Το μικρό νεκροταφείο στεκόταν μόνο του, πάνω σε ένα λόφο λίγο έξω από τη ήσυχη πόλη. Περιστοιχισμένο από ένα ψηλό άχαρο γκρίζο τοίχο, με πράσινες κορυφές των κυπαρισσιών να ξεπροβάλλουν κοιτάζοντας πάνω από τον τοίχο με περιέργεια και δυο σιδερένιες μαύρες καγκελόπορτες που έμοιαζαν να οδηγούν στον κήπο της Εδέμ.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά από την είσοδο και κατέβηκα. Ένας χρόνος έκλεινε σήμερα από το θάνατο της μητέρας μου. Τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη, είχε κιόλας δειλινιάσει και ένα ψυχρό αεράκι φυσούσε πάνω από τις ταφόπλακες δρόσιζοντας τις ψυχές. Προχώρησα διστακτικά προς το βάθος. Το νεκροταφείο είχε σχεδόν γεμίσει και για να φτάσω στη μητέρα μου έπρεπε να περπατήσω προς την άλλη άκρη. Απολάμβανα αυτό τον μικρό περίπατο και είχα πια εξοικειωθεί με το περιβάλλον και δεν μου προκαλούσε κανένα φόβο ή περίεργο συναίσθημα, ίσα ίσα που απολάμβανα την ησυχία και γαλήνη που υπήρχε στο απομονωμένο μέρος, τον αέρα που μουρμουρούσε χαμηλόφωνα τις κορυφές των κυπαρισσιών, τις γάτες που περιπλανιόντουσαν ή ξάπλωναν νωχελικά πάνω στους τάφους.
Έφτασα κοντά της. «Γεια σου μανούλα” της είπα κοιτάζοντας τη φωτογραφία της, στα τριάντα, όμορφη και χαμογελαστή σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Πρόσθεσα λάδι στο καντηλάκι, άναψα το θυμιατό και προσευχήθηκα. Ένα χρόνο μετά ακόμα δεν το είχα συνειδητοποιήσει, κάθε μέρα πήγαινα στο σπίτι περιμένοντας να τη δω, να την ακούσω να τραγουδάει μαγειρεύοντας, αλλά όχι η μαμά ήταν εδώ, βουβή και αμίλητη. Έκατσα κοντά της και της μίλησα, γιατί η μαμά πάντα με ακούει, κλείνω τα μάτια και νοιώθω το χάδι της στο πρόσωπο μου. Κλείνω τα μάτια και έρχονται οι πιο παράξενες αναμνήσεις, όπως τη φορά που διπλώναμε τη μπουγάδα στο υπνοδωμάτιο της και της λέω «για ξαναπες αυτό το τραγούδι μαμά» και εκείνη με ρώτησε «ποιο τραγούδι» «αυτό που μόλις τραγούδησες» και άρχισα να επαναλαμβάνω με ρυθμό τα λόγια που μόλις είχα ακούσει «του φωνάζει ο γάτος γεια σου, θα σου κόψω την ουρά σου. Πες μου και το υπόλοιπο» και η μαμά με κοίταξε αποσβολωμένη απαντώντας μου «δεν το τραγούδησα, το σκεφτόμουν μόνο, δεν άνοιξα καν το στόμα μου» «εγώ πάντως το άκουσα μαμά» της είπα «τηλεπάθεια μάλλον»
«Καλησπέρα» μια ανδρική φωνή με έβγαλε από τις αναμνήσεις μου.
«Καλησπέρα» απάντησα με τα μάτια βουρκωμένα
«έρχεσαι συχνά; δεν σε έχω ξαναδεί»
«όχι, έχει καιρό να έρθω» απάντησα νοιώθοντας ενοχές που δεν έβρισκα το κουράγιο να πηγαίνω συχνότερα στον τάφο της μάνας μου. «εσύ;» ρώτησα από ευγένεια παρά από πραγματική περιέργεια
«είναι σαν να μη φεύγω ποτέ» μου απάντησε χαμογελώντας απροσδιόριστα.
Σηκώθηκα από το πεζούλι που καθόμουν, πήρα τη τσάντα μου για να φύγω. Η παρουσία αυτού του άντρα μου προκαλούσε ταραχή. Δεν ήταν πάρα πολύ ψηλός, αλλά ήταν μελαχρινός και πανέμορφος, με πυκνά μαύρα μαλλιά και φρύδια και ένα ζευγάρι παράξενα γκρίζα μάτια που αναβόσβηναν σαν φωτάκια στο ολόλευκο αγγελικό πρόσωπο του. Φορούσε μαύρο παντελόνι και πουκάμισο, πράγμα αναμενόμενο για κάποιον που θα έχασε πρόσφατα μάλλον κάποιον αγαπημένο του. Εγώ πάλι, ποτέ δεν μπόρεσα να μαυροφορέσω, όσο κι αν πένθησα τη μάνα μου, αυτό το μαύρο πλάκωνε τη ψυχή μου παραπάνω κι απ το θάνατο.
«Πώς σε λένε;»
«Μικαέλλα»
«Χαίρω πολύ, Άγγελος» μου έδωσε το χέρι του για χειραψία. Είχε το πιο παγωμένο χέρι που είχα αγγίξει ποτέ, αλλά ήταν ήδη τέλος Σεπτέμβρη και το ύφασμα του πουκάμισου του ήταν πολύ λεπτό, ενώ εγώ είχα κιόλας ρίξει πάνω μου τη ζακέτα μου.
«Χάρηκα Άγγελε, καληνύχτα»
«Επίσης, καληνύχτα» μου είπε και προχώρησα προς την έξοδο του κοιμητηρίου γιατί σχεδόν είχε σκοτεινιάσει και άρχισα να φοβάμαι.
Μια βδομάδα αργότερα επέστρεψα και πάλι στο κοιμητήριο. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο αυτός ο άντρας δεν έβγαινε από το μυαλό μου και δεν ήταν μόνο η ομορφιά του που με έλκυε τόσο, ήταν κάτι άλλο, πιο βαθύ που απλά δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμα. Έφτασα στο μνήμα της μητέρας μου, άναψα όπως πάντα το θυμιατό αλλά τα μάτια μου κοίταζαν γύρω ψάχνοντας αυτόν.
«Καλησπέρα Μικαέλλα» άκουσα τη φωνή του και γυρίζοντας το κεφάλι τον είδα πίσω μου λες και είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
«Καλησπέρα Άγγελε» (μου) πρόσθεσα μέσα μου χαμογελώντας σαν χαζή που τον ξαναέβλεπα.
«Πώς είσαι Μικαέλλα;»
«Μια χαρά, ευχαριστώ, εσύ;»
«Όπως βλέπεις, καλά! Εδώ, όπως πάντα»
Περπατήσαμε ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους και τα μνήματα, μιλήσαμε για το πόσο όμορφη είναι ζωή πάνω από τις φωτογραφίες αυτών που κοιμόντουσαν τον αιώνιο ύπνο. Εκείνοι ήταν περισσότεροι από εμάς, και εμείς στεκόμασταν και περπατούσαμε ακόμα ζωντανοί. Καταλήξαμε σε ένα μικρό ξύλινο παγκάκι, βαμμένο και αυτό στο χρώμα του κυπαρισσιού, καθίσαμε δίπλα δίπλα, σαν μαθητές στο διάλειμμα, και συνεχίσαμε να μιλάμε και η μια κουβέντα έφερνε την άλλη, μέχρι που νύχτωσε για τα καλά και άναψαν τα άστρα στον ουρανό, λαμπυρίζοντας με τον ίδιο ρυθμό που τρεμόσβηναν τα καντηλάκια. Βρισκόταν κολλημένος δίπλα μου και έβλεπα το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σε κάθε αναπνοή και τα γκρίζα μάτια του να γυαλίζουν στο σκοτάδι, απαράλλαχτα με τη γάτα που καθόταν στον τάφο απέναντι. Το κρύο διαπερνούσε τη ζακέτα μου, ανατρίχιασα. Η ώρα ήταν περασμένη και το πεινασμένο μου στομάχι διαμαρτυρόταν έντονα.
«έχει περάσει η ώρα, μήπως να φεύγαμε;»
«Ναι! Έχεις δίκαιο» μου είπε και σηκώθηκε «καληνύχτα Μικαέλλα»
«Καληνύχτα Άγγελε» (μου) πρόσθεσα μέσα μου και παρακαλούσα να γίνει πραγματικά δικός μου.
Αυτή τη φορά δεν άντεξα να περιμένω μια βδομάδα για να επιστρέψω. Σε τρεις μέρες βρέθηκα εκεί και είμαι σίγουρη ότι αν με έβλεπε η μάνα μου από εκ’ εκεί πάνω θα χαμογελούσε με τον τρόπο και το μέρος που βρήκε να με χτυπήσει ο έρωτας, ίσως και να έτριβε τα χέρια της με ευχαρίστηση που όλο αυτό συνέβηκε εν μέρει εξαιτίας της. Χαμογέλασα στη σκέψη και ψήλωσα το κεφάλι προς τα σύννεφα ίσως και την έβλεπα να μου νεύει συγκατανευτικά από εκεί πάνω.
«Χαίρομαι που σε βλέπω ξανά» άκουσα τη γνωστή πια φωνή. Ήταν μπροστά μου, ήταν πανέμορφος, και έκανε την καρδιά μου να καλπάζει.
«Κι εγώ Άγγελε μου» αυτή τη φορά ξεγλύστρισε και το ‘μου’ αλλά ήταν πολύ αργά για να το πάρω πίσω. Τον είδα όμως να χαμογελά, του άρεσε.
«Σε περίμενα Μικαέλλα μου» και πήρε το χέρι μου στο δικό του, εντελώς φυσικά, λες και ήταν κάτι που έκανε εδώ και χρόνια. Περπατήσαμε και μιλήσαμε για τόσα πολλά πράγματα και πέρασε η ώρα, πέρασε η μέρα, ήρθε η επόμενη και εγώ βρέθηκα και πάλι εκεί, για να τον δω, τον Άγγελο μου, να τον δω, να του μιλήσω, να κρύψω το χέρι μου στο δικό του, για να του πω για το όνειρο μου που άρχισε να γίνεται ένα με το δικό του. Δεν επιδιώξαμε ακόμα να συναντηθούμε κάπου αλλού. Μας βόλευε η γαλήνη και η ηρεμία του χώρου αυτού. Δεν υπήρχε κανένας να μας διακόψει, καμιά ενόχληση στην όμορφη μελωδία που τραγουδούσαν τα τελευταία τριζόνια αποχαιρετώντας τις τελευταίες ζεστές μέρες του Σεπτέμβρη.
«Σ΄αγαπώ» μου είπε ένα από εκείνα τα μοναδικά βράδια ενώ καθόμασταν αγκαλιασμένοι στο παγκάκι.
«Κι εγώ σ΄αγαπώ» έστρεψα το πρόσωπο μου προς το μέρος του και με φίλησε. Κι εγώ χάθηκα στην υπέροχη αίσθηση που είχαν τα χείλη του, στην υπέροχη μυρωδιά που είχε το δέρμα του, παραδόθηκα στη θαλπωρή που ένοιωθα κουρνιασμένη στη φιλόξενη του αγκαλιά. Δεν ξέρω για πόση ώρα κράτησε το φιλί και πότε ακριβώς κούρνιασα απάνω του και αποκοιμήθηκα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε κιόλας χαράξει. Βρισκόμουν ακόμα στην αγκαλιά του και εκείνος καθόταν κοιτάζοντας με χαμογελώντας χωρίς να έχει μετακινηθεί όλο το βράδυ.
«Δε μούδιασε το χέρι σου να με κρατάς όλη νύχτα;» ρώτησα
«Δε μου έκανε καρδιά να σε ξυπνήσω, φαινόσουν τόσο γαλήνια»
«Ναι, αλλά αποκοιμήθηκα και ποιος ακούει τώρα τις φωνές του αφεντικού» διαμαρτυρήθηκα και σηκώθηκα να φύγω βιαστικά. Προχώρησα με γοργά βήματα προς την έξοδο.
«Κάποιος έχει κλειδώσει την καγκελόπορτα Άγγελε» φώναξα
«Τι;» φώναξε καθισμένος ακόμα στο παγκάκι. Ήρθε προς το μέρος μου.
«Οι καγκελόπορτες είναι κλειδωμένες απ’ έξω. Κάποιος μας έκλεισε μέσα» επανέλαβα θυμωμένη με αυτόν τον επιτήδειο που μας έκανε τέτοια φάρσα. «Πώς θα πάω τώρα στη δουλειά μου λες; Και το χειρότερο δεν έχω στη τσάντα μου ούτε το κινητό, το άφησα καταλάθος στο αυτοκίνητο.»
«Ηρέμησε Μικαέλλα» μου είπε ήρεμα
«Πώς να ηρεμήσω Άγγελε; Για πόση ώρα θα μείνουμε εδώ μέσα κλειδωμένοι; Έχω και υποχρεώσεις εκεί έξω ξέρεις, ευθύνες, ανθρώπους που θα ανησυχήσουν αν δεν πάω στο γραφείο στην ώρα μου.» ήμουν πια εξοργισμένη με την αδιάφορη του στάση λες και τίποτα ιδιαίτερο δεν συνέβαινε.
«Ηρέμησε Μικαέλλα» επανέλαβε και αυτός ο ήπιος τόνος με εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. «Δε θα ανοίξουν οι καγκελόπορτες»
«Τι εννοείς δε θα ανοίξουν οι καγκελόπορτες» ψήλωσα τον τόνο μου «τι είναι αυτό; Μαύρο χιούμορ πρωινιάτικα;» είχα βγει εκτός εαυτού.
«Ηρέμησε Μικαέλλα» είπε απλά για τρίτη φορά και με έβγαλε εκτός εαυτού.
«Σταμάτα να μου λες να ηρεμήσω λες και έχω δει μια κατσαρίδα. Μου έχεις σπάσει τα νεύρα. Πες μου μόνο πώς στο καλό θα βγω απ΄εδώ μέσα, εσύ μείνε όσο θες άμα γουστάρεις, εγώ θέλω να βγω αμέσως!»
«Δε θα βγεις Μικαέλλα»
«Σταμάτα Άγγελε. Γιατί το κάνεις αυτό, βλέπεις να γελώ; Δε γελώ!»
«δεν αστειεύομαι Μικαέλλα»
«άρχισες να με φοβίζεις Άγγελε. Πάψε σε παρακαλώ»
«Δεν έχεις κάτι να φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά»
«Ποια όλα; δεν καταλαβαίνω για ποια όλα μιλάς, πραγματικά με τρομάζεις» είπα και άρχισα να φοβάμαι μήπως είχα πέσει στα χέρια κάποιου ψυχοπαθή δολοφόνου και σε λίγο θα με έκανε κομματάκια. Κοίταζα γύρω μου με απελπισία και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια μου.
«Μην κλαις σε παρακαλώ» μου είπε με λυπημένη φωνή και με πλησίασε.
«μη με πλησιάζεις» του είπα αλλά αυτός είχε ήδη τυλίξει τα χέρια του γύρω μου, έφερε το κεφάλι μου στη βάση του λαιμού του, πήρα βαθιές ανάσες και ηρέμησα.
«Υπόσχομαι όλα θα πάνε καλά» μου χαίδεψε το κεφάλι «έχε μου εμπιστοσύνη»
«Σου έχω, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω»
«Θα καταλάβεις μικρό μου, πολύ σύντομα. Έλα μαζί μου»
«Που θα με πας; υπάρχει άλλη έξοδος;» επέμενα εγώ
«Θα δεις»
Περπατούσε μπροστά σίγουρος ότι τον ακολουθούσα. Θα μπορούσα να τρέξω μακριά να βρω από κάπου να σκαρφαλώσω και να γλυτώσω από αυτήν την ανεξήγητη ιστορία, αλλά όχι, τον ακολουθούσα σαν μαγεμένη. Προχωρήσαμε και πάλι στο βάθος του νεκροταφείου, σταμάτησε μπροστά σε έναν γνώριμο τάφο και έμεινε να κοιτάζει. Μου ένευσε να κοιτάξω κι εγώ.
