Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

στον συνοικισμό

 Το Σάββατο το δείλις επήα στον συνοικισμό. Επαραγγείλαμε σουβλάκια που τη Φωτεινή, όπως τον παλιό τζιαιρό. Πότε ήταν ο παλιός τζιαρός; Τότε που ήμουν μωρό, τζιαι η μάνα μου νέα, τζιαι έρκετουν τζιαι η αρφή της που την Πάτρα με τα θκυο της μωρά, χωρίς τον θείο μου γιατί ο θείος μου ήταν καπετάνιος τζαι εδούλευκε πάνω στα πλοία. Τι ήταν να κάμει ούλλο καλοτζαίρι η θεία μου με θκυο μωρά στην Πάτρα; Έπιανε τα τζιαι έρκετουν Κύπρο να δει τζιαι τη μάνα της, να δει τζιαι τις αρφάες της να έχουμε τζιαι εμείς τα μωρά παρέα.

Το δείλις επηαίνναμε καμιά θάλασσα, ίσια που έπιασε η μάνα μου την άδεια του οδηγού τζιαι έβαλλε μας ούλλους μέσα τζιαι στο στραφί ετραουδούσαμε ένα τραούδι που ελάλε πία, πία, πίανο, πίανο πίανο, βίο, βίο, βίολα βίο βίο λα τζιαι δώστου λόγια στα γαλλικά δώστου λόγια στα Γερμανικά ιχ μάι πίλλα ίχ μάι πίλλα εφτάνναμε σπίτι λυσσιοπεινασμένοι. Ε, τζαι εθέλαμε σουβλάκια. Μακάρι να καλά η Κυρία Φωτεινή τζιαι ο Κύριος +Αντρέας εταίσαν πολλές γενιές πεινασμένων Καμαρκωτών.
Τζιαι έτσι προχτές είπαμεν να θυμμηθούμε τα παλιά. Θα πάω παρπατητή να τα πιάσω μάμμα, λαλώ της. Έρκουμαι τζ εγώ λαλεί μου. Τζ έτσι επήαμεν παρπατητές οι θκυό μας, με φανταστείς καμιά μεγάλη απόσταση, καμιά πεντακοσιά μέτρα ούλλα τζ ούλλα αλλά ήταν σαν να τζιαι κάμναμε ολόκληρο ταξίδι πίσω στο χρόνο. Τότε που ο συνοικισμός έσφιζε που ζωή, η δική μου η γενιά εγυρίζαμε στες γειτονιές τζ εκάμναμε φασαρία, εβρίσκαμε τα γκομενάκια πίσω που την εκκλησία η εκλείαμε τα ραντεβού μας κρυφά στην αυλή του νηπιαγωγείου. Τζιαι δώστου χαχανητά τζιαι δώστου συνομωσίες.
Στο στραφί με τα σουβλάκια στο σιέρι τζιαι μια τσέντα αναψυκτικά. Εφωνάξαν κάτι γειτόνοι της μάνας μου τζιαι εκοντοσταθήκαμεν. Μαρία, μα εν η κόρη σου τούτη. Ναι λαλείς τους τζιαι εκοντέψαμε να τους πούμε ένα γεια τζιαι να επιβεβαιώσουμε ότι εγώ ήμουν ναι η κόρη της. Μάνα μου, αθθυμούμαστε σε μωρό που έρκεσουν δαμέ δίπλα στην Ε. που επερνούσετε να πιάσετε το λεωφορείο. Επροχωρήσαμε να πάμε σπίτι να μεν γινουν σιόνι τζιαι τα σουβλάκια, ένα πράμα παράξενο να θωρείς τα σπίθκια που ήταν γεμάτα μωρά τζιαι ζωντάνια τζιαι φωνές τωρά να κάθουνται πάνω στες καρεκλούδες τους, κουρασμένοι τζιαι ποκαματισμένοι που τα χρόνια, τζιαι ναν οι αυλάδες όφκαιρες, να μεν ακούεις φωνές, λες τζιαι είναι ολόκληρος ο συνοικισμός ο γονιός μας που εγέρασε.
Λες τζιαι είναι ένα σύνορο τζιαμέ που ήταν η σειρά με τα καφενεία πρώτος ο καφενές που ήταν παλιά του Ζαχαρία που μας έκαμνε τζιαι οφτό, μετά το μπακκάλικο του Πάμπου, το μαχαζί της Κυρίας Μαρούλλας του Κίκη που επουλεν τα πάντα, τα σουβλάκια της Φωτεινής. Τζιαι ο ναός του Αποστόλου Βαρνάβα, ο πρώτος που εχτίστηκε την ώρα που εκτίζετουν ο συνοικισμός, ένα λυόμενο, που μέσα σε τζείνον το λυόμενο ναό εκάμαμεν γάμους τζιαι εβαφτίσαμε μωρά.
Τζιαι αριστερά ήταν ο συνοικισμός. Δεξιά δεν είσιε τίποτε. Τωρά δεξιά εκτίστηκε ο μοντέρνος ο ναός, ο τεράστιος με τους τρούλλους τζιαι τους πολυελαίους τζιαι τα ψηφιδωτά. Εκτιστήκαν τα σπίθκια τα νέα, τα μεγάλα, τα μοντέρνα, τα τεράστια, με τες μεγάλες αυλές τζιαι τες φοινιτζιές. Οι πουποτζεί τζιαι οι πουποδά. Με ένα κοινό δρόμο μέσα στην μέση που ενώνει τζιαι τες θκυο πλευρές, τζείνων που μινίσκουν στον συνοικισμό τζιαι τζείνων που μινίσκουν πάνω στο ύψωμα του Κρασά, η νέα εκκλησία που παν πιον ούλλοι τζιαι φυσικά τα σουβλάκια.
Εμεγαλώσαμε φτωσικά αλλά εξέραμεν ότι άμαν η μάμμα κάμει ένα κούρεμα ή μια περμανάντ τζιαι πιάσει πεντόλιρο ή δεκάλιρο θα γίνει πάρτυ. Ήταν να μου πει έλα πιάσε το τζιαι πήαιννε φέρε σουβλάκια, μια για σένα τζιαι μια για μένα θα φάμε που μισή με τη γιαγιά. Τζιαι έτσι εμάθαμεν ότι η φτώσια θέλει καλοπέραση, εξέραμεν ότι είμαστε φτωσιοί ναι αλλά δεν ενιώσαμε ποττέ ότι στερούμαστε ή ότι είμαστε μίζεροι ούτε ακούσαμε ποττέ τη μάνα μου να παραπονιέται. Εκαθούμασταν στην αυλή, ετρώαμεν εγελούσαμεν τζιαι δεν ενιώθαμε ότι μας λείπει τίποτε.
Μαρίνα Σαβεριάδου
τα ημερολόγια

στον συνοικισμό

  Το Σάββατο το δείλις επήα στον συνοικισμό. Επαραγγείλαμε σουβλάκια που τη Φωτεινή, όπως τον παλιό τζιαιρό. Πότε ήταν ο παλιός τζιαρός; Τό...