Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΤΣΑΣ










ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΤΣΑΣ







Πρόσωπα

Κωστής (νεαρός βοσκός)
Μαρίτσα (νεαρή, στα δεκαεφτά)
Δημητρός (αδελφός της Μαρίτσας, νέος εικοσιπέντε χρονών)
Μίχαλος (θείος του Κωστή, γύρω στα πενήντα)
Αννού (η μάνα της Μαρίτσας και του Δημητρού, σαρανταπέντε)
Αρετή (μάνα του Κωστή, ράφτενα, σαράντα)  





















Σκηνή 1η
(στο καφενείο)
Δημητρός
Ώρα καλή σας!


Μίχαλος
Καλώς τον Δημητρό, έλα, κόπιασε να κάτσεις να πνάσεις τζιαι θωρώ σε  πολλά σικκιρτισμένο. Θκειέ Τσακκίστρα, ψήσε έναν σκέττον  του Δημητρού, μερακλίτικον, ξέρεις εσού.


Δημητρός
Εννά τον τζιεράσεις τζιόλας μάστρε Μίχαλε; (ειρωνικά)


Μίχαλος
Να σου τον τζιεράσω καλό, ήντα εν η ακρίβκεια του; Θκυό μπακκίρες εν κάμνει. Αμμά, εν’σε θωρώ καλά. Αρρώστησες ρε;


Δημητρός
Όι , δόξα να σιει ο πλάστης μου μια χαρά είμαι στην υγεία.
Αμμά ΄μαι πολλά φουτουνιασμένος τζιαι χαρκούμαι εν θα μου φκεί σε καλό.


Μίχαλος
Μα ήντα μπου γίνηκεν;
Πε μου να δούμε,  τζαι μεν τα κρατείς μέσα σου.  Ο θυμός εν όπως το θερκόν  το  ανήμερον. Ωσπου τον κρατάς κλειούμενο περίτου αγριεύκει.


Δημητρός
Μα’ νταν μπου να σου πω τζ΄ήνταν΄ μπου ν΄αφήκω;  Έτο, τζιείν΄το χωράφι μου, πόξω που το χωρκό , ξέρεις για ποιο σου λαλώ, πας την καυκάλλα..


Μίχαλος
Μα εν για τζιείνο με τις τερατσιές που λαλείς ρε;


Δημητρός
Ναι, τζιείνο. (ο Δημητρός πίνει λίγο καφέ και πνίγεται) Παναία μου  θκειε Τσακκίστρα  τζ’ έκαμες τον μέλι, αφού εν σκέττον που τον πίνω.


Μίχαλος
Φέρτου σκέττο ρε Τσακκίστρα. Πε μου να δούμε ήντα μπου έσιει το χωράφι. Μεν τζ΄εγύρεψεν να σου το φάει κανένας συγγενής ρε;
Αν αθθυμούμαι καλά εν εσένα που το άφηκεν ο μακαρίτης ο τζιύρης σου.


Δημητρός
Μια χαρά τα αθθυμάσαι. Eμέναν άφηκεν μου το χωράφι με τες τερατσιές τζιαι το άλλο με τις ελιούες κοντά στες Σιελεντρουνιές. Ε, το σπίτι τζιαι έναν χωραφούιν με αθασιές άφηκεν τα της αρφής μου της Μαριτσούς.


Μίχαλος
Μακάρι ναν καλά τζει πάνω που ένει ο μακαρίτης, έν αδίκησε τα παιθκιά του.


Δημητρός
Για τζείνον ήτουν δίκαιος ο τζύρης μου, τζιαι δουλευτής. Εν΄ μόνος του που τα΄καμεν ούλλα, τζιαι τζείνος τζ΄η μάνα μου, εβκάλαν ρόζους τα σιέρκα τους για να καρπίσει το ξερόχωμα.  


Μίχαλος
Έννεν ούλλοι έτσι που τα εκάμασιν Δημητρό;  Ζαττίν ο τόπος μας δαπάνω για να πρασινίσει έθελεν τζιαι νερό, μα έθελεν τζιαι γαίμα. Αμμα έν μου είπες ακόμα,  ήντα μπου γίνηκε με το χωράφι τζ΄εφουτουνιάστηκες;


Δημητρός
Έτο, το χωράφι  που λαλείς, ο τζύρης μου είσιεν το φυτεμένο με τερατσιές.                   
Γρόνον με το γρόνον εγινήκαν δεντρά, εκάμαν καρπό, επουλούσαμεν λλία τεράτσια σε κανά παναύρι, εκάμναμεν τζιαι λλίον τερατσόμελον. Αμμά που τον τζιαιρόν που μας άφηκε γρόνους ο μακαρίτης τα πράματα εδυσκολέψαν. Είπαμεν τζιαι μεις με την Μαριτσού να φυτέψουμε λλίες ρέντες, κουτσιές, φασολάκια τζιαι να τα πέμπω με τον Χαρή κάτω στο παντοπουλείο. Κοντά τους εφυτέψαμεν τζιαι λεμονούες να κάμνει η Μαριτσού καμιά λεμονάδα.


Μίχαλος
Ε; εφυτέψετε τες;


Δημητρός
Εφυτέψαμεν τες καλό. Έσιει τζ΄ ανάμιση γρόνον τωρά. Ήντα, να τες εθόρες εφορτωθήκαν λεμονούθκια.


Μίχαλος
Μπράβο ρε, άτε πέρκει φκάλετε λλίες οκκάες.


