Ο ήλιος είχε μόλις δύσει και το Ένταμ ξυπνούσε σιγά σιγά. Ο Λέων κοιμήθηκε όλη τη μέρα ήρεμος και άνοιξε το μάτια του ενώ τέντωνε χέρια, πόδια και ουρά για να ξεπιαστούν από τον πολύωρο ύπνο. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε κοιμηθεί τόσο ήσυχα, τόσο ατάραχα. Η νύχτα του φαινόταν πιο όμορφη και τ΄αστέρια πιο λαμπρά από ποτέ. Ήταν χαρούμενος, ναι, ήταν τόσο μα τόσο χαρούμενος.
Οι υπόλοιποι στο σπίτι κοιμόνταν ακόμα, εκτός από το κατοικίδιο τους, έναν μικρό τριχωτό ψύλλο που τον φώναζαν Σναπς και ήταν πάντα σε εγρήγορση. Σηκώθηκε λοιπόν ο Λέων και με τον Σναπς να τον ακολουθεί επί ποδός προχώρησε στην κουζίνα. Εκεί βρήκε τον παππού του που βασανιζόταν ακόμα από τον λόξυγκα και προσπαθούσε με γαργάρες από χυμό μουχλοτσουκνίδας να λύσει το πρόβλημα του.
-Καληνύχτα, παππού, τι κάνεις εκεί πέρα; Ρώτησε ο Λέων.
Ο παππούς που δεν άκουσε τον Λέων να μπαίνει παραλίγο να πνιγεί και έχυσε το χυμό μουχλοτσουκνίδας λερώνοντας το πάτωμα.
-Κχχχχχ, κχχχχχ (έβηξε ξανά και ξανά ο παππούς) Αμάν βρε ποντικάκι μου, πώς μπαίνεις έτσι και τρομάζεις τα τρωκτικά; Χικ..(επανήλθε ο λόξυγκας) Ας το καλό – χικ – μ έπιασε πάλι – χικ – και ο Μεσιέ Φιγκαρό μου το χε για σίγουρο – χικ – ότι ο χυμός μουχλοτσουκνίδας θα με γιά – χικ – τρευε από αυτόν τον βασανιστικό λόξξυγα.
-Και από πού και ως που παππού να ξέρει ένας κουρέας πως θεραπεύεται ο λόξυγκας; Η μήπως στη Γαλλία έκανε και το γιατρό; ρώτησε γελώντας ο Λέων, ενώ ο παππούς συνέχιζε τα χικ και χικ.
- Α, δεν ξέρω παιδί μου, είπε ο καημένος ο παππούς, αν στην Γαλλία έκανε το γιατρό, αλλά – χικ – είμαι τόσο απελπισμένος που θα δοκίμαζα τα πάντα. Διαφορετικά θα πρέπει να περιμένω τον Ιπποκράτη να επιστρέψει από την Ποντιατρική Σχολή με το φάρμακο και αυτό φοβάμαι, χικ, θ’ αργήσει πολύ.
- Τι να σου πω παππού, εύχομαι να σου περάσει σύντομα. Ακούγεται πραγματικά εξαντλητικό.
- Είναι ποντίκι μου, χικ, πίστεψε με είναι. Αλλά άστα τώρα αυτά. Χικ, τα δικά σου νέα πες μου. Χικ, άκουσα μας φεύγεις για τα ξένα. Χικ, είναι αλήθεια Λεωνίδα μου;
- Είναι αλήθεια παππού, αλλά σε εκλιπαρώ. Μην αρχίσεις και εσύ τις αντιρρήσεις. Έχω πάρει την απόφαση μου.
- Δεν έχω σκοπό, απλά να σου ευχηθώ καλή τύχη θέλω και να σε συμβουλεύσω, αν θες τη συμβουλή μου δηλαδή.
- Φυσικά και τη θέλω παππούλη, το ξέρεις ότι πάντα σέβομαι την γνώμη σου.
- Λοιπόν Λέων μου, άρχισε να απαγγέλει με στόμφο ο παππούς. Η συμβουλή του γέρου παππού σου, που την πλάτη του βαραίνουν κιόλας 2 χρόνια και 3 μήνες, είναι όπου και αν πας, ότι και να κάνεις, να θυμάσαι το ποιος είσαι και αυτός που είσαι είναι ένας περήφανος Κύπριος ποντικός, ακούς; Αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ.
- Ναι, παππού.
- Και κάτι άλλο επίσης. Όσο μακριά και να πας, εδώ, είναι το σπίτι σου, οι άνθρωποι που σ΄αγαπούν και το σπίτι σου θα σε περιμένει πάντα. Να φροντίσεις να περάσεις καλά στο ταξίδι σου και να γυρίσεις πίσω γερός και δυνατός, όποτε και αν γίνει αυτό. Κατάλαβες; είπε ο παππούς και τον αγκάλιασε σφικτά.
- Ναι, παππού. Κατάλαβα, απάντησε ο Λέων συγκινημένος. Παππού;
- Ναι Λέων.
- Συνειδητοποίησες ότι έχει περάσει ο λόξυγκας;
- Δίκαιο έχεις. Χικ. Ω, όχι..να τον πάλι...δεν αντέχω άλλο, είπε ο παππούς και έφυγε απ’ την κουζίνα θυμωμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου