Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

η θλίψη της θάλασσας

24 07 2020

η ζωή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά από απρόσμενα γεγονότα

Και οι άνθρωποι συνταξιδιώτες. Στην πορεία σου είχες μια ανάγκη . Ήθελες όλα τα ρήματα που κατέληγαν σε ω να στρογγύλευαν στις άκρες και να θυμίζουν σ΄αγαπώ. Όταν σου έλεγαν πονώ, πεινώ, θέλω, νομίζω, μπορώ.. εσύ ήθελες καταβάθος να σου λένε σ΄αγαπώ.

αλλά κάποτε οι λέξεις είναι ξύλινα κρόταλα, ποτέ δεν είναι αρκετές, ποτέ δεν είναι αληθινές... είναι μικρά πλαστικά ποτηράκια που σπάνε από το βάρος του καταρράχτη που πέφτει μέσα τους.. 

και εμείς με τα σπασμένα πλαστικά ποτηράκια στα χέρια μας κάνουμε μεταβολή και φεύγουμε δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε πια, δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν αισθήματα που δεν καταλαβαίνουμε, είμαστε ανήμποροι να περιγράψουμε καιρικές συνθήκες που μεταβάλλονται πιο γρήγορα απ όσο μπορούμε να τις συλλάβει ο ανθρώπινος νους.  Ανήμποροι και παραδομένοι σωπαίνουμε. η ζωή μας προσπερνά. Μεγαλώσαμε όμως και οι προηγούμενες ασθένειες μας άφησαν ένα αισθητηριακό μούδιασμα. Λες και έχουμε ακρωτηριασμένα δάχτυλα και αγγίζουμε αλλά δεν νιώθουμε ούτε ζέστη ούτε κρύο Πόνο ναι αλλά μέχρι εκεί, θλίψη ναι αλλά μέχρι εκεί, απώλεια ναι αλλά όχι απελπισία

Ίσως να είναι η ωριμότητα της μέσης μας ηλικίας.

Ο κύκλος της ζωής, ο πόνος που περνάμε ξυστά δίπλα του και δεν του δίνουμε και πολλή σημασία, έτσι όπως περνάμε δίπλα από ένα αξιοθέατο που έχουμε δει πολλές φορές και δεν μας ενθουσιάζει πια.  Συνηθίσαμε Μαρία. Και δεν μένουμε να κοιτάμε το καράβι που έφυγε από την ακτή χωρίς εμάς.  Το κοιτάμε για λίγο αλλά όχι με δάκρυα στα μάτια και όχι μέχρι να χαθεί από τον ορίζοντα.  Το κοιτάμε για λίγο και μετά γέρνουμε την πλάτη και ξαπλώνουμε στις πέτρες, γιατί ο χρόνος μας τραβάει προς τα πίσω και έχουμε πια γεράσει τόσο που το σώμα πονάει και όταν το σώμα πονάει δεν έχεις περιθώριο να πονέσεις για κάτι άλλο. 

*Ίσως γι αυτό να γερνάμε ίσως γι αυτό να ξηλώνεται σιγά σιγά αυτή η μηχανή που μας κουβαλά.  Γιατί ξέρεις το πάρτυ τελειώνει. Και εκείνοι που πειράζονται είναι εκείνοι που φεύγουν όσο το πάρτυ είναι στα χάι του, όσο ο κόσμος χορεύει και παίζει η μουσικά. Όταν όμως το πάρτυ έχει τελειώσει, όταν έχει πάψει η μουσική και σταματήσει ο χορός,  ξέρει ο καθένας ότι ήρθε η ώρα να πάει σπίτι του. Ούτε παραπονιέται ούτε κλαίει.

Κάπου εκεί βρισκόμαστε .. λίγο πιο πριν αλλά λίγο πιο συνειδητοποιημένοι. *

Το καράβι χάνεται στον ορίζονται και εμείς, κάτι από κούραση, κάτι που κουράστηκε το κεφάλι μας να κοιτάζει σε μία ευθεία, αρνηθήκαμε να του χαρίσουμε το τελευταίο μας βλέμμα και το  καταπίνει ο ορίζοντας χωρίς να το κλαίνε κανένα ζευγάρι μάτια.

Σαν τα παιδιά που κάνουν την μεγάλη τους φιγούρα και λένε μαμά δες με αλλά η μαμά ποτέ δεν κοιτάζει την κατάλληλη στιγμή.

Γέρνω πίσω και ξαπλώνω με την πλάτη στον ουρανό, γύρω στις οκτώ το βράδυ ο ήλιος δύει πίσω από τα βουνά και η θάλασσα έχει κάτι παράξενα χρώματα. 

Θυμήθηκα την ιστορία σε ένα από τα βιβλία του Μπουκάι με τον μοναχό. Θα σου την πω γιατί ήταν πολύ ωραία ιστορία.  Ο μοναχός λοιπόν ζούσε σε μια περιοχή της Κίνας έρημος και μόνος στο καλύβι του. Μια μέρα ήρθαν αυλικοί και του χτύπησαν την πόρτα και του είπαν ότι η κόρη του βασιλιά γέννησε ένα παιδί. Είπε ότι ο πατέρας του παιδιού ήταν ο μοναχός. Και αφού εκείνη είπε ότι ο πατέρας του παιδιού ήταν ο μοναχός, αποφασίστηκε να φέρουν το βρέφος στον πατέρα του, τον μοναχό για να το μεγαλώσει.  Ο υπηρέτης άπλωσε τα χέρια του και παρέδωσε το βρέφος στον μοναχό. Ο μοναχός δεν ήταν ο πατέρας του παιδιού, ούτε είχε δει ποτέ στη ζωή του την κόρη του βασιλιά. Όμως η απάντηση του ήταν. Αφού έτσι λέτε ότι είναι, έτσι είναι. Παράλαβε το βρέφος. Τα χρόνια πέρασαν και το παιδί μεγάλωνε μαζί με τον μοναχό. Τα χρόνια πέρασαν και μια μέρα ξαναχτύπησε ο πόρτα. Ήταν ο υπηρέτης του βασιλιά. Ο μοναχός άνοιξε την πόρτα. Ο υπηρέτης είπε ότι η κόρη του βασιλιά, είχε πει ψέματα, και ότι πατέρας του παιδιού ήταν κάποιος άλλος και όχι ο μοναχός. Ο μοναχός έπρεπε να δώσει πίσω το παιδί και να το παραδώσουν στον πραγματικό του πατέρα. Ο μοναχός απλά είπε : Αφού έτσι νομίζετε, έτσι είναι ! και παρέδωσε το παιδί.

Και η ζωή μας κάπως έτσι είναι. Μας χρεώνεται ένας δρόμος, ένας άνθρωπος, μια κατάσταση και σαν το παιδί που μας το παραδίνουν αναλαμβάνουμε το έργο μας. Χωρίς οδηγίες, χωρίς όρους, χωρίς διαπραγμάτευση, χωρίς το δικαίωμα να αρνηθούμε και να ζητήσουμε κάτι άλλο. Η μόνη μας ευθύνη είναι να αποδεχτούμε αυτό που μας ανατίθεται και να το φέρουμε εις πέρας όσο καλύτερα μπορούμε. Η μόνη μας ευθύνη, είναι τη ζωή μας όπως μας εδόθη, με τα ραγισμένα μας θεμέλια και τα τσακισμένα μας πρότυπα να την ζήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε και το σώμα μας να γίνει το οικοδόμημα που θα αντέξει να ζήσουν κάτω από τη στέγη του άλλοι άνθρωποι και άλλες ψυχές, με την ασφάλεια ότι δεν θα διαλυθούμε επάνω τους.  Σταθερά χέρια που θα κρατάνε γερά, όσο και αν το έδαφος από κάτω μας τρέμει.

Υπήρχε μια βαθιά θλίψη μέσα στην θάλασσα τις τελευταίες μέρες. Είναι μια θλίψη ανεξήγητη, υπόκωφη, σιωπηλή. Είναι τα σελάχια που πάνε και κρύβονται στην λευκή άμμο και ξυπνούν την κοιμισμένη άμμο που είχε αιώνες να αγγίξει κάποιος επάνω της.  Η άμμος νιώθει θλίψη,  νιώθει το δέος και τη συγκίνηση του πώς είναι να σε αγγίζει κάτι ζωντανό και την ίδια στιγμή τον πόνο των αιώνων που πέρασαν χωρίς άγγιγμα, και τον πόνο των αιώνων του μέλλοντα.  Υπάρχει μια θλίψη εξακολουθητική. Όχι όμως δυστυχία ούτε απελπισία. Είναι η θλίψη της μάνας που μόλις γέννησε και εκεί που βρισκόταν το παιδί της μέσα στα σπλάχνα της τώρα βρίσκεται ένα κενό. Είναι η μετα ερώτια θλίψη της γυναίκας, όταν ο άντρας αποτραβιέται από μέσα της και ξαναμένει το σώμα της κενό. Εκεί που βρισκόταν εκείνος, ξαπλωμένος ολόκληρος επάνω της , εκείνη την ιερή στιγμή της ένωσης. Είναι επώδυνη η στιγμή του αποχωρισμού, επώδυνη η στιγμή που ξαναμένουν τα κύτταρα σου γυμνά. Η θλίψη των εραστών, όταν θέλουν να κοιμηθούν αγκαλιασμένοι, αλλά ξέρουν ότι , κάποια στιγμή θα έρθει ο ύπνος, αναπόφευκτα να τους χωρίσει, όταν κάποια στιγμή γυρίσει ο καθένας στην δική του πλευρά.  Εκτός, αν, ξυπνήσει εκείνος πρώτος και φροντίσει τη στιγμή που θα ξυπνήσει εκείνη, ήδη τα σώματα τους να είναι αγκαλιασμένα και πάλι ενωμένα.  «Καλημέρα» Είναι η θλίψη της επιστροφής από ένα ωραίο ταξίδι, είναι η θλίψη της επαναφοράς στην πραγματικότητα, από τελειώνει μια άλλη πραγματικότητα , που έμοιαζε με όνειρο. 

Η θλίψη γεννιέται τη στιγμή που γεννιέται μέσα σου ένας άλλος άνθρωπος, τη στιγμή που η μνήμη σου αρχίζει να κατασκευάζει ολόκληρα κομμάτια του μέσα σου, τη στιγμή που τα μάτια σου σταματούν να κοιτούν το άγνωστο συνοφρυωμένα και με απορία και υπάρχει η γνώση εκεί που υπήρχε η απορία, υπάρχει το οικείο εκεί που υπήρχε το άγνωστο, υπάρχει η εκπλήρωση εκεί που υπήρχε η ελπίδα.  Λίγο πριν γεννηθεί η αγάπη υπάρχει μια μεγάλη δόση οδύνης,  πριν από κάθε μεγάλη γέννα, μια μεγάλη μάχη πριν την τελική παράδοση.

Ο μοναχός παρέλαβε ένα παιδί που δεν ήταν ποτέ δικό του. Παρόλα αυτά το υιοθέτησε.

Δεν ξέρω πόσο το αγάπησε και πόσο συνδέθηκε μαζί του όσα χρόνια το μεγάλωσε. Όταν ήρθε η ώρα να το αφήσει να φύγει δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να το κρατήσει περισσότερο. Πόσο πόνεσε δεν ξέρω. Το παιδί έπρεπε να πάει στον πραγματικό του πατέρα. Υποθέτω… ότι σαν τον μοναχό, αδιαπραγμάτευτα αγαπούμε εκείνο που μας δωρίζεται και για όσο χρονικό διάστημα μας παραχωρείται, εστω και αν δεν ήταν δικό μας εξαρχής, έστω και αν κάποτε μας το πάρουν πίσω.

 


 

 

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

12 12

  Το σημερινό μου άρθρο απευθύνεται στους μονογονιούς τζιαι στους ανθρώπους που εδεχτήκαν βία Μετά από τον ντόρο και την φασαρία στα μίντια ...