Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

ΓΟΡΓΟΝΑ

Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι σ’ ένα υφάλμυρο παραλληλόγραμμο λευκό φέρετρο. Άλλοι το λένε λουτρό, μα το νερό δεν φτάνει για να ξεπλύνει τη συνείδηση μου.
Μα ακόμα κι εσύ δεν τόλμησες ποτέ να βυθιστείς μαζί μου. Φοβήθηκες μη γλυστρίσεις στα παγωμένα πλακάκια, και ο ατμός αγγίξει τα κοιμισμένα κύτταρα σου.
Για φαντάσου.
Μόνο τότε, με βυθισμένο κεφάλι ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου.
Κι εγώ, χωρίς ανάσα να βουτώ και να βυθίζομαι, να κατακλύζομαι από σκέψεις, με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κάποτε να ισορροπήσω μεταξύ νερού και γης, μα δεν ανήκα ποτέ στη γη, πάντα στο νερό θα μαι ταγμένη, να βυθίζομαι.
Στο βυθό εκεί, στους παρατημένους ωκεανούς, παρατημένη και εγώ, να γεννάω χωρίς ταίρι, σε άσπρη άμμο τα αυγά μου.
Να κολυμπάω και να πιάνομαι από τα βράχια, πλάι σε σελάχια με μυτερή ουρά.
Καμιά φορά, ακούω τα χταπόδια χωρίς παρτιτούρες να παίζουν πιάνο, και αμυδρά θυμάμαι πως κάποτε ήμουν άνθρωπος, πως υπήρχε η μουσική.
Τώρα πια, υπάρχει μόνο ένα υπόκωφο βουητό από χαμένες ψυχές που βυθίζονται, άλλες από λάθος και άλλες από πάθος, όλες σ’ αυτό το ακαταμάχητο μπλε της μάνας θάλασσας.
Γοργόνες με ξέπλεκα μαλλιά, χωρίς λαλιά, μόνο πέρλες περασμένες πάνω από τα γυμνά τους στήθη, και μάτια πέτρινα.
Καθισμένες πάνω σε άδεια από κοσμήματα σεντούκια περιμένουν καραδοκώντας για ένα ναύτη να περάσει από κοντά για να του πάρουν τη ψυχή.
Στα βράχια ξαπλωμένη, με τα νύχια μου ξεκολλώντας τους κοιμισμένους αστερίες , σε αγάπησα.
Δε σε φόβισε τόσο η ουρά μου όσο η βία με την οποία σκότωνα τα αθώα πλάσματα των βράχων για να τραφώ.
Ήσουν άνθρωπος και εγώ είχα πάψει να θυμάμαι τους τρόπους των ανθρώπων.
Όμως να ξέρεις σ’ αγάπησα.
Τώρα βυθίζομαι και πάλι γιατί ο ήλιος καίει τη γυμνή μου πλάτη και στραγγίζει τη ματωμένη μου ψυχή.
Μ’ ένα χτύπημα της ουράς μου βυθίζομαι και πάλι γιατί πάνε αιώνες που έπαψα να θυμάμαι πως να περπατώ.
Είναι πια ανώφελο να σε κρατώ… όσο εσύ θα ψάχνεις για οξυγόνο, εγώ στον ωκεανό μου θα βυθίζομαι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νοέμβρης

  Αρέσκει μου τούτη η εποχή Έσιει μια γλυκάδα που δεν την έσιει κανένα καλοκαίρι. Ούτε πυρώνεις ούτε κρυώνεις, είσαι άνετος εσύ μέσα στο σώμ...