Αγαπημένε
Το γράμμα σου με βρίσκει καλά στην υγεία και ευτυχισμένη
όσο ποτέ. Πρώτον ευτυχισμένη από τη στιγμή που παρέλαβα το γράμμα σου και
δεύτερον γιατί διάβασα αυτά που γράφεις. Από τις πρώτες κιόλας λέξεις τα άψυχα
γράμματα πήραν τη φωνή σου και μου μίλησαν , γέμισε το δωμάτιο μου από την
παρουσία σου, σκίρτησε η καρδιά μου από χαρά και με πλημμύρισαν όμορφα
συναισθήματα που δεν χωράνε σ’ ένα χαρτί και αδυνατώ να βρω λόγια να σου τα
περιγράψω.
Ναι ! και εγώ αναπολώ με γλυκιά νοσταλγία εκείνη την
πρώτη συνάντηση μας στην Πλάκα. Αυτό που δεν σου είχα πει εκείνη τη μέρα
αγαπημένε, ήταν το πόσο λυπημένη και απελπισμένη ένοιωθα. Βλέπεις, είχα μόλις
χάσει τη δουλειά μου στο νοσοκομείο που δούλευα σαν νοσοκόμα. «Περικοπές» αυτή
ήταν η δικαιολογία που μου έδωσε ο προσωπάρχης. Ήταν το τέλος του μήνα και μαζί
με τον τελευταίο μισθό πήρα και το χαρτί της απόλυσης μαζί και τον δρόμο της
εξόδου.
Μπήκαν λοιπόν στο μετρό, σαν χαμένη, χωρίς προορισμό και
κατέβηκα στον σταθμό της Ακρόπολης, ασυναίσθητα. Κοίταξα ψηλά τον Παρθενώνα,
ν΄ατενίζει εδώ και τόσους αιώνες αγέρωχος και ένοιωσα πόσο μικρή και ασήμαντη
ήταν η δική μου ύπαρξη μπροστά σε αυτό το αθάνατο μνημείο του Ελληνισμού.
Κατόπιν, τα βήματα μου και οι σκόρπιες μου σκέψεις με οδήγησαν σ’ εκείνο το
καφέ. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. Σε είδα απέναντι μου και τότε όλα απέχτησαν
νόημα και αιτιολογία. Γιατί έχασα την δουλειά μου εκείνη τη μέρα, γιατί αντί να
πάω όπως συνήθιζα στο σπίτι μου κατέβηκα εκεί, γιατί τα βήματα μου με έφεραν
για πρώτη φορά σε αυτό το καφέ, όλα
έγιναν έπρεπε να γίνουν, τη στιγμή που έπρεπε να γίνουν, γιατί ήσουν εσύ εκεί
και έπρεπε να είμαι κι εγώ.
Ποτέ δεν ήμουν από τους ανθρώπους που πιστεύουν στο κάρμα
και τις συμπαντικές συμπτώσεις, όμως τώρα πια είμαι σίγουρη ότι κάποια ανώτερη
δύναμη συνωμότησε ώστε να συναντηθούμε οι δυο μας εκείνη τη μέρα. Σε είδα να
κάθεσαι με σκυμμένο κεφάλι, χαμένος στην εφημερίδα σου, στις σκέψεις σου, το
καφέ ήταν πλημμυρισμένο με κόσμο που έψαχνε καταφύγιο από τη μπόρα, ο χώρος
μύριζε φρεσκοψημένο καφέ, μια καρέκλα ήταν μόνο αδειανή, στο δικό σου τραπέζι,
ψήλωσες το κεφάλι, μου χαμογέλασες και μου ένευσες με εκείνα τα ολογάλανα σου
μάτια να καθίσω. Και έκατσα, απέναντι σου, δεν ξέρω πόσους καφέδες ήπιαμε ούτε
πόσες ώρες κάτσαμε, θυμάμαι μόνο τις κουβέντες μας, λέξη προς λέξη και τις
αραδιάζω στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Μα πάνω απ’ όλα θυμάμαι τα μάτια σου και
τον τρόπο που με κοιτούσαν διεισδύοντας στα τρίσβαθα της ψυχής μου,
ξεκλειδώνοντας κάθε κλειδαριά με την οποία είχα για χρόνια καλά κλειδωμένη την
καρδιά μου.
Εσύ, ο άγνωστος έγινες πιο γνωστός από ανθρώπους που
ήξερα για χρόνια. Εσύ, ο ξένος, έγινες πιο οικείος κι από την οικογένεια μου.
Εσύ, ο τυχαίος, έγινες το γραφτό που έμελλε να κεντήσουν οι μοίρες στα όνειρα
μου. Εσύ και η ευλογημένη στιγμή που μπήκες στη ζωή μου. Η ζωή αγαπημένε.
Κανείς δεν ξέρει τι θα του φέρει η ζωή, όπως δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει την
επόμενη μέρα. Και η ζωή πάντα φέρνει εκπλήξεις και ανατροπές όπως μια δροσερή
μπόρα στο μέσο του καλοκαιριού και μια Αλκυονίδα στις παγωμένες μέρες του Γενάρη.
Αυτό ήσουν κι εσύ για μένα, αυτός που έδιωξε το κρύο και την παγωνιά απ’ την
καρδιά μου, αυτός που έδιωξε τα σύννεφα από τη σκέψη μου και έλαμψε σαν ήλιος
γεμίζοντας με χαρά και αισιοδοξία.
Συγκινήθηκα με τον τρόπο που μου περίγραψες στο γράμμα
σου με τον οποίο ασκείς το κατά πολλούς μακάβριο επάγγελμα. Είναι πραγματικά
αξιέπαινη η αντιμετώπιση σου, η ανθρωπιά και η ευαισθησία που δείχνεις σε έναν
άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά σου νεκρός και όμως εσύ τον μεταχειρίζεσαι με
τόσο σεβασμό, όσον αξίζει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, φτωχός ή πλούσιος, καλός ή
κακός. Είμαι βέβαιη πως δεν κάνεις τυχαία αυτό που κάνεις. Θα μπορούσες
κάλλιστα μπαίνοντας στην ιατρική να είχες επιλέξει οποιαδήποτε ειδικότητα,
υπάρχουν τόσες πολλές με πολύ περισσότερα λεφτά αλλά και μεγαλύτερη αναγνώριση.
Εσύ όμως, δεν επέλεξες κάτι άλλο, επέλεξες να γίνεις ιατροδικαστής, να
διενεργείς νεκροψίες και να αντικρίζεις σε καθημερινή βάση το θάνατο.
Χρειάζονται τεράστια ψυχικά αποθέματα για να έρχεσαι κάθε
μέρα πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Οι περισσότεροι τον αποφεύγουν. Είναι
όμως και κάποιες φορές που είναι αναπόφευκτος όπως όταν χάνεται κάποιος δικός
τους και πρέπει να πάνε στην κηδεία. Ακόμα και τότε όμως, τη στιγμή που περνάς
πάνω από το πλημμυρισμένο με στεφάνια φέρετρο και κοιτάς με μάτια δακρυσμένα το
άψυχο σώμα, δεν έχεις συνειδητοποιήσει ακόμα ότι αυτός δεν υπάρχει πια,
παρακολουθείς απλά τη διαδικασία σαν ένας ακόμα θεατής με μουδιασμένα
αισθήματα. Γιατί θάνατος δεν είναι η εικόνα του νεκρού, θάνατος είναι η απουσία
του ζωντανού. Και η συνειδητοποίηση έρχεται όταν γίνεται αισθητή η απουσία
αυτού που αγαπούσες. Τότε έρχεται και ο θρήνος, επώδυνος και βασανιστικός.
Σκέφτεσαι και αναπολείς όλα όσα έζησες, φορτώνεσαι με
ενοχές για όλα όσα έπρεπε να πεις και δεν είπες, όλα όσα έπρεπε να κάνεις και
δεν έκανες, αλλά τώρα είναι πια αργά. Ίσως αυτό να είναι ένα μάθημα για τους
ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τόσο επιφανειακά την παρουσία αυτών που
ισχυρίζονται ότι αγαπούν. Γιατί αυτοί που αγαπάμε και μας αγαπούν, καρδιά μου,
βρίσκονται κοντά μας σαν δώρο από τη ζωή και αυτό το δώρο πρέπει να το
διαφυλάττουμε, να το εκτιμούμε και να το προστατεύουμε.
Η αγάπη, αγαπημένε, είναι ένα ντελικάτο λουλούδι, μια
σπάνια ορχιδέα, που θέλει το νερό της, τον ήλιο της μα πάνω απ’ όλα ένα
ξεχωριστό μέρος στο δωμάτιο της ψυχής μας με σταθερό περιβάλλον και τη
κατάλληλη θερμοκρασία που τα της επιτρέψει να ζήσει και να φυτρώσει τα υπέροχα
άνθη της. Έτσι , ντελικάτη είναι η αγάπη, δεν σηκώνει πάρε φέρε, άσκοπες
μετακινήσεις και απότομες αλλαγές. Έτσι πρέπει να φερόμαστε σ’ αυτούς που
αγαπάμε, να τους προσέχουμε όσο τους έχουμε κοντά μας, να τους δίνουμε την αμέριστη
προσοχή μας, ότι πιο θετικό έχουμε μέσα μας. Να τους βοηθάμε να αναπτύσσονται
και να ανθίζουν, να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι και να γινόμαστε και εμείς μαζί
τους.
Γιατί ποιο είναι το πρώτο και δυνατότερο σημάδι της
αγάπης αν όχι να σε κάνει να θέλεις να γίνεσαι καλύτερος; Να σε κάνει να ανθίζεις μέσα κι έξω, να
ξυπνάς το πρωί και να έχει η ύπαρξη σου νόημα και σκοπό, να θέλεις να ζήσεις
και να ρουφήξεις τη ζωή ως το μεδούλι, να νιώθεις ένας μικρός Θεός που μπορεί
να κάνει τα πάντα. Είναι απίστευτο πόσο μεγάλες αλλαγές μπορεί να επιφέρει σε
έναν άνθρωπο η αγάπη. Ναι, αγαπημένε, η αγάπη φέρνει τις πιο μεγάλες ανατροπές.
Κάνει τον δειλό ατρόμητο, τον ντροπαλό θαρραλέο και αυτόν που δεν είχε φωνή να
θέλει τώρα να πει πολλά και να μην τον φτάνουν οι λέξεις.
Φτάνουν όμως οι δικές μου λέξεις ,δε θέλω να σε κουράζω
άλλο. Συγχώρα τη φλυαρία μου αλλά επέτρεψε μου να σου πω μόνο μια τελευταία και
κράτησε την στην καρδιά σου.
Σ’αγαπώ
Ψυχή και σώμα, παντοτινά δική σου
Ελοίζ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου