ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ «ΒΙΟΛΕΤΙ»
Πάντα η πρώτη νύχτα σε ένα νέο σπίτι είναι μια παράξενη εμπειρία, με ανάμιχτα συναισθήματα. Ένα νέο σπίτι σηματοδοτεί συνήθως μια νέα αρχή ,ένα γάμο, ή ένα τέλος, ένα χωρισμό. Η ιστορία μας έχει να κάνει με τη δεύτερη περίπτωση και την πρώτη νύχτα σε ένα μικρό διαμέρισμα, 75 τετραγωνικών.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και καθισμένη στο ξεθωριασμένο δερμάτινο σαλόνι, προσπαθούσε να χαλαρώσει μετά από μια κουραστική πρώτη μέρα μετακόμισης, παρέα με ένα φλιτζάνι τσάι και ένα βιβλίο για παρέα. Το παλιό βιτρώ φωτιστικό χρωμάτιζε τους τοίχους με μπλε , κόκκινες και κίτρινες αποχρώσεις και οι φλόγες δυο κεριών στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι τρεμοπαίζανε σαν τις χάιδευε το νυχτερινό φθινοπωρινό αεράκι. Εγκατέλειψε τις προσπάθειες να διαβάσει αφού στάθηκε αδύνατον να συγκεντρωθεί, έκλεισε το βιβλίο και διπλώνοντας τα πόδια στο στήθος κουλουριάστηκε στη γωνιά του καναπέ, και ακούμπησε το κεφάλι της πλάι , κοιτάζοντας απέναντι το ανοικτό παράθυρο που άνοιγε στη θάλασσα, που τώρα ήταν κρυμμένη από το πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου, ήταν ακόμη ζέστη αλλά τα βράδια ήταν δροσερά.
Δεν πέρασαν τέσσερα χρόνια από μια άλλη μετακόμιση , στο προηγούμενο της σπίτι , με τον άνδρα της τότε και την κόρη τους , σε ένα διώροφο τριάρι που το πέτυχαν σε πολύ καλή τιμή. Παραμονή πρωτοχρονιάς πήραν τα κλειδιά και μέχρι το βράδυ είχαν ταχτοποιήσει τα περισσότερα πράγματα τους. Παρά την κούραση τους αποφάσισαν να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο στην πλατεία της πόλης, όπου διοργανώθηκαν εκδηλώσεις με μουσική και βεγγαλικά. Ήταν γεμάτοι χαρά και ενθουσιασμό και αγκαλιασμένοι υποδέχτηκαν το νέο έτος 5,4,3,2,1 χρόνια πολλά . Έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε , ο νέος χρόνος και το νέο σπίτι να τους έφερνε ακόμα ένα παιδάκι.
Η ευχή της δεν άργησε να πραγματοποιηθεί . Τον επόμενο κιόλας μήνα έμαθε τα καλά νέα, περίμεναν το δεύτερο τους παιδί. Η ευτυχία τους φαινόταν να ολοκληρώνεται. Το παιδί γεννήθηκε και το σπίτι γέμισε ζωή, χαρές και συγκίνηση. Τα παιδιά είναι ευλογία λένε. Και αυτό το παιδί , δεν ήταν η εξαίρεση , ήταν πραγματική ευλογία και για τους τρεις , πατέρα, μητέρα και αδελφή. Μοναχοπαίδι η ίδια πάντα λάτρευε τα παιδιά και ονειρευόταν να αποχτήσει μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια, σαν αυτές στις αμερικάνικες ταινίες, ένα σπίτι με γρασίδι και ένα σκύλο.
Το σπίτι το βρήκαν εντελώς τυχαία , το πουλούσε ένα νεαρό ζευγάρι που μόλις είχαν χωρίσει. Στην αρχή δεν της άρεσε η ιδέα , της φάνηκε γρουσούζικο το γεγονός, ένοιωθε ότι θα έφερνε και σε αυτούς κακοτυχία , αλλά έδιωξε τις κακές τις σκέψεις στην άκρη του μυαλού της . Έτσι κι αλλιώς δεν είχαν την πολυτέλεια να ασχολούνται με προκαταλήψεις τη στιγμή που το σπίτι είχε όλα όσα ονειρεύονταν. Βρισκόταν σε μια ήσυχη μακριά από μεγάλους δρόμους γειτονιά , είχε μια μεγάλη αυλή για να μπορούν να παίζουν τα παιδιά, οι γείτονες ήταν όλοι συμπαθητικοί και φαινομενικά όλα ήταν καλά. Ένα ωραίο οικοδόμημα και μια μεγάλη αυλή όμως δεν ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν την ευτυχία σε αυτή την οικογένεια.
Στην αρχή ήταν ενθουσιασμένοι με το σπίτι τους σαν παιδάκια που αγοράζουν μια νέα κούκλα, το φρόντιζαν, το καθάριζαν, κάθονταν στην αυλή τα απογεύματα να πιούν καφέ και το καμάρωναν . Έρχονταν οι συγγενείς και τους έκαναν το τραπέζι τις Κυριακές και όλοι τους έδιναν συγχαρητήρια και τους εύχονταν για το νέο τους σπίτι. Οι χαρούμενες μέρες όμως δεν διήρκησαν πολύ, ο ενθουσιασμός άρχισε να ξεφουσκώνει σαν τρύπιο μπαλόνι και η πραγματικότητα τους προσγείωσε απότομα. Ρουτίνα, κούραση, ένταση, συνεχείς καυγάδες, κουραστικές συζητήσεις, αποξένωση. Δε συμφωνούσαν σε τίποτα, και τώρα με ένα μεγάλο σπίτι και πολύ μεγαλύτερο δάνειο και δύο μικρά παιδιά , δύσκολα τα έβγαζαν πέρα Όσο αποφασισμένοι και αν ήταν να καταχτήσουν το όνειρο τους η πράξη τους διέψευδε συνεχώς . Όταν ξεκίνησαν αυτή την πορεία υπήρχαν οι κοινοί στόχοι , υπήρχε η καλή πρόθεση. Τι ήταν αυτό που δεν υπήρχε πια λοιπόν ? Γιατί όλα φαίνονταν πια μάταια ? Γιατί δεν μπορούσαν να απολαύσουν όλα αυτά τα οποία βασανίστηκαν να φτιάξουν? Η ζωή τους πια έμοιαζε με αστείο , μια παράσταση με μαριονέτες.
Και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά και πολλές άκαρπες προσπάθειες να το σώσουν , το όνειρο είχε πια χαθεί, το σπίτι είχε πουληθεί σε κάποιο άλλο ζευγάρι που ίσως να είχε καλύτερη κατάληξη από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του.
Ήταν βασανιστικό, η ζωή τους έμοιαζε με ένα καράβι που έβαλε πλώρη για το πιο όμορφο ταξίδι και λίγο έξω απ’ το λιμάνι χτύπησε σε ξέρα και βυθίστηκε παρασύροντας στον πάτο όλες τους τις ελπίδες, αφήνοντας τους με ένα γιατί . Πολλές φορές ευχήθηκε να υπήρχε ένα μαγικό βιβλίο με όλες τις απαντήσεις μέσα. Δεν υπήρχε όμως. Η ευτυχία δεν πουλιέται σε εγχειρίδια τσέπης. Και όταν αυτά που θεωρούσες δεδομένα ανατρέπονται αναγκάζεσαι ή να προσαρμοστείς ή να αναθεωρήσεις τα αρχικά σου σχέδια και μαζεύοντας όσο κουράγιο σου απέμεινε να ξαναρχίσεις από το μηδέν. Ξανά από το μηδέν λοιπόν.
Η μικρή της κόρη άρχισε να κλαίει αναστατωμένη, ο χώρος ήταν άγνωστος και η πρώτη νύχτα ήταν ακόμα πιο δύσκολη για τα παιδιά. Φρόντισε να τους φτιάξει ένα αντίγραφο του παλιού τους δωματίου στο νέο σπίτι . Έτσι το έβαψε βιολετί όπως το παλιό και κρέμασε τις ίδιες χρωματιστές κουρτίνες, έβαλε τα κρεβάτια τους δίπλα – δίπλα όπως και πριν , τα αρκουδάκια, τις κούκλες και το γραφείο. Ίσως έτσι να είχαν μια ψευδαίσθηση ότι δεν άλλαξαν πολλά.
Κάτι στη ζωή τους όμως δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο πια , κάτι για το οποίο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο μπαμπάς δεν θα κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Δεν θα έτρωγε μαζί τους βραδινό ούτε θα ξεσήκωνε τους τόπους το πρωί με τα τραγούδια του. Θα ήταν βέβαια παρόν στη ζωή των παιδιών του , αλλά όχι στο διαμέρισμα αυτό. Αυτό το διαμέρισμα ήταν για αυτήν και τα παιδιά , και δεν θα κοιμόταν ποτέ εδώ, δε θα δειπνούσε ποτέ σε αυτή την κουζίνα , δεν θα καθόταν ποτέ σε αυτό το σαλόνι. Θα ήταν πλέον ένας πατέρας του Σαββατοκύριακου, των γιορτών και των διακοπών. Ένας πρώην σύζυγος για αυτή και ένας μερικής απασχόλησης πατέρας για τα παιδιά του. Και αυτό ήταν που την πλήγωνε περισσότερο και έτρεμε στη σκέψη ότι κάποτε τα παιδιά θα είχαν τα δικά τους γιατί και αυτή θα χρεωνόταν με τις απαντήσεις.
Η μεγάλη ήταν πλέον δέκα χρονών και καταλάβαινε ,συνειδητοποίησε πολλά ίσως και πριν ακόμα τα συνειδητοποιήσουν οι ίδιοι της οι γονείς. Η μικρή δεν είχε καταλάβει ακόμα τίποτα. Ίσως να νόμιζε ότι ο μπαμπάς δούλευε ως αργά και να περίμενε να τον δει το πρωί ή το επόμενο βράδυ. Και πώς θα έλεγε στο παιδί αυτό ότι ο μπαμπάς μένει τώρα αλλού ? Με ποια λογικά επιχειρήματα θα εξηγούσε σε ένα τρίχρονο το χωρισμό? Ότι από εδώ και πέρα τίποτα δεν θα είναι το ίδιο? Η μάνα πνιγμένη με ενοχές, χάιδεψε τα μαλλιά της μικρής της κόρης που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της και την κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια.
-Που είναι ο μπαμπάς?
-Δουλειά αγάπη μου.
-Μαμά, ήρθαμε διακοπές?
-Όχι , είναι το νέο μας σπίτι αυτό, αυτό θα είναι το δωμάτιο σου , δε σου αρέσει?
-Ναι, αλλά,
-Τι μωρό μου?
-Δεν μου διάβασες απόψε την Τριανταφυλλένη
-Να σου τη διαβάσω τώρα. Μια φορά και έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια , ένα δροσερό πρωινό του Απρίλη, σε έναν πανέμορφο κάμπο γεννήθηκε η μικρή μας Τριανταφυλένη…
Ήταν περασμένες μία όταν την πήρε επιτέλους ο ύπνος στο μονό της κρεβάτι. Ονειρεύτηκε μια ηλιόλουστη μέρα του Γενάρη , εκείνη νύφη και εκείνος να την περιμένει στην είσοδο της εκκλησίας με μια ανθοδέσμη χαμογελαστός. Ονειρεύτηκε την αγκαλιά του και το ζεστό του φιλί, το κλάμα του έξω από το μαιευτήριο όταν γεννήθηκαν οι κόρες του. Ονειρεύτηκε την πρώτη τους νύχτα στο σπίτι τους τότε, που έκαναν έρωτα σε ένα πάπλωμα που το άπλωσαν στο πάτωμα, χωρίς να τους νοιάζει που δεν είχαν ακόμα προλάβει να συναρμολογήσουν το κρεβάτι.
Όταν ξύπνησε ήταν εφτά και τα παιδιά κοιμόντουσαν ακόμα , ήταν Κυριακή και από μακριά ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας που σήμαιναν τη λειτουργία. Αν και δεν είχε κοιμηθεί πολύ, ένοιωθε μια υπερδιέγερση και βιαζόταν να σηκωθεί , είχε πολλά να ταχτοποιήσει ακόμα , τα βιβλία ήταν ακόμα στα κιβώτια, έπρεπε να φυλάξει τις κατσαρόλες στην κουζίνα και τα ρούχα στα ντουλάπια, έπρεπε να κρεμάσει κάποιες φωτογραφίες στους γυμνούς τοίχους. Θυμήθηκε χωρίς να το θέλει το προηγούμενο σπίτι, που είχαν κρεμάσει στο σαλόνι τρεις φωτογραφίες του γάμου τους και που τώρα βρίσκονταν σε ένα κιβώτιο και αυτές μαζί με πολλά άλλα αναμνηστικά από την προηγούμενη ζωή και που δεν της έκανε καρδιά να τα πετάξει.
Δεν ήθελε να τα πετάξει. Φωτογραφίες, κάρτες, αναμνηστικά, όλα ήταν μέρος μιας ζωής που έζησε και δεν ήθελε να διαγράψει, ούτε πετώντας τα , ούτε καίγοντας τα, όσο και αν την πονούσε να τα κρατά. Έτσι τα έκρυψε απλά σε ένα κιβώτιο , έτσι όπως παραμέριζε στην άκρη του μυαλού όλα εκείνα που της θύμιζαν , όλα εκείνα που έζησε και τώρα πια δεν υπήρχαν. Είναι κάπως αστείο ίσως και λίγο τραγικό , το πώς η μνήμη με τον πιο παράξενο τρόπο , έρχεται στις πιο απίθανες στιγμές και παίζει μπροστά στα μάτια σου σαν παλιά ασπρόμαυρη ταινία, μόνο τις χαρούμενες σκηνές. Ίσως για να σε πονέσει ακόμα περισσότερο, ίσως και για να σε κάνει να αναλογιστείς για ακόμα μια φορά αν ήταν όντως σωστή η απόφαση που πήρες. Και ποια είναι τελικά η σωστή απόφαση? Αυτή που θα πονέσει λιγότερο ? Αυτή που θα έχει τις λιγότερο δυσάρεστες συνέπειες? Και τότε , γιατί αφού πήρε την «σωστή» απόφαση πονούσε τόσο πολύ ακόμα?
Το κουδούνι χτύπησε , επαναφέροντας την στην πραγματικότητα, ήξερε ότι ήταν εκείνος πριν καν ανοίξει την πόρτα, τον ένοιωσε , ίσως και να τον περίμενε. Η χλωμή ταλαιπωρημένη όψη του φανέρωνε ότι ούτε ο ίδιος είχε κοιμηθεί καλά.
- Καλημέρα
- Καλημέρα
-Συγνώμη που σε ενοχλώ τόσο πρωί , αλλά …..
-Δεν πειράζει , πέρασε , μόλις ετοιμαζόμουν να φτιάξω καφέ, θες ?
-Ναι, ευχαριστώ…..
Έκατσαν στο τραπέζι της κουζίνας απέναντι, αμίλητοι για αρκετή ώρα, να αναρωτιούνται και οι δύο πώς έφθασαν τα πράγματα ως εδώ . Της κράτησε για λίγο το χέρι, όπως παλιά. Τώρα πια δεν υπήρχαν καυγάδες και αντιμαχίες, τώρα πια δεν υπήρχαν διαφωνίες, μόνο δύο άνθρωποι που κάποτε ξεκίνησαν ένα ταξίδι μαζί και είδαν το καράβι τους να βουλιάζει λίγο έξω απ’ το λιμάνι. Δύο παίχτες σε ένα παιχνίδι από το οποίο βγήκαν δύο χαμένοι και κανένας νικητής. Ο καφές τελείωσε από τα φλιτζάνια και η σιωπή πονούσε περισσότερο, όταν μίλησε πρώτος εκείνος.
- Μου λείπουν τα παιδιά
- Το ξέρω
- Και εσύ μου λείπεις
- Το ξέρω
- Σε αγαπώ ακόμα
- Το ξέρω
- Εσύ?
- Λυπάμαι, πια δεν ξέρω.
Δεν περίμενε μια διαφορετική απάντηση, αλλά και πάλι είχε μια αμυδρή ελπίδα έστω και αυτή την ύστατη ώρα να αλλάξει κάτι. Μάζεψε όση αξιοπρέπεια του έμεινε και έφυγε , δεν είχαν τίποτα άλλο να πουν.
Έκλεισε πίσω του την πόρτα , μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις της για να μην τον αγκαλιάσει, αφού ήξερε ότι μετά θα το μετάνιωνε εάν υπέκυπτε ξανά στα συναισθήματα της. Τα μάτια της βούρκωσαν. Μακάρι να μπορούσε να του πει ότι της έλειπε, πόσο θα προτιμούσε να βλέπει τις φωτογραφίες του γάμου πάνω στον τοίχο του σαλονιού και όχι στοιβαγμένες σε ένα κιβώτιο , ότι πεθύμησε να τον ακούει να τραγουδά τα πρωινά, μακάρι να μπορούσε ακόμα και να του πει πως τον αγαπά. Ήταν όμως πολύ αργά. Το παρελθόν της απέδειξε ότι η ζωή μαζί με αυτόν τον άνθρωπο ήταν ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί και δεν μπορούσε πλέον να ακροβατεί.
Σκούπισε τα μάτια, μάζεψε τα φλιτζάνια του καφέ και άνοιξε τα παράθυρα να μπει η δροσιά και το φως της νέας μέρας που μόλις ξυπνούσε, αγνάντεψε από το παράθυρο τη θάλασσα που ήταν σκεπασμένη με ένα λευκό πέπλο ομίχλης. Χαμογέλασε , ήξερε ότι θα ξαναβούρκωναν πολλές φορές τα μάτια της , αλλά μπορούσε ακόμα να χαμογελάει και αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Φόρεσε την γαλάζια ποδιά της και ανασκουμπώθηκε με αποφασιστικότητα. Είχε να ταχτοποιήσει το νέο της σπίτι , που τώρα πια ήταν ένα δυάρι των 75 τετραγωνικών και σήμερα είχε πάρα πολλά να κάνει.
πολυ ομορφο Μαρίνα και συχνα ο εγωισμός η η βεβαιότητα ότι κάτι χαλασε τελειωτικά μας εμποδίζει να δοκιμάσουμε και παλι . Πολυ ομορφογραμμενο με μια μεγάλη δοση μελαγχολίας .
ΑπάντησηΔιαγραφή