Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Η ΣΠΗΛΙΑ

Ήταν η τελευταία βραδιά στη Νήσο του  Μαν και το μόνο που ήθελαν ήταν να απολαύσουν το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα . Περπάτησαν μέχρι την παραλία και κάθισαν αμίλητοι, σχεδόν βουρκωμένοι στα βράχια. Ο Κόνορ σαν να είχε από χρόνια αυτή τη συνήθεια, άπλωσε το χέρι του και κράτησε το δικό της και δεν έμοιαζαν πια σαν δυο άνθρωποι που μόλις πριν λίγες μέρες είχαν γνωριστεί αλλά σαν ένα ζευγάρι που έζησε χρόνια μαζί και περίμεναν μαζί το θάνατο. Βουβά δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της. Εκείνος που τα αισθάνθηκε γύρισε προς το μέρος της και με ένα απαλό χάδι τα σκούπισε και αμέσως πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της και φίλησε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα της. Σηκώθηκε από το βράχο και κρατώντας την από το χέρι την οδήγησε στο αυτοκίνητο. Της άνοιξε την πόρτα και αυτή κάθισε στη θέση του συνοδηγού, αμίλητη, κλείνοντας τα μάτια της και αφήνοντας τον να την οδηγήσει όπου εκείνος θέλει.
Όταν άνοιξε τα μάτια της το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο στον παλιό δρόμο που οδηγούσε προς τη θάλασσα. Ο Κόνορ κατέβηκε πρώτος. Τον άκουσε να ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και αμέσως να το ξανακλείνει και αμέσως να ανοίγει τη δική της πόρτα για να κατεβεί. Την περίμενε με ένα σακίδιο στο χέρι και έναν αναμμένο φακό στο άλλο.  Η νύχτα ήταν ξάστερη και από κάτω ακουγόταν η θάλασσα να παφλάζει σιγανά νανουρίζοντας τα βράχια. Ένα δροσερό καλοκαιρινό αεράκι την αιφνιδίασε και έκανε τους ώμους της να ανατριχιάσουν. Αυτός αφού πέρασε στην πλάτη του το σακίδιο και  με το αριστερό του χέρι το φακό  την πήρε στην αγκαλιά του και έτριψε τον γυμνό της ώμο για να ζεσταθεί.  Ξεκίνησαν με το φως του φεγγαριού και του μικρού φακού  να βαδίζουν προσεκτικά στο μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα. Κανένας δε θέλησε να μιλήσει. Ακούγονταν μόνο τα βήματα τους πάνω στο χώμα και τα μικρά ξερά χορταράκια, και κάποια κοιμισμένα που τιτίβιζαν παραμιλώντας στον ύπνο τους.
Σε λίγα λεπτά έφτασαν. Η σπηλιά ήταν εκεί όπως πάντα. Προχώρησε πρώτος μέσα ο Κόνορ. Μύριζε φύκια και ακουγόταν ο αχός της θάλασσας λες και βρισκόντουσαν μέσα σε ένα κοχύλι. Κάτω από τα πόδια τους η άμμος ήταν ζεστή και την ένοιωθαν να μπαίνει γαργαλώντας τα δάχτυλα τους. Κατέβασε το σακίδιο από την πλάτη του και τοποθέτησε προσεκτικά το φακό σε μια πέτρα με το φως να κοιτάει προς τα πάνω, αφήνοντας το κάτω μέρος της σπηλιάς σκοτεινό. Μετά άνοιξε το σακίδιο και έβγαλε από μέσα έναν μεγάλο μπλε υπνόσακο και τον άπλωσε προσεχτικά χάμω μην αφήνοντας στιγμή τα μάτια του από τα δικά της , λες και θα του έφευγε αν κοιτούσε αλλού για ένα δευτερόλεπτο. Και εκείνη έμεινε καρφωμένη να τον κοιτάζει ακίνητη, στην είσοδο της σπηλιάς, να βγάζει τα παπούτσια του ένα ένα, μετά το άσπρο του φανελάκι και τελευταίο το χακί του παντελόνι ανοίγοντας αργά τη ζώνη με το ένα χέρι μένοντας μπροστά της  μόνο με ένα λευκό εσώρουχο και ανίσχυρος, σαν παραδομένος στρατιώτης που έχει απογυμνωθεί από τον καταχτητή.  Την κοίταζε όμως ακόμα στα μάτια χωρίς ντροπή και αναστολή και αυτό το βλέμμα του έκανε την ίδια να αισθάνεται ανίσχυρη.
Ο Κόνορ έσβησε με μια κίνηση το φακό αφήνοντας την να στέκεται χωρίς άλλες πια δικαιολογίες στην είσοδο της σπηλιάς φωτισμένη πια μόνο από το φεγγάρι που έβγαινε διστακτικά από τη θάλασσα. Η καρδιά της πάφλαζε όπως τα κύματα της θάλασσας στα βράχια. Ένοιωθε τόσο ευάλωτη μπροστά του, αλλά και τόσο έτοιμη λες και αυτή η νύχτα σε αυτή τη σπηλιά ήταν στιγμή που περίμενε και έτρεμε ταυτόχρονα. Η στιγμή που ζούσε και πέθαινε. Ότι δεν έζησε και για όσα δεν πέθανε τόσα χρόνια. Αυτή η στιγμή που την καλούσε το πεπρωμένο.
Το μυαλό της άδειασε από όλα, άφησε το κύμα να πάρει τα πρέπει και τις ενοχές που τη βασάνιζαν τόσες μέρες και προχώρησε πιο μέσα. Έβγαλε τα σανδάλια της. Τον κοίταξε να προχωράει προς το μέρος της. Έβλεπε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει. Έκαναν ακόμα ένα βήμα μπροστά, βρέθηκαν να στέκονται  σε απόσταση αναπνοής πάνω στον υπνόσακο. Γύρισε την πλάτη της, έφερε τα χέρια της προς τα πίσω και ψήλωσε τα μαλλιά της λίγο πάνω. Εκείνος την πλησίασε κι άλλο και μόνο ένα εκατοστό χώριζε το στήθος του από την πλάτη της. Εκείνη ένοιωθε ήδη τις τρίχες από το στήθος του να αγγίζουν το δέρμα της, την καυτή  ανάσα του στο σβέρκο της . Εκείνος μυριζόταν τη μυρωδιά που είχαν στη βάση του λαιμού της τα βρεγμένα της μαλλιά και ένοιωθε να τον αγγίζουν  οι γλουτοί της ανεπαίσθητα όπως  ένα φτερό.
Άνοιξε με τρεμάμενο χέρι το φερμουάρ του άσπρου φορέματος της και έσπρωξε απαλά τις τιράντες προς τα πλάγια αφήνοντας το να γλθστρίσει από πάνω της . Eκείνη γύρισε και πάλι προς το μέρος του με μάτια αλαφιασμένα από πόθο και στήθη μουσκεμένα από τα δάκρυα. Δεν ήταν δάκρυα ενοχής, ήταν δάκρυα λύτρωσης, μιας ψυχής που επέστρεφε για προσκύνημα στον τόπο που άφησε πίσω σε μια άλλη ζωή και τον έβρισκε και πάλι μέσα από άλλο κορμί. Λίγες στιγμές πέρασαν να αναπνέουν  ο ένας την ανάσα του άλλου, να αγγίζονται με τις άκρες των δαχτύλων, σαν να ετοιμάζονται να κάνουν έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή τους. Δεν βιάζονται, η νύχτα ήταν δική τους και όλα έμοιαζαν να έχουν σωπάσει, τα κύματα σταμάτησαν να παφλάζουν , το φεγγάρι κράτησε την αναπνοή του και η θάλασσα  σώπασε για μια απολαυστικά οδυνηρή παύση που δεν ήξεραν αν διήρκησε λίγα δευτερόλεπτα ή μια ζωή. Ξάπλωσαν δίπλα δίπλα και δεν ήταν πια ο υπνόσακος κάτω από τα σώματα τους αλλά ένα νυφικό κρεβάτι πάνω σε πουπουλένια λευκά σύννεφα και το στερέωμα που τους αγκάλιασε.

ΜΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νοέμβρης

  Αρέσκει μου τούτη η εποχή Έσιει μια γλυκάδα που δεν την έσιει κανένα καλοκαίρι. Ούτε πυρώνεις ούτε κρυώνεις, είσαι άνετος εσύ μέσα στο σώμ...