Αν είσαι ένα από αυτά τα παιδιά που ο γονιός σου σε έπαιρνε μαζί του στην δουλειά, τότε ξέρεις το συναίσθημα του να νιώθεις ότι εκείνος ο “κόσμος” γινόταν για σένα παιχνιδότοπος και πεδίο εξερεύνησης. Τα μισό μου χρόνο το λοιπόν τον περνούσα εκεί. Στο βιβλιοπωλείο του παπά μου.
Το πρώτο
βιβλιοπωλείο ήταν στην Λάρνακα, κοντά στο δημοτικό που πήγαινα τότε, στην
Μικτή. Αν θυμάσαι τότε εκεί κοντά στην
πυροσβεστική ήταν ένα καφενείο του Αντωνάκη και ο κύριος Αντωνάκης είχε τες πιο
ωραίες κούπες. Ο παπάς ερχόταν το διάλειμμα και μου έφερνε κούπα, της έβαζε και
λεμόνι και εγώ έτρωγα. Μετά όταν σχόλανα πηγαίναμε περπατητοί στο βιβλιοπωλείο.
Είχε και έναν υπάλληλο ας τον πούμε κύριο Κ. Αυτός είχε πολύ χοντρά φρύδια και
ήταν πολύ μελαχροινός και είχε και μια παράξενη δυνατή φωνή και εγώ μικρό
παιδάκι τότε τον φοβόμουν. Ο παπάς με
άφηνε να πιάσω βιβλια από τ βιβλιοπωλείο και να τα πάρω σπίτι, και μου είχε
βάλει κανόνα να διαβάζω τριάντα σελίδες την ημέρα και μετά να του λέω τι
διάβασα. Εμένα τα μάτια μου έκλειναν το βράδυ και θυμάμαι μετρούσα πότε θα
τελειώσουν αυτές οι τριάντα σελίδες.
Μετά ο
παπάς μετακόμισε Παραλίμνι και εγώ πήγαινα να μείνω τα Σαββατοκυριακα και τις
διακοπές. Μαζί μετακόμισε και το βιβλιοπωλείο και άνοιξε άλλο, το όνομα του
ήταν Ευρώπη. Το πρωί πηγαίναμε μαζί και τον βοηθούσα να ανοίξει το
βιβλιοπωλείο. Βρίσκαμε έξω από την κλειστή πόρτα ένα δέμα με τις εφημερίδες της
ημέρας και έπρεπε να βγάλουμε έξω το σταντ και να της βάλουμε πάνω με τη σειρά.
Μετά συγυρίζαμε, ξεσκονίζαμε και ο παπάς έφτιαχνε καφέ στο μικρό κουζινάκι. Μερικές
φορές με άφηνε να πάει δίπλα στον κουρέα να κουρευτεί και εγώ ένιωθα τρομερό
άγχος και ευθύνη.
Είχε το
γραφείο του με την ταμιακή και εγώ είχα ένα μικρό σκαμνάκι δίπλα του. Εκεί
καθόμουν και διάβαζα με τις ώρες γιατί εκεί μέσα όλα ήταν δικά μου για λίγο,
δεν είχα να αγοράσω κάτι, τα διάβαζα και τα έβαζα πίσω στα ράφια τους. Μικυ μάους, μικροί εξερευνητές, μπλέικ,
περιοδικά, βιβλία με ανέκδοτα, και ότι άλλο θέλεις. Εκανα ένα γύρο στα ράφια, έβλεπα τα
σβηστήρια, τα μύριζα, τις ξύστρες, τα μολύβια, τις μολυβοθήκες. Είχε πάντα μια
ωραία μυρωδιά αυτή η απεριόριστη ποσότητα χαρτιού.
Και μετά
ερχόταν η εποχή που θα άνοιγαν τα σχολεία. Ο παπάς μου έλεγε κάνε τη λίστα σου.
Και εγώ έκανα τη λίστα μου. Και διαλέγαμε μαζί, βαλίτσα, ρίγα, μολύβια,
χρωματιστά. Και όλα τα λογοτεχνικά βιβλία που μπορούσα να πάρω σπίτι να διαβάσω
και να φέρω πίσω. Με μια προυπόθεση. Να τα προσέχω, γιατί μετά θα πάνε σε
κάποιο άλλο παιδάκι. Είχα ιδιαίτερη αδυναμία στα βιβλία του Ιούλιου Βερν και
κάποια στιγμή όταν έκλεισε και το δεύτερο βιβλιοπωλείο, κληρονόμησα τα βιβλία
αυτά, του Ιούλιου Βερν και τα έχω στο σπίτι. Παλιές εκδόσεις, σκληρό εξώφυλλο
και στην πρώτη σελίδα γράφει την τιμή, με τα γράμματα του παπά μου, σε μιλς. Τα
διάβασα, τα διάβασαν τα παιδιά μου, ίσως κάποια μέρα και οι επόμενες γενιές.
Το πιο
ωραίο πράγμα με τις ιστορίες, είναι ότι αυτό που γεννά το μυαλό ενός ανθρώπου,
οι ήρωες, η πλοκή, αυτό το παράλληλο σύμπαν, δεν θα μπορούσε να το γεννήσει
ακριβώς το ίδιο το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου. Και αυτή είναι η μαγεία, ότι ποτέ
δεν θα στερέψει η φαντασία, ποτέ δε θα στερέψουν οι ιστορίες. Κληρονόμησα που
λες τα βιβλία του Ιούλιου Βερν. Κληρονόμησα την αγάπη για την μουσική, την
αγάπη για τον κινηματογράφο, και την παραξενιά του καλλιτέχνη. Αυτή την ανάγκη
να φεύγω από την καθημερινότητα, να παράξω κάτι άλλο, μια μαγεία που πάντα
αναζητώ, αυτό το δικό μου σύμπαν, να το δημιουργώ και να μπαίνω μέσα και εγώ,
ίσως κάποτε και εσύ..