Αγαπημένη Ελοίζ
Ελπίζω το γράμμα μου
να σε βρίσκει καλά και ευτυχισμένη. Το ίδιο μπορώ να πω και για μένα, από υγεία
είμαι πολύ καλά. Όσο από ευτυχία, ναι ! μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά, να
ομολογήσω μάλλον, χωρίς καμιά ντροπή και εγωισμό, ότι από τότε που γνωριστήκαμε
σε εκείνο το γραφικό καφέ στην Πλάκα, νοιώθω πιο ευτυχισμένος από όσο ένοιωσα
ποτέ στη ζωή μου. Η υπέρτατη ευτυχία μου όμως Ελοίζ, θα είναι η στιγμή εκείνη
που θα αξιωθώ να σε δω και πάλι μπροστά μου.
Δεν είναι μόνο η ομορφιά σου που με έχει σκλαβώσει, είναι εκείνο σου το
βλέμμα, που λέει χίλιες λέξεις χωρίς να μιλά. Τα μάτια σου Ελοίζ, αυτά βλέπω
μπροστά μου, είτε ανοιχτά έχω τα δικά μου είτε κλειστά και δεν ξεχωρίζω πια
πότε είμαι ξύπνιος και πότε κοιμάμαι γιατί το μόνο που βλέπω συνεχώς μπροστά
μου είναι αυτά τα μεγάλα εκφραστικά μάτια σου. Είμαι ευτυχισμένος όμως, σου το
ξαναγράφω, γιατί γεννήθηκες και υπάρχεις εσύ, γιατί στάθηκα τόσο τυχερός ώστε
να είμαι εκείνο το Χειμωνιάτικο πρωινό, σ΄ εκείνο το συγκεκριμένο καφέ στην
Πλάκα, για να σε δω να μπαίνεις και να παίρνει νόημα από εκείνη τη στιγμή και
έπειτα η ανούσια ύπαρξη μου. Σ’ ευχαριστώ για εκείνες τις ώρες που μου χάρισες
από τη ζωή σου, όπου παρέα ξεκλειδώσαμε τα μυστικά μιας ζωής, που μοιραστήκαμε
τις αγωνίες και τους προβληματισμούς μας, με τόση οικειότητα που μόνον δύο
άνθρωποι που έχουν ζήσει μιαν ολόκληρη ζωή μαζί νοιώθουν. Και εμείς ζήσαμε
μαζί, ξανά, είμαι βέβαιος γι΄αυτό. Ίσως ήμασταν ζευγάρι στην Αγγλία του
δέκατου-όγδοου αιώνα και ανταλλάζαμε ερωτικές επιστολές, μέχρι τη στιγμή που θα
βρισκόμασταν. Ίσως πάλι να ήμασταν απλά δυο καλαμιές στις ακτές του Νείλου που
μεγάλωναν πλάι πλάι και μας έκοψαν μετά, μας έκαναν πάπυρους για να γράφουν
επάνω μας οι ιερείς για τους αστερισμούς και τις συναστρίες. Ζήσαμε πάντως μαζί, η ψυχή μου σε αναγνώρισε
από τη στιγμή που άνοιξες την πόρτα και μπήκες στο καφέ, από τη στιγμή που τα
μάτια σου αντίκρισαν τα δικά μου και είδα μέσα τους ν΄αντανακλάται η ψυχή μου. Εσύ ήσουν Ελοίζ,
αυτή που πρόσμενα να΄ρθει σ΄όλη μου τη ζωή, η πηγή που αναζητούσε το διψασμένο
μου στόμα για να σκύψει και να πιει το αστείρευτο νερό της αθανασίας. Αθάνατος νοιώθω τώρα πια.
Τώρα που σ΄έχω συναντήσει, που ξέρω πως υπάρχεις. Φτάνει που σ΄έχω δει μια
φορά, αυτό μου είναι αρκετό για να πω ότι έχω ζήσει. Ο θάνατος Ελοίζ. Όλοι θα
πεθάνουμε μια μέρα, αλλά πόσοι μπορούν να πουν με σιγουριά ότι έχουν ζήσει; Κι
εγώ που ξυπνάω κάθε πρωί και αντικρίζω το θάνατο μπορώ πια να το πω. Αυτό είναι
το επάγγελμα μου βλέπεις. Ξέρω, είναι άχαρο και ψυχρό, κάποιος θα μπορούσε να
σκεφτεί ότι για να κάνεις το επάγγελμα μου πρέπει να είσαι το λιγότερο άκαρδος,
χωρίς αισθήματα. Μα δεν είναι έτσι τα πράγματα. Έχω και καρδιά και αισθήματα
και συνείδηση. Όσο και αν έχω εξοικειωθεί με την όψη του θανάτου, όσο και αν
έχω συνηθίσει να αντικρίζω γυμνά μελανιασμένα πτώματα ανοίγοντας τα συρτάρια
του νεκροτομείου και πάνω στο μεταλλικό παγωμένο τραπέζι, όταν έρθει η στιγμή
να πάρω στα χέρια μου το φάκελο με τα στοιχεία του νεκρού, παύει να είναι ένα
άψυχο παγωμένο σώμα. Το σώμα έχει όνομα,
διεύθυνση, ανθρώπους που τον αγαπούν. Λίγες ώρες πριν ανέπνεε, αισθανόταν, ίσως
να γελούσε, ίσως να έκλαιε, αλλά σίγουρα δεν είχε γνώση ότι λίγες ώρες αργότερα
θα βρισκόταν γυμνό μπροστά μου, ν’ ανοίγω με το χειρουργικό νυστέρι το στέρνο
του, να αφαιρώ και να ζυγίζω την καρδιά του που μέχρι πριν λίγο χτυπούσε, ν’
ανοίγω το κεφάλι και να αφαιρώ τον εγκέφαλο που μέχρι πριν λίγο σκεφτόταν.