Δημητρός
Ποττέ που εν’ να φκάλουμεν οκκάες.
Να χαρείς μμε μου φκάλλεις τζ΄ άλλον το γαίμα πας τη τζιεφαλή μου.


Μίχαλος
Μα ήντα εσκουλλίστηκες πάλε ρε; Αφού εκαρπίσαν λαλείς. 


Δημητρός
Όι μάστρε Μίχαλε, επήαν άδικα οι κόποι μας.                  


Μίχαλος
Γιατί ρε Δημητρό, εψωρκάσαν οι λεμονιές; Εν τες εκόπρισες το γιο μου;


Δημητρός
Όι, μμέ εψωρκάσαν, μμέ εσκουλουτζιάσαν. Τα δεντρά μια χαρά ήτουν. Αλλά έτο, έσιει καμιάν εφτομάδαν που πάμεντε τζιειπάνω μιαν εγώ τζιαι μιαν η Μαριτσού, που τα δεντρά λύφκουν. Τζιαι που τες ρέντες εν έμεινεν κουτσιή.


Μίχαλος
Λύφκουν;  Εν σου καταλάβω.


Δημητρός
(δυνατά να ακούουν όλοι) Όπως σου τα λαλώ,  λύφκουν. Έτο έσιει έναν, που ξαπολά το κοπάι του τζιαμέ κοντά, τζ΄εκατάφαε μου δεντρά. Μήτε τερατσιές εμείναν, μήτε λεμονούες.


Μίχαλος
Ούλλα τζ’ αν τα καρτέρουν τούτον όι. Τζιαι ποιος εν΄ τούτος ο αχαίρευτος που έκαμεν τέθκοιον πράμα;


Δημητρός
(οργισμένος) Όποιος τζ΄αν ένει εν έσιει με ιερό με όσιο. Τζ΄ εν τυχερός που εν τον έκοψα τζειπάνω ακόμα. Γιατί που εν να τον κόψω εν τζιαι να φκαίνει ζωντανός που τα σιέρκα μου.


Μίχαλος
Ήντα μπου΄ να σου πω ρε Δημητρό, ότι τζ’ αν πεις έσιεις δίκιο.
Τζιαι τωρά ήντα μπου λοαρκάζεις να κάμεις;


Δημητρός
Έσιει χάρη που αύριο φεύκω αλλά στο στραφί εν να τον παραλάβω.


Μίχαλος
Τζιαι που εννά ισιώσεις να πάεις;


Δημητρός
Aρρώστησε η μάνα μου τζιαι πρέπει να την πάρω στο γιατρό στη χώρα.


Μίχαλος
Καλά κάμνεις Δημητρό. Πε μου, εν΄ να πάρεις  τζαι τη Μαριτσού μιτά σου;


Δημητρός
Όι, η Μαριτσού εν να μείνει έσσω. Εν τζ΄ οι θκειάες της στο καντούνι, αν ιγρειαστεί   τίποτε βάλλει τους τη φωνή.


Μίχαλος
Καλά έπραξες, εν κρίμα η μιτσιά. Τζιαι τα δεντρά;


Δημητρός
Τις ελιούες τζιαι τες αθασιές επαράτζειλα της να πηαίννει να τες σάζει.      Αμμά τζει πάς στες τερατσιές, είπα της να με γελαστεί να πατήσει. Εν τζιαι ξέρω αν την κόψει τούτος ο τρισκατάρατος τζιαι κάμει της κανένα κακό.
Ένας που καταισιεύκει το βκιός του άλλου εν άξιος για ούλλα.


Μίχαλος
Να σιεις την ευτζήν μου ρε Δημητρό, ούλλα εσκέφτηκες τα ρε.


Δημητρός
Παρκάτου ένα που το εσκέφτηκα τωρά.


Μίχαλος
Πε το τζιαι μακάρι να  περνά που το σιέρι μου.


Δημητρός
Έτο, αν ημπόρεις να πεταχτείς νάκκον τζι πά΄ στες τερατσιές. Τζιαι πέρκι φανείς πιο τυχερός τζιαι δεις ποιος εν μπον τούτος ο τατσίζης που ισιώνει μιαν την άλλην τζειπάνω με τα χτηνά του.


Μίχαλος
Καλόν Δημητρό, να πάω. Μεν έσιεις έννοια.





(γελούν)
Σκηνή 2η
(ακούγεται παίξιμο φλογέρας και βελάσματα αρνιών)
Κωστής
Νέφανε νάκκον να σε δω, να πνάσει η ψυσιή μου.
Όμορφη μαυρομμάτα μου τζ’ όμορφο γιασεμί μου.
Για σε τα όρη έπιασα τζιαι τους γκρεμούς μαθθαίνω.
Τους τόπους έφαα να σε δω, μα δεν εφάνηκες λεπτό,
Τζ΄ αντί να ζιω μες΄ τη χαρά , το γολγοθά μου βκαίνω



(από μακριά φωνάζει ο Μίχαλος)


Μίχαλος
Ά, ρε παμπέσιη τζ΄ έκοψα σε. Τώρα εν να μάθουμεν ποιος εν πού΄σαι. Τούτες οι αίγιες εν δικές σου; Σηκώστου πάνω να δούμεν τα μούτρα σου. 


Κωστής
Εγιώ είμαι θκειέ, εν με κατάλαβες;  Ο Κωστής, ο αρφότεχνος σου, της Αρετής


Μίχαλος
Ου καίσιϊν, εσού είσαι ρε περικκεντέ;  που να σιεις την κατάρα μου !


Κωστής
Μα ήντα μπου σου΄καμα τζιαι τιμάζεις με θκειε;


Μίχαλος
Μα είσαι τέλεια στραός οξά τζοιμισμένος; Εν θωρείς τες αίγιες σου  που εκαταφάαν το μάλιν των πλασμάτων;


Κωστής
Ου μανούλα μου, εν καλά που λαλείς θκειε. Έτο έκατσα νάκκον δαμέ να πνάσω τζιαι εμουντάραν πας τες τερατσιές !


Μίχαλος
Έσιης χάρην που σαι γιος της αρφής μου οξάν ήταν να σου πιρκολίσω τζιαι δκυο πατσαρκές. Πε μου εν η πρώτη φορά που ρκεσαι δαπάνω, οξά έσιει τζιαιρό που κουβαλιέσαι; 


Κωστής
Εεε, έτο θκειε, έσιει καμιά δεκαρκάν ημέρες.


Μίχαλος
Ξέρεις το ότι έσιει σου τες ταμένες ο Δημητρός που του εκαταφάαν οι αίγιες σου τα  δεντρούθκια;


Κωστής
Α΄παναία μου, με μου λαλείς έτσι. Εγιώ έν τζιαι είχα άσιημο σκοπό…


Μίχαλος
Τζιαι γιω τι θα  του πω του αδρώπου τωρά που με έπεψε να του βρω το φταίχτη;  Ότι ο φταίχτης εν ο αρφότεχνος μου;  


Κωστής
Όι, να χαρείς ότι αγαπάς, μεν του πεις τίποτε.


Μίχαλος
Πε μου, ήνταλως τζιαι  εκουβάλησες το κοπάι δάξω; Ελείψαν οι ποκαλάμες ποτζιεί χαρώ σε;


Κωστής
Όι, εν η αλήθκεια , έκαμε πολλά νερά φέτη, έσιει πολλύν χόρτον ακόμα.


Μίχαλος
Ε;  Ήντα μπου σε φέρνει ποδά;  Οξά να αρωτήσω καλλύττερα ποια;


Κωστής
Καμιά θκειέ. Μα ήντα μπου βαλεν ο νους σου;


Μίχαλος
Τζιαι για ποιαν μαυρομμάτα εν που τραούδας προτίττερα με το πιθκυάυλι;


Κωστής
Έτο, αρέσκει μου η Μαριτσού, η αρφή του Δημητρού.


Μίχαλος
Η Μαριτσού, α;  Αρέσκει σου μόνο για αγαπάς τη ρέ;


Κωστής
Αγαπώ την, μάρτυρας μου ο Θεός, βάλλω την πάνω τζιαι που τη ζωή μου.


Μίχαλος
Α, ρε κατάπελλε, τζιαι επειδή την αγαπάς εβάρτηκες να λείψεις τα δεντρά της;

Τζ΄ αν σ΄έκοφκεν ο αρφός της ρε δαμέ τζιαι εταπάνιαζε σε;


Κωστής
τούτον έν΄ερέξεν που το νου μου.


Μίχαλος
Ρε Κωστή, αν την αγαπάς όπως λαλείς, να πα να συντιήσιεις της μάνας σου τζιαι το γληορήτερον να  πέψετε προξένεια. Η κοπελλούα είναι όπως το φκιόρο το φρέσκο, αν δεν βκιαστείς να το αρπάξεις , εν να την αρπάξει κανένας άλλος τζ΄εν να μείνεις με θκυο σείλη καμένα.


Κωστής
Καλό θκειέ, θα κάμω όπως επαράτζειλες, τζιαι ο Θεός να βάλει το σιέρι του.

ΣΚΗΝΗ 3η

ο Μίχαλος και ο Δημητρός ξαναβρίσκονται στο καφενείο


Δημητρός
Έλα μάστρε Μίχαλε, κόπιασε, γρωστώ σου τζιαι έναν καφέ. Θκειε Τσακκίστρα, ο καφές του Μίχαλου τζιερασμένος που μένα.


Μίχαλος
Ευκαριστώ σου Δημητρό, πε μου να δούμε, πώς πάει η μάνα σου;


Δημητρός
Δόξαν να σιει ο Θεός, εν πολλά καλλύτερα. Έδωκεν της κάτι σορόπια                    τζ΄αλοιφάες ο γιατρός στη χώρα τζιαι τωρά εν όπως το περτίτζι.
Εσού πε μου να δούμε, επήαιννες τζι κάτω στο  χωράφι;


Μίχαλος
Επήα,δκυο τρεις φορές, μα εν είδα κανένα. Χαρκούμαι τζείνος που του                  ξιστρατήσαν οι αίγιες , εσύναξεν τες τζιαι εν εξαναφάνηκεν.


Δημητρός
Μα περιπαίζεις με μάστρε Μίχαλε, ήντα πάει να πει εξιστρατήσαν του;

A, αλώπως ξέρεις τον τζ΄εν τ΄ομολοάς, για να τον υγλυτώσεις που το ταπάνι.


Μίχαλος
Όι ρε Δημητρό, με ξέρω τον με είδα τον λαλώ σου, ήντα να σε περιπαίξω;                 Όποιος τζ΄αν ήταν εν εξανάρτε λαλώ σου.


Δημητρός
Λαλείς α;


Μίχαλος
Λαλώ.


Δημητρός
Έστω, τελοσπάντων.  Έσιεις τζιαι χάρην που με ήβρες με τα κκέφκια μου.                           


Μίχαλος
Ε , λάλε να δούμε να χαρώ τζιαι γιώ μαζί σου.


Δημητρός
Έτο, τωρά που κατέβηκα στη Χώρα, είσιεν έναν γιατρούι τζιαι κουβένταν της
κουβέντας εσυνάφερε μου πως γυρεύκει νύφη. Επροξένεψα  του την αρφή                  
μου, τζιαι αύριο λοαρκάζω να πάμε στη χώρα τη δει. Έ, τζι΄αν του αρέσει,  παίρνει την είπε.


Μίχαλος
Τζιαι΄ εν να πάεις να δώκεις την κοπελλούα ξενοχωρίτη;


Δημητρός
Ααα. Πρόσεξε νάκκον τη γλώσσα σου Μίχαλε γιατί εν΄να σσιήσουμε τα δευτέρκα μας. Εν επέλλανα, ο γιατρός τζιαι νέος είναι , τζιαι τη δουλειά του έσιει την, τζιαι το σπίτι του, ήντα που του λίφκεται;


Μίχαλος
Τζιαι την κακομάζαλη την μάνα σας, αρώτησες την; Δκυο χρόνια έσιει που  εν σιηράτη, μιαν κόρην που την έσιει αποκούμπι εν να τη φαραντζίσεις;


Δημητρός
Μα  πέμου χαρκέσαι τούτα εγιώ εν τα εσκέφτηκα; Εν μου λαλείς όμως ποιος εν  να δικλίσει πάνω μια κορούα ορφανή, που μμε προίκαν έσιει μμε που τον ήλιο μοίρα;  


Μίχαλος
Τζιαι τα κάλλη της που τα βάλλεις; Τες νοικοτζυροσύνες της; Τούτα εν η ανώττερη προίκα. Δαμέ λαλεί το ούλλον το χωρκό πως άλλην σαν την αρφή σου εν έσιει, τζαι νούσιμη, τζαι συσταρισμένη, τζαι σου λαλείς μου ότι εν΄να μεν ηβρεθεί χωρκανός να σου την ηζητήσει;

Έπαρε υπομονή τζιαι μεν φκιαστείς να τη δώκεις του Χωραίτη, τζ΄η τύχη της κοπελλούας μπορεί να΄ν αλλού.


Δημητρός
Ήβρες το σύκο σήκωστο Μίχαλε μεν το σηκώσει άλλος. Άτε έσιε γεια.


Σκηνή 4η
(Έξω από το σπίτι του Κωστή, ο Μίχαλος χτυπά την πόρτα συγχισμένος)


Μίχαλος
Ρε Κωστή , είσαι έσσω;  Άννοιξε τζ΄εν ανάγκη να σου συντίχω.


Κωστής
Κόπιασε μέσα θκειέ, ήντα μπου σε φέρνει κατά δα;


Μίχαλος
Ρε, προχτές που σ΄έκοψα τζει πας το χωράφι του Δημητρού, ε σε εττεμπίσιασα να πέψεις άρων άρων προξένεια;


Κωστής
Εττεμπίσιασες με θκειε, τζ΄εγιώ έπραξα κατά που είπες. Έκατσα εψές τζ΄εσύντιχα με τη μάνα μου. Εν τζιαι τζείνη δεχτή.


Μίχαλος
Τζιαι αφού εν δεχτή ήντα που καρτεράτε;


Κωστής
Μα ήτουν να κανονίσει να πάει να βρει την μουχτάρενα να πέψει τα προξένια μιτά της.


Μίχαλος
Τζ’ ώσπου να πάει το μήνυμα τζαι να΄ρτει το χαπάρι, η Μαριτσού εν να                  χαρτωμένη μ’ άλλον.


Κωστής
Ήντα πράμα; Άκουσα καλά;


Μίχαλος
Ε άκου το τζιαι τούτο. Την Πέφτην που επήεν ο Δημητρός εις τη Χώρα, εγυάλισε του ένα γιατρούι. Ε, τζιαι ΄έκαμεν του κουβέντα για την Μαριτσού. Τζιαι πιάννει την αύριο το πορνόν τζιαι παίρνει του την να τα τελειώσουν.


Κωστής
Τζιαι τωρά εγιώ ήντα μπου να κάμω; Α μάνα μου μάνα μου χαττά που έπαθα.


Μίχαλος
Τωρά τίποτε εν ημπόρεις να κάμεις.  Επάσκισα πέρκει του αλλάξω γνώμη αμμά η κκελλέ του εν πιο ξερή τζιαι που του γαδάρου. 


Σκηνή 5η
Σάββατο χαράματα και ο Δημητρός ετοιμάζεται να αναχωρήσει με την αδερφή του για τη Χώρα (ακούγεται ο κόκορας που λαλεί)


Αννού
Κόρη Μαριτσού, άνου πάνω τζ΄εμεσωμέρκασεν κόρη.


Μαρίτσα
Μα αφού ο ήλιος εν εφάνην ακόμα μανά. 


Αννού
Τάρασσε με ξαρκείς τζιαι ο αρφός σου εν που ώρας σασμένος τζιαι καρτερά.


Μαρίτσα
Καλόν μανά, ποτάβρισμου το φουστάνι τζιαι τη μαντήλα μου που το ττέλι, να σαστώ να φεύκουμε.


Αννού
Μα που τα άπλωσες κόρη τζ έν τ΄ αμπλέπω;


Μαρίτσα
Πας το ττέλι λαλώ σου μανά, πόξω που το παραθύρι του μαιρκού.


Αννού
Εστραώθηκα τζιαι εν τα θωρώ κόρη;
Δαμέ μμέ φουστάνιν έσιει , μμε μαντήλα.


Μαρίτσα
Βάσταξε μανά να πελλετίσω τζιαι γιω, Ου παναία μου, εν αλήθκεια. Μανά, ερομάνισες καλά ψές;


Αννού
Ερομάνισα τζιαι ετσακροκλείωσα. Επέλλανα ν’ αφήκω ανοιχτά;


Δημητρός
Μα ήντα μπου κάμνετε δαμέ τζ΄οι δκυό α μανά; Εγιώ καρτερώ πόξω τζιαι εσείς κάθεστε δαμέ τζιαι αχάπαρες;


Αννού
Έτο γιε μου, εχάθηκεν το καλό το φουστάνι της Μαριτσούς τζιαι η μαντήλα της η πλουμιστή. Τζιαι ξέρεις το, έναν το έσιει το καλό της.


Δημητρός
Μα περιπαίζετε με; Τζιαι που επήεν το φουστάνι σου Μαριτσού σαν ήτουν μες τ΄αρμάρι;


Μαρίτσα
Εν ήτουν μες το αρμάρι Δημητρό. ‘Ετο έπλυννα το εχτές τζιαι είχα το απλωμένο  πας το ττέλι.  Εφάμεν τους τόπου τζιαι εν το ήβραμε.


Αννού
Άμπα τζιαι εφαράτζιησες το  για να μεν πάεις , τζιαι περιπαίζεις μας;


Μαρίτσα
(κλαίοντας) Όι , μανά. Εξανάπα σου ποττέ ψέματα;


Αννού
Γιε μου, εν  ναν αλήθκεια. Αλώπως ήρτεν ο παλιόσιηλλος του Πανάου,                    τζιαι ετράβησε τα τζιαι έσσιησεν τα.


Δημητρός
Μεν έσιεις ένοια τζ΄ο σιήλλος ε δυμμένος που κάς΄τη μερσινιά τζιαι κόφκει                    ύπνους ακόμα. Άτε φέρε τον γάρο τζιαι πάρτε τον πίσω στο μαντρί. Έτσι όπως τα εκάμετε Χώρα εν πάμε σήμερα. Εστήσαμεν τζιαι τον ξένον τον άδρωπο. Τέλος πάντων πριχού κάμεις άλλον τίποτες σήμερα μανά θα πιάεις την κόρη σου την πολλοπάητη τζιαι θα ισιώσετε τζει πα στην Αρετή να σου ράψει σε δκυό μέρες άλλο φουστάνι. Με μου κάμετε καμιάν άλλη στραβάρα λαλώ σας. Ακούσετε;


Αννού
Καλό γιε μου, ότι πεις..

Σκηνή 6η
Οι δύο γυναίκες πάνε στο σπίτι της Αρετής για να πιάσουν μέτρα για το φουστάνι


Αννού
Αρετή, είσαι έσσω κόρη;


Αρετή
Ω Αννού, εσού είσαι; Κόπιασε, μα έφερες τζιαι τη Μαριτσού μιτά σου;


Αννού
Εν για λλόου της που ήρταμε. Εν ανάγκη να της ράψεις τζιηνούρκο φουστάνι.
Σε θκυο μέρες θέλουμε το. Προκάμνεις κόρη;


Αρετή
Γρόνον έν έσιει που εράψαμεν το άλλο, εμίτσιανε της μάνι-μάνι ρα Αννού;


Μαρίτσα
Όι θκεια, έτο,  έπλυννα το που τα εψές τζιαι το πορνόν που το εγύρεψα ήτουν                   χασιμιό που το ττέλι.


Αρετή
Ήμαρτον σου κύριε, τζιαι που εφαρατζιήστικε μάνα μου το φουστάνι;


Αννού
Άνοιξεν η γη τζιαι κατάπιεν το. Όπως σου το λαλώ.


Αρετή
Tζιαι ήντα εσιάσιαρετε μάνα μου να ράψετε μάνι μάνι άλλο; Παντρεύκεται                   κανένας τζιαι εμείς εν επήραμεν χαπάριν;


Μαρίτσα
Όι  λοαρκάζει  ο Δημητρός να με πάρει στη Χώρα.


Αρετή
Μαν ήντα ννα την πέψεις  Αννού τη μιτσιά στη Χώρα; Εν άρρωστη;


Αννού
Μαριτσού, λάμνε να φέρεις καμιά καντήλα νερό κόρη μου τζιαι στρέφεσαι                  ταπισών για τα μέτρα.


Μαρίτσα
Καλόν μανά.


Αρετή
Ήντα την έδκιωξες κόρη τη μιτσιά; Τρέσιει τίποτες το σοβαρό;


Αννού
Εν΄ ναι ανάγκη να τα συντιχάννουμε τζ΄ούλλα μπροστά της. Να σου τα πω μάνι μάνι πριχού στραφεί. Έτο. λοαρκάζει ο αρφός την να τη λογιάσει με έναν Χωραίτη.


Αρετή
Ήντα πράμαν;


----------------------------------------------------------------------------------

Στο μεταξύ η Μαρίτσα ψάχνοντας για το νερό συναντά τον Κωστή στο σπίτι του


Κωστής
Ω….καλώς την Μαρίτσα.   


Μαρίτσα
Ώρα καλή Κωστή. Που εν η κούζα με το νερό; Eπεψεν με η μάνα μου να της πάρω μια καντήλα να δροσιστεί.


Κωστής
Έτην ποδά Μαριτσού. Ποταύρισε εσού μιαν καντήλα καθαρή που την                 αρμαρώλλα τζιαι φέρτην να σου την γεμώσω.  


Μαρίτσα
Ευκαριστώ Κωστή

(γύρνει νερό)


Κωστής
Στάθου κόρη Μαριτσού, ήντα εσιάσιαρες;


Μαρίτσα
Ε, άμπα τζιαι κόψει τζιαι κανένας.


Κωστής
Εν τζιαι κάμνουμεν τίποτε κακό Μαριτσού. Μα εν μου είπες, ήντα μπου γυρεύκετε στη μάνα μου που το χάραμα του φου;


Μαρίτσα
E, ήντα μπου λαλείς να γυρεύκουμε εις τη ράφταινα; Για να ράψω φουστάνι.


Κωστής
Τζ΄ ήντα μπου εν να το κάμεις;


Μαρίτσα
Ήντα μπου σε κόφτει τζ΄αρωτάς ρε Κωστή;


Κωστής
Κόφτει με Μαρίτσα. Μα, ήντα εκοτσοίνησες κόρη; εζαλίστηκες ;


Μαρίτσα
Τίποτε τίποτε εν έχω. Είμαι μια χαρά. Αμμά είμαι νάκκον μαραζωμένη γιατί ο αρφός μου εν να με πάρει στη Χώρα να με χαρτώσει.


Κωστής
Όι Μαρίτσα, τούτο που λοαρκάζουν οι δικοί σου εν να μείνει μόνο στους λοαρκασμούς, εγιώ στη Χώρα εν σε αφήνω να πάεις, ακούεις; Εν έσιεις να πάεις πούποτες. Δαμέ εν να μείνεις.


----------------------------------------------------------


Αννού
Έτσι έχουν τα πράματα που λαλείς.  Ευτυχώς που εχάθην το φουστάνι της Μαριτσούς τζιαι εγλυτώσαμε την. Αμμά ο Δημητρός έσιει το αποφασισμένο, μόλις ράψεις το τζιαινούρκο το φουστάνι θα την πάρει είπε να τα τελειώσουν. Θα το χάσω το παιδί μου Αρετή μου. (κλαίει)


Αρετή
Σφόγγα τα μάθκιαι σου τζιαι κρολοήθου μου τζιαι μένα νάκκον. Ητουν να τα μάθεις υστερόττερα μα αφού ήρταν έτσι τα πράματα εν΄να σου τα πω               τωρά. Έτο, ελοαρκάζα αύριον να σου πέψω προξένεια.


Αννού
Μα για τη Μαριτσού μου κόρη;


Αρετή
Ε, καλό για το Δημητρόν καλό; Εγιώ  ξέρεις το μόνον τον Κωστή μου έχω              σκάππουλλον,  οι άλλοι ούλλοι ε στεφανωμένοι που τζιαιρό.


Αννού
Μάνα μου Αρετή μου, εν αλήθκεια που μου λαλείς κόρη;  Προίκα ζητάτε;


Αρετή
Έ΄θέλουμεν προίκαν. Ο Κωστής μου εν πελλαμένος πάνω της, παίρνει την με το φουστάνι που φορεί. Τζ΄ αν του τη δώκετε εν δέκα φουστάνια που εν να της ράψω,   τζιαι πρώτον τζιαι καλλύτερο το  νυφικό.


Αννού
Τες ευτζιές μου να σιετε Αρετή μου. Ήρτα δαμέ μες το μαράζι τζ΄έκαμες  μου την καρκιά μου τζ΄ άννοιξε φύλλα φύλλα.    


Αρετή
Είσαι δεχτή δηλαδή;


Αννού
Εσού ήντα που λαλείς ;  Φακκώ τζιαι δέκα κουτρουμπέλες, αμμά με τον γιο μου τον αρκορούφητον ήντα μπου εν να κάμουμεν;


Αρετή
Τούτο άφηστο πάνω μου. Eν να συντίχω με τον αρφό μου το Μίχαλο τζιαι εν να τα κανονίσουμε. Αμμά για τωρά εν να πούμε ότι εκούτσανεν το σιέρι μου τζιαι αρκώ να ράψω το φουστάνι, εκατάλαβες;


Αννού
Εκατάλαβα.  Μα που επήεν η Μαρίτσα τζιαι εχάθηκε;  Έπεψα την να φέρει μιαν καντήλα νερό τζιαι τούτη επήεν τζιαι χάθηκε.  


-----------------------------------------------------------------------


Μαρίτσα
Κωστή, φωνάζει η μάνα μου, πρέπει να φύω.


Κωστής
Αλλό ένα φιλί τζιαι να φύεις, αλλό ένα να χαρείς, να μεν πεθάνω ομπρός σου.


Μαρίτσα
Τελευταίο! (φιλί) άτε άφησμε τωρά τζιαι εν να μας δουν τζιαι κατίσιη μου.


Κωστής
Γεια σου αγάπη μου. Τζιαι όπως είπαμεν.


---------------------------------------------------------------------------


Μαρίτσα
Έτο τζιαι το νερό, μανά , έφερα το .  


Αννού
Μα επήες τζ΄έμεινες την κόρη μου;  Πόσες ώρες;


Μαρίτσα
Έτο μανά , εν ξένο το  σπίτι εν τζιαι ξέρω που έχουν τα τερκαστά τους. Η κούζα ήτουν έξω τζ΄εγιώ εγύρευκα τη μέσα.

Μα ήντα μπου επάθετε  τζ΄οι θκυο σας τζιαι γελούν τζιαι τα φκιά σας;


Αρετή
Τίποτε εν επάθαμεν, έτο αθθυμηθήκαμεν τα παλιά τζ΄ έπιαε μας το γέλιο.


Αννού
Εσού ήντα μπου έπαθες Μαρίτσα τζιαι είσαι μου ολοκότσιηνη τζιαι ξυπιρκασμένη;


Μαρίτσα
Μα εγώ; Τίποτε τίποτε μανά, έτο ήτουν νάκκον πυρά ποτζεί στο μαερκό.


Αρετή
Εν αλήθκεια που σου λαλεί Αννού, εν της Ανατολής το παραθύρι τζιαι που το πρωί διά ούλλος ο ήλιος έσσω. Άτε έλα Μαρίτσα μου να σου πιάσω τα μέτρα τζιαι  εν να σου ράψω ένα φουστάνιν εγώ που άλλη εν το έσιει στο χωρκό.



--------------------------------------------------------------


Κωστής
Εφύασιν μάνι μάνι μανά;  Μα είδες την ήντα όμορφη που είναι ;


Αρετή
Εγιώ είδα την. Αμμά έλα πε μου, ποιος επήεν τζ΄εσύναξεν το φουστάνι της κοπελλούας που το ττέλι;


Κωστής
(γελά) Εν εγιώ μανά. Όι που ήταν να την αφήκω να την πάρει στη Χώρα ο αρφός της.


Αρετή
Όι γιε μου, άκου να κλέψει το φουστάνι της κοπελλούας.
Εν πειράζει ,  άμαν ο σκοπός εν καλός….




Σκηνή 7η
Δημητρός
Μανά, μανά….


Αννού
Καλώς το Δημητρό.


Δημητρός
Επήετε στη ράφταινα για το φουστάνι;


Αννού
Επήαμε γιε μου.


Δημητρός
Τζιαι πότε εν να έτοιμον; O γαμπρός περιμένει. Είπες της ότι το βιαζούμαστε;


Αννού
Είπα της το γιε μου. Αμμά η φτωσιή η Αρετή εκούτσανεν το σιέρι της τζιαι είπε μου εν τα της πάρει λλίες μέρες να το τελειώσει.


Δημητρός
Ήντα πράμαν; Τζιαι εν έσιει άλλη ράφταινα μες ούλλο το χωρκό εξόν που την Άρτεμη;


Αννού
Έραφκεν τζιαι η θκεια σου η Στυλλού γιε μου αμμά εγέρασεν η φτωσιή. 


Δημητρός
Τζιαι τωρά μείναμεν χάσκωντας ;



(ακούγεται πόρτα που χτυπά)


Αννού
Μα φεύκεις γιε μου; Κάτσε να σου βάλω κάτι να φάεις. Που πάεις;  

Σκηνή 8η

(ακούγεται χτύπημα της πόρτας)
Δημητρό
Θκεια Αρετή, πού είσαι; o Δημητρός είμαι.


Αρετή
Καλώς το Δημητρό, ήντα σιει γιε μου;


Δημητρό
Έθελα να σε αρωτήσω θκεια, ήρτεν η μάνα μου τζ΄επιάσετε μέτρα της Μαριτσούς:


Αρετή
Καλό γιε μου εν ήρταν;  Εν να της ράψω ένα φουστανούι της αρφής σου, ουυυυ……εν να αζουλέψουν ούλλες μες το χωρκόν.


Δημητρό
Τζιαι πότε λοαρκάζεις να το ράψεις; Εν τζιαι θέλεις καμιάν προκαταβολή;


Αρετή
Ποττέ το γιο μου προκαταβολή; Προσβάλλεις με τωρά. Να το ράψω  με το καλό τζιαι πιερώνεις με, εν τζιαι χάθηκεν ο κόσμος.


Δημητρό
Ε, τζιαι πότε με το καλό λοαρκάζεις;


Αρετή
Α, για τζείνον εν να πρέπει να πάρετε νάκκον υπομονή γιατί εκούτσανεν το σιέρι μου τζιαι δυσκολεύκουμε. Είπα το τζιαι της μάνας σου.


Δημητρό
Εκατάλαβα. Ε, περαστικά σου καλό τζιαι μηνάς μας που εν ναν έτοιμο.


Σκηνή 9η


Μίχαλος
Δημητρό. Ε Δημητρό, είσαι έσσω ρε;


Δημητρός
Έλα’ σσω Μίχαλε. Ήντα αέρας σε φέρνει έσσω μου.


Μίχαλος
Έτο. Ήμουν τζιαμέ στο παντοπουλείο τζιαι ετηλεφωνήσαν  που τη Χώρα. Εζήτησε σε κάποιος Τιμόθεος, γιατρός.


Δημητρός
Που τη Χώρα. Α Παναία μου. έτο εν ο γιατρός τζιαι γυρεύκει μας που τον εστήσαμεν προχτές.


Μίχαλος
Άφηκε σου ένα νούμερο τζ’ είπε να τον πιάεις πίσω.


Δημητρός
Καλόν. Μανά πάω βουρητός να τηλεφωνήσω του αθρώπου τζιαι να παρακαλάτε να μεν άλλαξεν ιδέα. (φεύγει τρέχοντας)


Αννού
 Έφυε  Μίχαλε;


Μίχαλος
Εγίνην άφαντος.


Αννού
Πε μου, εσυντίσιες με την αρφή σου την Aρετή;


Μίχαλος
Εσύντηχα, τζιαι εκανόνισα τα ούλλα.


Αννού
Λάλε να ούμε τζιαι έχω μεάλην αγωνία.


Μίχαλος
Άκου Αννού. Για τον γαμπρόν τον Χωραίτη αρώτησα τζιαι έμαθα. Ξέρεις ποιος εν μπον τούτος;


Αννού
Που να ξέρω η γέριμη;


Μίχαλος
Εν ένας παραπόττης που στήννεται πόξω που το νοσοκομείο της Χώρας, βάλλει τζιαι μιαν ποδκιάν άσπρη τζιαι καμώνεται τάχαμου το γιατρό τζ΄ ότι εν΄ορφανός τζιαι άρκοντας τζιαι γυρεύκει νύφη.


Αννού
Εν ψέματα ούλλα δηλαδή, τζιαι ήντα περιπαίζει τον κόσμο;


Μίχαλος
Καμώνεται πως θέλει νύφη τζιαι μάλιστα πως εν γυρεύκει με προίκα με τίποτε . Τωρά εκατάλαβες Αννού τι ήταν να πάθει η κόρη σου; Αμμά μεν έσιεις έννοια. Επήα στη Χώρα τζ΄ήβρα τον τζ΄είπα του να με γελαστεί να κοντέψει της Μαρίτσας γιατί εν ποσπασμένος που σιέρι.


Αννού
Να σαι καλά Μίχαλε. Αμμά να χαρείς μεν πεις τίποτε του Δημητρού, γιατί εν να πάει να τον έβρει τζιαι να τον καθαρίσει.

Σσς……σα να τζιαι ακούω τον που έρκεται...


Δημητρός
Ω, Μίχαλε. Μα είσαι δαμέ ακόμα;


Μίχαλος
Ε, ναι. Επιάσαμεν τη κουβέντα με τη μάνα σου.


Αννού
Ποιος ήτουν στο τηλέφωνο Δημητρό;


Δημητρός
Ήταν ο γιατρός που τη Χώρα.  Είπε μου ότι εμετάνιωσε για το προξενειό.


Αννού
Τζιαι γιατί το γιο μου; ήντα δικαιολογία σου είπε;


Δημητρός
Είπε μου πως τον εδιορίσαν στον Πύρκο τζιαι φεύκει άρων άρων. Εν έσιει τζιαιρό για παντρειές τωρά.
Μίχαλος
Τζ΄εμαράζωσες ρε Δημητρό που έχασες τον γαμπρό το Χωραίτη; Άκου δα που έχω τωρά  κάτι να σου προτείνω,  γαμπρόν τόπακα, πρώτο πράμα.


Δημητρός
Τζιαι ποιος εν τούτος ο γαμπρός Μίχαλε, ξέρουμεν τον;


Μίχαλος
Εν ο αρφότεχνος μου ο Κωστής, o γιος της αρφής μου της Αρετής.


Δημητρός
Τζιαι είπε σου θέλει ν΄αρμαστεί την Μαριτσού; Τζιαι ήντα προίκαν                       ζητά;


Μίχαλος
Εν εζήτησεν με προίκα με τίποτε.


Δημητρός
Πε τους να έρτουν πόψε να τα τελιώσουμεν. Άλωσπως τα καρτερούσαμεν τζ΄άλλωσπως μας ήρταν. Εφάνηκε πολλά τυχερός ο Κωστής. Πολλά τυχερός.


Μίχαλος
Πράγματι.  Είδες άμαν έσιει τύχην το πλάσμα;

Σκηνή 10η
Δημητρός
Στην υγειά σας , να ζήσετε


Αννού
Να ζήσετε παιθκιά μου, άτε τζιαι με το καλόν ο γάμος


Αρετή
Μαριτσού μου , εν να σου ράψω ένα νυφικό , που άλλη εν θα το σιει μές το χωρκό.


Δημητρός
Θωρώ, εν να μου την έσιετε παραπάνω που αρκόντισσα την Μαριτσού.




Μίχαλος
Ελάλουν σου τα Δημητρό πως άξιζε καλλύτερη τύχη της αρφής σου.  


Δημητρός
Έσιεις δίκαιο Μίχαλε, άτε να μας ζησουν.

Τζιαι όσο για το φουστάνιν που εσύναξες που το ττέλι, φέρ΄ το πίσω  γιατί η μάνα σου εκούτσανεν το σιέρι της τζιαι εν να αρκίσει πολλά να ράψει το τζιαινούρκο, εν ναιν συμπεθερά;


Αρετή
Ναι, ναι. Έτσι ένει Δημητρό, έτσι ένει. !













ΤΕΛΟΣ



















 













































                  .



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νοέμβρης

  Αρέσκει μου τούτη η εποχή Έσιει μια γλυκάδα που δεν την έσιει κανένα καλοκαίρι. Ούτε πυρώνεις ούτε κρυώνεις, είσαι άνετος εσύ μέσα στο σώμ...