ξαναθυμώνει) Προσπαθείς να με καλοπιάσεις τώρα?
Αφηγητής: Εγώ,να σε καλοπιάσω (με την πιο γλυκιά φωνή) Μα για ποιο λόγο να να σε καλοπιάσω?

Λύκος:    Λέω, μπορεί να με φοβήθηκες.

Αφηγητής: (σηκώνεται και κάνει βήματα προς τα πίσω προσπαθώντας να απομακρυνθεί ) Εγώ ?
                   Να σε φοβηθώ, γιατί ? Έχεις τόσο συμπαθητική φυσιογνωμία. Κοίταξε σε, φτου σου.

Λύκος: (χαζοχαμογελώντας) Τι να κάνουμε ? Είμαι ωραίος ο άτιμος. (ξαναθυμώνει) Δεν πιστεύω
              να με κοροιδεύεις?

Αφηγητής: Να σε κοροιδέψω ? Εγώ ? Ποτέ. Να στον λόγο της τιμής μου (βάζει το δεξί του χέρι
                  πάνω στην καρδιά του) Εξάλλου δεν πιστεύω να μην στο έχουν πει κι άλλοι το πόσο
                  συμπαθητικός είσαι.

Λύκος :     Αλήθεια , μου το χει πει κ΄η μαμά μου και ……(σκέφτεται) …. Ναι, η μαμά μου πολλές
                  φορές . Δίκιο έχεις.

Αφηγητής: Είδες που στο πα και γω και αμφέβαλλες? Και δεν μου λες, συμπαθέστατε μου,  
                   πως απ΄εδώ?

Λύκος: Να, περνούσα.

Αφηγητής: Και είδες φως και μπήκες. (σιγά) Κέντρο διερχομένων έχουμε καταντήσει.

Λύκος: Τι ?

Αφηγητής:  Τίποτα, καλά έκανες λέω και πέρασες. Καλώς μας όρισες. Να σε κεράσουμε κατιτίς?
                  (πιάνει το μήλο που είναι πάνω στο μπαούλο) Έχω ένα ωραιότατο ζουμερό μηλαράκι,
                   μόλις μου το έδωσαν, αλλά δεν πειράζει , χαλάλι σου.
                  
Λύκος:  Ευχαριστώ αλλά δεν μ΄αρέσουν τα μήλα, μονάχα κρέας τρώω.

Αφηγητής: (με αυστηρό ύφος) Κακώς! Οι γιατροί λένε ότι πρέπει να τρώμε από όλες τις ομάδες
                  τροφών και ειδικά φρούτα. Κάνουν καλό και στην επιδερμίδα.

Λύκος: Δεν μ΄αρέσουν τα μήλα σου λέω. Φάτο εσύ.

Αφηγητής : (στον εαυτό του) Δεν τρελλάθηκα .

Λύκος : Mόνο που δίψασα λιγάκι.

Αφηγητής: Θα σε κερνούσα ένα χυμό, περιμένω άμεση παραλαβή, αλλά βλέπεις αργούνε λίγο
                  ακόμα, μάλλον τώρα συσκευάζονται.

Λύκος: Δεν πειράζει. Ούτε οι χυμοί μ΄αρέσουν. Θα πιω νερό απ΄το ποτάμι φεύγοντας.

Αφηγητής: Αν διψάς πολύ πήγαινε να πιεις και ξανάρχεσαι πάλι, εμείς δεν παρεξηγούμε, ε παιδιά?
                  Ουπς (ο αφηγητής κλείνει με την παλάμη του απότομα το στόμα συνειδητοποιώντας ότι
                  έκανε λάθος που απευθήνθηκε στα παιδιά) Ωχ, την έκανα πάλι την κουτσουκέλα.

Λύκος: (σηκώνεται απότομα και κοιτά γύρω γύρω) Παιδιά? Είπες παιδιά?

Αφηγητής: (προσπαθώντας να επανορθώσει το λάθος του) Όχι, πουλιά είπα , μα δεν ακούς καλά?
                   Μάλλον θέλουνε καθάρισμα τα αυτάκια  σου. ( και δείχνει τις αυτάρες του λύκου)

(ο λύκος τρέχει και κρύβεται πίσω από το παγκάκι)

Αφηγητής : Μα που πήγε ? (κοιτάζει γύρω γύρω και τον ψάχνει)

Λύκος: (ξεπροβάλλει λίγο το κεφάλι του) Σίγουρα δεν μίλησες για παιδιά?

Αφηγητής: ( τον εντοπίζει ) Όχι καλέ μου φίλε, να , είπα μια καληνύχτα στα πουλιά που θα πάνε να
                   κοιμηθούν. Μα , γιατί κρύφτηκες εσύ?

Λύκος: Νόμισα πως είπες παιδιά και ..ξέρεις τα ντρέπομαι πολύ.

Αφηγητής: Ντρέπεσαι τα παιδιά ? (γελάει) Απίστευτο. Και για ποιο λόγο ? Έλα, βγες απ΄εκεί να
                  μην λερώσεις και το ωραίο σου σακάκι και μην ντρέπεσαι τα παιδιάκια. Έλα, να σε
                  γνωρίσω στα καλά παιδιά.

Λύκος: A, έχει παιδιά τελικά ? Και εσύ μου λες για πουλιά και ότι δεν άκουσα καλά. Ψεύτη.

Αφηγητής: Παρεξήγησες, δεν είπα ότι δεν έχει παιδιά, απλά είπα ότι δεν μίλησα στα παιδιά.
                   Κατάλαβες τώρα? Μα γιατί παρακαλώ μου αναστατώνεσαι έτσι ? Εσύ φαίνεσαι
                   τόσο έξυπνος και ώριμος κύριος, για να κάνεις  τώρα δα τόσα καμώματα και να 
                   κρύβεσαι. Μα είναι δυνατόν? Στην ηλικία σου να τρομάζεις έτσι ?

Λύκος:      Σωστά τα λες , μα είναι που έχω παιδικά τράυματα. Βλέπεις στο σχολείο δεν με έκαναν
                 παρέα οι συμμαθητές μου και περνούσα όλα τα διαλείμματα μοναχός. Δεν είχα ποτέ μου
                 φίλους.

Αφηγητής: Δεν το πιστεύω, και γιατί αυτό? Μπας και όταν παίζατε κρυφτούλι έτρωγες τον κόσμο
                   να τους βρεις? ( κάνει ένα χαζό αστείο και γελά τρανταχτά κρατώντας την κοιλιά του)
                   Χαχαχαχαχα.

Λύκος :  Αστείο , πολύ γελάσαμε. Εγώ σου μιλάω σοβαρά και συ κοροιδεύεις .

Αφηγητής: (μετανοιώνει και πιάνει το σοβαρό του ύφος ) Με συγχωρείς, δεν το εννοούσα. Αλλά αν
                  όπως λες δεν είχες ποτέ φίλους, να η ευκαιρία σου να κάνεις. Άντε βγες καλέ απ΄εκεί.

(Ο λύκος βγαίνει διστακτικά και φτιάχνει το σακάκι του, κοιτάχει χάμω ντροπαλός)

Αφηγητής: Έλα πιο μπροστά, μην ντρέπεσαι. (τον φέρνει μπροστά στη σκηνή και του φτιάχνει το
                  σακάκι ) Αγαπητά μου παιδιά…να σας γνωρίσω τον… Ωπ, μα τι χαζός που
                  είμαι , δεν ξέρω  καν τ΄όνομα σου, πως θα σε συστήσω στα παιδιά?

(Ο λύκος του ψυθιρίζει στ΄αυτί και ξανακοιτάζει κάτω ντροπαλά)

Αφηγητής: Λοιπόν παιδιά να σας γνωρίζω τον κ. Ρίκο.

(ο λύκος τον τραβάει απ΄το χέρι και του ξαναψυθιρίζει στ΄αυτί)

Αφηγητής: Συγνώμη, ο κύριος Φίκος.

Λύκος: (θυμωμένα) Λύκος.

Αφηγητής: Τι?

Λύκος: (φωνακτά) Λύκος! Λύκος! Λύκος! Και μετά λες για τα δικά μου αυτιά.
             (χαιδεύει τα μεγάλα αυτιά του) Τα δικά σου πότε τα καθάρισες για τελευταία φορά?

Αφηγητής: (κάνει ότι δεν ακούει το τελευταίο σχόλιο) Σας παρουσιάζω λοιπόν με ιδιαίτερη χαρά
                  και συγκίνηση (υπόκλιση) τον αξιότιμο κ. Λύκο. Καλέ μου φίλε, να σου συστήσω τα
                  παιδιά.

Λύκος: (ντροπαλά) Χαίρω πολύ παιδιά (προς τον αφηγητή) Να κατέβω κάτω για τις χειραψίες?

Αφηγητής: (βάζει το χέρι του μπροστά και δεν τον αφήνει να μετακινηθεί) Μείνε εκεί που είσαι
                   και δεν είναι ανάγκη, είναι πολλά τα παιδιά, θα κουραστείς. Εξάλου οι χειραψίες δεν
                   είναι πια της μόδας. Τώρα πια όλοι κάνουν ένα χάι φάιβ

Λύκος: Τι? Χάι φάι?(HI-FI)

Αφηγητής: Όχι βρε χαζούλη, ούτε χάι φάι, ούτε στέρεο. Χάι φάιβ, να έτσι κάνουνε ( του δείχνει)

Λύκος: (γελά) Πλάκα έχει.

Αφηγητής: Και μιας και γνωριστήκαμε τώρα και γίναμε όλοι μια μεγάλη αγαπημένη παρέα θα μας
                  πεις τώρα  και τον λόγο της επίσκεψης σου? Η να μαντέψω? Ήρθες να επιδιορθώσεις το
                  παγκάκι? Λασκάρισαν λίγο οι βίδες του μετά την επίσκεψη του γίγαντα.

Λύκος: Όχι, δεν επιδιορθώνω παγκάκια, αλλά ένα χέρι βάψιμο άμα χρειαστεί μου φωνάζεις.

Αφηγητής: Θα το χω στα υπόψην . Και τότε, ποιος ο λόγος που μας τιμάς με την παρουσία σου?

Λύκος: Να περνούσα. Έχει τα γενέθλια της η κοκκινοσκουφίτσα αύριο και πάω να της πάρω δώρο.
            Λέω να της πάρω μια καινούργια κάπα, δεν είναι και πολύ της μόδας πια το κόκκινο.

Αφηγητής : Ε, ποτέ. Και γιατί σταμάτησες εδώ ? Μήπως θέλεις την άποψη μου για το χρώμα της
                    κάπας ? Εμένα αν με ρωτάς, κάτι σε μαύρο θα λεγα, το μαύρο είναι πάντα κλασσικό.

Λύκος: Ευχαριστώ για την άποψη σου αλλά δεν είναι γι αυτό που σταμάτησα. Απλά περνώντας σε
            άκουσα  που διάβαζες παραμύθι στα παιδιά. Και μην μου πεις πάλι ότι τους διάβαζες
            τον παπουτσωμένο γάτο γιατί ψέματα θα πεις. Τα τρία γουρουνάκια τους διάβαζες.

Αφηγητής: Ωραία λοιπόν, το ομολογώ, τα τρία γουρουνάκια θα τους διάβαζα, αν με άφηνες.
                  Και λοιπόν?

Λύκος: Και λοιπόν? Και λοιπόν? Πάλι μου κάνεις το χαζό? Βρε κύριε ? Τι λέει το παραμύθι?

Αφηγητής: Για έναν κακό λύκο που κυνηγάει τα γουρουνάκια και σπάει τα σπίτια τους.Ωχ.

Λύκος: Ορίστε, τα βλέπεις? Και μετά ζητάς από τα παιδιά να γίνουμε φίλοι σαν να μη συμβαίνει
               τίποτα?

Αφηγητής: (σκύβει το κεφάλι) Τώρα έκανα κλικ, με συγχωρείς πολύ φίλε μου.

Λύκος: (δένει τα χέρια του θυμωμένος ) Μόνον εάν επανορθώσεις.

Αφηγητής: Ωραία, να επανορθώσω, για να τελειώνουμε. (ψηλώνει το δεξί χέρι για όρκο)
                  Σήμερα ( λέει την ημερομηνία ) εγώ ο κύριος παραμυθάς, κάτοικος της οδού Φαντασίας
                  νούμερο σαράντα έξι χιλιάδες δεκατρία του μαγεμένου δάσους , δίνω την επίσημη μου
                  υπόσχεση, ενώπιον των παιδιών που μας βλέπουν, εσένα τον λύκο, αλλά και της σοφής
                  κουκουβάγιας, που μάλλον τώρα βλέπει το τρίτο της όνειρο, ότι ότι δεν θα ξαναδιαβάσω
                  το παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια…

Λύκος: Και τα εφτά κατσικάκια

Αφηγητής: Ναι.Και τα εφτά κατσικάκια

Λύκος: Και μην ξεχάσεις την κοκκινοσκουφίτσα.

Αφηγητής: Ναι, και την κοκκινοσκουφίτσα. Ωχ με σύγχισες τώρα .  Πάμε πάλι απ΄την αρχή.
                  Σήμερα ( λέει την ημερομηνία ) εγώ ο κύριος παραμυθάς, κάτοικος της οδού Φαντασίας
                  νούμερο σαράντα έξι χιλιάδες δεκατρία του μαγεμένου δάσους , δίνω την επίσημη μου
                  υπόσχεση, ενώπιον των παιδιών που μας βλέπουν, εσένα τον λύκο, αλλά και της σοφής
                  κουκουβάγιας, που μάλλον τώρα βλέπει το τέταρτο της όνειρο, ότι ότι δεν θα
                  ξαναδιαβάσω τα παραμύθια με την κοκκινοσκουφίτσα, τα τρία γουρουνάκια, τα εφτά
                  κατσικάκια, τα οκτώ λάμα , τις δέκα εντολές και όποιοδήποτε άλλο παραμύθι έχει μέσα
                  λύκο. Ουφ, τα είπα. Εντάξει τώρα?

Λύκος:      Εντάξει. Φτάνει να τηρήσεις την υπόσχεση σου.

Αφηγητής: Να είσαι βέβαιος. Μα, δε διψούσες προηγουμένως ? Σου πέρασε κιόλας ή να σου
                  παραγγείλω κάτι? Κανένα αναψυκτικό, φραπεδάκι? Εκτός αν βιάζεσαι να φύγεις.

Λύκος:     Ναι , τώρα που το λες διψάω σαν λύκος (χαχα) Δεν πίνω όμως ούτε αναψυκτικά, ούτε
                φραπέ, μόνο νεράκι του Θεού. Ένα ποτηράκι νερό θα το έπινα ευχαρίστως, έχεις?

Αφηγητής: (κοιτάζει στο μπαούλο) Όχι, δυστυχώς. μόλις μας έλειψε, λυπάμαι πολύ.

Λύκος:     Πάω στο ποτάμι τότε που είναι δροσερό και γάργαρο το νερό. Να προλάβω και το
                 κατάστημα πριν κλείσει , και δε θα της αρέσει της κοκκινοσκουφίτσας αν πάω αύριο στο
                 πάρτυ της με άδεια χέρια.

Αφηγητής: Ναι, ωραία. Πήγαινε πιες το νερό σου, αγόρασε και το δωράκι και μην αργήσεις να
                  επιστρέψεις σπίτι, μην σε ψάχνει κι η μαμά.

Λύκος:      Όχι όμως αν δεν αποχαιρετίσω τους νέους μου φίλους, μην με πάρουν και για αγενή.

Αφηγητής: Άντε τότε, χαιρέτα και τα παιδιά.

Λύκος: Χάι φόρ παιδιά ( δείχνει τέσσερα δάχτυλα)

( ο αφηγητής τον παίρνει κοντά και του ξαναεξηγεί τον σωστό τρόπο να χαιρετά)

Λύκος: (διαμαρτύρεται ) Μα πως μπορώ να κάνω άνθρωπε μου χάι φάιβ με τέσσερα δάχτυλα?

Αφηγητής: Ουπς, ναι σωστά.

Λύκος: Λοιπόν , χάι φορ παιδιά και τουρουλού. Μα τι νοστιμούλια που είστε, ώχου σας.

Αφηγητής: Χάι και έφυγες λύκε, άντε στο καλό και τις ευχές μας στην κοκκινοσκουφίτσα για τα
                   γενέθλια της.

ΣΚΗΝΗ 4

Αφηγητής: Απολογούμαι πραγματικά παιδιά μου, αλλά όπως βλέπετε και σεις δεν είναι δικό μου το
                  φταίξιμο. Εμένα μου είπαν να έρθω εδώ πέρα και να διαβάσω ένα παραμύθι όλο κι όλο.
                  Τώρα πως βρέθηκαν όλοι αυτοί εδώ δεν το ξέρω. Ένα μόνο ξέρω, ο κόσμος να χαλάσει
                  το παραμύθι θα σας το διαβάσω. Μόνο που θα πρέπει να διαλέξω και πάλι κάτι άλλο
                  και ελπίζω αυτή τη φορά να μην έχουμε πρόβλημα. Για να δούμε…

(διαλέγει ένα άλλο βιβλιο και επιστρέφει στο παγκάκι αλλά μετροφυλλώντας τις σελίδες τον παίρνει ο ύπνος.Σε λίγο ξεκινά να ροχαλίζει, ακούει το ροχαλητό του και ξυπνά τρομαγμένος)

Αφηγητής: Ωχ, τι έπαθα ο καψερός. Συγνώμη παιδιά μου, με πήρε λιγάκι ο ύπνος. Είναι που μας
                  καθυστέρησαν οι απρόσκλητοι επισκέπτες και πέρασε η ώρα. Λοιπόν ας συνεχίσουμε με
                  το παραμύθι μας . Μια φορά και έναν καιρό που λέτε, ήταν ένα ζευγάρι που
                 προσπαθούσε για χρόνια να αποκτήσει ένα παιδάκι. Ο Θεός τους λυπήθηκε και
                 απέκτησαν τελικά ένα γλυκό κοριτσάκι που το ονόμασαν Ραπουνζέλ.

(μια γριά με μπαστούνι μπαίνει αργά αργά στη σκηνή, παραπατά και πέφτει μπροστά στο παγκάκι)

Αφηγητής: Ωχ, θεέ μου, γιαγιά είσαι καλά? Έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς.

Γριά:      Ευχαριστώ νεαρέ μου. Να χεις την ευχή μου.

Αφηγητής: Μα πως και τέτοια ώρα στο δάσος ? Σχεδόν έχει νυχτώσει. Δεν έπρεπε να βρίσκεσαι
                  στο σπιτάκι σου και να ετοιμάζεσαι για ύπνο?

Γριά:      Θα πρεπε, αλλά βλέπεις τον τελευταίο καιρό έχω αυπνίες και περπατώ στο δάσος μήπως
              και νυστάξω.

Αφηγητής: Καλά και συ γιαγιά κάνει το δάσος για βόλτες βραδυάτικα? Θα πέσεις από κανένα
                  γκρεμό και θα τσακιστείς. Γιατί δεν πίνεις καλύτερα κανένα γαλατάκι να χαλαρώσεις?

Γριά : Α, το γάλα μου προκαλεί αέρια,άσε που είναι και παχυντικό, μόνο τσάι πίνω.

Αφηγητής: Ε όχι, πες μου τώρα ότι προσέχεις και τη σιλουέτα σου.

Γριά: Φυσικά και την προσέχω, αφού είμαι και χειμερινή κολυμβήτρια. Δε μου φαίνεται ότι
                προσέχω?

Αφηγητής: Πως, πως. Τέτοια κορμοστασιά δεν έχω ματαξαναδεί. Μπράβο σου, μια χαρά είσαι.
                   Και έχεις πρόβλημα με αυπνίες ε? Άσχημο πράγμα . Τηλεόραση δοκίμασες να δεις?
                  Όποιο κανάλι και να βάλεις, μα το Θεό θα αποκοιμηθείς αμέσως.

Γριά:  Δεν μ΄αρέσει το χαζοκούτι, ούτε και να περιορίζομαι στο σπίτι , άμα θέλω να δω καλή ταινία
           πάω στο θέατρο ή σινεμά.

Αφηγητής: (με έκπληξη) Μη μου πεις. Και, ποια ταινία παρακολούθησες τελευταίως?

Γριά: Για να θυμηθώ.

Αφηγητής: Με το πάσο σου, δε βιαζόμαστε , έχουμε καιρό.Για σένα δεν είμαι πολύ σίγουρος.

Γριά: Λοιπόν, θυμήθηκα. Το..ωχ το ξέχασα πάλι.

Αφηγητής: Άστο, δεν πειράζει, μην μου σκορσάρεσαι και πάθεις και τίποτα.

Γριά:(πετάγεται πάνω με ενθουσιασμό) Α, ναι! Τον πόλεμο των άστρων. Λατρεύω τις περιπέτειες.

Αφηγητής: Για δες μου τη γιαγιά που της αρέσουνε οι περιπέτειες. Να σου πω όμως κάτι γιαγιά?
                  Ο πόλεμος των άστρων έπαιζε στον κινηματογράφο πριν από καμιά εικοσαετία. Τα
                  άστρα αυτά έχουν πεθάνει εδώ και καιρό. Μπας και έχεις δει άλλες ταινίες πιο
                 πρόσφατες  αυτό και δεν το θυμάσαι?

Γριά:  Βρε, με πέρασες για καμιά ξεμωραμένη γριά που έχει πάθει αμνησία? Απλά τώρα η ταινία
           Ξαναπαίζεται. Έχει γίνει νέο version, δεν το μαθες ? Μα που ζεις ?

Αφηγητής: Έλα ντε, πού ζω και δεν το ξερα ότι έγινε νέο version της ταινίας? Μάλλον έχω μείνει
                  λίγο πίσω.

Γριά: Μάλλον. Φαίνεται ότι είσαι λίγο εκτός.

Αφηγητής: Τι να κάνουμε γιαγιούλα? Σε μερικούς αρέσει ο κινηματογράφος και σε άλλους
                   αρέσουν άλλα πράγματα , πιο ποιοτικά. Εγώ ας πούμε, προτιμών το διάβασμα.

Γριά:  Και  μένα μ΄αρέσει. Έχω ολόκληρη βιβλιοήθηκη γεμάτη βιβλία αλλά είμαι και συνδρομητής
          σε πολλά περιοδικά. Μ΄αρέσει να ενημερώνομαι , ειδικά για θέματα τεχνολογίας και
          υπολογιστών. Η αλήθεια όμως είναι ότι τελευταίως το παραμέλησα λιγάκι το διάβασμα.
          Τώρα με το διαδύχτιο παρασύρομαι και σπαταλάω πολλές ώρες  μπροστά στην οθόνη. Έχω
          κάνει φίλους και  παίζουμε και σκάκι ον λάιν.(On line)

Αφηγητής: Εξ’ ού και οι αυπνίες.

Γριά: Τι είπες? Δεν σε άκουσα καλά.

Αφηγητής: Ποιος κερδίζει λέω? Στο σκάκι.

Γριά: Μα εγώ φυσικά. Είμαι άπαιχτη! Αλλά δεν μου πες, εσένα τι σου αρέσει να διαβάζεις?

Αφηγητής: A, εγώ διαβάζω παραμύθια , όσο μπορώ δηλαδή, γιατί υπάρχουν κάποια εμπόδια
                   τελευταίως.

Γριά: Εμπόδια? Μυωπία δηλαδή ? Βάλε παιδάκι μου φακούς ή ακόμα καλύτερα αν είναι πολλοί οι
          βαθμοί κάνε λέιζερ να ξενοιάζεις μια κι΄έξω. Κοίτα με εμένα, έχω κάνει λέιζερ και τέρμα τα
          προβλήματα. Τώρα βλέπω σαν γεράκι.

Αφηγητής: Όχι, δεν είναι πρόβλημα οράσεως που έχω. Αλλά να , κάθε φορά που πιάνω να διαβάσω
                  ένα παραμύθι στα παιδιά, κάτι συμβαίνει και μας διακόπτουν. Και τα καημένα τα παιδιά,
                  έχει τόση ώρα που περιμένουν και ένα παραμύθι δεν κατάφερα να τους πω.

Γριά: Ποια παιδιά? Δεν βλέπω παιδιά εδώ.

Αφηγητής: (στα παιδιά) Είναι που μετά το λέιζερ βλέπει σαν γεράκι. Δεν τα βλέπεις τόσα παιδιά  
                   που κάθονται εκεί?

(η γριά σηκώνεται και πάει κούτσα κούτσα προς την άκρη της σκηνής. Ο αφηγητής τρέχει πίσω της και την αρπάζει να μην πέσει κάτω από τη σκηνή)

Αφηγητής: Σιγά σούπερ γιαγιά. Βάλθηκες να σκοτωθείς σήμερα ή μπορείς να πετάς κιόλας?

Γριά : A, να τα παιδιά , δίκιο είχες. Τ΄αγαπάω πολύ τα παιδιά ξέρεις , αργότερα να παίξουμε κάτι
           όλοι μαζί, ε?

Αφηγητής: Ναι, θα παίξουμε σχοινάκι, θα σε αφήσουμε να πηδήσεις εσύ πρώτη, που σαι και
                   γυμνασμένη. Είναι και περιορισμένος ο χρόνος σου μην σ΄έχω στην αναμονή.

Γριά : Ωραία.

Αφηγητής: Αλλά, λέω, αν δεν σε πειράζει. Γίνεται να τελειώσουμε το παραμύθι πρώτα που το
                   καθυστερούμε τόση ώρα?

Γριά: Ναι, αμέ. Πες το παραμύθι πρώτα και παίζουμε μετά. Ποιο παραμύθι θα πεις?

Αφηγητής: (κοιτάζει το βιβλίο που κρατούσε) Για να θυμηθώ γιατί πες πες το ξέχασα κι εγώ. Α, ναι
                   την Ραπουνζέλ ετοιμαζόμουν να τους πω.

(η γριά κτυπάει το μπαστούνι της με θυμό)

Γριά: Την Ραπουνζέλ? Την Ραπουνζέλ?

Αφηγητής: (πάει και κάνει ότι χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο  και επιστρέφει)
                   Ναι, γιατί? Δε σ΄αρέσει η Ραπουνζέλ? Μήπως είναι πολύ παλιό για τα γούστα σου?
                   (φωνάζει ειρωνικά )Μήπως να μας φέρεις κανά περιοδικό υπολογιστών από αυτά που
                   σου αρέσουν? Εγώ τη Ραπουνζέλ θέλω να πω και τελείωσε.

(η γριά αρπάζει με βία το βιβλίο , κάθεται στο παγκάκι και το κρατάει σφικτά)

Γριά : Δε θα το πεις αυτό. (φωνάζει με οργή) Ακούς ? Δε θα το πεις αυτό! (τον απειλεί με το
                   μπαστούνι)

Αφηγητής : (χτυπά και κείνος το πόδι του θυμωμένα ) Κ.α.ι γ.ι.α.τ.ί π.α.ρ.α.κ.α.λ.ώ?(αργά)

(Η γριά παθαίνει μια κρίση αμνησίας και δε θυμάται τίποτα, κοιτάζει γύρω γύρω με απορία)

Γριά: Γιατί ,τι ?

Αφηγητής: Γιατί να μην το διαβάσω?

Γριά : Ποιο?

Αφηγητής: (χτυπά με το χέρι το κεφάλι του) Το βιβλίο καλέ. Τώρα δεν μου άρπαξες το βιβλίο και  
                   είπες να μην το διαβάσω?

Γριά: Κάνε μου τη χάρη παιδί μου και μη φωνάζεις, μου προκαλείς πονοκέφαλο. Και εξήγησε μου
          απλά τι λες , τι βιβλίο σου άρπαξα και δεν σ΄αφήνω να το διαβάσεις. Και γιατί να μην το
          διαβάσεις?

Αφηγητής: Εμένα ρωτάς? Εσύ είπες να μην το διαβάσω.

Γριά: (καταβάλλει προσπάθειες να θυμηθεί ) Αλήθεια ? Έτσι είπα ? Ε, για να το πω κάποιο λόγο θα
            είχα.

Αφηγητής: Δεν μας τον λες και εμάς να τον μάθουμε καλέ γιαγιά να μην μείνουμε με την απορία?
                  Αλλά άσε μην σε βασανίζω, κάτσε να το σκεφτούμε μαζί. Το παραμύθι είναι η
                  Ραπουνζέλ. Και εσύ για να μη θες να διαβάσουμε τη Ραπουνζέλ πάει να πει ότι κάτι 
                  κακό λέει για σένα το παραμύθι.

Γριά : (Κοιτάζει το βιβλίο και διαβάζει τον τίτλο) Ραπουνζέλ! (Θυμάται) Ραπουνζέλ ?? Α, τώρα
                 θυμήθηκα. Ναι, σίγουρα λέει πολύ κακά πράγματα για μένα το παραμύθι.Μα, εσύ πώς
                 το κατάλαβες?

Αφηγητής: E, τι να σου πω, μου συμβαίνει συχνά τελευταίως. Για να καταλάβεις είναι το τέταρτο
                   παραμύθι που ξεκινώ να διαβάσω σήμερα στα παιδιά και παρουσιάζεται από το
                   πουθενά ένας από τους ήρωες του παραμυθιού και διαμαρτύρεται.

Γριά : Παιδιά? Ποια παιδιά?

Αφηγητής : Άντε πάμε απ’ την αρχή. Τα παιδιά , πριν λίγο δε στα σύστησα? Τα ξέχασες κιόλας?

Γριά: Ναι, δεν ξέρω τι έχω πάθει σήμερα, συνήθως έχω πολύ καλή μνήμη.

Αφηγητής: Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι πρώτη φορά σήμερα παρουσιάστηκε το πρόβλημα. Δεν
                  μου λες όμως γιαγιά, θυμάσαι τουλάχιστον ποια είσαι , γιατί λίγο απίθανο το βλέπω να
                 είσαι η  Ραπουνζέλ.

Γριά: Όχι δα και η Ραπουνζέλ, η γιαγιά της είμαι.

Αφηγητής: (έκπληκτος) Η γιαγιά της?

Γριά : Μάλιστα , η γιαγιά αυτού του τρελλοκόριτσου. Εγώ τη μεγάλωσα, στα πούπουλα την είχα.
          Οι γονείς της έφυγαν όταν ήταν μωρό ακόμα, κόρη του γιου μου ήταν, την ανάλαβα εγώ και
          τη μεγάλωσα. Και να το ευχαριστώ που πήρα.

Αφηγητής: Τι εννοείς?

Γριά : Ότι φάνηκε αχάριστη! Αυτό εννοώ. Της είχα τα πάντα, το σχολείο της , τα ιδιαίτερα της,
           κομπιούτερ, μπαλέτο και ότι ήθελε της το  αγόραζα. Μέχρι και τον πύργο μου πούλησα για
           να τα βγάλω πέρα με τα έξοδα της ,και τώρα ζω σ’ ένα δυαράκι στο δάσος. Έκανα τα πάντα
           για αυτήν , αλλά δεν εκτίμησε τίποτα. Ήτανε από μικρή αντιδραστικό παιδί. Είναι
           που έφυγαν και οι γονεις της βλέπεις, δεν το ξεπέρασε ποτέ.

Αφηγητής: Αλήθεια? Αυτό δεν το ξερα. Μα γιατί άφησαν το παιδί τους πίσω? Δεν το αγαπούσαν?

Γριά:  Το αγαπούσαν, πως. Μα δεν μπορούν όλοι να αντέξουν την ευθύνη ενός παιδιού.

Αφηγητής : Δεν καταλαβαίνω.

Γριά :          Αχ, αγαπητέ μου , πόσα λίγα ξέρεις για παιδιά.  Πάρε για παράδειγμα εμένα !
                    Μεγάλωσα την εγγονή μου την Ραπουνζέλ μονάχη μου , με χίλες δυσκολίες, με τόσα
                    βάσανα , και αυτή τον πρώτο που ερωτεύτηκε, σηκώθηκε κι έφυγε μαζί του και έριξε
                    πίσω της μαύρη πέτρα. Ξέχασε την γιαγιά της που τόσο την αγαπούσε. (κλαίει) Τη
                    γιαγιά της που  πούλησε τον δεκαόροφο πύργο της και 26 στρέμματα εύφορης γης για
                    να μπορέσει να πάρει αυτή το μάστερ της στα οικονομικά.

Αφηγητής : Αλήθεια γιαγιά ? Έκανες έτσι θυσία ? (κλαίει επίσης )

Γριά : (μιλάει κλαίοντας ) Ναι, θυσίασα τον ωραίο μου πύργο. Και μόλις τον είχα ανακαινίσει.

Αφηγητής : (μιλάει κλαίοντας) Μα λες για τον πύργο έξω από το δάσος ? Αυτόν με την πισίνα και
                    την κλειστή αίθουσα κινηματογράφου ?

Γριά : Αυτόν .

Αφηγητής : Και γω στη θέση σου θα κλαιγα (κλαίει περισσότερο) Ήταν τεράσια η θυσία σου.
                    (συνέρχεται λιγάκι) Τον πούλησες σε καλή τιμή τουλάχιστον ?

Γριά: (συνέρχεται και αυτή) Δεν έχω παράπονο, φύλαξα  και λίγα χρήματα για τα γεράματα , δε
             φτάνει η σύνταξη βλέπεις.

Αφηγητής : Πάλι καλά.

Γριά: Βλέπεις λοιπόν παιδί μου, άλλο τι γράφει το παραμύθι και άλλη η πραγματικότητα.
          Τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση δεν έκανα τίποτα απ΄όσα λέει το παραμύθι. Ούτε στον
          πύργο την είχα κλειδωμένη την Ραπουνζέλ, αντίθετα έβγαινε συνεχώς, ούτε και τα μαλιά της
          έκοψα ποτέ. Αν εξαιρέσουμε μια φορά που γέμισε ψείρες και δεν υπήρχε άλλη λύση.

Αφηγητής: Μα κολλούν και οι ήρωες των παραμυθιών ψείρες? Φοβερό.

Γρια : Εσύ τι λες , να γλυτώνανε ? Ψείρες είναι αυτές, δεν κάνουν διακρίσεις. Σου το λέω όμως,
          αυτή ήταν η μία και μοναδική φορά που την κούρεψα και αυτό για να μην την κοροιδεύουν
          οι φίλες της . Φίλες να σου πετύχουν .  Δεν ξέρεις τις πριγπήπισσες τι ξιπασμένες που είναι.
          Ειδικά εκείνη η Πεντάμορφη, νόμιζε ότι εκείνη είναι και καμία άλλη. Την παίδευε πολύ την
          καημένη την Ραπουνζέλ. Αλλά ευτυχώς την έστειλε ο πατέρας της τελικά στο τέρας και
          ησυχάσαμε απ΄αυτήν.

Αφηγητής: Δηλαδή , αυτό που μου λέτε όλοι σήμερα είναι ότι τα παραμύθια δεν ….

Γρια : Τα παραμύθια είναι ακριβώς αυτό που λέει τ΄όνομα τους. Παραμύθια και τίποτα άλλο. Το τι 
           ζήσαμε εμεις και το τι γράφτηκε στο χαρτί για να το διαβάζετε εσείς στα παιδιά είναι δύο
           διαφορετικά πράγματα. Είναι κρίμα όμως γιατί κακολογούνται άδικα αθώοι
           άνθρωποι .(παύση)

Αφηγητής: Και αθώα ζώα , σαν το λύκο .

Γριά :  Ακριβώς, επειδή ένας συγγραφέας αποφάσισε να γράψει μια ιστορία όπως την ήθελε αυτός
           μας παίρνει όλους το ποτάμι. Και θα σου δώσω μερικά μόνο παραδείγματα λανθασμένων
           συμπερασμάτων που βγαίνουν από τα παραμύθια. Κράτα εσύ το λογαριασμό
(αφηγητής μετρά με τα δάχτυλα)
Ένα – οι γίγαντες κυνηγούν και τρώνε μικρά παιδάκια
Δύο – οι μητριές είναι κακιές και αγαπούν μόνο τα δικά τους παιδιά
Τρία – εγώ η γιαγιά της Ραπουνζέλ, την είχα κλειδωμένη και την κακοποιούσα
Τέσσερα – όταν οι βασιλιάδες ξαναπαντρευτούν τότε οπωσδήποτε η νέα τους σύζυγος θα πάσχει από ναρκισσισμό και θα προσπαθήσει να δολοφονήσει την κόρη του.
Πέντε-  όλοι λύκοι είναι κακοί
Έξι- όλα τα κατσικάκια  είναι χαζά και κάθονται σπίτι περιμένοντας κάποιον να έρθει τα φάει ενώ..
Εφτά – όλα τα γουρουνάκια είναι καλά

Αφηγητής: Και αυτό το τελευταίο λανθασμένο συμπέρασμα είναι ?

Γριά : Ναι. Δεν άκουσες να λένε ποτέ  «αυτός είναι εντελώς γουρούνι » ?

Αφηγητής: Πολλά τα λανθασμένα συμπεράσματα τελικά .

Γριά : Και ακόμη είπαμε μόλις μερικά παραδείγματα. Υπάρχουν άλλα τόσα.  Αλλά, ξέρεις κάτι ?
           Νομίζω ήρθε ο καιρός να κάνουμε κάτι αυτό, όλοι εμείς που έχουμε αδικηθεί επανελειμμένα.
           Να απαιτήσουμε δικαίωση και να αλλάξουν επιτέλους τα πράγματα , (στέκεται και με ύφος
           κήρυκα) ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΑΜΨΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΝΑ
           ΜΠΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ , ΝΑ ΕΡΘΕΙ  Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΣΕ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ, ΝΑ
           ΦΥΣΗΞΕΙ ΑΕΡΑΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ! ΕΔΩ,  ΠΟΥ ΟΙ ΚΑΛΟΙ
           ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΚΑΚΟΙ, ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΤΗΝ ΒΓΑΖΟΥΝ ΚΑΘΑΡΗ, ΝΑ..ΝΑ..
           ΚΑΙ ΘΑ….
(η γριά πνίγεται από τον ενθουσιασμό και βήχει, μέχρι που πέφτει κάτω λιπόθυμη)

Αφηγητής: (την πλησιάζει και της κάνει αέρα) θα μείνεις στον τόπο και ακόμα δεν άρχισες τον
                  αγώνα.

( η γριά συνέρχεται και κοιτάει τον αφηγητή με απορία)

Γριά : Που είμαι ? Εσύ ποιος είσαι?

Αφηγητής : Ωχ, πάλι έπαθε κρίση αμνησίας. (στη γριά) Ο παραμυθάς είμαι γιαγιούλα, δε θυμάσαι?

Γριά: Ο παραμυθάς? Και τι κάνεις εδώ? Εγώ γιατί είμαι χάμω? Τι έγινε ? Ποια είμαι?

Αφηγητής: Α, είναι σοβαρή η κατάσταση της . (παίρνει το κινητό και τηλεφωνά ) Ναι, παρακαλώ ?
                   Πρώτες βοήθειες ? Ναι, στείλτε παρακαλώ κάποιον εδώ στο μαγεμένο δάσος. Ναι, εδώ
                  στην κεντρική πλατεία, ναι έχουμε επείγον περιστατικό. Ευχαριστώ. Και σύντομα…

(ο αφηγητής συνεχίζει να της κάνει αέρα και σε λίγο έρχονται δύο νοσοκόμοι και την βάζουν να ξαπλώσει σε ένα φορίο ενώ αυτή ξαναρχίζει τα κηρύγματα κουνώντας στον αέρα το μπαστούνι της)

Αφηγητής : Τι άλλο θα δουν σήμερα τα μάτια μας.
                  Αχ παιδάκια μου , χίλια συγνώμη, δεν μου χει ξανατύχει τέτοιο πράγμα, να μαστε μια
                  ώρα εδώ και να μην μπορέσω να σας πω ένα μικρούτσικο παραμύθι. Πόσο ντρέπομαι.
                  Πάει όμως  και το παραμύθι της Ραπουνζέλ, ούτε αυτό δε θα μπορέσω να σας πω.
                   Ξέρετε γιατί, τη λυπάμαι τη γιαγιά, έχει περάσει τόσα δε θέλω να πω άσχημα πράγματα
                   γι΄αυτήν. Καλά τι στο καλό, παραμύθι χωρίς κακούς δεν υπάρχει ?
                   (επιστρέφει το παραμύθι της Ραπουνζέλ και ψάχνει)
                   Να μπορέσουμε να το πούμε και εμείς με την ησυχία μας και να μην υπάρχει κανείς
                   παραπονούμενος ?
                   Γιατί,  όπως και να το δει κανείς ένα δίκιο το χουν και οι κακοί που δε θέλουν να
                   μιλούν άσχημα γι΄αυτούς και ειδικά αφού δε φταίνε σε τίποτα.
    
(ενώ ψάχνει κατεβαίνει από ψηλά μια κουκουβάγια κρατώντας ένα μήνυμα τυλιγμένο σε περγαμηνή)

Αφηγητής :  Μπα ? Η σοφή κουκουβάγια ? Τέτοια ώρα και είσαι ακόμα ξύπνια ? Μα τι βλέπω? Τι
                    έχεις στο πόδι σου δεμένο ? Ένα μήνυμα ? ( το παίρνει και διαβάζει) Προς Κύριον
                   Παραμυθά ? Για μένα είναι. Τι να’ ναι πάλι τουτο? (διαβάζει δυνατά)

ΚΛΗΤΕΥΣΗ:

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΕ , ΚΑΛΕΙΣΤΕ ΟΠΩΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕΙΤΕ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΓΕΜΕΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΚΡΕΜΕΊ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΑΣ

ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΙ

Κύριος Γίγαντας Φασόλης
Βασίλισσα Ελεονώρα Ντε Μοχθηριάν
Κύριος Λύκος Γκρι
Κυρία Βεατρίκη Ζελ
και άλλοι

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΣΤΕ ΟΤΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΣΑΣ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ. ΕΠΑΝΕΛΕΙΜΜΕΝΑ ΔΥΣΦΗΜΗΣΑΤΕ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΥΣ  ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΠΡΟΞΕΝΗΣΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ.

(ο αφηγητής αφήνει την περγαμηνή να του πέσει από τα χέρια και κάθεται απελπισμένος στο πάτωμα)

Αφηγητής : Θεέ, μου, δεν το πιστεύω ότι έχουν στραφεί εναντίον μου. Κατηγορούν εμένα?
                   Που το μόνο που ήθελα και προσπαθούσα τόσα χρόνια ήταν να δώσω λίγη χαρά στα
                   παιδιά?  Και βρέθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη ένοχος και ίσως
                   καταλήξω και στη φυλακή. Και ξέρετε ποιο είναι το πιο παράξενο ? Όλοι αυτοί που
                   ήρθαν εδώ σήμερα, το είδατε με τα μάτια σας παιδιά, έφευγαν όλοι χωρίς παράπονο, αν
                   εξαιρέσουμε τη γριά που έφυγε τέζα. Η βασίλισσα μάλιστα μου είχε υποσχεθεί να μου
                   στείλει και δώρο, το θυμάστε. Και τελικά ήταν όλα ψέματα ? Με κοροίδεψαν όλοι τους
                   και έτρεξαν αμέσως να με κατηγορήσουν? Και για κάτι που δε φταίω?
                   Στο κάτω – κάτω δεν τα έγραψα εγώ τα παραμύθια. Πως την έπαθα έτσι? Που να ξερα
                   και γω ότι θα ρθουν έτσι τα πράγματα ? Συγνώμη παιδιά μου, αλλά όπως
                   αντιλαμβάνεστε είναι πολύ σοβαρό το θέμα. Γι αυτό συγχωρέστε με, αλλά
                   νομίζω καλά θα κάνω να πάω σπίτι να σκεφτώ τι θα πω αύριο στο δικαστήριο.
                   Όσο για το παραμύθι, δεν με βλέπω μετά από όλα αυτά να ξαναδιαβάζω ποτέ παραμύθι.
( ο αφηγητής μαζεύει από το πάτωμα την κλήση και ξαναδιαβάζοντας την αποχωρεί από τη σκηνή λυπημένος)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΗΝΗ – Η ΔΙΚΗ

(στη σκηνή του δικαστηρίου υπάρχει το έδρανο του δικαστή και απέναντι στην μια πλευρά κάθονται οι τέσσερις παραπονούμενοι και από την άλλη πλευρά ο παραμυθάς με το δικηγόρο υπεράσπισης  (Πινόκιο). Στην αίθουσα του δικαστηρίου υπάρχει αναβρασμός και όλοι μιλούν μεταξύ τους . Ο δικαστής χτυπά με το σφυρί του για να τους βάλει σε τάξη)

Δικαστής: Ησυχία στο δικαστήριο! Ησυχία είπα! (αμέσως ησυχάζουν όλοι)
                 Καλημέρα σας. Το λόγο που είσαστε εδώ τον γνωρίζετε όλοι γι΄αυτό θα προχωρήσω
                  αμέσως στην έναρξη της διαδικασίας για να μην χρονοτριβούμε. Κατ΄αρχάς είναι όλοι
                  οι ενδιαφερόμενοι παρόντες ? Οι παραπονούμενοι ?

Παραπονούμενοι : Παρόντες!!

Δικαστής: Ο κατηγορούμενος ? Πήρε την κλήση ? Έχει παρουσιαστεί ?

Πινόκιο : (σηκώνεται και δείχνει τον αφηγητή) Μάλιστα εντιμότατε, ο πελάτης μου έχει λάβει την                 
                κλήση και έχει προσέλθει.

Δικαστής: Όλοι παρόντες δηλαδή. Κατηγορούμενε, παρακαλώ όπως προσέλθεις στο εδώλιο.

(ο αφηγητής σηκώνεται και προχωρά στο εδώλιο που είναι δίπλα στην έδρα του δικαστή. Ο δικαστής του απλώνει το ευαγγέλιο για να ορκιστεί)

Δικαστής : Επανέλαβε μετά από μένα. Ορκίζομαι να πω την αλήθεια..

Αφηγητής: Ορκίζομαι να πω την αλήθεια.

Δικαστής: Και μόνον την αλήθεια

Αφηγητής: Και μόνον την αλήθεια.

Δικαστής : Χωρίς φόβο και πάθος.

Αφηγητής : Χωρίς φόβο και πάθος

Δικαστής : Κύριε Παραμυθά, ο δικηγόρος σας μας είπε ότι διαβάσετε το περιεχόμενο της κλήσης.
                  Να υποθέσω ότι διαβάσατε και τις κατηγορίες που αναφέρει ?

Αφηγητής : Μάλιστα εντιμότατε. Τις έχω διαβάσει.

Δικαστής:  Και τις έχετε κατανοήσει ή χρειάζεστε κάποια διευκρίνιση?

Αφηγητής: Μάλιστα εντιμότατε. Τις έχω κατανοήσει, αλλά χρειάζομαι και μια διευκρίνιση.

Δικαστής:  Δηλαδή?

Αφηγητής: Εκτός από τους τέσσερις παραπονούμενους που είναι παρόντες σήμερα στο δικαστήριο,
                   πάνω στην κλήση αναφέρονται και άλλοι . Ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι ?

Δικαστής: Μάλιστα! Οι «άλλοι»  κύριε Παραμυθά είναι όλοι εκείνοι που κατά καιρούς
                 δυσφημήσατε αναφέροντας τους στα διάφορα παραμύθια που διαβάζατε στα παιδιά. Με
                 λίγα λόγια «οι κακοί των παραμυθιών» όπως συνηθίζετε εσείς να τους αποκαλείτε,
                  πράγμα που πρέπει να σας πω, δεν είναι καθόλου υπέρ σας.

Αφηγητής: Και είναι πολλοί αυτοί οι άλλοι?

Δικαστής: Αρκετοί, αλλά όπως αντιλαμβάνεστε δεν έχουμε το χρόνο να τους απαριθμήσουμε έναν
                 έναν κατά τη διάρκεια της δίκης. Αν θέλετε , ζητήστε από το δικηγόρο σας να σας δώσει
                 ένα αντίγραφο της λίστας με όλα τα ονόματα, είναι περίπου δεκαπέντε σελίδες.

Πινόκιο: (ξεροβήχει για να διακόψει) Δεκατεσσερισίμιση σελίδες εντιμότατε.

Δικαστής: Δεκατεσσερισίμιση σελίδες. Λοιπόν, κάποια άλλη διευκρίνιση ή να προχωρήσουμε?

Αφηγητής: Όχι εντιμότατε.

Δικαστής: Παρακαλώ όπως προσέλθεις δικηγόρε υπεράσπισης.

( ο Πινόκιο πλησιάζει και στέκεται μεταξύ του εδώλιου και της έδρας του δικαστή)

Δικαστής : Πως απαντά ο πελάτης σας στις κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί?

Πινόκιο ( με στόμφο) Αθώος ! εντιμότατε.

Δικαστής : Ας προχωρήσουμε λοιπόν με τη δίκη. Παρακαλώ όπως καλέσετε τον πρώτο μάρτυρα.
                  Πήγαινε πίσω στο θέση σου κατηγορούμενε.

(ο αφηγητής κάθεται πίσω στη θέση του)

Πινόκιο (πηγαίνει προς τα παρασκήνια και φωνάζει ) Παρακαλώ όπως προσέλθει ο Κύριος
               κοντορεβυθούλης.

(μπαίνει στην αίθουσα ένας πανύψηλος άντρας, τρεκλίζοντας μεθυσμένος)

Δικαστής: Δικηγόρε, ποιος είναι αυτός?

Πινόκιο: O πρώτος μάρτυρας, ο κύριος κοντορεβυθούλης εντιμότατε.

Δικαστής: (τον κοιτά από πάνω μέχρι κάτω ) Αυτός? Κοντορεβυθούλης? Αφού αυτός είναι πιο
                  ψηλός και από το γίγαντα.

Πινόκιο: Αυτός είναι εντιμότατε. Απλά απ΄τον καιρό που έχει γραφτεί το παραμύθι πήρε μπόι.

(ο Πινόκιο οδηγεί τον κοντορεβυθούλη στο εδώλιο και αυτός αμφιταλαντεύεται να μην πέσει)
( ο δικαστής του δίνει το ευαγγέλιο για να τον ορκίσει αλλά αυτός το αρπάζει με αποτέλεσμα να του πέσει από τα χέρια στο πάτωμα , ο Πινόκιο τρέχει ντροπιασμένος να το μαζέψει)

Δικαστής: Κύριε Πινόκιο, ο μάρτυρας σας είναι μεθυσμένος, αυτό είναι απαράδεχτο.

Κοντορεβυθούλης: (έχει λόξυγκα από το μεθύσι ) Μου επιτρέπεται? Χικ Δεν είμαι μεθυσμένος,
                                Χικ Δεν έχω καν πιει. Χικ

(όλοι οι παραπονούμενοι γελούν)

Κοντορεβυθούλης: Αλλά να κύριε δικαστά μου Χικ, είχα σαρανταένα πυρετό χθες το βράδυ Χικ
                                και τρίφτηκα ζιβανία για να μου περάσει Χικ και τώρα είμαι μια χαρά , έπεσε ο
                                πυρετός Χικ

(όλοι οι παραπονούμενοι γελούν)

Δικαστής : Σε βλέπω πόσο καλά είσαι , περδίκι. Χικ ουπς κόλλησα.

(όλοι οι παραπονούμενοι γελούν)

Δικαστής  Ησυχία εσείς. Χικ. Λοιπόν, απ’ ότι βλέπω δεν είσαι σε θέση να δώσεις πλήρη μαρτυρία 
                 γι΄αυτό θα σε ρωτήσω στα σύντομα δύο πράγματα μόνον και να πας να ξεμεθύσεις.

Κοντορεβυθούλης : Μα είπαμε δεν είμαι μεθυσμένος! Χικ , χικ.

Δικαστής : Πες μου λοιπόν, γνωρίζεις το γίγαντα ?

Κοντορεβυθούλης : Μάλιστα. Χικ

Δικαστής: Τον βλέπεις σε αυτήν την αίθουσα? Είσαι σε θέση να τον αναγνωρίσεις?

Κοντορεβυθούλης : Μάλιστα. (γυρίζει προς τους παραπονούμενους και προσπαθεί να δείξει με το
                                 δάχτυλο του αλλά δείχνει και τους τέσσερις ) Να τον . Αυτός είναι .

Δικαστής: Εκεί είναι τέσσερις, ποιον από όλους δείχνεις εσύ?

Κοντορεβυθούλης : Εκείνον εκεί , τον τελευταίο (συνεχίζει να κουνιέται) μα δεν κάθεται και αυτός
                                 σε ένα μέρος. Γιατί μετακινείσαι συνεχώς γίγαντα? Με ζάλισες.

(όλοι οι παραπονούμενοι γελούν)

Δικαστής: Πες μου , ε , σε σένα μιλάω , γύρνα απ’ εδώ ( ο κοντορεβυθούλης γυρνά σιγά σιγά και
                 κοιτάζει κατάμματα τον δικαστή) Λοιπόν, μιας και αναγνώρισες τον γίγαντα , πες μου.
                 Αληθεύουν τα περιεχόμενα του παραμυθιού που αναφέρεται σε σας τους δυο? Δηλαδή
                 προσπάθησε να σε κυνηγήσει και να σε σκοτώσει?

Κοντορεβυθούλης : Όχι κύρ δικαστά μου, αυτό δεν αληθεύει Χικ. Με το γίγαντα μάλιστα  είμαστε
                                και πολύ καλοί φίλοι, αθλούμαστε παρέα ταχτικά.

Δικαστής : Μπάσκετ?

Κοντορεβυθούλης : Όχι, πινγκ – πονγκ.  Εγώ κάνω το πινγκ και ο γίγαντας το πονγκ.

(όλοι οι παραπονούμενοι γελούν, μαζί και ο δικαστής)

Δικαστής : (γελώντας ) Ενδιαφέρον. Διαψεύδεις δηλαδή το περιεχόμενο του παραμυθιού ?

Κοντορεβυθούλης : Το διαψεύδω.

Δικαστής :  Άμε στο καλό τότε και κοίταξε να πιεις κανά καφέ να συνέλθεις. Και που΄σαι, άλλη
                    φορά που θα χεις πυρετό, πιες καλύτερα κανά σιρόπι.

(ο Πινόκιο παίρνει αγκαζέ τον μεθυσμένο ακόμα κοντορεβυθούλη και τον οδηγεί έξω και επιστρέφει με δύο όμορφες κοπέλλες και τις οδηγεί και τις δύο στο εδώλιο όπου στριμώχνονται )

Δικαστής : Ποιες είναι αυτές κύριε συνήγορε (με αυστηρότητα) και γιατί τις έφερες δύο σε ένα ?

(στο μεταξύ οι δύο κοπέλλες είναι στον κόσμο τους, δείχνουν η μια το κινητό της στην άλλη, τα νύχια τους και μιλούν μεταξύ τους περί ανέμων και υδάτων)
Πινόκιο : Η κυρίες Χιονάτη και Σταχτοπούτα.

Χιονάτη – Σταχτοπούτα (και οι δύο με μια φωνή) Δεσποινίς παρακαλώ.(συνεχίζουν να μιλούν)

Πινόκιο : Δεσποινίδες, με συγχωρείτε.

Δικαστής: Κύριε συνήγορε, εδώ στη λίστα με τους μάρτυρες δεν αναγράφεται το όνομα της
                δεσποινίδος (τονίζει) Σταχτοπούτας , μόνο της δεσποινίδος (τονίζει) Χιονάτης. Γιατί αυτή
                η αλλαγή?

Πινόκιο: Εντιμότατε, απλά επειδή έχουμε να κάνουμε με δύο παρόμοιες περιπτώσεις, δηλαδή την
               δήθεν κακοποίηση των μαρτύρων μας από τις  μητριές τους, πήρα το θάρρος και κάλεσα
               και τη Σταχτοπούτα. Πιστεύω ότι η μαρτυρία της θα είναι επίσης πολύ χρήσιμη.

Δικαστής: Καλώς δικηγόρε. Αν και έπραξες εκτός κανονισμών, θα τη δεχτώ τη μάρτυρα. (προς τις
                 δύο που συνεχίζουν να μιλούν για τα δικά τους) Αν έχουν την καλοσύνη οι δεσποινίδες
                 να μας δώσουν λίγο από τον πολύτιμο τους χρόνο.

Πινόκιο: Ευχαριστώ.

Δικαστής: Λοιπόν ας αρχίσουμε με την δεσποινίδα Χιονάτη. Πες μου λοιπόν παιδί μου , τι
                  ακριβώς συμβαίνει με την μητριά σου? Και φτύσε σε παρακαλώ τη τσίχλα.

( η Χιονάτη βγάζει την τσίχλα και την κολλά στο εδώλιο)

Χιονάτη : Άσε κύριε δικαστά μου , από τότε που τα βρήκε μαζί της ο πατέρας μου και μας την
                 κουβάλησε , μου έχει κάνει τη ζωή πατίνι να πούμε.

Δικαστής: Πατίνι? Τι λέει η μάρτυρας συνήγορε?

Πινόκιο: Της έχει κάνει δύσκολη τη ζωή.

Χιονάτη : Πατίνι λέμε, μου χει σπάσει τα νεύρα. Και ποιο το αποτέλεσμα? Κοίταξε δέρμα, κοίταξε  
                 μαλλιά, όλα λιπαρά ( βγάζει καθρεφτάκι και βάζει πούδρα στο πρόσωπο της ) και σπάνε
                 και τα νύχια  μου  ( Γυρίζει προς τη μητριά της  και φωνάζει) Και όλα αυτά εξαιτίας της
                 καρακάξας εκεί.

Μάγισσα : Την ακούτε πως μου μιλάει ?

Δικαστής: Να λείπουν οι χαραχτηρισμοί. Σε παρακαλώ, για να συντομεύουμε. θέλω να καταλάβω
               ακριβώς τι συμβαίνει γι΄αυτό πες μου κορίτσι μου. Προσπάθησε η μητριά σου να σε
               σκοτώσει ? Να σε δηλητηριάσει?

Χιονάτη: Χειρότερα κύριε δικαστά μου. Μου διέκοψε την δορυφορική σύνδεση  και όχι μόνο
                αυτό, ακύρωσε και  όλες τις πιστωτικές μου κάρτες. (η σταχτοπούτα την αγκαλιάζει
                με συμπαράσταση) Και ξέρεις τι μου είπε ? Ότι είμαι μια κακομαθημένη και ότι 200
                ζευγάρια παπούτσια που έχω είναι αρκετά. Αν είναι ποτέ δυνατόν , μια πριγκίπισσα να
                μην έχει οικονομική της ανεξαρτησία.

Δικαστής : Δεν ενδιαφέρουν αυτά το δικαστήριο δεσποινίς Χιονάτη, εγώ άλλο σας ρώτησα, αν
                  προσπάθησε να σας αφαιρέσει τη ζωή με οποιοδήποτε τρόπο η μητριά σας.

Χιονάτη: Όχι, (κλαμένα ) αλλά μου στερεί το οξυγόνο, θέλω επειγόντως παπούτσια.

Σταχτοπούτα : Έλα , έλα ησύχασε, θα σε δανείσω απ΄τα δικά μου, έχω μεγάλη συλλογή.

Χιονάτη: Αλήθεια? Τι προτιμήσεις έχεις? Εγώ προτιμώ τα σανδάλια, είναι πολύ της μόδας φέτος.

Σταχτοπούτα: Έχω πολλά, ασημένια, χρυσά, με στρας, και φυσικά γυάλινα ( ενθουσιάζονται)

Χιονάτη : Τέλεια.

Δικαστής: Δεσποινίδες, παρακαλώ, αρκετά με τα παπούτσια . Στο θέμα μας. Χιονάτη, κάτσε κάτω
                 σε παρακαλώ. Τελειώσαμε. (η Χιονάτη κάθεται κάτω και αρχίζει να λιμάρει τα νύχια της) 
                Λοιπόν, Σταχτοπούτα , ας έρθουμε στα δικά σου, ακούω.

Σταχτοπούτα: Ναι ,δικαστά μου. Να έρθουμε και στα δικά μου.

Δικαστής: Λοιπόν?

Σταχτοπούτα: Τι λοιπόν ?

Δικαστής: Σου κάνει και σένα τη ζωή πατίνι η μητριά σου? Με τις θετές σου αδελφές πως περνάτε?

Σταχτοπούτα: Χάλια, χάλια.

Δικαστής: Ώστε αληθεύουν όλα όσα ακούστηκαν ? Σε πεθαίνουν στις δουλειές?

Σταχτοπούτα : Δουλειές ? Εγώ ? α, παπαπα. Ούτε να το σκέφτεσαι. Τι τους έχουμε τους υπηρέτες?
                        Εξάλλου πως θα γίνω μοντέλο με σκασμένο δέρμα και λερωμένα νύχια?

Δικαστής: Και τότε, γιατί είναι η ζωή σου χάλια ?

Σταχτοπούτα : Ε, να κύριε δικαστά μου ! Εκεί που ζούσαμε μόνοι μας με τον πατερούλη, και είχα
                        σχεδόν το παλάτι  όλο στη διάθεση μου, ξαφνικά να σου η γκαγκά με τις χαζόκοτες
                        τις κόρες της να μπουκάρουνε στο παλάτι και να μου στρώνονται στα καλύτερα
                        δωμάτια. Ε,  όσο να΄ναι περιορίστηκα. Και δε σου είπα το χειρότερο.

Δικαστής: Υπάρχουν και χειρότερα ? ( ειρωνικά) Αν είναι δυνατόν.

Σταχτοπούτα : Υπάρχουν. Τώρα που είμαστε περισσότεροι στο παλάτι με  αναγκάζουν να κάνω
                         οικονομία στο νερό. Ξέρεις πόσο καιρό έχω να κάνω ένα αφρόλουτρο?

Δικαστής: Γιατί δεν κάνεις αφρόλουτρο με γάλα, σαν την Κλεοπάτρα? Καλέ ? Μα είστε σοβαρές?
                 Πρώτη φορά βλέπω τόσο κακομαθημένα παλιοκόριτσα. Άντε να μου χαθείτε κι οι δυο.
                 Σα δεν ντρέπεστε. Κανονικά θα πρεπε εσάς να βάλω σε κανένα αναμορφωτήριο με τις
                 βλακείες που μου λέτε και με τα μυαλά που κουβαλάτε.

(Η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα φεύγουν άρων – άρων φοβισμένες )

Δικαστής: Κύριε συνήγορε,  τι μου τις έφερες στο δικαστήριο αυτές? Με ποιο σκεπτικό? Αρχικά
                 μου φέρνεις ένα μεθυσμένο, τώρα τις χαζοχαρούμενες , τι το κάναμε εδώ μέσα? Μπάτε
                 σκύλοι αλέστε?

Πινόκιο : Απολογούμαι εντιμότατε, να καλέσουμε τον επόμενο μάρτυρα?

Δικαστής:  Ωραία, για να δω και γω τη λίστα μου, ποιος είναι ο επόμενος ? Α, τα εφτά κατσικάκια.

Πινόκιο:  Δυστυχώς εντιμότατε, αν και πήραν την κλήση για μάρτυρες δεν θα μπορέσουν να
                παρευρεθούν. Λείπουν στο εξωτερικό, να και το δικαιολογητικό. (του δίνει ένα χαρτί)
                Βλέπετε, ανήκουν στην Εθνική Ομάδα Χάντμπολ και αγωνίζονται σήμερα για τους
               Πανδασικούς Αγώνες μικρών Θηλαστικών.

Δικαστής: Καλώς , άμα είναι για καλό σκοπό. Και ο επόμενος ? (ξανακοιτάζει τη λίστα) Τα τρία
                 γουρουνάκια?

Πινόκιο:  Δυστυχώς εντιμότατε, αν και πήραν την κλήση για μάρτυρες δε θα μπορέσουν να
                παρευρεθούν, με έχουν ενημερώσει ότι ασθενούν και νοσηλεύονται στο Δασικό
                Νοσοκομείο, να και το δικαιολογητικό. (του δίνει ακόμα ένα χαρτί)

Δικαστής: Σοβαρά , αρρώστησαν και τα τρία ταυτόχρονα?

Πινόκιο : Συνηθίζεται αυτό στα τρίδυμα. Βλέπετε, συνήθως όταν αρρωστήσει το ένα κολλούν και
                τα άλλα δύο.

Δικαστής : Και τι έπαθαν ? Κάτι σοβαρό?

Πινόκιο: Μαγουλάδες εντιμότατε. Αν και δεν είναι τόσο σοβαρή ασθένεια, δεν παύει να είναι
               κολλητική και έτσι τα έχουν σε απομόνωση.

Δικαστής: Περαστικά τους τότε. Ποιον έχουμε μετά  στη λίστα μαρτύρων (ξανακοιτάζει τη λίστα).
                 Α, η Κοκκινοσκουφίτσα.

Πινόκιο: Δυστυχώς, δεν μπόρεσε ούτε η κοκκινοσκουφίτσα να παρευρεθεί , ξέρετε έχει τα γενέθλια
               της σήμερα και έχει πολλές ετοιμασίες για το πάρτυ που ετοιμάζει απόψε. Ε, και όπως
               γνωρίζετε, έχει και την γιαγιά της άρρωστη, πόσα να προλάβει μόνη της.

Δικαστής: Αυτό δεν είναι επαρκής δικαιολογία κύριε συνήγορε, κανονικά θα έπρεπε να την
                 κατηγορήσω για ασέβεια προς το δικαστήριο. Ας είναι όμως, αφού έχει γενέθλια και
                 φροντίζει και τη γιαγιά της, θα της τη χαρίσω για πρώτη και τελευταία φορά.

Πινόκιο: Σας ευχαριστώ, είστε πολύ καλός. Με παρακάλεσε όμως να σας πω ότι δεν έχει κανένα
               παράπονο με τον λύκο και μάλιστα μου ζήτησε να τον υπενθυμίσω πως τον περιμένει
               απόψε στο πάρτυ. (προς το λύκο)

Λύκος: Δεν το ξέχασα.

Δικαστής: Οπωσδήποτε, μας έχει μείνει μόνο μία μάρτυρας, η Ραπουνζέλ, έχει έρθει?

Πινόκιο: Δυστυχώς, την Ραπουνζέλ  δε στάθηκε δυνατόν να την εντοπίσουμε. Από ότι έχω μάθει
               είχε φύγει για το ταξίδι του μέλιτος της πριν τρία χρόνια κι ακόμα να γυρίσει.

Δικαστής: Μα δεν υπάρχει κανένας άλλος μάρτυρας στη λίστα.  Τελικά ποιον θέλατε να καλέσετε?

Πινόκιο: Μα τον Κύριο Παραμυθά εντιμότατε, νομίζω έχει το δικαίωμα να υπερασπιστει τον εαυτό
               του.

Δικαστής: Φυσικά , ας προσέλθει λοιπόν.

( ο αφηγητής ξαναέρχεται για δεύτερη φορά στο εδώλιο)

Δικαστής: Κατηγορούμενε, σε υπενθυμίζω ότι ο όρκος που έδωσες προηγουμένως εξακολουθεί να
                 ισχύει. Κατανοητό? (ο αφηγητής γνέφει θετικά) Σ΄ακούω λοιπόν.

Αφηγητής: Εντιμότατε δικαστά έχω δηλώσει αθώος στις κατηγορίες που μου προσάπτετε και αυτό
                   για δύο λόγους. Πρώτος είναι το γεγονός ότι τα παραμύθια που διάβαζα μέχρι χτες στα
                   παιδιά, και τα οποία όντως μιλούσαν για κάποιους «κακούς» , τα παραμύθια λοιπόν
                   αυτά δεν τα έγραψα εγώ. Εάν έπρεπε να κατηγορηθούν κάποιοι για δυσφήμηση αυτοί
                   είναι οι συγγραφείς των παραμυθιών. Είναι σαν να πηγαίνεις σε ένα εστιατόριο, να
                  είναι χάλια το φαί και να κατηγορείς τον σερβιτόρο, αντί το μάγειρα που έφτιαξε το φαί.
                  Εάν λοιπόν οι παραπονούμενοι το σκέφτοταν καλύτερα θα καταλάβαιναν ότι
                  κατηγορούν λάθος άτομο. Θα τους παρακαλούσα θερμά να το ξανασκεφτούν.

Δικαστής : Και ο δεύτερος ?

Αφηγητής: O δεύτερος  είναι ότι χτές μόλις γνωρίστηκα για πρώτη φορά και με τους τέσσερις τους.
                  Μέχρι χτες λοιπόν πρέπει να ομολογήσω ότι  δεν γνώριζα ούτε ο ίδιος ότι το
                  περιεχόμενο των παραμυθιών που διάβαζα δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα
                  και ότι οι άνθρωποι αυτοί (ο λύκος ξεροβήχει) και τα ζώα όπως ο λύκος εδώ, δεν είναι
                  καθόλου κακοί. Και αν τους γνώριζα νωρίτερα πιστέψετε με θα άλλαζα επάγγελμα
                  αμέσως.

Δικαστής: H ζημιά που κάνατε όμως, έστω και εν αγνοία σας , δεν παύει να είναι μεγάλη.

Αφηγητής: Ναι και πραγματικά λυπάμαι γι΄αυτό. Ήδη όμως προσπάθησα να επανορθώσω και αυτό
                  έγινε στην παρουσία τους.

Δικαστής: Πώς ?

Αφηγητής : Mετά τη χθεσινή μας συζήτηση υποσχέθηκα και στους τέσσσερις τους ότι δεν θα
                   ξαναδιάβαζα τα παραμύθια αυτά. Επίσης τους σύστησα στα παιδιά και είμαι απόλυτα
                   σίγουρος ότι κανένα παιδί πια δεν έχει κακή εντύπωση γι΄αυτούς.  

Δικαστής : Μάλιστα! Αυτά τα τελευταία παρέλειψαν να μου τα πουν, τι έχετε να πείτε γι΄αυτά
                  κυρίες, κύριε και λύκε?

Γίγαντας :  Λέει αλήθεια ο παραμυθάς. Τουλάχιστον εγώ συναντήθηκα μαζί του χτες και έγιναν
                  όλα όπως τα είπε. Και τώρα νοιώθω απαίσια που εγώ φέρθηκα έτσι.(κλαψουρίζει)

Μάγισσα: Και εγώ συναντήθηκα μαζί του χτες και του χα τάξει και ένα δώρο που ήταν τόσο
                 ευγενικός μαζί μου, αλλά μετά που συναντήθηκα και με τους υπόλοιπους άλλαξα γνώμη.
                 Ίσως να παρασύρθηκα από το θυμό.

Λύκος:  Και εγώ τον συνάντησα χτες, μάλιστα με τη βοήθεια του μίλησα για πρώτη φορά με παιδιά.
              Μου έδειξε και το χάι φορ. Και εγώ ο λύκος του την έφερα πισώπλατα.

Δικαστής: Τελικά , δεν ξέρω τι είστε, καλοί ή κακοί και ποιος έπρεπε να κατηγορείται σήμερα. Εσύ
                  γιαγιά , δεν λες τίποτα?

Γριά : (στέκεται και με ύφος κήρυκα)
            ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΑΜΨΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ
            ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ , ΝΑ ΕΡΘΕΙ  Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΣΕ
            ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ, ΝΑ ΦΥΣΗΞΕΙ ΑΕΡΑΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ!
             ΕΔΩ,  ΠΟΥ ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΚΑΚΟΙ, ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΤΗΝ 
             ΒΓΑΖΟΥΝ ΚΑΘΑΡΗ, ΝΑ..ΝΑ.. ΚΑΙ ΘΑ….(ξανακάθεται με κομμένη ανάσα)

Δικαστής : Α, να και η ρίζα του κακού (απευθύνεται στους άλλους τρεις ) Αυτή σας ξεσήκωσε?

(οι τρεις παραπονούμενοι σκύβουν το κεφάλι και το παραδέχονται)

Δικαστής : Και σεις κάθεστε και ακούτε την γριά ?

(οι τρεις παραπονούμενοι σκύβουν το κεφάλι και το παραδέχονται)

Δικαστής : Και για πείτε μου τώρα τι θα κάνουμε? Θα αποσύρετε τις κατηγορίες ή θα επιμένετε?

Γίγαντας: Εγώ τις αποσύρω.

Μάγισσα: Και εγώ.

Λύκος: Και εγώ επίσης.

Δικαστής : Εσύ επαναστάτρια γριά? Τις αποσύρεις ?

Γριά: Ποιες?

Δικαστής : Τις κατηγορίες εναντίον του Κυρίου Παραμυθά ? Τις αποσύρεις ?

Γριά: Ποιες κατηγορίες ? Ποιος είναι ο Κύριος Παραμυθάς ?

Δικαστής (στους άλλους τρεις) Καμαρώστε την αρχηγό σας. Δε θυμάται καν τ΄όνομα της αυτή.
                 Ωραία λοιπόν , αφού οι τρεις παραπονούμενοι απέσυραν τις κατηγορίες εναντίον σας και
                 η τέταρτη παραπονούμενη είναι για απόσυρση η ίδια, τότε σας απαλλάσω των
                κατηγοριών, είστε ελεύθερος.

Αφηγητής: Ευχαριστώ.

Δικαστής : (στους τέσσερις) Εσείς απαγορεύεται ξαναπαρουσιαστείτε στο δικαστήριο. Όσο για
                  τα παραμύθια, αλίμονο αν δεν υπήρχαν τα παραμύθια. Και τιμή σας, μάλιστα τιμή σας
                  να σας ξέρουν και να σας διαβάζουν τα παιδιά. Και τι έγινε αν είστε οι κακοί των
                  παραμυθιών ? Δεν έχουν και οι κακοί τη χάρη τους ? Χωρίς εσάς δεν θα υπήρχε καν η
                  ιστορία, θα ήταν απλά μια αφήγηση χωρίς ουσία. Εσείς είναι που προκαλείτε το
                  ενδιαφέρον.  Γι΄αυτό μη ζητάτε να αλλάξετε τα πράγματα και αφήστε τον κύριο
                 Παραμυθά και τους γονείς να διαβάζουν τα παραμύθια στα παιδιά. Και να σας πω και
                 ένα μυστικό? Τα παιδιά ξέρουν να ξεχωρίζουν την πραγματικότητα από τη φαντασία,
                 γνωρίζουν τι αληθινά είστε και καθόλου δε σας φοβούνται .
                  Και ξέρετε τι ? Καταβάθος εσάς αγαπάνε περισσότερο , έτσι δεν είναι παιδιά ?

Αφηγητής – Παραμυθάς  :  Και μιας και τα παιδιά δεν άκουσαν τελικά παραμύθι τι λέτε να τους
                  πούμε ένα τραγούδι?

Όλοι μαζι:    Καλή ιδέα

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Αφηγητής -Παραμυθάς: Μια φορά κι έναν καιρό αρχίζει η ιστορία.. ταξίδι να σε πάει

Όλοι μαζί :  ένα δύο τρία

Γίγαντας : Σε μέρη μακρινά, με λίγη φαντασία, με γίγαντες και δράκους

Δικαστής: Με τρένα και με πλοία

Μάγισσα : εκεί ότι ονειρεύεσαι θα το χεις στη στιγμή

Γριά: ιστορίες που  δεν έχει στη δορυφορική

Όλοι μαζί (ρεφρεν)
                Ντίλι ντίλι ντίλι που κάνει το καντήλι
                Ένας γκρίζος γάιδαρος που τρώει το τριφύλι
                Άνοιξε σουσάμι μες τη σπηλιά να μπω
                Άμπρα κατάμπρα  να εξαφανιστώ
                Όλοι μαζί χορεύουμε στον ίδιο το ρυθμό
                Ίνι μίνι μάνι μο, τώρα σας χαιρετώ

Αφηγητής - Παραμυθάς: Και κάπου εδώ παιδιά , τελειώνει η ιστορία…ως την επόμενη φορά

Όλοι μαζί: ένα δύο τρία

Πινόκιο: Πολύ καλά περάσαμε , στ΄αλήθεια σας το λέω (κρατάει τη μύτη του)

Λύκος: Εγώ λιγάκι πείνασα, συγχωρέστε με, δε φταίω (τρίβει την κοιλιά του)

Κοντορεβυθούλης: ώρα λοιπόν να φεύγουμε (χικ) στα σπίτια μας να πάμε

Σταχτοπούτα – Χιονάτη : Και μην ξεχάσετε ποτέ, πολύ σας αγαπάμε

Αφηγητής - Παραμυθάς: ,πάμε το τραγούδι ξανά όλοι μαζί

¨Ολοι μαζί (ρεφρεν )







               






























































         









































               
































12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...