Αλήθεια αναρωτιέμαι, ποιο να ήταν το τελευταίο όνειρο που είχε ονειρευτεί Ελοίζ;
Αν κάποτε η επιστήμη προχωρήσει τόσο που να βλέπουμε τις τελευταίες εικόνες που
είχαν περάσει από το μυαλό του νεκρού, τι θα βλέπουμε άραγε;
Ξέρεις πολλοί
θεωρούν τη νεκροψία ισοδύναμη με ιεροσυλία, βεβήλωση του αποθανόντος, πολλές
φορές οι ίδιοι οι συγγενείς αρνούνται με πείσμα να αποδεχτούν ότι πρέπει να
γίνει η διαδικασία αυτή. και είναι απαραίτητο να γίνει, όταν δεν
διευκρινίζονται τα αίτια θανάτου ή όταν υπάρχει η παραμικρή υποψία για
δολοπλοκία. Είναι και αυτοί που περιμένουν αγωνιωδώς την νεκροψία και τα
αποτελέσματα της για να πάρουν μια απάντηση, όταν ο αγαπημένος τους έχει φύγει
απροσδόκητα και χωρίς προφανές αίτιο. Καταλαβαίνεις λοιπόν τη δική μου θέση και
το βάρος της ευθύνης όταν εγώ είμαι αυτός που θα πρέπει να δώσει τις
απαντήσεις. Μάλλον αυτός που δίνει τις απαντήσεις είναι ο ίδιος ο νεκρός, εγώ
απλά καλούμαι να ψάξω καλά και να δώσω το πόρισμα. Και ένα νεκρό σώμα πάντα
μιλά και έχει πολλά να πει, για τη ζωή που έζησε, για τον τρόπο που προκλήθηκε
ο θάνατος του, σου μιλά και σου λέει, εδώ είναι το μυστικό κρυμμένο, ψάξε καλά
και φανέρωσε το και δώσε μου δικαίωση, να μπορέσω να αναπαυτώ.
Πάντα πριν
ξεκινήσω τη διαδικασία διαβάζω όπως σου είπα το φάκελο του, όχι μόνο για να
μελετήσω τα απαραίτητα στοιχεία και το ιατρικό ιστορικό αλλά και για να ξέρω το
όνομα του. Αυτό το όνομα που του έδωσαν στη γέννηση του, αυτό το όνομα που έχει
μετά θάνατον. Υπάρχει ακόμα και μπροστά μου δεν έχω ένα ανώνυμο πτώμα, αλλά ένα
Γιάννη, μια Μαρία, έναν Αντρέα, μιαν Ελένη. Και τους σέβομαι, πίστεψε με,
σέβομαι τον άνθρωπο που έχω μπροστά μου, αντιμετωπίζω με δέος το θάνατο, γιατί
πριν το θάνατο προηγήθηκε η ζωή. διενεργώ τη νεκροψία και προσπαθώ να κάνω το
καθήκον μου, αντικειμενικά και όσο πιο σωστά γίνεται, με τα εργαλεία που μου
διαθέτει η επιστήμη και οι γνώσεις μου για να βγάλω το σωστό πόρισμα. Ξέρεις οι
γιατροί με άλλες ειδικότητες, χειρουργοί, παθολόγοι, μαιευτήρες, έχουν
ανταπόδωση για το καλό τους έργο. Ευχαριστήριες κάρτες, ανθοδέσμες , εγκάρδιες
χειραψίες και το σημαντικότερο δάκρυα χαράς. Εγώ αυτά τα δάκρυα χαράς δε θα αξιωθώ ποτέ να τα
δω. Το μόνο στο οποίο μπορώ να ευελπιστώ είναι την ώρα που θα έρθουν οι
μαυροφορεμένες φιγούρες να παραλάβουν τον αγαπημένο τους για να τον πάνε στην
τελευταία του κατοικία, να φύγουν
τουλάχιστον με την ικανοποίηση ότι κάποιος άγνωστος, με άσπρη στολή,
σεβάστηκε τον αγαπημένο τους και έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να απαντήσει
στα ερωτηματικά τους. Μόνον έτσι μπορώ να αποχωρήσω και εγώ με τη συνείδηση μου
ήσυχη, αφήνοντας πίσω το θάνατο και επιστρέφοντας και πάλι στη ζωή. Και η ζωή,
ζωή μου, τώρα πια με καλεί και μου φωνάζει με το όνομα σου Ελοίζ. Μόνο να μπορούσα να τα παρατήσω όλα και να έρθω να σε
βρω, για μια ώρα μονάχα, να βυθιστώ στα μάτια σου και να κρατήσω τα ζεστά χέρια
σου στα δικά μου. υπάρχουν όμως και τα πρέπει, τα πρέπει τα δικά σου, τα πρέπει
τα δικά μου, αυτά που μας επιβάλλει η ζωή και το καθήκον, κρατώντας μας
αμείλικτα μακριά από αυτό που πραγματικά θέλουμε. Κι εγώ θέλω εσένα Ελοίζ, σε
θέλω όσο τίποτα άλλο ψυχή μου, ψυχή δική μου. Και να ξέρεις σε περιμένω.
Περιμένω το γράμμα σου, όπως περιμένει ένα μικρό παιδάκι τον πατέρα το βράδυ να
γυρίσει με τα καλούδια, μα περισσότερο περιμένω τη στιγμή που θα σε συναντήσω
και θα δω τα μάτια σου.
Ψυχή και σώμα,
παντοτινά δικός σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου