Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΧΡΥΣΑΦΗ

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ – ΧΡΥΣΑΦΗ

Περπατούσα για ώρα όλο παραλία, περνώντας δίπλα από σκοινιές, σπαλαθκιές και αγριοκυκλάμινα. Το μάτι μου δε να μη χορταίνει τις ανεπανάληπτες ομορφιές της περιοχής.

Δεξιά μου η γαλάζια θάλασσα, με το κύμα να χαιδεύει απαλά την άμμο. Αριστερά μου η οροσειρά του Πενταδακτύλου, με τα πεύκα του και στο βάθος μπροστά η πολυφίλητη Κερύνεια μας.

Ο Αυγουστιάτικος ήλιος κόντευε στη δύση του και θυμόμουνα με νοσταλγία πόσες φορές καθόμουνα σε κάποιον βράχο δίπλα στο κύμα περιμένοντας τον ήλιο να βουτήξει πέρα μακριά πίσω από τη θάλασσα.

Πως πέρασαν άραγε τρεις ολόκληρες δεκαετίες στην προσφυγιά;

Που καιρός που πηδούσα σ΄αυτούς εδώ τους βράχους σαν αγριοκάτσικο;

Τα άψυχα ο χρόνος δεν τα έχει αγγίξει , εμείς όμως γεράσαμε, βαρύναμε. Όσον δε για τους παλαιότερους «αιωνία τους η μνήμη».

Ξαφνικά εκεί που τα σκεφτόμουνα όλα αυτά, άκουσα πάνω στο ύψωμα πίσω από κάτι καλαμιές, ομιλίες , μια γυναικεία και μια αντρική και μάλιστα στα Ελληνικά. Πλησίασα περισσότερο, τους χαιρέτησα και τους ρώτησα από που είναι. Ο νεαρός μου έδειξε με το χέρι του πάνω από στο βουνό το χωριό Άγιος Αμβρόσιος, που τα πρώτα σπίτια του μόλις και φαινόντουσαν ανάμεσα στα δέντρα. Η κοπέλλα μου είπε πως είναι από τη Λευκωσία, όμως οι γονείς της είναι από τη Λάπηθο. Όταν τους είπα πως η γιαγιά μου ήταν από τον Άγιο Αμβρόσιο και πως ήξερα πολύ καλά εδώ τις περιοχές, ο νεαρός γύρισε και μου είπε:

«εδώ που βρισκόμαστε είναι το χωράφι του παππού μου, του Χρυσάφη και σκοπεύουμε να περάσουμε το βράδυ εδώ, έχουμε φέρει και κουβέρτες. Το υποσχέθηκα εξ΄άλλου στον παππού λίγο πριν πεθάνει. Τι λες και συ; »  με ρώτησε.

«πράγματι» του είπα «αυτό εδώ είναι το χωράφι του παππού σου και εκεί που είναι τώρα τα χαλάσματα ήταν το σπιτάκι που είχε τα εργαλεία του. Όμως αν θα κοιμηθείτε εδώ το βράδυ, καλύτερα πηγαίνετε και στρώστε κάτω από εκείνη τη χαρουπιά, ώστε το βράδυ να μην μουσκέψετε από το αγιάζι και το πρωί να μην σας ξυπνήσουν οι αχτίδες του ήλιου.»

«Καλά λέει ο κύριος» είπε η νεαρή χαμογελώντας, «Δεν μένεις να μας κάνεις παρέα;»

«όχι» της είπα «εξάλλου, θα έχετε πολλά να πείτε οι δυο σας»

Τους αποχαιρέτησα και έφυγα. Λίγο πιο κάτω χαμογέλασα στη σκέψη πως το χωράφι του Χρυσάφη ήταν πιο πάνω, πίσω από το δρόμο. Όμως, τι πειράζει; Με ικανοποιούσε αφάνταστα το γεγονός πως ο εγγονός του Χρυσάφη διεκδικούσε αυτό που δικαιωματικά του ανήκε. «Τη γη των προγόνων του.»
ΡΟΜΠΕΡΤΟΣ ΣΑΒΕΡΙΑΔΗΣ

1 σχόλιο:

  1. και κάτι από τον πολυαγαπημένο μου πατέρα που δεν έπαψε ποτέ να πονά και να αναπολεί το αγαπημένο του χωριό

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Νοέμβρης

  Αρέσκει μου τούτη η εποχή Έσιει μια γλυκάδα που δεν την έσιει κανένα καλοκαίρι. Ούτε πυρώνεις ούτε κρυώνεις, είσαι άνετος εσύ μέσα στο σώμ...