«Ο τάφος της μητέρας μου» είπα
«Όχι εδώ, δίπλα. Θέλω να φανείς δυνατή και να κοιτάξεις Μικαέλλα»
«Δε θέλω»
«Πρέπει»
«Αρνούμαι» είπα και έκλεισα σφικτά τα μάτια.
«Κοίταξε Μικαέλλα» είπε επιτακτικά «Δεν μπορείς να το αποφύγεις, θα πρέπει να κοιτάξεις και τώρα είναι η στιγμή να αντικρίσεις την αλήθεια»
Άνοιξα τα μάτια διστακτικά. Μπροστά μου ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος, χωρίς πλάκα, μόνο ένα μικρό βουναλάκι από χώμα καλυμμένο με στεφάνια και ανθοδέσμες που δεν είχαν προλάβει ακόμα να ξεραθούν. Μπροστά από τον τάφο ένας μικρός ξύλινος σταυρός που έγραφε. ΜΙΚΑΕΛΛΑ Ι. 13/10/1993 – 28/09/2013
«Είμαι νεκρή;»
«Ναι»
«Πώς;»
«Αυτοκινητιστικό δυστύχημα»
«Εσύ είσαι νεκρός;» δεν απάντησε «Ποιος είσαι;»
«Ο Άγγελος σου Μικαέλλα»
«Όχι» φώναξα και με όλες μου τις δυνάμεις άρχισα να τρέχω μακριά του, μακριά από αυτό τον ξύλινο σταυρό που έγραφε το όνομα μου, δεν είναι αλήθεια, δε γίνεται να είμαι νεκρή. Άρχισα να ψάχνω απελπισμένα για κάποια έξοδο, αποκλείεται, θα βρω κάποια έξοδο.
«Μικαέλλα, είναι ανώφελο να τρέχεις» άκουσα να μου φωνάζει « γύρνα πίσω Μικαέλλα»
…………………. «Γύρισες πίσω Μικαέλλα. Έτσι μπράβο μικρούλα, ξύπνα»
Ακούω κάποιον να με φωνάζει και βλέπω κάποιο αμυδρό φως βγαίνοντας αργά μέσα από ένα κατάμαυρο τούνελ. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Ένα μικρό κίτρινο φωτάκι πηγαινοέρχεται μπροστά στα μισόκλειστα μάτια μου. Αρχίζουν να φαίνονται καθαρές εικόνες.
«Γεια σου Άγγελε!» μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι μαυροφορεμένος. Φοράει ολόλευκη ποδιά και ένα στηθοσκόπιο γύρω από το λαιμό του.
«Βαλεντίνος είναι το όνομα μου και έχω την τιμή να είμαι ο προσωπικός σας νοσηλευτής μέχρι τις έξι που τελειώνει η βάρδια μου.»
«Που βρίσκομαι» ρωτώ συγχισμένη.
«Μα που αλλού; Στο νοσοκομείο;»
«Στο νοσοκομείο;» ρωτάω πάλι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.
«Είχες αυτοκινητιστικό δυστύχημα μικρή μου, αλλά ευτυχώς ήσουν τυχερή. Επέζησες. Εδώ και μια βδομάδα είσαι σε κώμα αλλά χαίρομαι που βρίσκεσαι και πάλι μαζί μας. Απ’ εδώ και πέρα όλα θα πάνε καλά»
«Είσαι βέβαιος ότι δε σε λένε Άγγελο; Σε θυμάμαι από κάπου»
«Και βέβαια με θυμάσαι. Ήμουν ο πρώτος που έφτασα κοντά σου μετά το δυστύχημα. Είχες εγκλωβιστεί στο κάθισμα σου και σου μιλούσα, σου έδινα κουράγιο όσο οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να σε απεγκλωβίσουν. Ήσουν πανικοβλημένη που δεν άνοιγε η πόρτα, κρατούσες το χέρι μου σφικτά και με παρακαλούσες να μη σε αφήσω. Μετά σε βάλαμε στο ασθενοφόρο, είχες εγκεφαλική αιμορραγία και σε λίγο έχασες τις αισθήσεις σου. Αλλά όπως βλέπεις δε σε άφησα, κάθε μέρα ήμουν εδώ, δίπλα σου και περίμενα να ξυπνήσεις Μικαέλλα. Φεύγω τώρα για λίγο γιατί περιμένουν κι άλλοι ασθενείς αλλά θα είμαι σε λίγο και πάλι κοντά σου» είπε κλείνοντας μου το μάτι φεύγοντας.
«Δεν ξέρω αν τον λένε Βαλεντίνο αλλά είναι πραγματικός άγγελος αυτό το παιδί.» άκουσα μια γλυκιά γυναικεία φωνή από δίπλα μου.
«Μαμά» είπα και είδα δυο δακρυσμένα μάτια να με κοιτάνε
«Καλωσόρισες κόρη μου»
«Μαμά, είσαι ζωντανή;»
«Ζωντανή είμαι αγάπη μου, εδώ δίπλα σου. Εσύ μας έφυγες για λίγο αλλά δόξα το Θεό, ξαναγύρισες κοντά μας, δυο βδομάδες μετά το δυστύχημα»
«Τι μέρα είναι σήμερα μαμά;»
«13 Οκτώβρη Μικαέλλα. Τα γενέθλια σου. Σήμερα ξαναγεννήθηκες»
Σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά από την είσοδο και κατέβηκα. Ένας χρόνος έκλεινε σήμερα από το θάνατο της μητέρας μου. Τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη, είχε κιόλας δειλινιάσει και ένα ψυχρό αεράκι φυσούσε πάνω από τις ταφόπλακες δρόσιζοντας τις ψυχές. Προχώρησα διστακτικά προς το βάθος. Το νεκροταφείο είχε σχεδόν γεμίσει και για να φτάσω στη μητέρα μου έπρεπε να περπατήσω προς την άλλη άκρη. Απολάμβανα αυτό τον μικρό περίπατο και είχα πια εξοικειωθεί με το περιβάλλον και δεν μου προκαλούσε κανένα φόβο ή περίεργο συναίσθημα, ίσα ίσα που απολάμβανα την ησυχία και γαλήνη που υπήρχε στο απομονωμένο μέρος, τον αέρα που μουρμουρούσε χαμηλόφωνα τις κορυφές των κυπαρισσιών, τις γάτες που περιπλανιόντουσαν ή ξάπλωναν νωχελικά πάνω στους τάφους.
Έφτασα κοντά της. «Γεια σου μανούλα” της είπα κοιτάζοντας τη φωτογραφία της, στα τριάντα, όμορφη και χαμογελαστή σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Πρόσθεσα λάδι στο καντηλάκι, άναψα το θυμιατό και προσευχήθηκα. Ένα χρόνο μετά ακόμα δεν το είχα συνειδητοποιήσει, κάθε μέρα πήγαινα στο σπίτι περιμένοντας να τη δω, να την ακούσω να τραγουδάει μαγειρεύοντας, αλλά όχι η μαμά ήταν εδώ, βουβή και αμίλητη. Έκατσα κοντά της και της μίλησα, γιατί η μαμά πάντα με ακούει, κλείνω τα μάτια και νοιώθω το χάδι της στο πρόσωπο μου. Κλείνω τα μάτια και έρχονται οι πιο παράξενες αναμνήσεις, όπως τη φορά που διπλώναμε τη μπουγάδα στο υπνοδωμάτιο της και της λέω «για ξαναπες αυτό το τραγούδι μαμά» και εκείνη με ρώτησε «ποιο τραγούδι» «αυτό που μόλις τραγούδησες» και άρχισα να επαναλαμβάνω με ρυθμό τα λόγια που μόλις είχα ακούσει «του φωνάζει ο γάτος γεια σου, θα σου κόψω την ουρά σου. Πες μου και το υπόλοιπο» και η μαμά με κοίταξε αποσβολωμένη απαντώντας μου «δεν το τραγούδησα, το σκεφτόμουν μόνο, δεν άνοιξα καν το στόμα μου» «εγώ πάντως το άκουσα μαμά» της είπα «τηλεπάθεια μάλλον»
«Καλησπέρα» μια ανδρική φωνή με έβγαλε από τις αναμνήσεις μου.
«Καλησπέρα» απάντησα με τα μάτια βουρκωμένα
«έρχεσαι συχνά; δεν σε έχω ξαναδεί»
«όχι, έχει καιρό να έρθω» απάντησα νοιώθοντας ενοχές που δεν έβρισκα το κουράγιο να πηγαίνω συχνότερα στον τάφο της μάνας μου. «εσύ;» ρώτησα από ευγένεια παρά από πραγματική περιέργεια
«είναι σαν να μη φεύγω ποτέ» μου απάντησε χαμογελώντας απροσδιόριστα.
Σηκώθηκα από το πεζούλι που καθόμουν, πήρα τη τσάντα μου για να φύγω. Η παρουσία αυτού του άντρα μου προκαλούσε ταραχή. Δεν ήταν πάρα πολύ ψηλός, αλλά ήταν μελαχρινός και πανέμορφος, με πυκνά μαύρα μαλλιά και φρύδια και ένα ζευγάρι παράξενα γκρίζα μάτια που αναβόσβηναν σαν φωτάκια στο ολόλευκο αγγελικό πρόσωπο του. Φορούσε μαύρο παντελόνι και πουκάμισο, πράγμα αναμενόμενο για κάποιον που θα έχασε πρόσφατα μάλλον κάποιον αγαπημένο του. Εγώ πάλι, ποτέ δεν μπόρεσα να μαυροφορέσω, όσο κι αν πένθησα τη μάνα μου, αυτό το μαύρο πλάκωνε τη ψυχή μου παραπάνω κι απ το θάνατο.
«Πώς σε λένε;»
«Μικαέλλα»
«Χαίρω πολύ, Άγγελος» μου έδωσε το χέρι του για χειραψία. Είχε το πιο παγωμένο χέρι που είχα αγγίξει ποτέ, αλλά ήταν ήδη τέλος Σεπτέμβρη και το ύφασμα του πουκάμισου του ήταν πολύ λεπτό, ενώ εγώ είχα κιόλας ρίξει πάνω μου τη ζακέτα μου.
«Χάρηκα Άγγελε, καληνύχτα»
«Επίσης, καληνύχτα» μου είπε και προχώρησα προς την έξοδο του κοιμητηρίου γιατί σχεδόν είχε σκοτεινιάσει και άρχισα να φοβάμαι.
Μια βδομάδα αργότερα επέστρεψα και πάλι στο κοιμητήριο. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο αυτός ο άντρας δεν έβγαινε από το μυαλό μου και δεν ήταν μόνο η ομορφιά του που με έλκυε τόσο, ήταν κάτι άλλο, πιο βαθύ που απλά δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμα. Έφτασα στο μνήμα της μητέρας μου, άναψα όπως πάντα το θυμιατό αλλά τα μάτια μου κοίταζαν γύρω ψάχνοντας αυτόν.
«Καλησπέρα Μικαέλλα» άκουσα τη φωνή του και γυρίζοντας το κεφάλι τον είδα πίσω μου λες και είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
«Καλησπέρα Άγγελε» (μου) πρόσθεσα μέσα μου χαμογελώντας σαν χαζή που τον ξαναέβλεπα.
«Πώς είσαι Μικαέλλα;»
«Μια χαρά, ευχαριστώ, εσύ;»
«Όπως βλέπεις, καλά! Εδώ, όπως πάντα»
Περπατήσαμε ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους και τα μνήματα, μιλήσαμε για το πόσο όμορφη είναι ζωή πάνω από τις φωτογραφίες αυτών που κοιμόντουσαν τον αιώνιο ύπνο. Εκείνοι ήταν περισσότεροι από εμάς, και εμείς στεκόμασταν και περπατούσαμε ακόμα ζωντανοί. Καταλήξαμε σε ένα μικρό ξύλινο παγκάκι, βαμμένο και αυτό στο χρώμα του κυπαρισσιού, καθίσαμε δίπλα δίπλα, σαν μαθητές στο διάλειμμα, και συνεχίσαμε να μιλάμε και η μια κουβέντα έφερνε την άλλη, μέχρι που νύχτωσε για τα καλά και άναψαν τα άστρα στον ουρανό, λαμπυρίζοντας με τον ίδιο ρυθμό που τρεμόσβηναν τα καντηλάκια. Βρισκόταν κολλημένος δίπλα μου και έβλεπα το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σε κάθε αναπνοή και τα γκρίζα μάτια του να γυαλίζουν στο σκοτάδι, απαράλλαχτα με τη γάτα που καθόταν στον τάφο απέναντι. Το κρύο διαπερνούσε τη ζακέτα μου, ανατρίχιασα. Η ώρα ήταν περασμένη και το πεινασμένο μου στομάχι διαμαρτυρόταν έντονα.
«έχει περάσει η ώρα, μήπως να φεύγαμε;»
«Ναι! Έχεις δίκαιο» μου είπε και σηκώθηκε «καληνύχτα Μικαέλλα»
«Καληνύχτα Άγγελε» (μου) πρόσθεσα μέσα μου και παρακαλούσα να γίνει πραγματικά δικός μου.
Αυτή τη φορά δεν άντεξα να περιμένω μια βδομάδα για να επιστρέψω. Σε τρεις μέρες βρέθηκα εκεί και είμαι σίγουρη ότι αν με έβλεπε η μάνα μου από εκ’ εκεί πάνω θα χαμογελούσε με τον τρόπο και το μέρος που βρήκε να με χτυπήσει ο έρωτας, ίσως και να έτριβε τα χέρια της με ευχαρίστηση που όλο αυτό συνέβηκε εν μέρει εξαιτίας της. Χαμογέλασα στη σκέψη και ψήλωσα το κεφάλι προς τα σύννεφα ίσως και την έβλεπα να μου νεύει συγκατανευτικά από εκεί πάνω.
«Χαίρομαι που σε βλέπω ξανά» άκουσα τη γνωστή πια φωνή. Ήταν μπροστά μου, ήταν πανέμορφος, και έκανε την καρδιά μου να καλπάζει.
«Κι εγώ Άγγελε μου» αυτή τη φορά ξεγλύστρισε και το ‘μου’ αλλά ήταν πολύ αργά για να το πάρω πίσω. Τον είδα όμως να χαμογελά, του άρεσε.
«Σε περίμενα Μικαέλλα μου» και πήρε το χέρι μου στο δικό του, εντελώς φυσικά, λες και ήταν κάτι που έκανε εδώ και χρόνια. Περπατήσαμε και μιλήσαμε για τόσα πολλά πράγματα και πέρασε η ώρα, πέρασε η μέρα, ήρθε η επόμενη και εγώ βρέθηκα και πάλι εκεί, για να τον δω, τον Άγγελο μου, να τον δω, να του μιλήσω, να κρύψω το χέρι μου στο δικό του, για να του πω για το όνειρο μου που άρχισε να γίνεται ένα με το δικό του. Δεν επιδιώξαμε ακόμα να συναντηθούμε κάπου αλλού. Μας βόλευε η γαλήνη και η ηρεμία του χώρου αυτού. Δεν υπήρχε κανένας να μας διακόψει, καμιά ενόχληση στην όμορφη μελωδία που τραγουδούσαν τα τελευταία τριζόνια αποχαιρετώντας τις τελευταίες ζεστές μέρες του Σεπτέμβρη.
«Σ΄αγαπώ» μου είπε ένα από εκείνα τα μοναδικά βράδια ενώ καθόμασταν αγκαλιασμένοι στο παγκάκι.
«Κι εγώ σ΄αγαπώ» έστρεψα το πρόσωπο μου προς το μέρος του και με φίλησε. Κι εγώ χάθηκα στην υπέροχη αίσθηση που είχαν τα χείλη του, στην υπέροχη μυρωδιά που είχε το δέρμα του, παραδόθηκα στη θαλπωρή που ένοιωθα κουρνιασμένη στη φιλόξενη του αγκαλιά. Δεν ξέρω για πόση ώρα κράτησε το φιλί και πότε ακριβώς κούρνιασα απάνω του και αποκοιμήθηκα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε κιόλας χαράξει. Βρισκόμουν ακόμα στην αγκαλιά του και εκείνος καθόταν κοιτάζοντας με χαμογελώντας χωρίς να έχει μετακινηθεί όλο το βράδυ.
«Δε μούδιασε το χέρι σου να με κρατάς όλη νύχτα;» ρώτησα
«Δε μου έκανε καρδιά να σε ξυπνήσω, φαινόσουν τόσο γαλήνια»
«Ναι, αλλά αποκοιμήθηκα και ποιος ακούει τώρα τις φωνές του αφεντικού» διαμαρτυρήθηκα και σηκώθηκα να φύγω βιαστικά. Προχώρησα με γοργά βήματα προς την έξοδο.
«Κάποιος έχει κλειδώσει την καγκελόπορτα Άγγελε» φώναξα
«Τι;» φώναξε καθισμένος ακόμα στο παγκάκι. Ήρθε προς το μέρος μου.
«Οι καγκελόπορτες είναι κλειδωμένες απ’ έξω. Κάποιος μας έκλεισε μέσα» επανέλαβα θυμωμένη με αυτόν τον επιτήδειο που μας έκανε τέτοια φάρσα. «Πώς θα πάω τώρα στη δουλειά μου λες; Και το χειρότερο δεν έχω στη τσάντα μου ούτε το κινητό, το άφησα καταλάθος στο αυτοκίνητο.»
«Ηρέμησε Μικαέλλα» μου είπε ήρεμα
«Πώς να ηρεμήσω Άγγελε; Για πόση ώρα θα μείνουμε εδώ μέσα κλειδωμένοι; Έχω και υποχρεώσεις εκεί έξω ξέρεις, ευθύνες, ανθρώπους που θα ανησυχήσουν αν δεν πάω στο γραφείο στην ώρα μου.» ήμουν πια εξοργισμένη με την αδιάφορη του στάση λες και τίποτα ιδιαίτερο δεν συνέβαινε.
«Ηρέμησε Μικαέλλα» επανέλαβε και αυτός ο ήπιος τόνος με εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. «Δε θα ανοίξουν οι καγκελόπορτες»
«Τι εννοείς δε θα ανοίξουν οι καγκελόπορτες» ψήλωσα τον τόνο μου «τι είναι αυτό; Μαύρο χιούμορ πρωινιάτικα;» είχα βγει εκτός εαυτού.
«Ηρέμησε Μικαέλλα» είπε απλά για τρίτη φορά και με έβγαλε εκτός εαυτού.
«Σταμάτα να μου λες να ηρεμήσω λες και έχω δει μια κατσαρίδα. Μου έχεις σπάσει τα νεύρα. Πες μου μόνο πώς στο καλό θα βγω απ΄εδώ μέσα, εσύ μείνε όσο θες άμα γουστάρεις, εγώ θέλω να βγω αμέσως!»
«Δε θα βγεις Μικαέλλα»
«Σταμάτα Άγγελε. Γιατί το κάνεις αυτό, βλέπεις να γελώ; Δε γελώ!»
«δεν αστειεύομαι Μικαέλλα»
«άρχισες να με φοβίζεις Άγγελε. Πάψε σε παρακαλώ»
«Δεν έχεις κάτι να φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά»
«Ποια όλα; δεν καταλαβαίνω για ποια όλα μιλάς, πραγματικά με τρομάζεις» είπα και άρχισα να φοβάμαι μήπως είχα πέσει στα χέρια κάποιου ψυχοπαθή δολοφόνου και σε λίγο θα με έκανε κομματάκια. Κοίταζα γύρω μου με απελπισία και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια μου.
«Μην κλαις σε παρακαλώ» μου είπε με λυπημένη φωνή και με πλησίασε.
«μη με πλησιάζεις» του είπα αλλά αυτός είχε ήδη τυλίξει τα χέρια του γύρω μου, έφερε το κεφάλι μου στη βάση του λαιμού του, πήρα βαθιές ανάσες και ηρέμησα.
«Υπόσχομαι όλα θα πάνε καλά» μου χαίδεψε το κεφάλι «έχε μου εμπιστοσύνη»
«Σου έχω, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω»
«Θα καταλάβεις μικρό μου, πολύ σύντομα. Έλα μαζί μου»
«Που θα με πας; υπάρχει άλλη έξοδος;» επέμενα εγώ
«Θα δεις»
Περπατούσε μπροστά σίγουρος ότι τον ακολουθούσα. Θα μπορούσα να τρέξω μακριά να βρω από κάπου να σκαρφαλώσω και να γλυτώσω από αυτήν την ανεξήγητη ιστορία, αλλά όχι, τον ακολουθούσα σαν μαγεμένη. Προχωρήσαμε και πάλι στο βάθος του νεκροταφείου, σταμάτησε μπροστά σε έναν γνώριμο τάφο και έμεινε να κοιτάζει. Μου ένευσε να κοιτάξω κι εγώ.
«Ο τάφος της μητέρας μου» είπα
«Όχι εδώ, δίπλα. Θέλω να φανείς δυνατή και να κοιτάξεις Μικαέλλα»
«Δε θέλω»
«Πρέπει»
«Αρνούμαι» είπα και έκλεισα σφικτά τα μάτια.
«Κοίταξε Μικαέλλα» είπε επιτακτικά «Δεν μπορείς να το αποφύγεις, θα πρέπει να κοιτάξεις και τώρα είναι η στιγμή να αντικρίσεις την αλήθεια»
Άνοιξα τα μάτια διστακτικά. Μπροστά μου ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος, χωρίς πλάκα, μόνο ένα μικρό βουναλάκι από χώμα καλυμμένο με στεφάνια και ανθοδέσμες που δεν είχαν προλάβει ακόμα να ξεραθούν. Μπροστά από τον τάφο ένας μικρός ξύλινος σταυρός που έγραφε. ΜΙΚΑΕΛΛΑ Ι. 13/10/1993 – 28/09/2013
«Είμαι νεκρή;»
«Ναι»
«Πώς;»
«Αυτοκινητιστικό δυστύχημα»
«Εσύ είσαι νεκρός;» δεν απάντησε «Ποιος είσαι;»
«Ο Άγγελος σου Μικαέλλα»
«Όχι» φώναξα και με όλες μου τις δυνάμεις άρχισα να τρέχω μακριά του, μακριά από αυτό τον ξύλινο σταυρό που έγραφε το όνομα μου, δεν είναι αλήθεια, δε γίνεται να είμαι νεκρή. Άρχισα να ψάχνω απελπισμένα για κάποια έξοδο, αποκλείεται, θα βρω κάποια έξοδο.
«Μικαέλλα, είναι ανώφελο να τρέχεις» άκουσα να μου φωνάζει « γύρνα πίσω Μικαέλλα»
…………………. «Γύρισες πίσω Μικαέλλα. Έτσι μπράβο μικρούλα, ξύπνα»
Ακούω κάποιον να με φωνάζει και βλέπω κάποιο αμυδρό φως βγαίνοντας αργά μέσα από ένα κατάμαυρο τούνελ. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Ένα μικρό κίτρινο φωτάκι πηγαινοέρχεται μπροστά στα μισόκλειστα μάτια μου. Αρχίζουν να φαίνονται καθαρές εικόνες.
«Γεια σου Άγγελε!» μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι μαυροφορεμένος. Φοράει ολόλευκη ποδιά και ένα στηθοσκόπιο γύρω από το λαιμό του.
«Βαλεντίνος είναι το όνομα μου και έχω την τιμή να είμαι ο προσωπικός σας νοσηλευτής μέχρι τις έξι που τελειώνει η βάρδια μου.»
«Που βρίσκομαι» ρωτώ συγχισμένη.
«Μα που αλλού; Στο νοσοκομείο;»
«Στο νοσοκομείο;» ρωτάω πάλι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.
«Είχες αυτοκινητιστικό δυστύχημα μικρή μου, αλλά ευτυχώς ήσουν τυχερή. Επέζησες. Εδώ και μια βδομάδα είσαι σε κώμα αλλά χαίρομαι που βρίσκεσαι και πάλι μαζί μας. Απ’ εδώ και πέρα όλα θα πάνε καλά»
«Είσαι βέβαιος ότι δε σε λένε Άγγελο; Σε θυμάμαι από κάπου»
«Και βέβαια με θυμάσαι. Ήμουν ο πρώτος που έφτασα κοντά σου μετά το δυστύχημα. Είχες εγκλωβιστεί στο κάθισμα σου και σου μιλούσα, σου έδινα κουράγιο όσο οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να σε απεγκλωβίσουν. Ήσουν πανικοβλημένη που δεν άνοιγε η πόρτα, κρατούσες το χέρι μου σφικτά και με παρακαλούσες να μη σε αφήσω. Μετά σε βάλαμε στο ασθενοφόρο, είχες εγκεφαλική αιμορραγία και σε λίγο έχασες τις αισθήσεις σου. Αλλά όπως βλέπεις δε σε άφησα, κάθε μέρα ήμουν εδώ, δίπλα σου και περίμενα να ξυπνήσεις Μικαέλλα. Φεύγω τώρα για λίγο γιατί περιμένουν κι άλλοι ασθενείς αλλά θα είμαι σε λίγο και πάλι κοντά σου» είπε κλείνοντας μου το μάτι φεύγοντας.
«Δεν ξέρω αν τον λένε Βαλεντίνο αλλά είναι πραγματικός άγγελος αυτό το παιδί.» άκουσα μια γλυκιά γυναικεία φωνή από δίπλα μου.
«Μαμά» είπα και είδα δυο δακρυσμένα μάτια να με κοιτάνε
«Καλωσόρισες κόρη μου»
«Μαμά, είσαι ζωντανή;»
«Ζωντανή είμαι αγάπη μου, εδώ δίπλα σου. Εσύ μας έφυγες για λίγο αλλά δόξα το Θεό, ξαναγύρισες κοντά μας, δυο βδομάδες μετά το δυστύχημα»
«Τι μέρα είναι σήμερα μαμά;»
«13 Οκτώβρη Μικαέλλα. Τα γενέθλια σου. Σήμερα ξαναγεννήθηκες»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου